Immram, του Β. Ν. Συράκη

29 Οκτωβρίου 1920

1.

Τα ουρλιαχτά και ο ήχος από τη γη που τρανταζόταν κάτω από τα πόδια τους του είχε στερήσει την ακοή. Όπου και να κοιτούσε έβλεπε πτώματα, μια εφιαλτική μάζα, στην οποία σπλάχνα, μάτια, αίμα και λάσπη απλωνόντουσαν σαν μια τρικυμία φρίκης. Γύρισε και είδε ένα ζευγάρι νεκρά γαλάζια μάτια να τον κοιτούν· ανέκφραστα, άψυχα, μα μια δόση αγάπης ακόμη μέσα τους. Αγάπης για τη ζωή; Μπορεί. Για εκείνον; Αμφέβαλε. Το νεκρό στόμα χαμογέλασε και μίλησε: «Φτάσαμε».

Ο Μάικλ Μπρένναν άνοιξε τα μάτια του και ένιωθε πως η καρδιά του ήταν έτοιμη να βγει από το στόμα του. Κοίταξε σαστισμένος τριγύρω του και χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν μέσα στο κουπέ ενός τραίνου. «Φτάσαμε, κύριε» του είπε ο ελεγκτής, ο οποίος του χαμογελούσε ευγενικά, με μια νότα ανυπομονησίας στη φωνή του. «Ώρα να κατεβείτε για να συνεχίσουμε» έλεγε στην πραγματικότητα και ο Μάικλ αποφάσισε να συμμορφωθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Σας ευχαριστώ» είπε βιαστικά και πήρε τη βαριά βαλίτσα του από τον αποθηκευτικό χώρο πάνω από τη θέση του. Την τράβηξε με ζόρι προς την πόρτα της αμαξοστοιχίας και κατέβηκε σε μια ξύλινη πλατφόρμα, η οποία έστεκε μόνη της πάνω σε έναν καταπράσινο λόφο.

Ο Μάικλ κοίταξε τριγύρω του και είδε πως έπρεπε να περάσει τις γραμμές και να κατέβει τον λόφο. Από εκεί ένα φιδογυριστό χωμάτινο μονοπάτι κατέληγε σε έναν οικισμό, όπου περίπου πενήντα με εξήντα καμινάδες ανέβλυζαν λεπτούς στύλους καπνού, που ενώνονταν με τον βαρύ πέπλο της ομίχλης που κάλυπτε τα πάντα.

Έβγαλε έναν βαρύ αναστεναγμό και έγλειψε τα ξερά του χείλη, προτού φορέσει το καπέλο του και ξεκινήσει τον κατηφορικό δρόμο για το χωριό του Μπελντόν.

2.

Η καμπάνα του χωριού χτυπούσε με έναν πένθιμο τόνο, ενημερώνοντας τους κατοίκους πως η ώρα είχε πάει πέντε. Ο Μάικλ κατηφόρισε το λιθόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού με ιδιαίτερη προσοχή. Τα λονδρέζικα παπούτσια του δεν συμφωνούσαν με τον άγαρμπο και γλιστερό από την ομίχλη δρόμο και το βάρος της φθαρμένης καφετί βαλίτσας που κουβαλούσε τον έκανε να χάνει την ισορροπία του.

«Κύριος, χρειάζεστε βοήθεια;» τον ρώτησε ένας μαυρομάλλης, γεροδεμένος άντρας με αξύριστο πρόσωπο. Είχε βαριά ιρλανδική προφορά και ο Μάικλ δυσκολεύτηκε να τον καταλάβει, έτσι όπως ήταν απορροφημένος από τις ασκήσεις ισορροπίας του.

«Α!» αναφώνησε ο Μάικλ και του χαμογέλασε. «Καλημέρα! Ναι, αν σας είναι εύκολο».

Ο άνδρας τον πλησίασε και με ένα ευγενικό χαμόγελο πήρε τη βαλίτσα από τα χέρια του Μάικλ. Συνέχισαν τον κατηφορικό δρόμο, προσπερνώντας πετρόχτιστα σπίτια και ανθρώπους, οι οποίοι μετέφεραν αγροτικά προϊόντα από δω και από εκεί πάνω σε χειροκίνητες καρότσες. Ο Μάικλ παρατήρησε πως πολλές από τις αυτές ήταν γεμάτες γογγύλια, ενώ μερικά παιδιά είχαν πάρει κάποια στα χέρια και τα σκάλιζαν.

«Είστε υπάλληλος;» τον ρώτησε ο άνδρας, προσπαθώντας με κάπως άγαρμπο τρόπο να συνεχίσει την ψιλοκουβέντα όσο περπατούσαν.

«Ω» είπε ο Μάικλ και γέλασε αμήχανα, ισιώνοντας το σακάκι του. «Όχι ακριβώς. Είμαι ο νέος δάσκαλος».

«Ο αντικαταστάτης του γέρο-Σέιμους;» ρώτησε ο άντρας.

«Ναι, ναι» απάντησε ο Μάικλ. «Τα συλλυπητήριά μου. Έμαθα πως ο κ. Ο’ Κάλλαχαν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός».

Ο άντρας γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Ο γηραιότερος άνθρωπος του χωριού ίσως. Όλοι τρέφαμε μια συμπάθεια στον γέρο-Σέιμους, αλλά ο άνθρωπος είχε μια τάση να σε δασκαλεύει ακόμα και όταν πλησίαζες την ηλικία του. Για να καταλάβατε, ο Σέιμους ήταν δάσκαλος του πατέρα μου και αυτός μας έχει αφήσει τουλάχιστον πέντε χρόνια πριν τον Μεγάλο Πόλεμο».

«Μερικοί άνθρωποι απλά δεν μπορούν να δουν πέρα από τη λειτουργία τους» απάντησε ο Μάικλ.

«Τι εννοείτε;»

«Εννοώ πως, όταν κάποιος άνθρωπος ασκεί ένα επάγγελμα με πάθος και για όλη του τη ζωή, τότε του είναι δύσκολο να βγει από το λειτούργημα του επαγγέλματος αυτού» εξήγησε ο Μάικλ. «Όπως ένας ιερέας φέρνει μαζί του τον λόγο του Θεού όπου και αν πάει, ή αυτοί οι δύσμοιροι οι νεαροί που πολέμησαν στα χαρακώματα της Γαλλίας έφεραν τον πόλεμο μαζί τους, έτσι και ένας δάσκαλος βλέπει τα παιδιά που δίδασκε ακόμη σαν παιδιά του. Και ας έχουν βγάλει γκρίζες τρίχες και κάνει δικά τους παιδιά».

«Σοφά λόγια» είπε ο άντρας και κατένευσε.

«Μα πού πήγαν οι τρόποι μου;» αναφώνησε ξαφνικά ο Μάικλ και έτεινε το χέρι του στον άντρα. «Μάικλ Μπρένναν».

