Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 4: Το Διαμάντι και η Άγνωστη Χώρα-1ο μέρος)

Από κάπου μακριά ακούγονταν φωνές, τις οποίες ο Μιχάλης δεν μπορούσε να διακρίνει. Μετά από λίγο όμως έγιναν πιο καθαρές, μέχρι που διαπίστωσε πως ανήκαν στους γονείς του, οι οποίοι συζητούσαν στο σαλόνι. Με μεγάλη δυσκολία άνοιξε τα μάτια του, νιώθοντάς τα πολύ βαριά. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του δωματίου του, ενώ κάποιος είχε κλείσει την πόρτα. Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι που υπήρχε στη βιβλιοθήκη απέναντί του, είδε πως ήταν πια μεσημέρι, κοιμόταν δηλαδή αρκετές ώρες. Αισθανόταν όμως ακόμη εξαντλημένος και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Δεν καταλάβαινε πού οφειλόταν αυτό, αφού συνήθως ήταν πολύ δραστήριος κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Μετά θυμήθηκε το χθεσινό του όνειρο και το αντικείμενο που του είχε δώσει ο Δημήτρης, αλλά και την πληγή που του είχε κάνει στο χέρι η αιχμηρή γωνία εκείνου του πράγματος. Γύρισε την παλάμη του χεριού του προς το μέρος του και κοίταξε την πληγή, η οποία είχε επουλωθεί ελαφρώς, αν και ακόμη τον ενοχλούσε.

Του δημιουργήθηκε μεγάλη περιέργεια σχετικά με το τι ήταν αυτό το αντικείμενο, ώστε να μπορέσει να τον χαράξει τόσο άσχημα, αλλά και πώς σχετιζόταν με τον χθεσινό εφιάλτη. Του ήρθαν στο μυαλό σκηνές από τον εφιάλτη και αισθάνθηκε ξανά την αίσθηση της φωτιάς που έκαιγε το σώμα του. Η φωτιά, όπως και όλα φυσικά στο όνειρο, ήταν ασυνήθιστη και τον έκανε να απορεί από πού δημιουργήθηκε. Αλλά και οι ζωντανές σκιές που είδε στο όνειρο τον παραξένεψαν, με τη δυνατότητα που είχαν να τον καίνε. Φυσικά, θα του φαινόταν απλώς ένας εφιάλτης, αν δεν υπήρχε η πληγή στο χέρι του, στο ίδιο ακριβώς σημείο που τον είχε χτυπήσει η πρώτη σκιά που στράφηκε εναντίον του.



Το τελευταίο μπορούσε να εξηγηθεί με την ικανότητα του μυαλού ενός ανθρώπου να βάζει μέσα σε ένα όνειρο κάποιον ήχο ή κάποια αίσθηση που συνέβαινε τη στιγμή που κοιμόσουν και έβλεπες όνειρο. Ακόμα και με αυτήν τη σκέψη, όμως, του φαινόταν πολύ αληθινό, για να ήταν ένα απλό δημιούργημα του μυαλού του.

Όπως και να είχε πάντως, κάτι περίεργο συνέβαινε με αυτό το αντικείμενο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του, κάτι που φαινόταν και από τη συμπεριφορά του Δημήτρη την προηγούμενη μέρα. Έτσι, αποφάσισε πως έπρεπε να δει τι ήταν για να σιγουρευτεί.

Την κίνησή του έκοψε το απότομο άνοιγμα της πόρτας. Την επόμενη στιγμή η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο.

«Τώρα ξύπνησες;» τον ρώτησε μόλις τον είδε. «Έλα να φας, το φαγητό είναι έτοιμο» προσέθεσε και αποχώρησε κατευθείαν.

Δεν έφερε κάποια αντίρρηση, μιας και θα ήταν καλύτερα να σηκωνόταν πια και να έκανε τίποτα μήπως και συνέλθει από αυτή την αδυναμία που τον είχε πιάσει από την ώρα που ξύπνησε. Πήγε αρχικά στο μπάνιο να πλυθεί και μετά κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

Η μητέρα του είχε μαγειρέψει ψάρια και πατάτες, τα οποία είχε σερβίρει κιόλας σε τέσσερα πιάτα στο τραπέζι, όπου έτρωγαν πάντα. Ο Μιχάλης έκατσε στη συνηθισμένη θέση του, ενώ μετά έκατσαν εκεί και οι γονείς του και λίγο αργότερα ήρθε και η αδερφή του. Δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον και το γεύμα κύλησε ομαλά, με τον Μιχάλη να νιώθει κάπως καλύτερα αφού έφαγε.

