Βραδιά Προσαρμογής, του Σπύρου Παπαλέξη

Ο έφηβος Έιντζελ Χάρις, όπως πολλά παιδιά της ηλικίας του, βαριόταν τον εαυτό του. Τον βαριόταν μέχρι θανάτου. Με την αναμφισβήτητη σοφία που του είχαν τα προσδώσει δεκαπέντε χρόνια πλατιάς και πλούσιας εμπειρίας, είχε διαμορφώσει την ακλόνητη πεποίθηση ότι ζούσε την πιο ανιαρή ζωή στον κόσμο. Μακάρι να ήμουν κάποιος άλλος. Οποιοσδήποτε άλλος. Το είχε σκεφτεί πάμπολλες φορές, όμως οι προσευχές του δεν φαίνονταν να εισακούονται από τον Ύψιστο.


Ίσως για αυτό λάτρευε τόσο το Χαλογουίν! Εκεί είχε την ευκαιρία να μεταμφιεστεί και, έστω και για λίγες ώρες, να νιώσει πως είναι κάτι τελείως διαφορετικό: από τον Τζακ Ο' Λάντερν ως το τέρας του Φρανκενστάιν και από ένα καταραμένο φάντασμα ως τον ίδιο τον κόμη Δράκουλα· οι επιλογές ήταν τόσες πολλές και ενδιαφέρουσες! Για αυτό σήμερα ήταν τόσο χαρούμενος!

Το Χαλογουίν είχε φτάσει επιτέλους και απόψε θα πήγαινε με τους γονείς του και τη μικρή του αδερφή στο πανηγύρι που γινόταν ένα περίπου χιλιόμετρο μακριά από τη μονοκατοικία τους. Του το είχε υποσχεθεί από καιρό ο πάντα πολυάσχολος μπαμπάς του και αυτή τη φορά δεν θα του χαλούσε το χατίρι!

Ήδη από τις τρεις είχε βάλει τη στολή του σκελετού -με τον κατάλληλο φωτισμό θα ήταν πολύ ρεαλιστικός-, και τριγυρνούσε στο σπίτι, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τρομάξει τη μαμά και την αδελφούλα του, τη μικρή Έμι. Βλέπετε, η πουριτανή μητέρα του δεν τον άφηνε να τριγυρίζει με τους φίλους του στα ξένα σπίτια, απαιτώντας «φάρσα ή κέρασμα». «Οι καιροί είναι επικίνδυνοι» έλεγε αποφθεγματικά προς μεγάλη απογοήτευση του Έιντζελ, που ξεχνούσε τώρα τον καημό του, κυνηγώντας την αδελφούλα του στις σκάλες. Η μικρή είχε ντυθεί κακιά μάγισσα, αν και -μεταξύ μας- ήταν τόσο χαριτωμένη, που, ό,τι και αν έβαζε, δεν θα αφαιρούσε τίποτα από τη γλύκα της.

Και να που ο πατέρας, ο πελώριος πατέρας, έφτασε παραδόξως νωρίς στο σπίτι -ναι!- και να που, πριν περάσει πολλή ώρα, το σύνθημα της αναχώρησης για το πανηγύρι επιτέλους δόθηκε με ένα «Είστε όλοι έτοιμοι;», που έμοιαζε να ανοίγει τις πύλες του παραδείσου!

«Περίμενε, Έιντζελ!» τον σταμάτησε η μαμά του, πριν διαβεί την πιο ταπεινή πύλη του σπιτιού. «Πρέπει να φορέσεις το μπουφάν σου πρώτα, κάνει κρύο».

«Θα παγώσουν τα κοκκαλάκια σου!» προσέθεσε ο μπαμπάς του και η μικρούλα ξεκαρδίστηκε με το τρομερό αστείο του αγαπημένου της ήρωα.

«Μα, μαμά» αντέδρασε ο Έιντζελ «αν το φοράω, πώς θα φαίνεται η στολή μου;»

«Φόρα το τώρα και θα το βγάλεις εκεί! Θα σ’ το κρατάω εγώ» απάντησε η μαμά που πάντα -πάντα να πάρει- είχε μια καλή απάντηση για όλα.