«Πάτρικ Ο’ Λίαρι» συστήθηκε ο άντρας και του το έσφιξε δυνατά. Ο Μάικλ παρατήρησε το σκληρό και γεμάτο κάλλους χέρι του και κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος του αγρού. «Μπρένναν, ε; Όταν μάθαμε ότι θα μας φέρουν έναν νέο δάσκαλο από το Λονδίνο, δεν περιμέναμε πατριώτη».

Ο Μάικλ γέλασε ευγενικά. «Τολμώ να πω πως, παρότι είμαι Ιρλανδός από τη μεριά του πατέρα μου, δεν είχα έρθει ποτέ μέχρι τώρα».

«Δεν πειράζει» απάντησε ο Πάτρικ και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Η πατρίδα θα σας καλούσε αργά ή γρήγορα, κ. Μπρένναν. Μπορεί ο Ιρλανδός να φύγει από την Ιρλανδία, αλλά η Ιρλανδία δεν φεύγει ποτέ από τον Ιρλανδό».

Οι δυο άντρες σταμάτησαν μπροστά από ένα πέτρινο πηγάδι. Μια ανισσόροπη ξύλινη κατασκευή, που στήριζε τον μηχανισμό του τροχαλία, έστεκε λοξά πάνω από το άνοιγμά του. Πίσω από το πηγάδι ήταν ένα χαμηλό κτίριο, χτισμένο με βαριά πέτρα και βαμμένο με άσπρη μπογιά, η οποία είχε ξεφτίσει από την κακοκαιρία. Η τριγωνική αχυροσκεπή έμοιαζε ετοιμόρροπη, ενώ έλειπαν μερικά κομμάτια από την καμινάδα. «Το δημαρχείο;» ρώτησε ο Μάικλ, μην μπορώντας να κρύψει τη δυσπιστία στη φωνή του.

«Ναι, εδώ μένει ο Δήμαρχος Μέρφυ» απάντησε ο Πάτρικ. «Φαίνεται ετοιμόρροπο, άλλα ο Μπρένταν καταφέρνει και το κρατάει όρθιο το ρημάδι».

«Πώς;»

«Αυτό το ξέρουν μόνο ο Μπρένταν και ο Θεός» είπε ο Πάτρικ και αναστέναξε. «Θελήσαμε να μαζέψουμε λεφτά για φρέσκα υλικά, μα ο Δήμαρχος ήταν κάθετος και μας το απαγόρεψε».

«Γιατί;» ρώτησε ο Μάικλ και σήκωσε το φρύδι του

«Μερικοί πίστεψαν ότι θα τραβούσε αθέμιτη προσοχή από τους Ταμπάδες[1]. Ο ίδιος ο Μπρένταν υποστηρίζει πως δεν θέλει να αλλάξει ούτε το παραμικρό πετραδάκι στο πατρικό του. “Δεν θα είναι πια το σπίτι των προγόνων μου” μας είπε».

«Χμ, το Πλοίο του Θησέα[2]» μονολόγησε ο Μάικλ και κοίταξε ξανά το σπίτι.

«Παρακαλώ;» τον ρώτησε ο μπερδεμένος Πάτρικ.

«Αυτό είναι κουβέντα για άλλη στιγμή, φίλτατε» απάντησε ο Μάικλ. «Και ίσως χρειαστεί και αρκετό ουίσκι».

Ο Πάτρικ γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Όπως επιθυμείτε, κ. Μπρένναν. Οι περισσότεροι μαζευόμαστε στου Μπρέιντι για ποτό μετά τις εφτά. Αν δεν είστε πολύ κουρασμένος από το ταξίδι ελάτε. Είμαι σίγουρος πως οι υπόλοιποι θα χαρούν να σας γνωρίσουν». Με αυτά ο γεροδεμένος άντρας άφησε τον Μάικλ μόνο του.

Ο δάσκαλος στεκόταν στη μέση της πλατείας και εξέταζε το ανώνυμο χωριό, που θα ονόμαζε σπίτι του ίσως για το υπόλοιπο της ζωής του. Είδε τα ταλαιπωρημένα σπίτια που ξεπρόβαλαν μέσα από την οκτωβριανή ομίχλη σαν ταφόπλακες και αναστέναξε. Υπήρχε κάτι ποιητικό στο ότι κατέληξε σε ένα μέρος που θύμιζε νεκροταφείο. Ο Μάικλ Μπρένναν είχε να νιώσει πραγματικά ζωντανός τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Καθώς το βλέμμα του σάρωνε το σκηνικό, νόμισε πως είδε έναν στρατιώτη να βγαίνει από την ομίχλη και οι τρίχες στον σβέρκο του στάθηκαν προσοχή. Είχε ακούσει πως τα πράγματα στην Ιρλανδία ήταν δύσκολα, καθώς ο Βρετανικός Στρατός και ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός επιδίδονταν σε έναν μακάβριο χορό που πλημμύριζε τη χώρα με αίμα. Δεν περίμενε να ζήσει κάποιο θερμό επεισόδιο από την πρώτη μέρα που ήταν εκεί.

Η παχιά ομίχλη πέρασε πάνω από τη στρατιωτική μορφή και εκείνη χάθηκε. Ο Μάικλ έτριψε τα μάτια του και ένιωσε την κούραση να τον καταβάλει. Τελικά το μακρύ ταξίδι που είχε κάνει από το Δουβλίνο μέχρι την ενδοχώρα τον είχε εξαντλήσει. Ανατρίχιασε ολόκληρος και κούνησε το κεφάλι του να καθαρίσει το μυαλό του. Οι σκέψεις του έτρεχαν σαν μανιασμένοι λαγοί. Δεν του άρεσε η ομίχλη. Έμοιαζε επικίνδυνα πολύ με τον καπνό του μπαρουτιού. Έπρεπε να την ανεχτεί όμως. Σήκωσε τη βαλίτσα του και πήγε μέχρι την ξύλινη πόρτα του σπιτιού του Μπρένταν Μέρφυ, χτυπώντας τη, για να ανακοινώσει την άφιξή του.

3.

«Καλώς ήρθατε στο φτωχικό χωριό μας, συμπατριώτη» τον χαιρέτησε ο Μέρφυ, καθώς περνούσε την πόρτα του σπιτιού.

«Καλώς σας βρήκα, Δήμαρχε Μέρφυ» είπε ο Μάικλ και χαμογέλασε ευγενικά στον κοντό, φαλακρό άντρα που στέκονταν καμαρωτός στο κέντρο του σαλονιού. Ο Μάικλ έβγαλε το καπέλο του και χαιρέτισε μια λιπόσαρκη γυναίκα με γκρίζο κότσο, η οποία καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα από το τζάκι. «Η κυρία Μέρφυ;» τη ρώτησε και έγειρε το κεφάλι του σε χαιρετισμό.

