Archalloween, της Ράνιας Ταλαδιανού

«Ανάθεμα τα μικρά καταραμένα φαντάσματα!» μουρμούρισε εκνευρισμένα η Κασσιόπεια, όσο ξάπλωνε στον μαύρο καναπέ.


Το φόντο έκανε την όψη της να μοιάζει αρκετά δυσοίωνη τώρα. Το χρώμα της ολόσωμης στολής της ενωνόταν με εκείνο του καθίσματος. Μόνο το σχέδιο του λευκού σκελετού φωτιζόταν, καθώς και το εξαιρετικό της βάψιμο που έκανε το δέρμα της να μοιάζει ανάγλυφο, σαν να είχε μονάχα κόκκαλα και καθόλου σάρκα.

«Τι σου έφταιξαν;» ρώτησε η Ανδρομέδα, ενώ έκλεινε την πόρτα, φροντίζοντας να μην ταρακουνήσει πολύ το σκουπόξυλο και τους ιστούς αράχνης που κρέμονταν από πάνω.

«Φάρσα ή κέρασμα ρωτάς, όταν έχεις φέρει κανένα αυγό να πετάξεις στα παράθυρα, όχι όταν είσαι ένα κοντοπίθαρο νιάνιαρο με μόνο όπλο την πλαστική σου τσουγκράνα» κλαψούρισε η Αρχάγγελος με την οστέινη αμφίεση.

«Έλα τώρα» απάντησε επικριτικά η κοπέλα με τα μακριά γαλανά μαλλιά που είχε ντυθεί νεκρή νύφη. «Έχουμε έρθει στο Λοντοντέρι για να γιορτάσουμε την Ημέρα των Νεκρών, όχι για να χοροπηδάμε από τα νεύρα μας».

Πήγε μέχρι τον καναπέ και τράβηξε την Αρχάγγελο από το μαύρο ριχτάρι. Η Κασσιόπεια αποτράβηξε το χέρι της σχετικά ενοχλημένη και αποφάσισε να βγει έξω και να κάτσει στο τραπεζάκι της βεράντας. Η Ανδρομέδα την ακολούθησε, δίχως να χάνει το κέφι της. Ήταν Χάλοουιν, τίποτα δεν θα της χαλούσε την όρεξη.

Η ατμόσφαιρα ήταν ζοφερή. Μύριζε κάπνα από τις καμινάδες, υγρασία, καραμελωμένα μήλα και γλυκιά τάρτα. Κίτρινα φωτάκια ξεθώριαζαν πίσω από τη βαριά ομίχλη, αλλά μπορούσε να αντιληφθεί κανείς πως επρόκειτο για κολοκύθες που προσκαλούσαν ή απομάκρυναν τη νεολαία από τα κατώφλια των σπιτιών με τις ευφάνταστες εκφράσεις τους. Η κοπέλα με τα εβένινα μαλλιά ασφάλισε τα βλέφαρά της, σαν να ήθελε να κλείσει απ’ έξω τις εικόνες που της έρχονταν στον νου. Παρά τη φιλότιμη προσπάθειά της, οι μυρωδιές όρμισαν στα ρουθούνια της, ανασύροντας την ανάμνηση κάποιου πολύ συγκεκριμένου νεκρού. Κάποιου που μάλλον δεν θα βρισκόταν στους δρόμους του Ντέρι σήμερα, αλλά στο μέρος από το οποίο όλοι οι Άγγελοι είχαν εκδιωχθεί: τον Παράδεισο.

Παράξενο, σκέφτηκε. Πώς είχε καταφέρει εκείνος ο γέρος να χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη της; Ήταν ένας ακόμα άνθρωπος, τίποτα το ξεχωριστό. Όμως…

«Κι εμένα μου λείπει» ψιθύρισε η Ανδρομέδα, χωρίς να χρειάζεται να στηριχτεί στην εγκεφαλική ενδοεπικοινωνία, το επονομαζόμενο «ράδιο», για να καταλάβει τι απασχολούσε την αδερφή της. Κάθισε στην άλλη καρέκλα και αναστέναξε. «Πιστεύω πως πάντα θα γυρνάμε εδώ, για να νιώσουμε πιο κοντά στον Άνγκους. Και πού ξέρεις; Ίσως να είναι μια από τις μέρες που τους δίνει εξιτήριο ο Πατέρας και περιδιαβαίνουν τη Γη».

