Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 3)

 
Κυνηγός

Έπαιζε ανόρεχτα με το φαγητό της χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα, ενώ τα γεγονότα της
προηγούμενης νύχτας επαναλαμβάνονταν στη μνήμη της. Ένας Κυνηγός. Ακόμα δεν μπορούσε να το
χωνέψει.
«Τι σκέφτεσαι;» την ρώτησε ο Ρόραν, σπάζοντας τη βαριά σιωπή που επικρατούσε στο τραπέζι. Ήταν
μονάχα οι δυο τους. Ο Άιζακ είχε φύγει από νωρίς για να ανακοινώσει τους αρραβώνες τους στο χωριό.
«Τι;» είπε αφηρημένη και σήκωσε το βλέμμα της από τον χυλό της για να τον κοιτάξει.
Στα ανατολικά, περίπου μισό μίλι από εδώ υπάρχει μια βελανιδιά...
Έδιωξε τα λόγια του Έρικ από το μυαλό της. Δεν είχε νόημα να σκέφτεται κάποιον που, αν ήξερε ποια
πραγματικά ήταν, θα κάρφωνε ένα σπαθί στην καρδιά της δίχως δισταγμό.
Άφησε κάτω το κουτάλι, σταματώντας να ανακατεύει το πρωινό της. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος
για πολλούς και διάφορους λόγους.
«Είμαι αναστατωμένη με τις Θυσίες, αυτό είναι όλο».
Τα μάτια του έψαξαν το πρόσωπο της και η Σελίν ήξερε πως δεν την είχε πιστέψει. Την ήξερε αρκετά
καλά για να μπορεί να δει πίσω από τα ψέματα της.
«Άκου, Σελίν: θέλω να ξέρεις πως δεν είχα καμία ανάμιξη στην απόφαση του πατέρα μου».
«Το ξέρω». Τώρα που το μυαλό της ήταν καθαρό ήξερε πως δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο χωρίς τη
συγκατάθεσή της.
Ο Ρόραν έγειρε ελαφρά προς το μέρος της και τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. «Δεν θα σου πω
ψέματα πως δεν είμαι χαρούμενος με αυτόν τον γάμο, επειδή είμαι. Το μόνο που εύχομαι είναι να γίνεις
κι εσύ με τον καιρό».
Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό της που ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι, αλλά η Σελίν το
τράβηξε μακριά.
Μετάνιωσε αμέσως μόλις είδε την πληγωμένη έκφραση που το αγόρι προσπάθησε να κρύψει. Ακόμα
και η ίδια σάστισε με την κίνηση. Τι είχε πάθει; Αυτός ήταν ο ίδιος Ρόραν που είχαν μεγαλώσει μαζί.
Από πότε αποτραβιόταν από το άγγιγμα του;
«Ρόραν, συγνώμη», είπε γρήγορα. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που ήθελε να πληγώσει.
«Όλο αυτό είναι πολύ ξαφνικό για ‘μένα και... Δώσε μου λίγο χρόνο».
«Όσο χρόνο χρειάζεσαι», αποκρίθηκε, χαρίζοντας της ένα μικρό χαμόγελο που δεν έφτανε μέχρι τα
μάτια του.
Μα τι ήταν λάθος μαζί της; Οποιαδήποτε άλλη στη θέση της θα ήταν πανευτυχής. Ο Ρόραν ήταν ένας
καλός και τίμιος νεαρός άντρας. Μπορεί να φλέρταρε με όλα τα κορίτσια του χωριού αλλά ποτέ δεν θα
έκανε κάτι που θα ντρόπιαζε την οικογένειά τους. Όλοι περίμεναν πως κάποια μέρα θα έπαιρνε τη θέση
του πατέρα του ως επικεφαλής της Σύναξης. Και ήταν και αρκετά ευχάριστος στα μάτια. Ξανθά μαλλιά
στο χρώμα της άμμου και ένα ελκυστικό πρόσωπο γεμάτο γωνίες, που όμως παρέμενε απαλό χάρη στη
νεαρή του ηλικία. Μια μικρή ουλή χώριζε την άκρη του αριστερού φρυδιού του στα δυο, ενθύμιο από τον
πετροπόλεμο που είχαν παίξει όταν ήταν δέκα χρονών. Ο Άιζακ είχε γίνει έξαλλος όταν το είδε. Μια
οικεία ζεστασιά απλώθηκε μέσα της με την ανάμνηση.