«Σίρσε» του απάντησε η γυναίκα και χαμογέλασε, κάνοντας το πρόσωπό της να γεμίσει ρυτίδες. «Σας παρακαλώ, κ. Μπρένναν‧ δεν χρειάζονται τυπικότητες».

«Χάρηκα, λοιπόν, για τη γνωριμία, Σίρσε» είπε ο Μάικλ.

«Εμείς να δείτε πόσο χαιρόμαστε» είπε ο Μέρφυ και κάθισε δίπλα από τη γυναίκα του. Παρότρυνε τον Μάικλ να καθίσει στην άδεια καρέκλα που υπήρχε στο κέντρο του φτωχικού σαλονιού και ο δάσκαλος κάθισε. «Από τότε που μας άφησε ο Ο’ Κάλλαχαν, δεν υπάρχει κάποιος να διδάξει τα παιδιά μας. Τα αγαπάμε τα άτιμα, το καθένα σαν να ήταν δικό μας‧ μα είναι δύσκολο να τα προσέχεις, όσο υπάρχουν οι καθημερινές εργασίες».

«Μην ανησυχείτε» τον καθησύχασε ο Μάικλ . «Όπως κι εσείς, έτσι κι εγώ βλέπω τους μαθητές μου σαν παιδιά μου. Δεν είναι απλά δουλειά μου, αλλά η χαρά μου να τα διδάσκω και να τα προσέχω».

«Έχεις ευγενική φωνή» είπε η Σίρσε και χαμογέλασε στον άντρα της. «Τον συμπαθώ».

«Φαίνεστε όντως ευγενικός και διαβασμένος άνθρωπος, κ. Μπρένναν» συναίνεσε ο Μέρφυ. Ο Δήμαρχος σηκώθηκε και έτριψε τα χέρια του. «Ας πάμε να σας δείξουμε το σπίτι σας, λοιπόν».

4.

Η κατοικία που παραχωρήθηκε στον Μάικλ ήταν τα παλιά δώματα του μακαρίτη δασκάλου, που στεγάζονταν στην εκκλησία του χωριού. Ο γέρο-Σέιμους δεν ήταν ευρέως γνωστός με αυτό το προσωνύμιο, αλλά ήταν ο Πατέρας Σέιμους Ο’ Κάλλαχαν, ιερέας της τοπικής κοινότητας. Έπρεπε να το είχα φανταστεί, σκέφτηκε ο Μάικλ. Ήταν σύνηθες φαινόμενο οι ιερείς να τελούν και τα χρέη του δασκάλου, ειδικά σε τέτοιους μικρούς συνοικισμούς, όπου τα μαθήματα πραγματοποιούνταν σε μια αίθουσα του ναού.

Ο Μέρφυ σταμάτησε μπροστά από τη βαριά ξύλινη πόρτα του ναού και έψαχνε τα κλειδιά μέσα στην τσέπη του. Ο Μάικλ παρατήρησε το κτίριο, που ήταν φτιαγμένο από βαριά γκρίζα πέτρα, με την τριγωνική σκεπή και το καμπαναριό του να κάνουν μια μάταιη απόπειρα να αγγίξουν τον γκρίζο ουρανό. Έμοιαζε περισσότερο με μια μικροσκοπική εκδοχή ενός κάστρου βγαλμένου από τον μύθο του Αρθούρου παρά με τις μεγαλοπρεπείς εκκλησίες που είχε συνηθίσει ο δάσκαλος. «Α!» αναφώνησε ο δήμαρχος και χαμογέλασε στον Μάικλ. «Τα βρήκα!»

Το κλειδί γύρισε με έναν σκουριασμένο αναστεναγμό και ο Μέρφυ έσπρωξε την πόρτα για να ανοίξει. Μια λεπτή λωρίδα χλωμού φωτός τρύπησε το σκοτάδι που είχε πέσει σαν βαρύ πέπλο πίσσας στο εσωτερικό της εκκλησίας, αποκαλύπτοντας δυο σειρές από παγκάκια και, στο βάθος του χώρου, την Αγία Τράπεζα και έναν μακρύ ξύλινο σταυρό. «Η εκκλησία παραμένει κλειστή, τώρα που Πάτερ Σέιμους μάς άφησε για την αγκάλη του Θεού» εξήγησε ο Μέρφυ, καθώς άναβε τα κεριά. «Για να είμαι ειλικρινής, εγώ και η Σίρσε ελπίζαμε πως θα ήσασταν και ιερέας».

Ο Μάικλ καθάρισε τον λαιμό και απάντησε αμήχανα: «Όχι, δυστυχώς. Είμαι απλά δάσκαλος».

«Αναμενόμενο» απάντησε προβληματισμένος ο Μέρφυ. «Η Αγγλία μάς απαγορεύει να δοξάζουμε τον Κύριο με τον Καθολικό τρόπο. Ήταν απίθανο να μας στείλουν αντικαταστάτη». Προχώρησε μέχρι την εξέδρα και έστριψε προς μια πόρτα στα δεξιά της Αγίας Τράπεζας. Την ξεκλείδωσε με ένα δεύτερο κλειδί και έσπρωξε δυνατά για να την ανοίξει. «Θέλει λίγο τον τρόπο της» είπε και γέλασε αμήχανα.

Ο Μάικλ προσπέρασε τον Δήμαρχο και άφησε τη βαλίτσα του να πέσει λίγο άγαρμπα στο πέτρινο πάτωμα. Η νέα του οικία ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, γκρίζο και άψυχο, με ένα παχύ μάλλινο χαλί απλωμένο στο κέντρο, για να κρατάει μακριά το κρύο και την υγρασία. Δυο παράθυρα έφερναν το γκρίζο φως από έξω και οι ακτίνες του σκιαγραφούσαν τα παρατημένα έπιπλα του χώρου‧ ένα μικρό τραπέζι με μια καρέκλα, μια πολυθρόνα δίπλα από ένα σβησμένο τζάκι και μια μικρή εστία στη δεξιά άκρη για την ετοιμασία γευμάτων. Στο αριστερό άκρο του σαλονιού υπήρχε ένα κατώφλι που οδηγούσε, από όσο έδειχνε, στο υπνοδωμάτιο. Μια δεύτερη πόρτα, ακριβώς απέναντι από αυτήν που μόλις είχε περάσει, έδειχνε να οδηγεί προς την πίσω αυλή της εκκλησίας, «Δεν είναι κάτι σπουδαίο» ξεκίνησε να λέει ο Μέρφυ, μα ο Μάικλ τον διέκοψε.

«Είναι υπεραρκετό» του είπε ο δάσκαλος και χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Πιστέψτε με, ένα απλό στρωσίδι με άχυρα φαίνεται σαν βασιλικό κρεβάτι, αν έχεις μάθει να κοιμάσαι στις λάσπες».