Η Κασσιόπεια την κοίταξε δύσπιστα και κατάπιε μια απάντηση γεμάτη βρισιές.

Ντιν ντον.

Οι αντιδράσεις τους διέφεραν δραματικά όπως πάντα. Η νεκρή νύφη πετάχτηκε εκστασιασμένη, κάνοντας τα ταρτάκια κολοκύθας σχεδόν να ξεφύγουν από το ταψί που έκλεινε στην αγκαλιά της. Η σκελετός έφερε το χέρι της στο μέτωπο σε μια ένδειξη απόγνωσης.

Πέντε λεπτά αργότερα, η Ανδρομέδα έκλεισε για δεύτερη φορά την πόρτα πίσω της με προσοχή. Η Κασσιόπεια είχε παραιτηθεί και είχε μπει ξανά στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Καθόταν σταυροπόδι στην πολυθρόνα και μασουλούσε λίγο από το παραδοσιακό barmbrack, συνταγή που τους είχε μεταλαμπαδεύσει ο ίδιος ο Άνγκους πολλά χρόνια πριν.

«Λοιπόν, μόλις με απείλησε μια μάγισσα, ένα φάντασμα και ένας Λόρδος Βόλντεμορτ. Πιστεύω πως αξίζει να ζηλέψεις που τους έχασες. Ήταν τρομακτικότατοι. Αναγκάστηκα να αδειάσω τα φιλέματά μου στις κατσαρόλες τους».

«Αν δεν σου χτυπήσει την πόρτα κανένα αληθινό πνεύμα, έχεις το ελεύθερο να τους θαυμάζεις μόνη».

Η Ανδρομέδα βρισκόταν καθ’ οδόν προς το σαλόνι, με μια τσαγιέρα, δύο κούπες και ένα δοχείο με ζάχαρη να κάνουν μαθήματα ισορροπίας πάνω στον δίσκο της. Είχε μια παράξενη θολούρα στο μυαλό της. Πίστευε πως έφταιγε αυτή η αρκετά μουντή φθινοπωρινή ατμόσφαιρα της Ιρλανδίας. Άλλωστε, πλέον επισκέπτονταν αυτήν τη χώρα μόνο για μια εβδομάδα τέτοιον καιρό.

Σύνελθε, διέταξε τον εαυτό της, ενώ έβγαινε από την κουζίνα.

«Φάρσα ή κέρασμα, νεαρή Ιέρεια;» ακούστηκε μια οικεία αντρική φωνή στο κεφάλι της.

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Άξαφνα ήταν κενά και καθαρά σαν κρύσταλλοι. Τα γόνατα λύγισαν. Τα δάχτυλά της ίσα που άγγιξαν τον καναπέ όσο έπεφτε. Ο θόρυβος έκανε την Κασσιόπεια να πεταχτεί στον αέρα, για να τη βρει πεσμένη άτσαλα στο πορτοκαλί χαλί.

Ένα ουρλιαχτό φρίκης βγήκε από τον λαιμό της Κασσιόπειας προτού προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε. Έτρεξε στο πλάι της αδερφής της και δοκίμασε να την ξυπνήσει. Το σώμα της ήταν ζεστό και η αναπνοή της σταθερή, όμως δεν συνερχόταν.

«Αν θέλεις να τη σώσεις, άφησε στην είσοδο του σπιτιού το μαγικό αντικείμενο της αιώνιας τιμωρίας που διαθέτεις» είπε στο κεφάλι της ο Άγγελος -ή έτσι υπέθετε, για να μπορεί να μιλά μέσα από το ράδιο- που ήταν υπεύθυνος για την κωματώδη κατάσταση της Ανδρομέδας. «Δεν θέλω μπλεξίματα με την Ορδή του Πρώτου Φτερού. Θα χρειαστώ μόνο το αρχαγγελικό σου αντικείμενο και θα σου το επιστρέψω λίαν συντόμως».

Η Κασσιόπεια έτρεμε από τα νεύρα - κλασική κατάσταση για εκείνη,αλλά καθόλου κλασική συνθήκη. Πήρε μια ανάσα μετά δυσκολίας και συγκράτησε τον εαυτό της από το να τρέξει στους δρόμους, αναζητώντας την αύρα του υπευθύνου. Δεν μπορούσε να αφήσει την Ανδρομέδα μόνη, όσο δεν ήταν καν ξύπνια και σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό της.