Μόλις τελείωσε, επέστρεψε στο δωμάτιό το. Έκρυψε στη συνέχεια το αντικείμενο σε ένα από τα συρτάρια που υπήρχαν κάτω από το γραφείο του, ελπίζοντας να μην το είχε ήδη προσέξει κάποιος από την οικογένειά του. Έπειτα κάθισε ξανά στο κρεβάτι, προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό του όλες τις σκέψεις σχετικά με τον εφιάλτη. Λίγη ώρα αργότερα, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον Αντώνη να δει και τι κάνει.

Δε μίλησε πολύ μαζί του, γιατί ο φίλος του ήταν αρκετά άρρωστος και δεν μπόρεσε να τον ρωτήσει τελικά αυτό που ήθελε. Μετά, ξάπλωσε απογοητευμένος στο κρεβάτι του, αποφασίζοντας να μην ανακατέψει τους φίλους του σε αυτό το θέμα.

Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν ξύπνησε. Άκουσε τη μητέρα του να λέει πως εκείνη αλλά και ο πατέρας τους θα δούλευαν εκείνο το βράδυ. Από ό,τι κατάλαβε, μιλούσε στην αδερφή του, που βρισκόταν μάλλον στο σαλόνι και αυτή. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε από το δωμάτιο κατευθυνόμενος προς το σαλόνι. Βρήκε και τους δύο γονείς του μπροστά στην πόρτα έτοιμους να φύγουν, ενώ η αδερφή του έβλεπε τηλεόραση.

«Έπαθες τίποτα και κοιμόσουν όλη μέρα;» τον ρώτησε η μητέρα του μόλις τον είδε.

«Ήμουν απλώς κουρασμένος» απάντησε εκείνος, χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Δεν πιστεύω να αρρώστησες;»

«Όχι, καλά είμαι».

«Χμ. Μάλιστα» σχολίασε κοιτώντας τον εξεταστικά. «Τέλος πάντων, εμείς φεύγουμε. Αν δε νιώθεις καλά, πάρε με τηλέφωνο να έρθω. Άντε, καληνύχτα» προσέθεσε πριν αποχωρήσουν από το σπίτι.

Το βλέμμα της μητέρας του λίγο πριν φύγει του έδωσε να καταλάβει ότι δεν τον είχε πιστέψει, αλλά πιθανότατα δεν είχε χρόνο για να τον ρωτήσει άλλα. Κάθισε δίπλα στην αδερφή του που έβλεπε τηλεόραση.

«Σε μια ώρα περίπου θα βγω, να ξέρεις» του είπε εκείνη μετά από λίγο.

«Εντάξει». Είχε αρχίσει να συνηθίζει να μένει μόνος του το βράδυ, αφού οι γονείς του δούλευαν συχνά τη νύχτα και η αδερφή του όλο έβγαινε.

Η ταινία που έβλεπε η Αφροδίτη δεν είχε και πολύ ενδιαφέρον, αλλά ο Μιχάλης κάθισε να τη δει, αφού δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Εκείνη σηκώθηκε μόλις τελείωσε η ταινία και πήγε στο δωμάτιό της να ετοιμαστεί, από ό,τι συμπέρανε ο Μιχάλης. Εκείνος ξάπλωσε, όπως και χθες, στον καναπέ και έψαξε για κάτι ενδιαφέρον στην τηλεόραση, ώστε να περάσει έτσι την ώρα του.

Μετά από λίγη ώρα, η Αφροδίτη είχε ετοιμαστεί και βρισκόταν μπροστά από την πόρτα. Θα πήγαινε, όπως συνήθιζε, για ποτό με τις φίλες της σε ένα από τα μαγαζιά της πόλης. Τον χαιρέτησε και έφυγε.

Ο Μιχάλης παρατήρησε πως οι σχέσεις τους είχαν βελτιωθεί τελευταία, αφού μάλωναν πια λιγότερο, σε αντίθεση με μερικά χρόνια πριν, που μάλωναν καθημερινά, με ή χωρίς σοβαρό λόγο. Είχαν μεγαλώσει πια και είχαν σοβαρευτεί μάλλον.