«Ω» ξεφύσησε ο Μέρφυ και αναδεύτηκε αμήχανα. «Ήσασταν στα χαρακώματα;»

«1ο Τάγμα Ιρλανδική Φρουράς» είπε ο Μάικλ και ασυνείδητα πήρε θέση προσοχής. «Ήμουν στον Σομμ».

«Καημένο μου παιδί» είπε ο Μέρφυ και κούνησε το κεφάλι του.

Ο Μάικλ σφίχτηκε λίγο με την αντίδραση του Δημάρχου, αλλά δεν είπε τίποτα. Είχε συνηθίσει τα βλέμματα λύπησης, σαν οι υπόλοιποι να γνώριζαν τι σήμαινε να ξυπνάς και να κοιμάσαι με την αίσθηση πως ίσως είναι η τελευταία φορά που θα κλείσεις ή ανοίξεις τα μάτια σους. Να είσαι βουτηγμένος μέσα στις λάσπες και την αρρώστια για ατελείωτες μέρες, ατενίζοντας απλά την ουδέτερη ζώνη, μη γνωρίζοντας αν ο Φριτς ήταν έτοιμος να σε βομβαρδίσει με όλμους ή αέρια. Ή αν τελικά ένας από τους ενάρετους πανίβλακες αξιωματικούς σου ήθελε να γράψει το όνομά του στα βιβλία της ιστορίας με μεγάλα πορφυρά γράμματα και διέταζε τους πάντες να αδειάσουν τα χαρακώματα και να ορμήσουν κατά των Γερμανών. Και το χειρότερο, να κοιτάς απλά ανήμπορος καθώς μια βόμβα διαμελίζει…

«Κύριε Μπρένναν;» Η φωνή του δημάρχου επανέφερε τον Μάικλ στην πραγματικότητα.

«Όλα εντάξει, κ. Μέρφυ» είπε ο Μάικλ ευγενικά. «Θα βολευτώ με την ησυχία μου και θα ξεκουραστώ. Σας ευχαριστώ θερμά».

«Καλώς ήρθατε στο Μπελντόν» του είπε ο δήμαρχος και αποχώρησε.

Ο Μάικλ έμεινε για λίγο ακίνητος, απολαμβάνοντας την ξαφνική σιγή που απλώθηκε στο σπίτι. Γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω την αυλή. Ήταν απεριποίητη, με άγριους θάμνους και ψηλό χορτάρι. Λίγα μέτρα πιο μέσα έστεκε σαν ξύλινος μονόλιθος ο καμπινές και ο Μάικλ αναρωτήθηκε αν κανείς είχε μπει στον κόπο να τον καθαρίσει, αφού ο Ο’ Κάλλαχαν αποφάσισε να τα τινάξει. Κοίταξε προς τα αριστερά και είδε σειρές από ασύμμετρες πέτρινες οδοντοστοιχίες να ξεπροβάλουν μέσα από την παχιά ομίχλη. Ο Μάικλ χαμογέλασε πικρόχολα και κούνησε το κεφάλι του. Το νεκροταφείο ήταν σχεδόν κολλητά με το προσκέφαλό του. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ο Μάικλ Μπρένναν κοιμόταν παρέα με νεκρούς. Κι εσύ εκεί ανήκεις, είπε μια πικρόχολη φωνή μέσα στο μυαλό του και ο Μάικλ συμφώνησε..

5.

Το βράδυ και κατόπιν προτροπής από τον Ο’ Λίαρι, ο Μάικλ πήγε στην τοπική ταβέρνα και κάθισε στο τραπέζι του μεγαλόσωμου βοσκού. Έμοιαζε σαν όλο το χωριό να είχε μαζευτεί σε αυτό το στενόχωρο καπηλειό, για να γλεντήσουν που άλλη μια μέρα είχε περάσει. Ακόμα και οι μαθητές του, έξι όλοι και όλοι, ήταν εκεί. Είχαν μαζευτεί γύρω από το τζάκι, όπου η Σίρσε Μέρφυ σκάλιζε ένα γογγύλι και τους έλεγε ιστορίες για τον Φιόνν Μακ Κούαλ, έναν λαϊκό ήρωα, για τον οποίο είχε διαβάσει κάποτε ο Μάικλ, μα δεν θυμόταν πολλά. Η οικογένειά του ήθελε να προσαρμοστεί στον αγγλικό βίο όσο το δυνατόν περισσότερο, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να αποτινάξουν από πάνω τους την εικόνα του Ιρλανδού. Όχι ότι βοήθησε. «Μπορεί ο Ιρλανδός να φύγει από την Ιρλανδία, αλλά η Ιρλανδία δεν φεύγει ποτέ από τον Ιρλανδό» του είχε πει εκείνο το πρωί ο Πάτρικ και ο Μάικλ καταλάβαινε τώρα τι ακριβώς εννοούσε. Όσο και να προσπαθείς, ο Άγγλος δεν θα σε δει ποτέ σαν δικό του.

«Γιατί χαράζει πρόσωπο στο γογγύλι;» ρώτησε ο Μάικλ. Αν μπορούσε κανείς να ονομάσει αυτήν την γκροτέσκα φιγούρα που σκάλιζε η Σίρσε ως πρόσωπο, δηλάδή.

«Σάουιν» απάντησε ο Ρόναν, ο αδερφός του Πάτρικ.

«Παρακαλώ;»

Ο Πάτρικ γέλασε και χτύπησε τον Μάικλ φιλικά στην πλάτη. «Των Αγίων Πάντων, Μπρένναν. Έχεις ξεχάσει πως είναι μεθαύριο;»

Ο Μάικλ χαμογέλασε και απάντησε: «Μάλλον το μυαλό μου έχει συνηθίσει στους γοργούς ρυθμούς της μεγαλούπολης και ξεχνιέμαι». Έλεγε, όμως, ψέματα. Στην πραγματικότητα είχε σταματήσει να παρατηρεί τις ημέρες – ειδικά τις γιορτές – εδώ και πέντε χρόνια.

«Καλό θα ήταν να φτιάξετε κι εσείς ένα φανάρι» τον συμβούλεψε ο Ρόναν και ήπιε από το ποτό του. «Δεν θα ήταν φρόνιμο να μείνετε χωρίς προστασία αυτές τις μέρες».

«Μην γίνω στόχος των ατασθαλιών τους;» ρώτησε ο Μάικλ και χαμογέλασε, δείχνοντας προς το μέρος των μικρών παιδιών.

Ο Ρόναν γέλασε πικρά και κούνησε το κεφάλι του. «Τα παιδιά θα είναι το λιγότερο από τα προβλήματά σας. Τα πνεύματα και τις νεράιδες καλό θα ήταν να μην προκαλούμε».

«Α» είπε ο Μάικλ. Προκαταλήψεις, σκέφτηκε. Αναμενόμενο. «Τότε θα φροντίσω να μη γίνω προκλητικός».