Ο Ρόραν νοιαζόταν ειλικρινά για εκείνη. Θα γινόταν καλός σύζυγος και αργότερα καλός πατέρας. Αυτό
δεν ήταν το πιο σημαντικό;
Γιατί δεν ήταν χαρούμενη;
Η εικόνα δυο ζεστών καστανών ματιών άστραψε απρόσκλητη στο μυαλό της. Σταμάτα, είπε στον εαυτό
της. Δεν μπορείς να τον σκέφτεσαι. Είναι Κυνηγός και εσύ είσαι αρραβωνιασμένη.
Σηκώθηκε από τη θέση της σπρώχνοντας τη καρέκλα προς τα πίσω και κάνοντάς τη να τρίξει πάνω στο
ξύλινο πάτωμα. «Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα. Θα είμαι πίσω πριν γυρίσει ο Άιζακ».
«Όχι», της είπε ο Ρόραν, ξαφνιάζοντάς την. «Πήγαινε μια μεγάλη βόλτα, πάρε όση ώρα πιστεύεις ότι
χρειάζεσαι. Έχεις πολλά να σκεφτείς».
Σταμάτησε και τον κοίταξε. «Μα ο πατέρας σου...»
«Πλέον είσαι η αρραβωνιαστικιά μου», την έκοψε. «Δε χρειάζεται να δίνεις λόγο στον πατέρα μου και
εκείνος δεν έχει το δικαίωμα να σου το ζητάει».
Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε σκεφτεί. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελο που απλώθηκε σε
ολόκληρο το πρόσωπό της, στην ιδέα πως δεν θα έδινε πια λογαριασμό στον Άιζακ για κάθε της κίνηση.
Η χαρά της ήταν μεταδοτική, αφού και τα πράσινα μάτια του Ρόραν έλαμψαν.
«Άντε πήγαινε πριν αλλάξω γνώμη και σε αφήσω να με βοηθήσεις με τα πιάτα».
Έσκυψε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι οι άκρες των αυτιών
του κοκκίνισαν. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε και έτρεξε έξω.
Στον δρόμο για την πλατεία συνάντησε τη Νάγια, που κρατούσε στα χέρια της μια μεγάλη πήλινη
στάμνα γεμάτη νερό.
«Άκουσα για τον αρραβώνα σου. Συγχαρητήρια». Η φωνή της ήταν επίπεδη, χωρίς ίχνος ενθουσιασμού
ή χαράς.
‘Όχι και τη Νάγια, σκέφτηκε ειρωνικά η Σελίν. Με τόσα κορίτσια που είχε η Σύναξη κάποιος θα
μπορούσε να υποθέσει πως ο Ρόραν θα είχε αφήσει τη φίλη της απ’ έξω και θα είχε ξεδιπλώσει τη
γοητεία του σε μιαν άλλη. Δεν του είχε θυμώσει, αφού δεν τον διεκδικούσε με αυτόν τον τρόπο, απλά
ήλπιζε να μη περιπλέκονταν τα πράγματα ανάμεσα σε εκείνη και τη φίλη της.
Αλλιώς, θα του έριχνε μια κατάρα για να του πέσουν όλα τα μαλλιά, το ορκιζόταν.
«Ευχαριστώ», της είπε και έπιασε το ένα χερούλι της στάμνας. Δεν χαιρόταν με αυτόν τον αρραβώνα,
αλλά δεν χρειαζόταν να το μάθουν και οι άλλοι. Υποβίβαζε τον Ρόραν με αυτόν τον τρόπο.
Τα δυο κορίτσια άρχισαν να περπατάνε μαζί.
«Ο Άιζακ μου είπε πως οι γονείς σου έφυγαν σήμερα το πρωί».
«Ναι, μαζί με την Ρεάννα και τον Αλάρικ. Πήγαν στο νότιο τμήμα του δάσους. Κάτι έχει τρελάνει τα
φυτά. Τα κλίματα προσπαθούν να σε σκοτώσουν αν πας να τα κόψεις και Κόκκινα Δάκρυα φυτρώνουν
παντού».
Περπάτησαν για λίγο στη σιωπή, που διέκοπταν, πού και πού, για να χαιρετίσουν κάποιον.
«Α!» αναφώνησε ξαφνικά η Νάγια. «Τι θα κάνεις με εκείνον τον Κυν...»
«Σσσσς!» της έκανε νόημα η Σελίν και κοίταξε πανικόβλητη τριγύρω. Δόξα τα Πνεύματα, κανείς δεν
φάνηκε να τις έχει ακούσει. «Θέλεις να μας ακούσει όλη η Σύναξη;»
Η κοκκινομάλλα την κοίταξε περίεργα σηκώνοντας ένα καστανοκόκκινο φρύδι. «Δηλαδή δεν θα πας;»
«Είσαι τρελή; Φυσικά και όχι».
Η Νάγια κάρφωσε δήθεν αδιάφορα τα ανοιχτόχρωμα μάτια της στον δρόμο μπροστά τους. «Καημένο
αγόρι. Θα απογοητευτεί».