«Τολμάς να απειλείς μια ανώτατη Ιέρεια της Ορδής, ανόητε;» ούρλιαξε προς πάσα κατεύθυνση του σπιτιού, ενώ έσφιγγε στην αγκαλιά της την αδερφή της.

«Με παρεξήγησες. Διαπραγματεύομαι, δεν εκβιάζω τίποτα».

«Θέλεις το μαστίγιό μου; Θα το γνωρίσεις από κοντά σύντομα, Άγγελε. Θα περάσεις χρόνο στον κόσμο των βασανιστηρίων του. Ποιος είσαι; Κάποιος Αποστάτης;»

«Μη γίνεσαι υπερβολικά συναισθηματική. Όλο το Ντέρι βρίσκεται στους δρόμους σήμερα. Δεν θέλουμε να αποκαλύψουμε την αγγελική μας ταυτότητα εκτός και αν ξαφνικά αποφάσισες να πας ενάντια στο Αρχαγγελικό Σύνταγμά σου» της απάντησε ανάλαφρα εκείνος, σαν να ευχαριστιόταν περισσότερο από όσο θα έπρεπε με την κατάσταση.

«Είσαι ένας υποτακτικός μας!»

«Είμαι ένας Στρατιώτης που βαρέθηκε να περιμένει τη δικαιοσύνη να αποδοθεί από διεφθαρμένα όντα σαν και του λόγου σας. Το μαστίγιο της αιώνιας τιμωρίας. Έξω. Τώρα» η χροιά του έγινε πιο απειλητική και κουδούνισε εκκωφαντικά στο κρανίο της.

Μπορούσε να του δώσει ό,τι ζητούσε. Θα τον έπιανε επ’ αυτοφώρω όσο θα παραλάμβανε το αντικείμενο και μετά θα τσάκιζε κάθε κλείδωση των ηλίθιων φτερών του, σκέφτηκε. Μα της είχε πει κάτι αληθινό. Όλη η πόλη ήταν στραμμένη προς τους δρόμους σήμερα. Το υπερφυσικό ίσως να τους έμοιαζε με φάρσα, αλλά, αν σκίζονταν ρούχα και φανερώνονταν τα αγγελικά τους φτερά, τίποτα δεν θα μπορούσε να αναιρέσει την καταστροφή που θα προκαλούσαν. Η όψη τους ήταν αρκετά επιβλητική για να τρελάνει τους θνητούς. Όχι, δεν άξιζε το ρίσκο. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν, ήταν να αποκαλύψει σε τόσο μεγάλη μερίδα του πληθυσμού του Λοντοντέρι ότι οι Άγγελοι υπήρχαν, είχαν εκπέσει και συχνά έπαιζαν μπουνιές μεταξύ τους…

*

Ο ουρανός ξεκίνησε να ρίχνει δειλά δάκρυα, σαν να ένιωθε και εκείνος όπως η μικροκαμωμένη κοπέλα που κουβαλούσε τη νεκρή νύφη ανάμεσα σε ανυποψίαστους θνητούς. Περνούσε από μικρές εστίες φωτιάς, από ομάδες εφήβων που έκαναν διάφορα θεαματικά κόλπα, από ανθρώπους που επιβράβευαν την αμφίεσή της και τον ρεαλισμό του ντουέτου της με την Ανδρομέδα… Γλίτωνε τα παραξενεμένα βλέμματά τους μέσα σε αυτό το θεματικό σκηνικό, όμως πλέον δεν την απασχολούσε και πολύ. Μετά βίας κρατιόταν να μην ανοίξει τα φτερά της.

Ο Γαβριήλ τής είχε υποσχεθεί πως είχε κάποιον αλλόκοτο σύμμαχο στην Ιρλανδία και την είχε κατευθύνει στο κέντρο της πόλης, για να τον βρει. Αναστέναξε μπουχτισμένα. Σιχαινόταν να ακολουθεί τυφλά εντολές, αλλά δεν είχε και πολλές εναλλακτικές.

