Κακόγουστο Αστείο, του Σπύρου Κιορσάββα

«Τι έφαγε η μικρή Αννούλα και την πείραξε στο στομάχι;»


«Θα φας μπουκέτο αν ξαναπείς αυτό το ανέκδοτο, αλήθεια σου λέω!»

«Έλα ρε, ξεκόλλα, αφού κάθε φορά γελάτε!»

Κοίταξε τον φίλο του κατάματα. «Ξέρεις, η επανάληψη κουράζει. Και κουράζεις και εσύ!»

Ήταν η σειρά του να σοβαρευτεί. «Δεν το εννοείς, ρε φίλε».

«Γιατί νομίζεις ότι έπαψαν να έρχονται σπίτι σου ο Στέφανος και ο Μάριος ρε; Λες κάθε φορά τα ίδια πράγματα. Ανανεώσου λίγο, για το καλό σου το λέω».

«Ξέρεις, Γιώτη, μπορείτε να πάτε στο διάολο και εσύ και οι υπόλοιποι. Και δώσε χαιρετίσματα!»

Ο Στάθης πέταξε κάτω τον καφέ του και άρχισε να απομακρύνεται από τον Γιώτη, που έμεινε να κοιτά τον λεκέ που απλωνόταν στο τζιν του σαν πετρελαιοκηλίδα. Ευτυχώς που πάρκαρα κοντά, σκέφτηκε. Να πάνε στο διάολο όλοι τους. Έγινα και βαρετός τώρα, κατάλαβες;

Η διαδρομή μέχρι την εστία ήταν σύντομη και, προς μεγάλη του τύχη, είχε ακόμα ελεύθερες θέσεις στο πάρκινγκ. Ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά μέχρι τον τρίτο, έστριψε δεξιά στον διάδρομο και έτρεξε ως την πόρτα με τον αριθμό 323. Θα περνούσε το βράδυ με μόνη παρέα το ίντερνετ και τα παιχνίδια. Μαλάκες.

***

«Και τελικά του την είπες για τα ανέκδοτα;»

«Καιρός ήταν. Καλά έκανες. Μας τα είχε ζαλίσει με την Αννούλα και την Αννούλα. Αν ξανακούσω για Αννούλες, θα χτυπήσω άνθρωπο!»

Γέλια, τσουγκρίσματα και καπνός γέμιζαν το μικρό δωμάτιο. Η παρέα του Στάθη καλοπερνούσε χωρίς εκείνον. Οι μπύρες σύντομα αντικαταστάθηκαν από άλλα, δυνατότερα ποτά. Η διάθεση ανέβαινε, όταν ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα τράβηξε την προσοχή τους και τους έβγαλε για λίγο από τη μέθη τους.

«Μπορώ;»

Τα γέλια κόπηκαν και διστακτικά βλέμματα πέταξαν γρήγορα στο δωμάτιο. Ο Γιώτης ήταν που υποχώρησε και σηκώθηκε να ανοίξει. Ο Στάθης κοιτούσε τα παπούτσια του.

«Μου χρωστάς ένα καθαρό τζιν» είπε και παραμέρισε. «Και κομμένα τα ανέκδοτα».

«Καλά, καλά. Άλλωστε, την έχω ξεπεράσει πια».

«Τι;»

«Τίποτα. Αφήσατε καμιά μπύρα;»

«Βολέψου, ρε παραπονιάρη» είπε ο Στέφανος ανάμεσα από τα γέλια του. Δίπλα του, ο Μάριος είχε ήδη αποκοιμηθεί και δυο μακριά γαριδάκια ήταν χωμένα στη μύτη του.

«Πολύ ώριμο ρε» σχολίασε γελώντας ο Στάθης.

«Είπε ο κύριος “έχει κολλήσει η κασέτα μου”».

«Σωστά, εσύ είσαι ο ώριμος, που θυμάσαι τι είναι οι κασέτες».

***

Δεν πήγαν για μάθημα εκείνη την Τετάρτη. Δεν είχαν καταφέρει να ξυπνήσουν πριν το μεσημέρι. Όταν τελικά σηκώθηκαν και άρχισαν να φτιάχνουν καφέ, πρόσεξαν πως ο Στάθης έλειπε.

«Πότε έφυγε ο μαλάκας;» ρώτησε ο Στέφανος.

«Και δεν μας σήκωσε, ρε! Πάλι θα κοπώ ρε, γαμώτο!»