«Ήταν μεθυσμένος. Το πιο πιθανό είναι να μη το θυμάται καν».
Η Νάγια της έριξε μια πλάγια ματιά με ένα μικρό πονηρό χαμόγελο στα λεπτά, ροζ χείλη της. Το
πρόσωπό της ήταν στρογγυλό, με μεγάλα ανοιχτογάλανα μάτια που απέπνεαν αθωότητα και διάσπαρτες
καφετιές φακίδες πάνω στη μύτη και τα μάγουλά της, που το έκαναν να μοιάζει σχεδόν παιδικό. Αυτή η
έκφραση φάνταζε παράταιρη πάνω του.
«Εμένα δε μου φάνηκε έτσι», σχολίασε.
«Θα το ξεπεράσει. Είναι Κυνηγός και είμαι μάγισσα, το πλάσμα που έχει ορκιστεί να κυνηγάει και να
σκοτώνει».
«Και πώς θα το μάθει αν δεν του το πεις ή αν δεν χρησιμοποιήσεις μαγεία;»
«Είμαι αρραβωνιασμένη».
«Και από πότε η κουβέντα είναι κάτι ανήθικο;» Σταμάτησε κάνοντας και τη Σελίν να σταματήσει. Το
πρόσωπό της σοβάρεψε. «Πες μου ειλικρινά, θέλεις να πας;»
Ήξερε πως δεν θα έπρεπε να θέλει, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να τον σκέφτεται. Είχε νιώσει
μια ελευθερία τις στιγμές που είχε περάσει μαζί του, μακριά από την καταπίεση του Άιζακ, μακριά από
τον γάμο που δεν ήθελε, μακριά από τους Πρεσβύτερους που παρακολουθούσαν το κάθε της βήμα. Μα
ήταν μονάχα μια ψευδαίσθηση.
«Δεν έχει σημασία τι θέλω».
«Φυσικά και έχει», την ενθάρρυνε η Νάγια. «Πες ότι θα μείνεις στο σπίτι μου απόψε για να μην είμαι
μόνη. Οι γονείς μου αποκλείεται να γυρίσουν μέχρι το επόμενο πρωί, ίσως και μεθαύριο».
Κάρφωσε τα μάτια της στον χωμάτινο δρόμο και συλλογίστηκε την πρότασή της. Και να τον έβλεπε
μια ακόμα φορά τι θα άλλαζε; Θα εξακολουθούσε να πρέπει να παντρευτεί τον Ρόραν και εκείνος θα
συνέχιζε να μισεί το είδος της. Αλλά ήξερε καλά τον εαυτό της, αν δεν πήγαινε δεν θα σταματούσε να το
σκέφτεται.
«Μπορώ να ζητήσω από τον Άιζακ να περάσεις τη νύχτα στο σπίτι μου», πρότεινε η Νάγια. «Θα του
πω πως φοβάμαι μόνη. Δεν θα αρνηθεί».
Μόνο μια φορά, ψιθύρισε μια μικρή φωνούλα στο κεφάλι της. Μια φορά δεν πειράζει.
Αργά, ένευσε καταφατικά.
Η Νάγια χαμογέλασε διάπλατα και το πρόσωπο της φωτίστηκε. Ήταν πολύ όμορφη όταν χαμογελούσε,
σαν πορσελάνινη κούκλα. «Υπέροχα. Πάμε να αφήσουμε τη στάμνα στο σπίτι μου και μετά θα πάμε
κατευθείαν στον Άιζακ».
Η Νάγια είχε τον τρόπο της με τους ανθρώπους. Ήταν ένας συνδυασμός από τα αθώα μάτια και τα
γλυκά λόγια της. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο τα παρουσίαζε να πείσουν τον Άιζακ, αλλά μόλις ανέφερε
πως αυτή θα ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να ξεκινήσουν να οργανώνουν τις λεπτομέρειες του γάμου,
ο μεγαλύτερος μάγος έδωσε τη συγκατάθεση του. Το στομάχι της Σελίν σφίχτηκε, αλλά πίεσε τον εαυτό
της να συμφωνήσει.
Άφησε τον Άιζακ να ρωτάει την Νάγια για το ταξίδι των γονιών της και ανέβηκε στο δωμάτιό της για
να μαζέψει τα πράγματά της. Ψαχούλεψε λίγο μέσα στο μπαούλο με τα ρούχα της μέχρι που βρήκε το
λευκό φόρεμα. Το δίπλωσε προσεχτικά ανάμεσα σε ένα νυχτικό και σε έναν γκρίζο μάλλινο μανδύα.