Τελικά έφτασε στο σημείο της παρέλασης. Διάλεξε ένα πεζούλι με αρκετή κινητικότητα, αλλά και επαρκές χώρο για να αφήσει τη λιπόθυμη νύφη να ξαπλώσει. Κάθισε ανήσυχα. Πέντε λεπτά αργότερα τηλεφώνησε ξανά στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, που προσποιούνταν τον φωτεινό παντογνώστη.

«Είμαι εδώ, δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα και κανένας δεν έχει έρθει» του έβαλε τις φωνές, μόλις απάντησε.

«Ιέρειες;» κάλεσε κάποιος εκείνη και την αδερφή της.

Άφησε το κινητό της τηλέφωνο στην άκρη και αναζήτησε την πηγή της φωνής. Ο κόσμος παρακολουθούσε εκστασιασμένος, καθώς πλήθος αρχαίων πνευμάτων -ή πιο απλά τεράστιων και τρομακτικών αρμάτων- παρέλαυνε στο κέντρο της οδού Κουίνς. Ένα κύμα ουρλιαχτών και χειροκροτημάτων πόνεσε τα αυτιά της. Δεν κατάφερε να οσμιστεί ούτε ίχνος αγγελικής αύρας. Όποιος και αν ήταν, κάλυπτε καλά τα ίχνη του.

«Ποιος είσαι;» γρύλισε εκνευρισμένα.

«Είμαι ο Στόλας, Πέμπτος Ηγέτης του Τάγματος του Χάους. Έμαθα πως μια Αρχάγγελος ζητά τη βοήθειά μου» αποκρίθηκε εκείνος.

Η Κασσιόπεια χτένισε μια ακόμη φορά το περιβάλλον με τα μάτια της, δίχως να καταφέρνει να τον βρει. Από τη μια πλευρά ανακουφίστηκε που ο Γαβριήλ είχε φέρει εις πέρας τη μια και μοναδική του υποχρέωση: να την οδηγήσει σε κάποιον που μπορούσε να ρίξει φως στην υπόθεση. Από την άλλη, αναγούλιαζε και μόνο στην ιδέα ότι θα χρωστούσε χάρη σε έναν Αρχιδαίμονα.

«Αποκαλύψου» διέταξε.

«Δεν θα μπορούσα να διακινδυνέψω κάτι τέτοιο, Κάσσι. Αν με έμαθαν κάτι όλοι οι αιώνες που περάσαμε ως αδέλφια, είναι το πόσο επικίνδυνη μπορείς να γίνεις» ψιθύρισε μέσα από το ράδιο στο κεφάλι της. «Ας μπούμε στο ψητό όμως. Τι θα κερδίσω εγώ, αν σας βοηθήσω;»

«Δύναμη δεν θες;» έσκουξε η Αρχάγγελος. «Επανάφερέ την και θα ξεκλειδώσει τα ισχυρά κομμάτια που έχουν θαφτεί μέσα σου πίσω από ενδοιασμούς και συναισθηματισμούς».

«Μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο;» Η φωνή του ακροβατούσε μεταξύ έκπληξης και αμφιβολίας.

«Φυσικά. Θα χρειαστεί μόνο να διαλύσει ό,τι ανάμνηση συγκρατεί αυτά τα όρια στο μυαλό σου».

«Και αν δεν έχω;»

«Αν δεν είχες, θα ήσουν πέμπτος σε ιεραρχία;» μουρμούρισε απηυδισμένα, έχοντας αξιοποιήσει και το τελευταίο της διαπραγματευτικό χαρτί. «Πολύ καλά. Αν νιώθεις ωραία στην τωρινή σου θέση, ας μην το κουράζουμε. Καν’ την. Θα βρούμε εμείς την άκρη μας».

«Πολύ καλά. Θα επιλέξω να σε εμπιστευτώ, αδερφή. Δεν νομίζω μια από τους επτά αρχηγούς της Ορδής να αθετήσει τον λόγο της».

Εκεί που περίμενε κάποια σιλουέτα να ξεχωρίσει ανάμεσα στο πλήθος, διέκρινε μια μεγάλη κουκουβάγια, η οποία άφηνε μαύρη κάπνα στο πέρασμά της. Από το ένα μάτι της έβγαινε μια αηδιαστικά πυκνή μαυρίλα. Το άλλο έμοιαζε πλασμένο από γυαλί που διατρεχόταν από ιστούς αράχνης. Έφερε το σώμα της ανάμεσα στο πτηνό του σκότους και στην Ανδρομέδα ενστικτωδώς.