Ο Ρόναν σήκωσε ένα φρύδι, σαν να είχε καταλάβει ότι ο Μάικλ είχε προσθέσει λίγη περισσότερη ειρωνεία στα λεγόμενά του από όσο θα έπρεπε. Ο άντρας επέλεξε να μην πει τίποτα, ωστόσο, και συνέχισε να πίνει το ποτό του.

Ο Μάικλ έστρεψε την προσοχή του στη Σίρσε και τα παιδιά που είχαν καθίσει γύρω της. Ένα από αυτά –ένα όμορφο κοριτσάκι με ξανθές κοτσίδες– γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε, τον χαιρέτησε από μακριά και ο Μάικλ ανταπέδωσε. Γύρισε με μια αίσθηση μελαγχολίας στο ποτό του και άρχισε να απολαμβάνει το παραδοσιακό τραγούδι που ξεκίνησε να τραγουδάει η γυναίκα του δημάρχου:

«Και οι άνθρωποι έλεγαν

Πως οι δυο δεν παντρεύτηκαν ποτέ

Μα ένας είχε μια λύπη

Που δεν μολόγησε ποτέ

Και χαμογέλασα καθώς πέρασε

Με τα εργαλεία και τα αγαθά της

Και ήταν η τελευταία φορά

Που είδα την καλή μου»[3]

Θυμόταν τη μητέρα του να το τραγουδάει, καθώς έκανε τις δουλειές μέσα στο σπίτι. Θυμόταν τον εαυτό του να το μουρμουράει, όταν ήταν μέσα στα χαρακώματα και προσπαθούσε να βοηθήσει αυτόν και τους συντρόφους του να κοιμηθούν έστω για λίγες ώρες. Και τώρα το τραγούδι αυτό τον βρήκε σε μια ακόμα σημαντική στιγμή της ζωής του. Αν πίστευε, θα έλεγε πως ο Θεός τού έστελνε ένα μήνυμα. Μα ήξερε εδώ και αρκετό καιρό πως Θεός δεν υπήρχε.



6.

Μπήκε μέσα στη νέα του κατοικία από την είσοδο της εκκλησίας. Ο Μέρφυ είπε ότι έψαχναν ακόμη τα κλειδιά από την κανονική είσοδο του σπιτιού του Ο’ Κάλλαχαν. Τρέκλιζε ελαφρώς και ένιωθε το κεφάλι του ανάλαφρο από το βαρύ ποτό που του είχαν σερβίρει. Είχε καιρό να πιει. Υπήρξε μια εποχή που το δέλεαρ του αλκοόλ σαν βάλσαμο ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, μα είχε δει τα αποτελέσματά του. Έβλεπε τους μώλωπες που άφηνε ο πατέρας του στο χέρια του κάθε φορά που είχε περάσει μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Και δεν ήθελε να αποδείξει ότι ίσχυαν οι ρήσεις περί των Αμαρτιών του Πατρός στις οποίες αναφερόταν η Βίβλος.

Σωριάστηκε σε ένα από τα παγκάκια και άναψε ένα τσιγάρο. Για λίγη ώρα το μόνο φως που υπήρχε μέσα στο σκοτάδι ήταν η κάφτρα του τσιγάρου, που άναβε σαν πυγολαμπίδα κάθε φορά που τραβούσε τζούρα. Κοιτούσε την Αγία Τράπεζα και τον σταυρό που υψωνόταν πίσω του. Κάποτε ονειρευόταν την ημέρα που θα έπιανε πόστο πίσω από τον βωμό και θα κήρυττε τον λόγο του Θεού στο ποίμνιό του. Να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία και την ελπίδα της αγάπης του Χριστού. Μια αγάπη που γέμιζε κάθε πιθαμή του κορμιού και της ψυχής του. Πίστη, σκέφτηκε και ήθελε να γελάσει. Τι αλλόκοτο πράγμα. Είναι τόσο εύκολο να την αγκαλιάσεις. Δεν την αμφισβητείς από την ημέρα που γεννιέσαι. Και τόσο εύκολο πράγμα να αφήσει το μυαλό σου, όταν το άσχημο πρόσωπο της πραγματικότητας γυρίζει και σε κοιτάει κατάματα.

Ένα τρίξιμο τον έκανε να γυρίσει και να επιθεωρήσει το σκοτάδι. Το μυαλό του πήγε φευγαλέα στα πνεύματα του Ρόναν Ο’ Λίαρι και γέλασε με την αφέλειά του. Τα μόνα πνεύματα που ήξερε ήταν όσοι είχαν γυρίσει από τον Πόλεμο. Συνέχιζαν τις ζωές τους, μα δεν ήταν οι ίδιοι. Είχαν πεθάνει με τους υπόλοιπους στις λάσπες. Τότε γιατί ένιωθε την τρίχα στο σβέρκο του να στέκεται προσοχή; Το κρύο. Έξαλλου ήταν Οκτώβρης‧ ο χειμώνα χτυπούσε πλέον τις πόρτες του βροντερά. Τότε τι ήταν αυτή η ανάσα που άκουγε μέσα στο αυτί του;

Η καρδιά του Μάικλ πήγε να σταματήσει όταν άκουσε κοφτές αναπνοές, όμοιες με επιθανάτιο ρόγχο, να του ραπίζουν τα αυτιά. Το σάλιο στον λαιμό και το στόμα του ξεράθηκε και ένιωσε μια ανατριχίλα να κατεβαίνει αργά κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς του. Προσπάθησε να ανασάνει ήρεμα και να αγνοήσει τα παιχνίδια του ψυχρού αέρα. Τράβηξε άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο του και είδε στη λάμψη μια σκιά να κάθεται πίσω από τη δική του.

Ο Μάικλ πετάχτηκε όρθιος, έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τον εισβολέα και είδε πως τα παγκάκια ήταν άδεια. Ξεφύσησε ανακουφισμένος και έκλεισε τα μάτια του για λίγη ώρα, μέχρι να ηρεμήσει και η καρδιά του που χτυπούσε αφηνιασμένη. Σήκωσε το τσιγάρο που του είχε πέσει και αποτραβήχτηκε στο νέο του σπίτι. Δεν θα ξαναέπινε τόσο πολύ.



30 Οκτωβρίου 1920

1.

Η πρώτη μέρα των μαθημάτων εξελίχτηκε σχετικά ομαλά, δεδομένου ότι ο Μάικλ χρειάστηκε περίπου μια ώρα μόνο για να εκμαιεύσει από τα δέκα παιδιά που δίδασκε τι είχαν μάθει την τελευταία φορά. Ήταν ήσυχα παιδιά, με καλούς τρόπους και σεβασμό, πιθανώς εμφυσημένο από τον απλό τρόπο ζωής τους. Αλλά τα μικρά φαινόταν να έχουν την προσοχή τους στραμμένη στην ερχόμενη γιορτή του Χαλογουίν. Μόνο το κοριτσάκι με τις ξανθές κοτσίδες, που τον είχε χαιρετίσει την προηγούμενη βραδιά, έμοιαζε να είναι προσηλωμένη στους αριθμούς που έγραφε ο Μάικλ στον πίνακα.