Κρατώντας τα ρούχα στα χέρια της, άνοιξε την πόρτα για να βγει στον διάδρομο και βρέθηκε πρόσωπο
με πρόσωπο με τον Ρόραν. Έσφιξε τα ρούχα πάνω στο σώμα της ανησυχώντας πως το αγόρι θα έβλεπε το
φόρεμα και θα την ρωτούσε γι’ αυτό.
«Ο πατέρας μου είπε πως θα μείνεις στην Νάγια απόψε».
«Ο Κιέβαν και η Μίρα έχουν πάει στο νότιο τμήμα του δάσους και η Νάγια θέλει παρέα», εξήγησε.
«Μου είπε επίσης πως θα ξεκινήσεις τις προετοιμασίες του γάμου». Η ελπίδα που άστραφτε στα μάτια
του έκανε τις τύψεις της δέκα φορές χειρότερες. «Αυτό σημαίνει πως...»
«Πρέπει να φύγω», του είπε και τον προσπέρασε προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση του. Στα
μισά του διαδρόμου σταμάτησε και γύρισε για να τον κοιτάξει. «Σου υπόσχομαι πως σε δεκατέσσερις
μέρες θα έχεις δίπλα σου τη πιο χαρούμενη νύφη».
Του άξιζε να είναι ευτυχισμένος. Γι’ αυτό κι εκείνη θα έκανε τα πάντα για να δείχνει χαρούμενη, ακόμα
κι αν ένιωθε πως αντί για τον γάμο πήγαινε στην κηδεία της. Θα μάθαινε πώς να τον αγαπάει και πώς να
σταθεί σαν σωστή σύζυγος δίπλα του, ορκίστηκε.
Η Νάγια την περίμενε στην πόρτα. «Έτοιμη;»
Η Σελίν ένευσε καταφατικά και τα δυο κορίτσια ξεκίνησαν για το σπίτι της κοκκινομάλλας. Ήταν
σχετικά απομονωμένο από τα υπόλοιπα του χωριού, κοντά στα όρια της μικρής κοινότητας. Κανείς δεν
θα έβλεπε τι έκαναν.
«Πώς προέκυψε αυτός ο γάμος;» ρώτησε η Νάγια καθώς άνοιγε την πόρτα.
Το σπίτι ήταν χαμηλοτάβανο αλλά πλατύ, φτιαγμένο από ανοιχτόχρωμο ξύλο που το έκανε να μοιάζει
φωτεινό ακόμα και όταν δεν υπήρχε πολύς ήλιος. Παχιά πράσινα κλίματα έμπαιναν μέσα από παράθυρα
που έκλειναν μόνο στη καρδιά του χειμώνα και σκαρφάλωναν πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι,
πέφτοντας προς τα κάτω σαν σχοινιά. Σε λίγο καιρό θα άνθιζαν και το σπίτι θα γέμιζε πανέμορφα
κόκκινα και λευκά λουλούδια που μοσχοβολούν.
«Δεν μου είχες πει πως είχες αισθήματα για τον Ρόραν».
«Δεν έχω». απάντησε προτού προλάβει να σκεφτεί ότι ίσως δεν θα έπρεπε να είναι τόσο ειλικρινής.
Όμως η Νάγια ήταν φίλη της. Αναστέναξε και πήγε προς τη κουζίνα. Άφησε τα ρούχα της πάνω στο
τραπέζι και τράβηξε μια καρέκλα για να καθίσει. «Ο Άιζακ το αποφάσισε. Πάνω που πίστευα πως θα
μπορούσα να φύγω από το χωριό βρήκε έναν τρόπο για να με κρατήσει εδώ».
«Γιατί το δέχεσαι τότε;» την ρώτησε η Νάγια και κάθισε δίπλα της. «Αρνήσου τον γάμο. Ο Άιζακ δεν
έχει δικαίωμα να ορίζει τη ζωή σου».
«Είναι ό,τι πιο κοντινό έχω σε οικογένεια. Με μεγάλωσε και θα του είμαι υπόχρεη μέχρι να πεθάνω.
Δεν μπορώ να τον παρακούσω». Η Νάγια πήρε το χέρι της μέσα στο δικό της και την κοίταξε κατάματα.
«Κανείς δεν πρέπει να παντρεύεται κάποιον που δεν αγαπάει. Θα είσαι δυστυχισμένη».
«Υπάρχουν άλλοι που έχουν χειρότερη μοίρα από εμένα».
«Και ο Ρόραν; Δεν είναι ανόητος, θα καταλάβει πως δεν είσαι χαρούμενη και θα είναι και εκείνος
δυστυχισμένος».
«Ο Ρόραν με αγαπάει. Κι εγώ τον αγαπώ, ίσως όχι με τον τρόπο που θέλει, αλλά με τα χρόνια...»