«Άφησέ με να χρησιμοποιήσω το χάρισμά μου» της είπε εκείνο με επιτακτικό τόνο.

«Τι θα της κάνεις;»

«Θα τη διαβάσω. Όπως θα έκανα με ένα κλαδί ή με μια πέτρα. Θα αφήσω τη σάρκα της να μου αποκαλύψει μυστικά. Τι την άγγιξε; Πώς ήταν; Είχε κάποια μυρωδιά; Της μίλησε;»

Η Κασσιόπεια οπισθοχώρησε αμυδρά, αλλά συνέχισε να είναι σε ετοιμότητα. Επέτρεψε στην κουκουβάγια να καθίσει στο στέρνο της αδερφής της και να βυθίσει τα γαμψά της νύχια στη σάρκα της. Ένιωσε τον αέρα να μαζεύεται προς το ράμφος της, σαν να ήταν η καρδιά ενός στροβίλου.

«Η αδερφή σου βρίσκεται υπό την επήρεια ενός άλλου χαρίσματος» κατέληξε ο Αρχιδαίμονας. «Μυρίζει σαν μήλο συνδυασμένο με κάποιο μυρωδικό».

«Άρα θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Όλο το Ντέρι μυρίζει καραμελωμένο μήλο σήμερα» είπε εκείνη μουδιασμένα.

«Όχι, ο συγκεκριμένος διαθέτει μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά. Μάλιστα. Βρίσκεται κοντά μας».

Ο Στόλας όρμησε στον ουρανό. Άνοιξε τα φτερά του διάπλατα, τα χτύπησε μεταξύ τους και ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Η Κασσιόπεια θέλησε να ξετυλίξει και τα δικά της και να τον ακολουθήσει, αλλά μια ματιά της στην Ανδρομέδα αρκούσε για να την κρατήσει φυλακισμένη στη γη, ανάμεσα σε όλους τους θνητούς που έμοιαζαν παραξενεμένοι από όσα είχαν δει να συμβαίνουν με το πτηνό και εκείνες.

«Είναι καλά το κοριτσάκι; Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησε ένας άντρας κοντά στα τριάντα, ο οποίος κρατούσε τη μέση μιας μασκοφορεμένης κοπέλας.

«Μια χαρά» τους έδιωξε.

Αναστέναξε και ευχήθηκε ο προ πολλού χαμένος της αδερφός, ο οποίος είχε ενδώσει για πάντα στο σκότος, να πιάσει τον ένοχο και να τον φέρει στα πόδια της. Ήθελε να δείξει στον αναίσχυντο Στρατιώτη πώς βασάνιζε τους εγκληματίες με το μαγικό μαστίγιό της.

Θα εύχεται το μαρτύριο να τελειώσει, μα δεν θα λυτρωθεί εις τους αιώνες των αιώνων, σκέφτηκε χαιρέκακα ατενίζοντας τον θαμπό από την ομίχλη άναστρο ουρανό.


*


Η όραση της κουκουβάγιας εστίασε στη σιλουέτα που εξέπεμπε αμυδρό φως. Ήταν αρκετά δύσκολο να τον βρει με την ελάχιστη αγνή Χάρη που του είχε απομείνει. Είχε ασημένια μαλλιά και τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του τζιν παντελονιού του. Το πτηνό μαστίγωσε τα φτερά του και έσκισε τη ζοφερή ατμόσφαιρα, κατευθυνόμενο προς το κεφάλι του δράστη. Τα γαμψά νύχια γράπωσαν το κεφάλι του και τον τράβηξαν προς τα πίσω. Η υπερφυσική δύναμη του πλάσματος αρκούσε για να ρίξει το κορμί του ανάσκελα, ακόμα και αν τα κυβικά του δεν το έκαναν να μοιάζει πιθανό.

Από τον περίγυρο ακούστηκαν επιφωνήματα φόβου και κραυγές, όσο ο κόσμος οπισθοχωρούσε για να αφήσει απόσταση από το σκηνικό. Πολλά κινητά σηκώθηκαν στον αέρα, για να απαθανατίσουν το αξιοπερίεργο θέαμα. Το τσιγάρο που κάπνιζε ο Άγγελος κύλησε στην άσφαλτο και τα λαδί του μάτια βυθίστηκαν με απάθεια στο τρομακτικό βλέμμα της κουκουβάγιας.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε με περισσή ηρεμία.