«Σωστά!» επιδοκίμασε ο μπαμπάς και ύστερα ρώτησε όλο νόημα: «Τι λέμε πάντα, παιδιά;»

«Προσαρμοζόμαστε στις καταστάσεις!» απάντησαν ταυτόχρονα τα δύο άξια τέκνα, αν και με εκ διαμέτρου διαφορετικό βαθμό ενθουσιασμού: η Έμι στην κορυφή του Έβερεστ και ο Έιντζελ στον πάτο της τάφρου των Μαριανών. Αυτό ήταν αναμφισβήτητα το μότο της οικογένειας Χάρις και ο έφηβος είχε πάψει από καιρό να μετράει πόσες φορές το είχε πει και το είχε ακούσει.

Ο εν μέρει ηττημένος Έιντζελ φόρεσε γρήγορα το μπουφάν του και πετάχτηκε έξω από την εξώπορτα, σχεδόν χοροπηδώντας, όταν ξαφνικά κοκκάλωσε. Στο μονοπάτι που περνούσε μέσα από το γκαζόν είδε μια μαύρη γάτα να τον κοιτάζει ακίνητη... με το ένα και μοναδικό της καταπράσινο μάτι. Στη θέση του δεξιού της ματιού υπήρχε μια μεγάλη, κακοφορμισμένη πληγή. Ο νεαρός ένιωσε παράξενα και αμήχανα με αυτήν την απρόσμενη συνάντηση, ώσπου τον συνέφερε το δυνατό κλάμα της αδερφής του. Ωχ! Δεν έπρεπε να το δει αυτό…

«Μην την κοιτάτε!» είπε η μαμά τους, καθώς έπαιρνε στην αγκαλιά της την Έμι. Την επόμενη στιγμή, η μαύρη γάτα χάθηκε μέσα στους θάμνους.

«Γιατί;» ρώτησε ο Έιντζελ.

«Δεν είναι ωραία» απάντησε η μητέρα και, ώσπου να φτάσουν με τα πόδια στο πανηγύρι, ο έφηβος σκεφτόταν σιωπηλός για ποιον λόγο πρέπει να κοιτάζουμε μόνο τα όμορφα πράγματα. Ούτε που πρόσεξε τις σταγόνες βροχής που κάθισαν σαν πουλιά στους ώμους του.



Πόσο τέλειο ήταν το πανηγύρι! Όλοι, μικροί και μεγάλοι, ήταν μασκαρεμένοι -όλοι εκτός από τους γονείς του, βασικά! Ο κεντρικός δρόμος είχε κλείσει για τα αυτοκίνητα και ήταν ασφυκτικά γεμάτος από κόσμο. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν πάγκοι με κάθε λογής καλούδια: φωτεινές κολοκύθες, τρομακτικές μάσκες, μαξιλάρια με μούμιες και λυκανθρώπους, ζαχαρωτά και κερασόπιτες, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου!

Μικρά παιδιά με πολύχρωμες, ευφάνταστες στολές έτρεχαν εδώ και εκεί, ενώ τα πάντα ήταν στολισμένα στο πνεύμα της γιορτής. Γέλια, χαρούμενα πρόσωπα, αγκαλιές… ένα ανθρώπινο μελίσσι μονιασμένο και προσανατολισμένο σε έναν και μόνο κοινό σκοπό: την κατάκτηση της παγκόσμιας ευτυχίας -διότι η παγκόσμια ειρήνη έμοιαζε ήδη δεδομένη.

Ο Έιντζελ παρατηρούσε αχόρταγα και με ενδελέχεια όλα τα εμπορεύματα, έτσι που -τι ασυνήθιστο!- έμεινε αρκετά πίσω από τους δικούς του. Καθώς άφηνε έναν πάγκο με χαραγμένες κολοκύθες, για να προχωρήσει στον επόμενο που πουλούσε γλυκά και μαλλί της γριάς, είδε προς μεγάλη του έκπληξη και πάλι την ίδια μονόφθαλμη μαύρη γάτα να τον κοιτάζει!