«Κύριε Μπρένναν;» είπε ένα αγόρι με το όνομα Έινταν.

«Παρακαλώ, λεβέντη μου» του είπε ο Μάικλ και χαμογέλασε. Αγαπούσε τα παιδιά και ήταν ένας από τους λόγους που είχε ασχοληθεί και με τη διδασκαλία όσο ήταν δόκιμος της Αγγλικής Εκκλησίας.

«Ο Πάτερ Ο’ Κάλλαχαν συνήθιζε να φτιάχνει μαζί μας σήμερα τα φανάρια του γέρου-Τζακ, για να στολίσουμε την αίθουσα» του είπε ο Έινταν. «Θα τα φτιάξουμε, έτσι;»

«Ε» είπε ο Μάικλ, ψάχνοντας την κατάλληλη απάντηση. Οι δοξασίες και οι προκαταλήψεις δεν έχουν θέση στο σχολείο, ήταν η πρώτη που του ήρθε. Αλλά δεν την ξεστόμισε. Θα ήταν σαν να έθετε τον εαυτό σου αυτοεξορία στην κοινότητα του Μπελντόν. Το στίγμα του άθεου σε μια κοινότητα τόσο σφιχτά δεμένη από την πίστη θα ήταν σαν να προσκαλούσε τους Ταμπάδες να τον πάνε στο εκτελεστικό απόσπασμα.

«Ποια θα είναι τα τελευταία σου λόγια;»

«Ο Θεός είναι νεκρός. Πέθανε στο Πασεντάλε[4]».

«Βεβαίως» απάντησε τελικά ο Μάικλ, ξεροβήχοντας αμήχανα. Έβγαλε το ρολόι του από την τσέπη και το κοίταξε. «Έχουμε άλλες τρεις ώρες. Θα κάνουμε άλλη μια ώρα μάθημα και μετά θα πάμε να πάρουμε… γογγύλια…»

Τα λόγια του κόπηκαν όταν είδε τα παιδιά να σκύβουν κάτω από τις καρέκλες τους και, με μια πλήρως εναρμονισμένη κίνηση, να ανεβάζουν στα θρανία τους τα υλικά και εργαλεία που χρειαζόντουσαν για το σκάλισμα των φαναριών. Τον κοίταξαν με χαμόγελα κάπως άδεια, σαν να είχαν βγάλει τα τετράδια τους και τον περίμεναν να ξεκινήσει την παράδοση μαθήματος. Του θύμισαν τα χαμόγελα που έβλεπε σε διαφημιστικές αφίσες. «Οπότε… ας συνεχίσουμε με προπαίδεια…» είπε αμήχανα και γύρισε στον πίνακα.

2.

Ο ουρανός ήταν ακόμη γκρίζος και από μακριά ακουγόταν μια βροντή, η οποία έδειχνε την προδιάθεση της καταιγίδας να ξεσπάσει. Βόστρυχοι ομίχλης λικνίζονταν σαγηνευτικά γύρω από τις ταφόπλακες και το γρασίδι, ενώ κυρίευε μια αλλόκοτη ησυχία, παρά τα χαχανητά των παιδιών.

Ο Μάικλ καθόταν σε ένα παγκάκι έξω από το «σχολείο» -μια παλιά αποθήκη της εκκλησίας-, και διάβαζε ένα βιβλίο, ενώ τα παιδιά ήταν απασχολημένα με το να σκαλίζουν τα γογγύλια που θα γινόντουσαν φανάρια. Είχε ανησυχήσει αν θα έπρεπε να αφήσει τα παιδιά να χειριστούν τόσο αιχμηρά αντικείμενα μόνα τους, μα είδε πως χρησιμοποιούσαν τα εργαλεία σαν μικρογραφίες γέρικων μαστόρων. Έριχνε ματιές πάνω από την άκρη του βιβλίου του, σε περίπτωση που κάποιο από αυτά αποφάσιζε να παίξει με τα μαχαίρια.

«Κύριε;» άκουσε μια ντροπαλή φωνή να τον καλεί.

Κοίταξε δίπλα του και είδε την Κάρα -το κορίτσι με τις κοτσίδες- να τον κοιτάει. «Τι είναι, κορίτσι μου;»

«Όλα τα παιδιά έχουν χωριστεί σε ομάδες, μα δεν με αφήνουν να σκαλίσω».

«Αυτό δεν είναι σωστό» είπε και έκανε να σηκωθεί, μα η Κάρα απλά ακούμπησε κάτι δίπλα του.

«Θα θέλατε να φτιάξουμε ένα φανάρι μαζί;»

Ο Μάικλ πήρε το αντικείμενο στα χέρια του και είδε ότι είναι μια στρόγγυλη πορτοκαλί κολοκύθα. «Εντάξει» της απάντησε και κάθισε μαζί της στο νωπό γρασίδι. «Δείξε μου τι πρέπει να κάνω». Πήρε το μαχαίρι στα χέρια του και ακολούθησε τις οδηγίες της Κάρα.

«Δεν έχετε φανάρια στην Αγγλία;» τον ρώτησε η Κάρα.

«Ίσως στην επαρχία» απάντησε ο Μάικλ καθώς έκοβε. «Στο Λονδίνο δεν είχα δει ποτέ μου. Αν και μεγάλωσα σε ιρλανδική κοινότητα».

«Οπότε τα πνεύματα δεν έρχονται σε μεγάλες πόλεις;» ρώτησε το κορίτσι με έναν τόνο ελπίδας.

Ο Μάικλ γέλασε ελαφρά και κούνησε το κεφάλι του. «Υποθέτω πως όχι».

«Πρέπει να είναι ωραία τότε».

«Γιατί έτσι;»

«Δεν θα χρειαστεί να φοβηθώ πως θα ξαναδώ τη μαμά» του απάντησε με ειλικρίνεια η Κάρα.