«Αν ειλικρινά το πιστεύεις αυτό γιατί ετοιμάζεσαι να πας να συναντήσεις εκείνον τον άνθρωπο;»
Τράβηξε το χέρι της από εκείνης και απέστρεψε το βλέμμα της. «Ίσως δεν πρέπει».
Τι πήγαινε να κάνει; Είχε πει ψέματα στον Άιζακ και τον Ρόραν για πάει να συναντήσει έναν άνθρωπο,
έναν Κυνηγό, και όλα αυτά γιατί; Τι ήλπιζε πως θα έβγαινε από αυτό;
«Ξέρεις τι λένε», της είπε η Νάγια. «Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που
δεν έκανες».
Η Σελίν γέλασε χωρίς στην πραγματικότητα να διασκεδάζει με κάτι. «Είμαι σίγουρη πως δεν εννοούν
να βάλουμε τον εαυτό μας σε μια γελοιωδώς επικίνδυνη κατάσταση απλά και μόνο για να μη
μετανιώσουμε κάποια στιγμή επειδή δεν το κάναμε».
«Νομίζω πως υπερβάλεις. Είναι ακόμα μαθητευόμενος Κυνηγός και εσύ είσαι μια ισχυρή μάγισσα, όλοι
το λένε αυτό. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς».
«Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις μας για να επιτεθούμε», της θύμισε. Αυτό ήταν που
τους ξεχώριζε από τους Εξόριστους.
«Δεν είναι επίθεση αν το κάνεις για να αμυνθείς. Και δεν καταλαβαίνω γιατί το μυαλό σου πηγαίνει στο
χειρότερο. Συνάντησέ τον και αν το μετανιώσεις βρες μια δικαιολογία και φύγε. Πες του πως είσαι
αρραβωνιασμένη, αυτό σίγουρα θα πιάσει», αστειεύτηκε.
Η Σελίν δεν το θεώρησε αστείο.
Μίλησαν λίγο ακόμα πριν σηκωθούν για να ετοιμάσουν ένα πρόχειρο γεύμα από κρύα πίτα, τυρί και
μήλα. Όσο έτρωγαν, επαναλάμβαναν τα τελευταία ξόρκια που είχαν μάθει για να τα απομνημονεύσουν.
Οι μαγικές λέξεις και οι τελετές ήταν τα μέσα για να ελέγξουν τη μαγεία που υπήρχε παντού γύρω τους,
συνυφασμένη στην ουσία αυτού του κόσμου. Οι ισχυροί μάγοι μπορούσαν να το κάνουν αυτό μονάχα με
τη δύναμη της σκέψης τους αλλά αυτή ήταν μια μέθοδος που απέφευγαν καθώς αντί για λέξεις
χρησιμοποιούσαν την δική τους ζωτική ενέργεια, και αυτό μπορούσε να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνο για
την ίδια τους τη ζωή.
Όλη μέρα σκεφτόταν αν θα έπρεπε να πάει στη συνάντηση ή όχι. Η λογική της έλεγε να μείνει μακριά
από το αγόρι, όμως κάτι μέσα της λαχταρούσε τη σπίθα ελευθερίας που θα ένιωθε αν το τολμούσε.
Ο ήλιος άρχισε να πέφτει και η νεαρή μάγισσα ένιωθε όλο και πιο νευρική. Είχε ήδη φορέσει το λευκό
φόρεμα και είχε ρίξει από πάνω τον μανδύα της. Δεν ήξερε γιατί είχε επιλέξει το συγκεκριμένο. Ήταν
απλό, με μανίκια που άνοιγαν κάτω από τους αγκώνες της και το μοναδικό χρώμα πάνω του ήταν τα
ανοιχτόχρωμα χρυσά κορδόνια που έδεναν χιαστί μπροστά στο στήθος της. Ήταν λίγο πιο στενό από
αυτά που φορούσε συνήθως και τόνιζε τη μέση της. Η Αλίρα της το είχε χαρίσει λίγους μήνες πριν για τα
δεκαταέβδομα γενέθλιά της. Το είχε φορέσει μονάχα μια φορά για να το δοκιμάσει. Ακόμα θυμόταν πώς
την είχε κοιτάξει ο Ρόραν χάνοντας τα λόγια του, πως είχε μουρμουρίσει ότι ήταν πανέμορφη και είχε
εξαφανιστεί από το δωμάτιο. Από τότε το είχε καταχωνιάσει στον πάτο του μπαούλου της και δεν το είχε
ξαναβάλει.