Τι στο καλό; Πώς βρέθηκε πάλι εδώ; Τόση απόσταση έκανα! Αλλά και πάλι... θα μπορούσε, έτσι δεν είναι; σκέφτηκε, πριν η γάτα χωθεί μέσα στο σκοτεινό κενό ανάμεσα στους δύο πάγκους. Αυτή τη φορά όμως δεν θα την άφηνε να ξεφύγει! Έτρεξε ξοπίσω της και την είδε να πηδάει πάνω σε έναν μαύρο όγκο. Μια στριγκή φωνή τον ξάφνιασε:

«Εσύ!»

Σταμάτησε τρομαγμένος και, μόλις τα μάτια του συνήθισαν στο ημίφως, διέκρινε μια κοντή μορφή πάνω από ένα μεγάλο τσουκάλι. Καθώς το καπάκι αποσυρόταν αργά, είδε στο εσωτερικό του ένα φωσφορίζον πράσινο υγρό που κόχλαζε. Ο Έιντζελ πισωπάτησε, καθώς η πράσινη δέσμη φώτισε την αποτρόπαια μάσκα μιας γριάς μάγισσας: στο νεκρικό, ρυτιδιασμένο της πρόσωπο δέσποζε μια τεράστια, σουβλερή μύτη, που συνοδευόταν από μια μεγάλη, τριχωτή κρεατοελιά. Οι κόγχες των ματιών της ήταν σχιστές και από μέσα έλαμπε ένα ζευγάρι μοχθηρά κίτρινα μάτια. Τα μισάνοιχτα χείλη της, λεπτά, μαβιά και τραβηγμένα ως τα ρουφηγμένα της μάγουλα, άφηναν να φανούν τα σάπια της δόντια, ενώ τα γκρίζα, γέρικα μαλλιά της, που έφταναν ως τους ώμους της, στεφάνωναν αυτήν την Αφροδίτη της ασχήμιας.

«Εγώ;» ψέλλισε ο έφηβος.

«Ναι, εσύ» είπε η γριά μάγισσα, τεντώνοντας το κοκκαλιάρικο δάχτυλό της προς το μέρος του. «Για πλησίασε. Εκτός αν φοβάσαι».

Η αλήθεια ήταν πως δεν φοβόταν απλά· είχε τρομοκρατηθεί. Το ένστικτο του τού φώναζε να γυρίσει και να τρέξει στους γονείς του, όμως η περηφάνια του τον κρατούσε καθηλωμένο στο ίδιο σημείο. Ξεροκατάπιε και, μαζεύοντας όλο του το θάρρος, είπε:

«Όχι, βέβαια!» Τι στο καλό! επέπληξε τον εαυτό του. Είμαι άντρας, έτσι δεν είναι;

«Τολμάς να φας μια μόνο μπουκιά από την κρεατόπιτα της γριάς Ολέγκο;»

«Γιατί, τι θα πάθω;»

Η γριά γέλασε με ένα στριγκό γέλιο, που θαρρείς και ξεπηδούσε από τα βάθη της κόλασης.

«Αυτή εδώ...» ψιθύρισε συνωμοτικά «είναι μια πίτα μαγική! Όποιος τη δαγκώσει, τραβάει πάνω του τα μεγαλύτερα τέρατα!»

Ναι, καλά! σκέφτηκε ο Έιντζελ και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο φαιδρά ήταν όλα αυτά.

«Ε, τότε...» αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της «πρέπει να δοκιμάσω οπωσδήποτε! Αλλά... μια στιγμή» είπε απογοητευμένος. «Δεν έχω καθόλου χρήματα μαζί μου. Ένα λεπτό. Θα πάω ως τους γονείς μου και-»

«Δεν πειράζει!» τον διέκοψε η μάγισσα. «Το πρώτο κομμάτι είναι για δοκιμή και είναι δωρεάν. Αν σου αρέσει, αγοράζεις ολόκληρη την πίτα όταν ξανάρθεις».