«Είναι που πήγαινες συχνά και τώρα σε πείραξε, μαλάκα Μάριε».

«Ρε σεις» πετάχτηκε ο Γιώτης. «Χτες που του είπα να κόψει τα ανέκδοτα, είπε ότι την έχει ξεπεράσει. Ποια έλεγε, ρε;»

«Τι είπε; Ποια ξεπέρασε; Τι λες, ρε, δεν έχω πιει και καφέ και δεν καταλαβαίνω».

«Τίποτα, άσε. Μαλακίες του Στάθη» κατέληξε ο Γιώτης και έτρεξε να πιάσει το πορτοφόλι του. Έφαγαν και δεν έδωσαν συνέχεια στη συζήτηση.

***

«Λοιπόν, έχω ένα καλό!»

«Τι είπαμε, ρε; Όχι άλλα ανέκδοτα!»

«Νόμιζα ότι τώρα με την καινούρια παρέα σου θα τα είχες κόψει» σχολίασε ο Μάριος.

«Πότε θα μας τη γνωρίσεις, ρε;» ρώτησε ο Στέφανος.

«Τώρα που το λες, ούτε εγώ ξέρω πώς τη λένε» πήρε τον λόγο ο Γιώτης. «Και είμαι και ο κολλητός του!»

«Δεν σου είπα ότι έφυγε για το χωριό της; Είχε θέματα λέει, κάτι οικογενειακά. Άλλωστε, σου είπα πώς τη λένε, αλλά πού να θυμάσαι».

«Ωραία, πώς τη λένε, ρε τρελέ;»

«Ελένη. Ελένη τη λένε».

***

Τα μαθήματα πέρασαν με τους συνηθισμένους, βαρετούς ρυθμούς τους. Έφταναν οι διακοπές των Χριστουγέννων και θα έφευγαν για τα μέρη τους σε λίγες μέρες. Είχαν κανονίσει να μαζευτούν στο δωμάτιο του Στάθη και είχαν ήδη προμηθευτεί τα απαραίτητα για ένα τελευταίο βράδυ πριν την επόμενη χρονιά. Ο Γιώτης χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Καμιά απάντηση. Χτύπησε δυνατότερα, με τις σακούλες να πονούν τα δάχτυλά του.

«Λες να κοιμήθηκε;»

«Πάρε τον τηλέφωνο, να το ακούσει και να ξυπνήσει ο ηλίθιος!» Ο ήχος κλήσης του ακούστηκε πνιχτός μέσα από το ξύλο της πόρτας.

Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει…

«Δεν παίζει!»

«Τι μαλάκας! Τι είναι αυτό, ρε;»

«Ρε Στάθη! Ξύπνα επιτέλους, ρε! Έλα και θα παίξουμε μήλα!»

Γέλασαν όλοι, όσο το τραγουδάκι συνέχιζε να ακούγεται από μέσα. Ο Γιώτης σταμάτησε να καλεί. Οι σακούλες έπεσαν από τα χέρια του. «Η μικρή Ελένη» είπε σαν υπνωτισμένος. «Σταματήστε, μαλάκες, σταματήστε!»

«Τι έγινε;»

«Ρε, πόσο καιρό έχει που λείπει η δικιά του;» ρώτησε σοβαρά ο Γιώτης.

«Τώρα που το λες, κάνα μήνα. Δεν την έχουμε δει και ποτέ. Μήπως είναι η Ελένη Παλάμη;»

«Θυμάστε την εμμονή του με τη μικρή Αννούλα;»

«Ξεχνιέται;»

«Τι μου είχε πει εκείνο το βράδυ, που του την είπα; Ότι την έχει ξεπεράσει. Και τώρα αυτό με την Ελένη…»

Έβγαλε το κινητό του, αδιαφορώντας για τα μπερδεμένα βλέμματα των φίλων του. Του πήρε μόνο δύο λεπτά, για να βρει τα σχετικά άρθρα και να τα δείξει στους άλλους δύο.

«Τι έφαγε η μικρή Αννούλα και την πείραξε στο στομάχι;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε τώρα ο Γιώτης.

«Εφτά σφαίρες» ήρθε η απάντηση από τον Μάριο, που κοιτούσε την πόρτα σαν να έβλεπε πτώμα.

«Πώς τελειώνει η μικρή Ελένη;»

Ο Στέφανος έκανε την αναζήτηση. «Τον ήλιο κοίτα και αποχαιρέτησε…»