Ο Μάικλ σταμάτησε να σκαλίζει το εσωτερικό της κολοκύθας και κοίταξε απορημένος τη μικρή. «Τι εννοείς;»

«Ο μπαμπάς μού έλεγε πως έπρεπε να πάντα να κρατάμε το φανάρι ανοιχτό, για να κρατάμε τα πνεύματα μακριά. Αλλιώς είναι σαν να τα προσκαλούμε. Η μαμά μου πέθανε όταν με γέννησε και έτσι δεν τη γνώρισα ποτέ μου. Πίστεψα πως δεν θα έβλαπτε αν μια μέρα προσκαλούσα τη μαμά. Ήθελα να τη δω έστω μια φορά». Η Κάρα κοίταξε πέρα προς το νεκροταφείο και αναστέναξε. «Έτσι, έσβησα το φανάρι στο παράθυρό μου ένα βράδυ και την περίμενα. Στην αρχή δεν είδα τίποτα και απλά ξάπλωσα πάλι μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Μετά την άκουσα όμως. Να κλαίει. Άνοιξα τα μάτια μου και την είδα να με χαιρετάει από το παράθυρο. Μου χαμογελούσε και έκλαιγε ταυτόχρονα. Στεναχωρήθηκα που την είδα έτσι και της άνοιξα το παράθυρο. Μου χάιδεψε το μαλλί και πήγε να με πάρει στην αγκαλιά της, μα τότε ήρθε ο πατέρας μου και με τράβηξε πάλι μέσα. Η μαμά άρχισε να ουρλιάζει, αλλά ο μπαμπάς έστρεψε το δικό του φανάρι πάνω της μέχρι που εξαφανίστηκε. Όταν τον ρώτησα γιατί με τράβηξε, μου είπε πως δεν ήταν η μαμά».

Ο Μάικλ ανατρίχιασε με την περιγραφή του κοριτσιού και θυμήθηκε την ανάσα που ένιωσε μέσα στο αυτί του το προηγούμενο βράδυ. Είναι απλά παιδί. Πιθανώς είδε απλά έναν εφιάλτη. «Οπότε θα φροντίσουμε να φτιάξουμε το πιο δυνατό φανάρι που υπάρχει, τι λες;» της είπε για να την καθησυχάσει και χαμογέλασε.

«Το φανάρι με προστατεύει όταν κοιμάμαι. Μα είναι πάντα εκεί και με κοιτάει αυτές τις μέρες. Δεν μπορεί ακόμα να με πιάσει, αλλά κοιτάει».

«Σε κοιτάει και τώρα;» την ρώτησε ο Μάικλ, ο οποίος είχε αρχίσει να ανησυχεί για την πνευματική υγεία του παιδιού.

«Ναι. Κάθεται δίπλα σας» του απάντησε η Κάρα και έδειξε με το δάχτυλό της στο πλάι του.

Ο Μάικλ όρθωσε το κορμί του και κοίταξε στα αριστερά του. Τίποτα. Για περίπου ένα λεπτό βρέθηκε να κοιτάει τον αέρα. Άρχισε να ηρεμεί και ήταν έτοιμος να πει στην Κάρα πως δεν ήταν σωστό να λέει ψέματα, όταν είδε ότι το γρασίδι δίπλα του είχε πατικωθεί, σαν κάποιος να καθόταν εκεί. Η καρδιά του πήδησε έναν χτύπο και αναδεύτηκε αμήχανα στη θέση του. Με αργή προσεκτική κίνηση έκανε να πιάσει τη χλωρή βλάστηση, προσπαθώντας παράλληλα να θυμηθεί αν είχε ακουμπήσει εκεί την κολοκύθα ή αν κάποιο από τα άλλα παιδιά είχε έρθει δίπλα του χωρίς να το καταλάβει. Με το που πλησίασε αρκετά, ένιωσε κάτι ψυχρό να περνάει ανάμεσα από τα δάχτυλά του και το γρασίδι ορθώθηκε πάλι. Ένιωσε το δέρμα του να ανατριχιάζει και έστρεψε αργά το βλέμμα του προς την Κάρα.

«Δεν τους αρέσει να τους ακουμπάνε» είπε η μικρή, η οποία έκοβε χορτάρι με τα ακροδάχτυλά της. «Μόνο όταν θέλουν οι ίδιοι».

«Ας σκαλίσουμε απλά την κολοκύθα μας» είπε ο Μάικλ με ξεψυχισμένη φωνή και πήρε το μαχαίρι πάλι στα χέρια του.

3.

Κρατούσε στα χέρια του την κολοκύθα που σκάλιζε με την Κάρα όταν πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας και μπήκε στο σπίτι του. Η μικρή τού είχε πει πως ήθελε να τη σκαλίσουν, για να του την κάνει δώρο. «Χαμογελάει ελαφρά» του είχε πει όταν του έδειξε το σκαλιστό στόμα. «Θα είναι ωραίο να σας χαμογελάει κάποιος. Φαίνεστε λίγο λυπημένος».

Αχ και να ήξερες, είχε θελήσει να της απαντήσει ο Μάικλ, μα δεν το θεώρησε φρόνιμο να βαρύνει τη συνείδηση ενός παιδιού με τους εφιάλτες του.

Ακούμπησε την κολοκύθα στο περβάζι του παραθύρου του και έβαλε μέσα της ένα κερί. Χαμογέλασε ελαφρά όταν παρατήρησε πως το πρόσωπο όντως έμοιαζε να χαμογελάει και αυτό, και αναρωτήθηκε αν η Κάρα το είχε κάνει επίτηδες. Τα παιδιά ήταν πιο έξυπνα από όσο θεωρούσαν οι ενήλικες. Τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο. Δεν του άρεσε να μένει μόνος‧ η μοναξιά έφερνε τις αναμνήσεις. Δεν άντεχε εύκολα και την οχλαγωγία της συντροφιάς όμως. Όχι χωρίς το ποτό. Η οχλαγωγία έφερνε τη δυσφορία και τον πνιγμό. Τι απαίσια αίσθηση να ξέρεις πως είσαι νεκρός, μα ζωντανός. Θυμήθηκε το πρόσωπο του Λίαμ‧ το χαμόγελο και την αισιοδοξία του, όσο άθλιες και αν ήταν οι συνθήκες. Τις κρύες νύχτες που κοιμόντουσαν κοντά ο ένας στον άλλον για ζεστασιά. Τα χάδια στα μαλλιά του όταν ήταν σίγουροι πως κανένας δεν τους έβλεπε. Τα φιλιά στα κρυφά όταν κατάφερναν να μείνουν λίγο μόνοι. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του, όταν θυμήθηκε τον Λίαμ να κομματιάζεται από έναν όλμο, με τον ίδιο να έχει προλάβει να βρει καταφύγιο.

Ο Μάικλ κοίταξε στο ομιχλώδες νεκροταφείο και είδε δυο κοράκια να κάθονται πάνω στις ταφόπλακες. Τα μαύρα πτηνά κοιτούσαν προς το μέρος του και είχαν μείνει ακίνητα σαν στήλες άλατος. Ήταν σαν να ήξεραν. Σαν να ήξεραν πως δεν είχε θέση εκεί που καθόταν, μα στο νεκροταφείο μαζί τους.

Ένας χτύπος στην πόρτα τον έκανε να ξυπνήσει από τη σκέψη του και σηκώθηκε να δει ποιος είναι. «Ο Μέρφυ είμαι, κ. Μπρένναν» ακούστηκε η φωνή του δημάρχου πίσω από την πόρτα.