Ο ήχος μιας βροντής ακούστηκε από μακριά.

«Τότε, εντάξει!» είπε ανακουφισμένος ο Έιντζελ και άρπαξε το κομμάτι που του προσέφερε η γυναίκα. Μάσησε επιφυλακτικά την πρώτη μπουκιά, αλλά μόλις οι γευστικοί του κάλυκες διέταξαν παύση συναγερμού για την εισβολή του ΑΤΙΑ[1], το καταβρόχθισε όλο με βουλιμία. Καθώς μασούσε, στη λάμψη μιας αστραπής, του φάνηκε πως η γριά δεν φορούσε μάσκα και πώς αυτή η φρικωδία ήταν το αληθινό της πρόσωπο -γρήγορα όμως εγκατέλειψε αυτήν την τρελή ιδέα.

«Και τώρα φύγε» του είπε απότομα η γριά, σκεπάζοντας το τσουκάλι με το καπάκι. «Α! Και... προσοχή στα τέρατα!» προσέθεσε γελώντας υστερικά.

Ο Έιντζελ δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Έκανε μεταβολή και -σαν να πέρασε μέσα από διαστατική πύλη- βγήκε καταμεσής του κατάφωτου, πολύβουου δρόμου. Περπάτησε γρήγορα, προσπερνώντας τους επισκέπτες, για να βρει τους δικούς του και δεν άργησε να φτάσει ως το τέλος του πανηγυριού, όμως δεν υπήρχε πουθενά ίχνος τους. Μα τι στο καλό! Γύρισαν κιόλας στο σπίτι; Ούτε πέντε λεπτά δεν έμεινα εκεί μέσα!

Στο μεταξύ, το ψιλόβροχο δυνάμωνε και οι ομπρέλες άρχισαν να ανοίγουν η μία μετά την άλλη. «Αυτό μας έλειπε τώρα!» μουρμούρισε, συνειδητοποιώντας ότι ούτε ομπρέλα είχε πάρει μαζί του!

Τι κάνουμε τώρα; Οι δικοί μου μάλλον θα γύρισαν στο σπίτι. Δεν θα με είδαν κιόλας στο σκοτάδι και έφυγαν...

Η καταρρακτώδης πλέον βροχή δεν του έδινε άλλη επιλογή. Έπρεπε, λοιπόν, να «προσαρμοστεί στις καταστάσεις». Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Το ήξερε πως θα γινόταν τελείως μούσκεμα, αλλά είχε βραδιάσει για τα καλά και δεν ήθελε να μείνει άλλο μόνος του εκεί. Έτσι πήρε τον δρόμο του γυρισμού, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά.

Καθώς έτρεχε, προσπαθούσε να εντυπώσει στο μυαλό του τις νωπές ακόμη εικόνες από το πανηγύρι! Αυτές θα τον συντρόφευαν μέχρι την επόμενη φορά... Για έναν ολόκληρο χρόνο, δηλαδή. Να πάρει και να σηκώσει.

Οι δυνατές βροντές τον τρόμαζαν και οι αστραπές έκαναν την επιστροφή σωστό εφιάλτη. Το παγωμένο νερό της βροχής κυλούσε πια στη ραχοκοκαλιά του, ενώ τα παπούτσια του είχαν πλημμυρίσει εντελώς. Μακάρι να φορούσα τώρα το μπουφάν μου!

Σκέφτηκε πώς θα έβλεπε κάποιος τρίτος τον εαυτό του: έναν σκελετό να τρέχει σαν τρελός μέσα στη βροχή και χαμογέλασε. Μάλιστα, με αυτά τα οπτικά και ηχητικά εφέ, θα πρέπει όντως να έμοιαζε τρομακτικός. Πολύ τρομακτικός.