Η Νάγια την κοίταξε έκπληκτη όταν επέστρεψε στο σαλόνι. «Είσαι πανέμορφη. Μακάρι να μπορούσα
να δω το πρόσωπο του Κυνηγού όταν θα σε αντικρίσει. Είμαι σίγουρη πως θα μείνει με το στόμα
ανοιχτό. Ίσως αλλάξει γνώμη για τις μάγισσες».
«Δεν είναι αστείο, Νάγια».
«Για την ακρίβεια, είναι», απάντησε μισογελώντας. «Ποτέ δεν πίστευα πως θα έβλεπα τη μέρα που εσύ
θα δείλιαζες για κάτι».
«Δεν δειλιάζω», διαμαρτυρήθηκε η Σελίν, ενοχλημένη από την επιλογή των λέξεων της φίλης της. «Θα
πάω. Και όταν επιστρέψω θα το ξεχάσουμε και δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ γι’ αυτό».
Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν την έβλεπε κανείς, σήκωσε την κουκούλα του μανδύα της και βγήκε από
το σπίτι. Μπήκε στο δάσος και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο που είχαν πάρει το προηγούμενο βράδυ. Οι
Πρεσβύτεροι τους μάθαιναν τα μονοπάτια μέσα στο δάσος και πού βρίσκονταν τα χωριά των ανθρώπων,
για να μην περιπλανηθούν κατά λάθος προς τα εκεί. Μετά από ώρα τα δέντρα αραίωσαν και η Σελίν
διέκρινε τα πρώτα σπίτια του χωριού αλλά, αντί να πλησιάσει περισσότερο, έστριψε προς τα ανατολικά
και συνέχισε την πορεία της.
Δεν άργησε να δει το δέντρο. Ένας χαμηλός λόφος απλωνόταν μπροστά της καλυμμένος με πράσινο
χορτάρι. Μια μεγάλη βελανιδιά υψωνόταν μόνη και μεγαλόπρεπη στο κέντρο του, αιώνια και σοφή, μια
βασίλισσα που κοίταζε τη γη της. Το πλούσιο φύλλωμα της έριχνε σκιές στον μικρό λόφο και ο ήλιος που
έδυε έβαφε τα πράσινα φύλλα της με αποχρώσεις του χρυσού και του ασημένιου. Το αγόρι καθόταν με
την πλάτη του να ακουμπάει τον παχύ κορμό της. Από τη γωνία που βρισκόταν δεν μπορούσε να τη δει.
Η Σελίν πλησίασε σιγά και ανέβηκε τον λόφο, σταματώντας στην απέναντι πλευρά του κορμού.
Τα βήματά της πάνω στο απαλό χορτάρι την πρόδωσαν.
Το κεφάλι του Έρικ τινάχτηκε προς το μέρος της. «Ποιος είναι εκεί;» είπε.
«Ήπιες τόσο κρασί χθες βράδυ που ξέχασες ότι μου ζήτησες να συναντηθούμε;»
Άκουσε τα βήματα του στα δεξιά και προχώρησε προς τα αριστερά για να μείνει κρυμμένη.
«Γιατί δεν εμφανίζεσαι;» την ρώτησε.
«Είναι καλύτερα έτσι», αποκρίθηκε. Ακούμπησε τα χέρια της στον τραχύ κορμό και συνέχισε να
απομακρύνεται αργά.
«Κατάλαβα. Σου ζητώ συγνώμη αν η χθεσινή μου συμπεριφορά ήταν απρεπής».
«Αν πίστευα κάτι τέτοιο δεν θα βρισκόμουν εδώ».
«Τότε γιατί δεν με αφήνεις να δω το πρόσωπο σου; Εσύ έχεις ήδη δει το δικό μου οπότε είναι λίγο
άδικο, δεν συμφωνείς;»
«Δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον πρόσωπο».
«Γιατί δεν με αφήνεις να το κρίνω μόνος μου αυτό;» της ζήτησε.
Έμεινε ακίνητη και τον άφησε να την φτάσει. Ο Έρικ ξεπρόβαλλε πίσω από τον κορμό και στάθηκε
μερικά βήματα μακριά της. Η Σελίν δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει πως στο φως του ήλιου ήταν
ακόμα πιο όμορφος απ’ ότι τη νύχτα. Μη σκέφτεσαι έτσι, μάλωσε τον εαυτό της.
Τα κάστανά μάτια του Έρικ καρφώθηκαν στο πρόσωπό της και η έκφρασή του την έκανε να σκεφτεί
πως αυτό εννοούσε η Νάγια όταν είχε αστειευτεί προηγουμένως.
«Πώς μπορείς να λες πως ένα πρόσωπο όμορφο σαν την αστροφεγγιά δεν είναι ενδιαφέρον;»
Απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα του. «Με συγχωρείς, δεν έπρεπε να το πω αυτό».