«Είμαι ο Πέμπτος Ηγέτης του Τάγματος του Χάους, ο-»

«Άσε, άσε. Μου αρκεί που είσαι Δαίμονας. Προς στιγμήν νόμιζα πως με κυνηγούσε κάποιο τσιράκι των Αρχαγγέλων» είπε, ενώ μαζευόταν στην άκρη και χαχάνιζε αμήχανα, σαν να φαντάστηκε τι θα του συνέβαινε αν έπεφτε στα χέρια τους.

«Είμαι πράγματι εδώ εκ μέρους της Ορδής του Πρώτου Φτερού. Μάλιστα είμαι κάποιος που θα επωφεληθεί περισσότερο από ό,τι εσύ σήμερα, μικρό στρατιωτάκι» εκνευρίστηκε ο Στόλας.

Στην κόλαση συνηθίζονταν τέτοιες συμπεριφορές, όμως οι Ηγέτες των Ταγμάτων ήξεραν πώς να βάζουν τους ασεβείς στη θέση τους. Είχε φτάσει η ώρα για τον Στόλας να αποκαλύψει την ολοκληρωμένη του όψη σε αυτόν τον άσημο Στρατιώτη.

Η μέχρι τότε κρυμμένη του σιλουέτα πλησίασε την κουκουβάγια και εκείνη ανέβηκε στον ώμο του. Έπειτα, συνέχισε να μειώνει την απόσταση που τους χώριζε. Ο ασημομάλλης δοκίμασε να πετάξει μακριά, αλλά ο Αρχιδαίμονας πρόλαβε να του γραπώσει τον λαιμό.

Τα χαρακτηριστικά του τέρατος διαγράφηκαν καθαρά. Κάτω από το μεγάλο πτηνό βρισκόταν μια κορμοστασιά αποκρουστική. Αντί για δέρμα είχε ημιδιαφανή σάρκα, μέσα από την οποία φωτιζόταν το σκοτάδι που έρρεε στις φλέβες του. Το κεφάλι ρουφούσε κάθε αχτίνα φωτός σαν μαύρη τρύπα. Τα μάτια του ήταν κενά και από μέσα τους έρεε καπνός.

Οι θνητοί δεν μπορούσαν να δουν τον λόγο που στα χαρακτηριστικά του ασημομάλλη αποτυπωνόταν αγνός τρόμος. Διέκριναν μόνο έναν άντρα με γαμψή μύτη γύρω στα σαράντα πέντε να φορά μαύρο κοστούμι. Τίποτα περισσότερο. Μάλιστα, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν καν πως το χέρι του έσφιγγε τον λαιμό του Αγγέλου. Στα μάτια τους οι δύο άντρες απλώς στέκονταν αντικριστά, με μοναδική παράξενη συνθήκη την τρομακτική κουκουβάγια που κούρνιαζε στον ώμο του ενός. Μόλις ο κόσμος συμπέρανε ότι το φαινομενικά ελεύθερο πτηνό είχε αφεντικό και πως πλέον δεν θα σουλατσάριζε ανάμεσά τους δημιουργώντας αναταραχές, έπαψε να ασχολείται.

Ο Στρατιώτης που είχε δοκιμάσει να εκβιάσει τις Αρχαγγέλους, για να κερδίσει το μαστίγιο της Κασσιόπειας, πάλεψε να δραπετεύσει από το κράτημα του Στόλας. Ήταν μάταιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάλεσε βοήθεια, αλλά σαν απάντηση πήρε πολλά χαχανίσματα και χειροκροτήματα από την πλευρά των αθώων θνητών θεατών που πίστευαν πως παρακολουθούσαν κάποιο καλοδουλεμένο σκερτσάκι.

«Λυπάμαι, Άγγελε, αλλά θα πρέπει να πάψεις να χρησιμοποιείς το χάρισμά σου. Μπορώ να σε εξαναγκάσω αποστραγγίζοντάς σε από τη Χάρη σου, αλλά θα είναι κάτι βασανιστικό και για τους δυο μας, δεδομένου πως πέρα από σκότος θα αναγκαστώ να μεταβολίσω φως» του έδωσε τις υπάρχουσες εναλλακτικές.