Καθώς πλησίαζε στο κατάφωτο σπίτι του -και έχοντας από ώρα απωλέσει κάθε ελπίδα να διατηρήσει έστω και ένα σημείο του στεγνό-, ένιωσε ξαφνικά το στομάχι του να ανακατεύεται. Ύστερα το ανακάτεμα έγινε κοιλόπονος τόσο φοβερός, που διπλώθηκε στα δύο. Τον έπιασε μια φοβερή σκοτοδίνη -ένιωσε να πνίγεται, δεν μπορούσε καλά καλά να ανασάνει. Είδε τα δάκρυά του να πνίγονται στην υγρή άσφαλτο. Νόμιζε πως θα πέθαινε εκεί, λίγα μέτρα από το σπίτι του, ανήμπορος και αβοήθητος. Και μόνος. Η κρεατόπιτα!

Το ίδιο ξαφνικά ο σφάχτης τον άφησε και οι δυνάμεις του επανήλθαν κάπως. Σε λίγο πατούσε το γρασίδι του κήπου του και κατευθύνθηκε παραπατώντας προς την εξώπορτα. Παράξενο: μόνο το φως του δωματίου του ήταν ανοιχτό. Καθώς ανέβαινε τα τρία εξωτερικά σκαλοπάτια, ο σφάχτης τον ξαναχτύπησε. Έπεσε στο χαλί της εισόδου και έπιασε την κοιλιά του -το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος. Πήγε να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε. Πνιγόταν.

Τότε άκουσε από κάπου, μάλλον από ψηλά, μια άγνωστη φωνή:

«Σκότωσέ τους, Τιμ! Μην αφήσεις κανέναν!»

Είχαν μπει στο σπίτι του ληστές! Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Θα σκότωναν τους δικούς του -έπρεπε να τους σώσει! Με πείσμα πιάστηκε από το πόμολο και έσπρωξε την εξώπορτα, που υποχώρησε κάτω απ' το βάρος του. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε στην αρχή της εσωτερικής σκάλας. Κρατήθηκε γερά από την κουπαστή και άρχισε να ανεβαίνει με κόπο ένα ένα τα σκαλοπάτια.

«Σκότωσε τους, Τιμ».

Στη μέση της σκάλας, ο τρομερός κοιλόπονος τον ξανάπιασε, αυτή τη φορά ακόμα πιο δυνατός. Όχι, όχι τώρα, πρέπει να τους σώσω! Πρέπει...

Και κάπου εκεί, μια έντονη ζαλάδα τον έκανε να γονατίσει. Τα πάντα έσβησαν γύρω του. Ο τελευταίος ήχος που έφτασε στα αυτιά του ήταν τα ουρλιαχτά των δικών του.

Τα τέρατα! Εγώ κάλεσα τα τέρατα!



Άνοιξε τα μάτια του και αυτό που αντίκρισε τον έκανε να πειστεί ότι είχε πεθάνει και βρισκόταν στην κόλαση. Μάλλον θα ευχόταν να είχε πεθάνει. Διότι, με κάποιον μαγικό τρόπο, είχε ξυπνήσει λίγα μέτρα παραπέρα, στο υπνοδωμάτιό του, και εκεί, δίπλα του, οι γονείς του και η μικρή του αδελφή κείτονταν διαμελισμένοι. Το αίμα είχε ποτίσει όλο το χαλί και είχε βάψει τα πάντα γύρω του κόκκινα.

Έμεινε για λίγο ακίνητος, προσπαθώντας να αφομοιώσει το ειδεχθές έγκλημα. Δεν αισθανόταν πόνο, αλλά θυμό. Απίστευτο θυμό! Πού είναι αυτοί; Οι δολοφόνοι της οικογένειάς μου;

Ένα ματωμένο τσεκούρι βρισκόταν παρατημένο πάνω στο κρεβάτι του. Το έπιασε σφιχτά και γύρισε προς την πόρτα. Ένιωθε μια πρωτόγνωρη οργή να βράζει μέσα του, να ξεχειλίζει, να τον καταναλώνει.