Προσπάθησε να θυμηθεί αν ο Ρόραν της είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο. Της είχε πει πως ήταν όμορφη αλλά
ποτέ με τέτοια όμορφα λόγια. Σύνελθε, Σελίν. Άλλαξε κουβέντα για να διώξει τις παράλογες σκέψεις από
το μυαλό της.
«Δεν μου είπες πως είσαι Κυνηγός», του είπε και έλυσε τον μανδύα της. Το περπάτημα την είχε
ζεστάνει και το βαρύ μάλλινο ύφασμα ήταν υπερβολικό για αυτήν την εποχή.
Τα μάτια του στάθηκαν στιγμιαία πάνω στο λευκό φόρεμα της και επέστρεψαν στο πρόσωπό της. «Δεν
το θεώρησα σημαντικό», της απάντησε.
«Επέλεξες μια επικίνδυνη ζωή. Είναι για τη δόξα;»
«Θα ήταν ένας πολύ ρηχός λόγος», είπε με ελαφρότητα το αγόρι αλλά το πρόσωπο του σοβάρεψε ξανά.
Της έδινε την εντύπωση πως δεν μπορούσε να μείνει χαλαρός για πολύ, λες και κάτι τον ανάγκαζε να
γίνει και πάλι σοβαρός. «Πρέπει να επανορθώσω μια αδικία». Ο τόνος του δεν άφηνε πολλά περιθώρια
για ερωτήσεις.
Η Σελίν τον κοίταξε με τα γρανάζια του μυαλού της να γυρίζουν για να αποκρυπτογραφήσουν την
στάση του. Οι μάγισσες τον είχαν αδικήσει με κάποιον τρόπο; Τις περισσότερες φορές η Σύναξη
περιόριζε τους εξόριστους προτού προλάβουν να βγουν από το δάσος, αλλά υπήρχαν περιπτώσεις που
κατάφερναν να ξεγλιστρήσουν και να φτάσουν τα χωριά των ανθρώπων. Τότε ήταν πιο δύσκολο και
επικίνδυνο να τους αναχαιτίσουν αφού, εκτός από τους εξόριστους, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους
Κυνηγούς που δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα στις μάγισσες που έπιαναν. Αθώοι ή ένοχοι δεν είχε
σημασία, ήταν όλοι το ίδιο για τους ανθρώπους.
«Έχεις σκοτώσει ποτέ μάγισσα;» Ξαφνικά φοβόταν για την απάντηση που μπορεί να έπαιρνε.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, αλλά δεν θα ησυχάσω μέχρι να καθαρίσουμε τον κόσμο από
αυτά τα πλάσματα».
Η φωνή του ήταν ψυχρή, οι λέξεις ποτισμένες με ένα μίσος σχεδόν προσωπικό. Οι μικρές τριχούλες στο
πίσω μέρος του λαιμού της σηκώθηκαν και ασυναίσθητα έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω. Ο Έρικ το
παρατήρησε και η έκφραση του απάλυνε.
«Με συγχωρείς. Σε τρόμαξα».
«Δεν είναι αυτό», προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Για ποιο λόγο μια απλή κοπέλα που θα είχε
μεγαλώσει μαθαίνοντας να μισεί τις μάγισσες να αναστατωθεί επειδή άκουσε έναν Κυνηγό, τον
προστάτη των ανθρώπων, να λέει πως θα τις σκοτώσει; «Πρέπει να επιστρέψω πριν αντιληφθούν την
απουσία μου», είπε γρήγορα. Δε έπρεπε να έχει έρθει εξ αρχής. Ήταν ανόητο εκ μέρους της. «Ο πατέρας
μου είναι πολύ αυστηρός».
Στην πραγματικότητα ο Άιζακ ήταν πολύ χειρότερος, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φοβόταν
μήπως την ανακαλύψει. Αναρωτήθηκε πώς να ήταν ο πραγματικός της πατέρας. Θα ήταν αυστηρός όπως
ο Άιζακ; Προστατευτικός όπως ο Ελάιζα; Ή στοργικός όπως ο Πίττερ, που τον έβλεπε κάθε μέρα να
παίζει έξω από το σπίτι του με τα δίδυμα κοριτσάκια του; Όταν ήταν μικρή φανταζόταν πώς έμοιαζαν οι
γονείς της και τι ζωή θα είχε αν είχε μεγαλώσει μαζί τους. Πώς θα ήταν να έχει έναν πραγματικό γονιό
και όχι έναν κηδεμόνα όπως ήταν ο Άιζακ. Αλλά κανένας δεν γνώριζε ποια ήταν η γυναίκα που την είχε
γεννήσει και είχε σταματήσει εδώ και χρόνια να βασανίζει τον εαυτό της με ερωτήσεις που δεν
μπορούσαν να απαντηθούν.