«Αν αφήσω την Ιέρεια να ξυπνήσει, θα με αφήσεις να φύγω;» ρώτησε μουδιασμένα εκείνος, συνειδητοποιώντας πως τώρα πια βρισκόταν σε μειονεκτική θέση.

«Σαν να μη σε γνώρισα ποτέ. Δεν θα ήθελα να τιμωρήσουν κάποιο έξυπνο και πιθανώς μελλούμενο υποτακτικό μου οι Αρχάγγελοι».

«Εύχομαι να είχες καλό λόγο που συνεργάστηκες με τους αντιπάλους σου» απάντησε ο Άγγελος Στρατιώτης, όσο επέτρεπε στην Ανδρομέδα να επανακτήσει τον έλεγχο του κορμιού και των σκέψεών της.

«Πού είσαι; Συνήλθε! Τα κατάφερες» είπε η Κασσιόπεια μέσα από το ράδιο, φτάνοντας στα κεφάλια και των δύο.

«Φύγε, νεαρέ μου. Τρέξε, πέτα σαν τον άνεμο» είπε με δυνατή και επιβλητική φωνή ο Στόλας, απελευθερώνοντας τον λαιμό του ασημομάλλη, ο οποίος τράπηκε σε φυγή λαχανιασμένα, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα κορμιά των θνητών.

Η εκδίκηση που αποζητούσε θα έπρεπε να περιμένει, τώρα που είχε αποτύχει και δεν κρατούσε στα χέρια του το μαστίγιο της αιώνιας τιμωρίας…


*


Τα μάτια του κοριτσιού πετάρισαν κουρασμένα. Αμέσως μετά γούρλωσαν, δίχως να μπορούν να ταξινομήσουν την πληθώρα πληροφοριών που αντίκρυζε. Βρισκόταν έξω. Στην καρδιά της παρέλασης του Χάλοουιν. Ξαπλωμένη σε ένα πεζοδρόμιο.

«Καλώς όρισες στην πραγματικότητα» είπε με τραχιά φωνή η Κασσιόπεια, πιέζοντας το χέρι της αδερφής της μέσα στην ιδρωμένη της παλάμη.

Η νεκρή νύφη ανακάθισε ζαβλακωμένα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πριν προλάβει να βομβαρδίσει τη σκελετό με τις ερωτήσεις της, ήρθε αντιμέτωπη με τον Στόλας. Αντιλήφθηκε με μιας ότι ήταν Αποστάτης. Πώς θα μπορούσε να της διαφύγει η ασχήμια του τέρατος; Έκανε μια απόπειρα να απομακρύνει τον εαυτό της και την Κασσιόπεια από εκείνον, αλλά η αδερφή της δε φάνηκε πρόθυμη να κινηθεί.

«Ανδρομέδα, από εδώ ο Στόλας, ένας από τους Ηγέτες του Τάγματος του Χάους» της είπε με αργή και καθησυχαστική φωνή. «Ίσως και να του έχω υποσχεθεί πως θα τον βοηθήσεις να γίνει ισχυρότερος Αρχιδαίμονας με τα άμπρα κατάμπρα σου»

«Όχι» μουρμούρισε, συναντώντας ένα ζευγάρι μάτια που κατακλυζόταν από μεταμέλεια.

«Έλα μικρή, πρέπει να σε ιντριγκάρει να βρεθείς μια φορά στο κεφάλι ενός Δαίμονα. Ξέρεις, τα ετερώνυμα έλκονται» της είπε το τέρας, κάνοντας κάθε τρίχα του κορμιού της να σηκωθεί.

«Άντε, ρίξε μια ματιά στο σκοτεινό του κεφάλι. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει» την προέτρεψε η Κασσιόπεια.

«Αν βρω ίχνη μαζικής δολοφονίας ή βιασμού, να ξέρεις πως θα σου διαγράψω όλο τον εγκέφαλο» είπε η Ανδρομέδα προειδοποιητικά.

«Μα για τι με έχεις περάσει;» την πείραξε εκείνος εύθυμα.

Το σατανικό γέλιο του Στόλας αντήχησε στα κεφάλια τους, μοιάζοντας με στριγκλιά μεταλλικής πόρτας και το άρωμα από κάτι σαπισμένο απλώθηκε στην ατμόσφαιρα γύρω τους, κάνοντάς τες να σουφρώσουν τη μύτη τους αηδιασμένες.