Κατέβηκε τις σκάλες με βαριά βήματα. Ένιωθε πιο δυνατός από ότι συνήθως· ήταν έτοιμος για όλα! Η αδρεναλίνη του είχε φτάσει στο βαθύ κόκκινο. Αν τους έβρισκε, θα τους σκότωνε στα σίγουρα.

Κανονικά θα έπρεπε να ουρλιάξει, να ξεσπάσει για τον άδικο χαμό των δικών του, τώρα όμως είχε άλλη αποστολή –και ήταν προτιμότερο να μη δώσει στίγμα.

Δεν βρήκε κανέναν ούτε στο ισόγειο. Σήκωσε το τηλέφωνο, για να πάρει την αστυνομία, όμως πάγωσε στη θέση του. Από το ηχείο ακουγόταν ένα απόκοσμο, στριγκό γέλιο! Προσπάθησε να σχηματίσει τον τριψήφιο αριθμό. Τίποτα. Το γέλιο συνέχιζε. Κατέβασε αμέσως το ακουστικό, αλλά... ήταν απίστευτο! Το απαίσιο γέλιο ούτε τότε σταμάτησε.

Βγήκε γρήγορα στην είσοδο του σπιτιού του. Η βροχή είχε κοπάσει. Ένα κοριτσάκι που περνούσε από τον δρόμο τον είδε και άρχισε να ουρλιάζει. Κοίταξε το χέρι του και κατάλαβε γιατί. Κρατούσε ακόμη το ματωμένο τσεκούρι.

«Αυτός είναι! Πιάστε τον!» φώναξε ένας άντρας και μαζί με ακόμη τρεις άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του με άγριες διαθέσεις. Ο ένας τον σημάδευε ήδη με μια κοντόκανη καραμπίνα.

Νομίζουν ότι εγώ τους σκότωσα!

Άρχισε να τρέχει σαν τρελός, όταν άκουσε πίσω του τον πυροβολισμό. Την είχε γλιτώσει μέχρι τον επόμενο. Έβαλε φτερά στα πόδια με κατεύθυνση προς το πανηγύρι, ενώ πίσω του άκουγε τις βλαστήμιες των διωκτών του. Αν κατάφερνε να φτάσει ως εκεί, θα τον έχαναν σίγουρα ανάμεσα στον κόσμο και τους πάγκους. Έτσι σκέφτηκε, αν και όλοι ξέρουμε πως η καταδίωξη με καραμπίνα δεν ευνοεί τις ψύχραιμες σκέψεις και υπολογισμούς.

Μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει. Ήταν τέτοια η τρομάρα του, που έτρεξε τη διαδρομή πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Δυστυχώς όμως -για ποιον;- το πανηγύρι είχε σχολάσει και έμοιαζε πια με πόλη-φάντασμα.

Φτάνοντας στον πάγκο με τις χαραγμένες κολοκύθες, κοίταξε άθελά του προς το κενό που βρισκόταν η γριά μάγισσα. Εκεί, δίπλα στο μεγάλο τσουκάλι που φωτιζόταν αχνά από το ασημένιο σεληνόφως, είδε μια σειρά από μικρά, γυμνά κόκκαλα. Ήταν ο σκελετός μιας γάτας! Ένιωσε να ανακατεύεται στην ανάμνηση της κρεατόπιτας...

Χωρίς προειδοποίηση, ένας σβόλος χοροπήδησε από την άδεια κόγχη της μικρής νεκροκεφαλής και κύλησε δίπλα στο ματωμένο του παπούτσι. Ήταν ένα πράσινο μάτι! Η μονόφθαλμη γάτα! Μα τι στον δαίμονα συμβαίνει εδώ;

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή άκουσε τις φωνές της ομάδας κρούσης να πλησιάζουν επικίνδυνα. Άρχισε να τρέχει προς το τέλος του πανηγυριού, όταν είδε μια σχοινένια σκάλα που οδηγούσε σε ένα ξύλινο δεντρόσπιτο. Δεν το σκέφτηκε ξανά. Εκεί δε θα τον έβρισκαν, ήταν η καλύτερη κρυψώνα.