«Έχει σκοτεινιάσει», της είπε ο Έρικ. Πράγματι, ο ήλιος είχε βουτήξει στον ορίζοντα βάφοντας τον
ουρανό με αποχρώσεις του μοβ και του σκούρου μπλε, με λιγοστό γαλάζιο να παραμένει. «Είναι
επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη σου. Από πιο χωριό είσαι; Θα σε συνοδεύσω στο σπίτι σου».
«Είσαι τρελός; Αν με δει κανείς μαζί με ένα άγνωστο αγόρι μέσα στη νύχτα είμαι νεκρή. Δεν χρειάζεται
να ανησυχείς για  ́μένα», τον διαβεβαίωσε. «Θα τα καταφέρω να γυρίσω στο σπίτι μου σώα».
Το αγόρι δεν έδειξε να πείθεται ιδιαίτερα αλλά δεν επέμεινε. Η Σελίν έριξε τον μανδύα της στους
ώμους της και ετοιμάστηκε να φύγει.
«Θα είναι υπερβολή αν σου ζητήσω να σε ξαναδώ;» την ρώτησε.
Η κοπέλα γύρισε για να τον κοιτάξει. «Ναι».
«Έκανα κάτι που σε προσέβαλλε;»
«Όχι».
«Τότε γιατί; Υπάρχει κάποιος λόγος που σε εμποδίζει να με ξανασυναντήσεις;»
Την κοίταξε περιμένοντας την απάντησή της. Αυτή θα ήταν μια πολύ καλή στιγμή για να του πει πως
ήταν αρραβωνιασμένη –μιας και δεν μπορούσε να του αποκαλύψει πως ήταν μάγισσα– αλλά για κάποιο
λόγο δεν το έκανε.
«Όχι, δεν υπάρχει». Τι νομίζεις πως κάνεις, νεαρή; την επέπληξε η φωνή μέσα στο κεφάλι της.
Ο Έρικ τόλμησε να κάνει ένα μικρό βήμα προς το μέρος της. «Τότε έλα ξανά αύριο».
«Έρικ...»
«Θα μου έδινες μεγάλη χαρά αν κατάφερνες να έρθεις. Εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω».
«Θα προσπαθήσω, αλλά δεν σου δίνω υποσχέσεις».
«Αυτό μου αρκεί».
«Πραγματικά πρέπει να φύγω. Αντίο, Έρικ Στόρμπορν».
Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε βιαστικά, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό της πως δεν
χρειαζόταν να τον ξαναδεί μόνο και μόνο επειδή το είπε.
Ποιον κοροϊδεύεις;
Κατέβηκε τον λόφο και σταμάτησε μια στιγμή για να κοιτάξει πίσω της. Ο Έρικ στεκόταν ακόμα δίπλα
στον κορμό της βελανιδιάς και παρόλο που ήταν πολύ μακριά για να το δει ήξερε πως τα μάτια του ήταν
καρφωμένα πάνω της. Σήκωσε την κουκούλα του μανδύα της και εξαφανίστηκε μέσα στις σκιές του
δειλινού.
Δεν παρατήρησε πολλά από την διαδρομή μέσα στο δάσος μέχρι το χωριό της. Το μυαλό της ήταν
απασχολημένο με το να σκέφτεται τα γεγονότα αυτής της περίεργης βραδιάς. Είχε πάει στη συνάντηση
για να δώσει ένα τέλος σε αυτή την ιστορία, όχι να εμπλακεί περισσότερο. Πως το είχε καταφέρει αυτό;
Ένιωσε ανακούφιση μόλις αντίκρισε το σπίτι της Νάγιας και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού πιο πέρα.
Μικρά φώτα είχαν ανάψει στα παράθυρα και, μέσα στη νύχτα, έμοιαζαν με πυγολαμπίδες από μακριά.
Παρά την επιθυμία της να φύγει και να δει κι άλλα πράγματα πέρα από την μικρή τους κοινότητα ήξερε
πως αυτό ήταν το μόνο μέρος που ένιωθε πραγματικά ασφαλής. Εδώ ήταν το σπίτι της και οι φίλοι της,
και δεν υπήρχαν Κυνηγοί ή μελαχρινά αγόρια που εισέβαλλαν απρόσκλητα στη σκέψη της.
Ετοιμάστηκε να ανοίξει την πόρτα και να μπει μέσα στο σπίτι, ξέροντας πως η Νάγια θα ήταν ξύπνια
περιμένοντας να ακούσει τα πάντα με τη συνάντηση της για τον Έρικ, όταν ξεκίνησαν τα ουρλιαχτά.


Φαίη