Σκεφτόμενος πως θα μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα μόνος του, θυμήθηκε το αντικείμενο. Εκείνη η στιγμή ήταν η κατάλληλη για να μάθει ποιο ήταν το μυστικό του Δημήτρη.

Σηκώθηκε με δυσκολία από τον καναπέ του σαλονιού και πήγε στο δωμάτιό του, παίρνοντας από το συρτάρι το αντικείμενο και ακουμπώντας το πάνω στο γραφείο, δίπλα στο κινητό του τηλέφωνο. Πριν στραφεί στο αντικείμενο και ξετυλίξει το πανί που το περιέβαλλε, διαπίστωσε πως υπήρχε ένα μήνυμα στο κινητό του, το οποίο είχε στείλει ο κολλητός του, ο Χρήστος, που του έλεγε ότι είχε βγει έξω με την κοπέλα του, τη Δήμητρα, και περνούσε ωραία. Χαμογέλασε γι’αυτό, αλλά δεν ασχολήθηκε άλλο με το θέμα.

Στράφηκε και πάλι στο αντικείμενο και έψαξε τη γωνία του η οποία τον είχε χαράξει. Τη βρήκε μετά από λίγο ψάξιμο, διαπιστώνοντας πως το πανί είχε σχιστεί σε εκείνο το σημείο. Βλέποντας πιο προσεκτικά, διαπίστωσε πως ήταν μία μαύρη αιχμηρή γωνία από κάτι, που έλαμπε παραδόξως έντονα στο φως της λάμπας του δωματίου του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό και τι το ήθελε ο Δημήτρης. Τώρα πια ήταν γεμάτος περιέργεια και ξέχασε τις αναστολές του.

Άρχισε να ξετυλίγει αργά το μαύρο πανί, προσέχοντας μην του πέσει από τα χέρια το αντικείμενο και μετά από λίγο κρατούσε το πανί με το ένα του χέρι και με το άλλο το αντικείμενο. Το κοιτούσε σαστισμένος, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Μπορούσε ξαφνικά να δικαιολογήσει τη σκληρότητά του, τις αιχμηρές γωνίες του, αλλά και το γεγονός ότι έλαμπε έντονα στο φως. Το αντικείμενο ήταν ένα μαύρο διαμάντι.

Δεν πρόλαβε όμως να σκεφτεί τίποτα άλλο, γιατί ένιωσε το κάψιμο που είχε νιώσει και στο όνειρό του στην παλάμη του, όπου τον είχε χαράξει το διαμάντι και αμέσως μετά ένιωσε να καίγεται όλο του το σώμα. Πριν προλάβει να ουρλιάξει από τον πόνο, το κάψιμο υποχώρησε, κάνοντάς τον να αισθανθεί καλύτερα, καθώς του πέρασε εκείνη η αδυναμία που ένιωθε εδώ και μία μέρα. Ένιωθε μάλιστα σαν να είχε δυναμώσει και το σώμα του είχε γίνει πιο σκληρό, λες και είχε αποκτήσει τη σκληρότητα του διαμαντιού, ενώ και η σκέψη του έγινε πιο γρήγορη.

Ανήμπορος να βρει τι ακριβώς είχε συμβεί, αποφάσισε να χαλαρώσει για λίγο, κλείνοντας τα μάτια του και απολαμβάνοντας την ευχάριστη αίσθηση που είχε απλωθεί σε όλο του το σώμα.

Το επόμενο πράγμα που έκανε, αφότου άνοιξε τα μάτια του, ήταν να τυλίξει και πάλι το διαμάντι, που είχε το μέγεθος της παλάμης του χεριού του, και να το βάλει στο συρτάρι. Έφυγε από το δωμάτιο μετά, σβήνοντας τη λάμπα, και κατευθύνθηκε στο σαλόνι, όπου κάθισε στον καναπέ. Φοβόταν να κάθεται στο δωμάτιό του το βράδυ, όταν δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι.

Όσο για το διαμάντι, ο μόνος που μπορούσε να δώσει τις εξηγήσεις για όλα αυτά ήταν ο Δημήτρης, που μάλλον γνώριζε αρκετά καλά και την ύπαρξή του και όσα μπορούσαν να συμβούν με αυτό.

Παναγιώτης Βαβαλος