Είχε μόλις ανέβει στο πλάτωμα, όταν άκουσε μια βραχνή φωνή:

«Εκεί είναι! Πιάστε τον!» Να πάρει! Με είδαν! Άκουσε τον ήχο της καραμπίνας και έπειτα το σφύριγμα της σφαίρας δίπλα στο αυτί του.

Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει γρήγορα στο δωμάτιο. Άδειο! Ένα απλό κρεβάτι, μια καρέκλα και ένας ολόσωμος καθρέφτης είναι τα μόνα έπιπλα. Κλείνει πίσω του την πόρτα και την μπλοκάρει με την καρέκλα. Δεν θα αντέξει για πολύ.

Σε λίγο οι οργισμένοι άντρες ανεβαίνουν στο πλάτωμα.

«Φέρε το τσεκούρι» λέει ο ένας. Γκαπ. Γκουπ. Σκλήθρες πετάγονται απ’ την πόρτα. Γκαπ. Γκουπ. Κομμάτια ολόκληρα ξεκολλούν. Γκαπ Γκουπ. Ο πέλεκυς αφήνει μια μεγάλη τρύπα. Ένα χέρι προσπαθεί να πιάσει το πόμολο, αλλά δεν το φτάνει.

Την έχει πολύ άσχημα.

Το ανυπόμονο χέρι αποσύρεται και το τσεκούρι ξαναρχίζει τη δουλειά του. Γκαπ Γκουπ, Γκαπ, Γκουπ. Λίγα χτυπήματα μετά, η πόρτα σπάει. Ο άντρας με την καραμπίνα βγαίνει μπροστά και τον σημαδεύει μέσα από τα ξύλινα δόντια του τέρατος.

Κάνει πίσω και η πλάτη του βρίσκει σε ξύλο. Ακούει τον ήχο της καραμπίνας. Δεν νιώθει τίποτε άλλο. Βλέπει τους άντρες να τον κοιτάζουν από το άνοιγμα με γουρλωμένα μάτια. Και τότε το μάτι του πέφτει στον ολόσωμο καθρέφτη. Και μένει αποσβολωμένος.

Είναι ψηλότερος, δυνατότερος, ναι, αλλά υπάρχουν κάποιες παραφωνίες στο σύνολο. Στην κοιλιά του για παράδειγμα υπάρχει μια τεράστια τρύπα -προφανώς ενθύμιο της σφαίρας. Και στο μέρος του κεφαλιού του... υπάρχει μια τεράστια κολοκύθα. Η γριά! Η πίτα ήταν όντως μαγική!

Ακούει τότε και πάλι τη φωνή που άκουσε και στην εξώπορτα του σπιτιού του. Αυτή τη φορά μέσα στο κεφάλι του:

«Σκότωσέ τους όλους, Τιμ! Μην αφήσεις κανέναν!»

Ο Τιμ. Εγώ είμαι ο Τιμ! Εγώ σκότωσα τους δικούς μου! Εγώ είμαι το τέρας που κάλεσα!

Κοιτάζει πρώτα το ματωμένο τσεκούρι του και ύστερα κοιτάζει τους άνδρες που στέκονται στο κατώφλι. Ένα απόκοσμο γέλιο βγαίνει από το στόμα του.

O Έιντζελ, που πάντα ευχόταν να είναι κάποιος άλλος, σηκώνει το τσεκούρι του. Εξάλλου... σκέφτεται, πρέπει να «προσαρμοζόμαστε στις καταστάσεις!»

Καθώς ένα μακελειό άνευ προηγουμένου ξεκινάει στο ξύλινο πλάτωμα, κανείς δεν προσέχει μια φευγαλέα σκιά που περνάει μπροστά από την πανσέληνο. Ούτε και ακούει το στριγκό γέλιο μιας γριάς μάγισσας που πετάει πάνω στο σκουπόξυλό της.

Σπύρος Παπαλέξης


[1] Α.Τ.Ι.Α. = Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενο Αντικείμενο (UFO)