Ο Μάικλ σκούπισε τα μάτια του και άνοιξε με πλατύ χαμόγελο στον δήμαρχο. «Καλησπέρα σας, κ. Δήμαρχε».

«Συγγνώμη για την ώρα, δάσκαλε» είπε ο Μέρφυ και ψαχούλεψε κάτι στις τσέπες του. «Κατάφερα και βρήκα τα κλειδιά από την εξώπορτά σας». Ο Μέρφυ άπλωσε το χέρι του και ο Μάικλ είδε ένα σκουριασμένο κλειδί.

Το πήρε και ευχαρίστησε τον Δήμαρχο, έτοιμος να κλείσει την πόρτα.

«Και κάτι ακόμα, κ. Μπρένναν» του είπε ο δήμαρχος. «Αύριο ξέρετε δεν λειτουργεί το σχολείο. Μαζεύεται όλο το χωριό και ετοιμάζεται για τη γιορτή το βράδυ. Φτιάχνει κοστούμια και ετοιμάζει τα ξύλα για τη μεγάλη φωτιά. Θα ήταν τιμή μας αν συμμετείχατε».

Αυτή η αναθεματισμένη γιορτή έχει αρχίσει να με κουράζει, σκέφτηκε ο Μάικλ. «Η τιμή είναι όλη δική μου» απάντησε ευγενικά. «Τώρα θα με συγχωρέσετε. Τα παιδιά είναι η χαρά της ζωής, αλλά απαιτούν και μεγάλο απόθεμα ενέργειας».

«Μα βεβαίως!» είπε ο δήμαρχος. «Καλή σας ξεκούραση».

«Καλή συνέχεια, κ. Δήμαρχε».

4.

Η ώρα ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν ένας χτύπος ξύπνησε τον Μάικλ. Ανακάθισε ζαλισμένος από τον ύπνο και έτριψε τα μάτια του. Ο χτύπος συνεχίστηκε και ο Μάικλ σηκώθηκε από το κρεβάτι, ανάβοντας το κερί που είχε στο κομοδίνο του. «Ποιος είναι;» απαίτησε με ενοχλημένο τόνο και πλησίασε την εξώπορτα.

Καμία απάντηση.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο, αλλά η γωνία τού επέτρεπε να δει μόνο τη σιλουέτα ενός άντρα ντυμένου με… στρατιωτικά; Ταμπάδες, σκέφτηκε ανήσυχος. «Τι θα θέλατε;»

Καμία απάντηση, μόνο χτύπος.

Ξανακοίταξε από το παράθυρο, μα η σιλουέτα δεν φαινόταν πουθενά.

Κάποιος προσπαθεί να σε κάνει περίγελο, Μάικι.

Ο χτύπος επαναλήφθηκε, μα αυτή τη φορά ήρθε από την πόρτα που οδηγούσε στην εκκλησία. Ο Μάικλ στράφηκε προς το μέρος της και ξεροκατάπιε. Αν είχαν σπάσει την πόρτα της εκκλησίας, δεν θα είχε ξυπνήσει το υπόλοιπο χωριό; Ο χτύπος επανήλθε μια ακόμα φορά και μόνο τότε κατάλαβε πως ήταν ρυθμικός. Ρυθμικός σαν κώδικας Μορς. Και έστελνε ένα μήνυμα που του υπέδειχνε ο…

«Λίαμ;» κοντανάσανε ο Μάικλ.

Η πόρτα προς την εκκλησία άνοιξε, παρότι την είχε κλειδώσει και έχασκε πλέον σκοτεινή, με μοναδικό φως το κερί του δασκάλου. Ο Μάικλ πήρε το κερί στο χέρι του και κινήθηκε επιφυλακτικά προς την πόρτα, έτοιμος να την κλείσει και να την κλειδώσει πάλι. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το χερούλι και προσπάθησε να μην κοιτάξει προς το εσωτερικό της σκοτεινή εκκλησίας. Μια λογική που πηγάζει από τις παιδικές αναμνήσεις, όταν πίστευαν πως αν δεν δουν τον μπαμπούλα, δεν θα τους δει και εκείνος.

Ένα τρίξιμο τον έκανε να γυρίσει ενστικτωδώς και τότε την είδε. Καθόταν σε ένα από τα παγκάκια και κοιτούσε προς το μέρος του. Η σκιά ενός άντρα.

Ο Μάικλ έμεινε κοκαλωμένος στη θέση του και ένιωθε τις παλάμες του να ιδρώνουν. Δεν σκόπευε να ενδώσει όμως. Ήταν ενήλικας. Είχε δει πραγματικό τρόμο, αληθινή φρίκη. Οι δεισιδαιμονίες και τα παιδικά αφηγήματα δεν μπορούσαν να τον επηρεάσουν.

«Σου είναι τόσο εύκολο να κλείνεις τον εαυτό σου από το θαυματουργό, ακόμα και όταν σε κοιτάει στα μάτια;» τον ρώτησε ο Λίαμ.

«Δεν είσαι αληθινός» του απάντησε ο Μάικλ. «Είμαι στο κρεβάτι και ονειρεύομαι. Όπως ονειρεύομαι κάθε νύχτα».

«Αυτό θα το δούμε Μάικι», είπε ο Λίαμ. «Δεν έχεις θέση εδώ. Το ξέρεις. Το φράγμα καταρρέει, Μάικι. Ο Άλλος Κόσμος περιμένει. Αύριο θα είμαστε πάλι μαζί».

Ο Μάικλ έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. Προτού ξαπλώσει, έφερε την κολοκύθα δίπλα από το κρεβάτι του και άναψε το κερί. Δεν πίστευε πως είχε νόημα. Απλά ονειρευόταν στον ξύπνιο, όπως άλλοι τόσοι στρατιώτες, αφού γύρισαν από τον πόλεμο. Του άρεσε όμως η θαλπωρή που το προσέφερε η παιδική αθωότητα του εγχειρήματος.



31 Οκτωβρίου 1920



1.

Η πυρά έκαιγε κοντά όσο το ύψος του καμπαναριού και ο κόσμος χόρευε και γλεντούσε τριγύρω σαν να ήταν η τελευταία τους νύχτα. Ο Μάικλ γελούσε και χτυπούσε τις παλάμες του, δίνοντας ρυθμό στον Πάτρικ και το βιολί του. Είχε φτιάξει για τον εαυτό του μια απλή μάσκα από πανί, άνοιξε μερικές τρύπες και άφησε τους μαθητές του να τη γεμίσουν ζωγραφιές. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ο Μάικλ Μπρένναν ένιωθε ζωντανός.

Το γλέντι συνεχιζόταν με παιχνίδια, μουσική και ποτό. Ο Μπρένταν Μέρφυ έλεγε τρομαχτικές ιστορίες για όποιον ήταν πρόθυμος να ακούσει, ενώ η Κάρα, ο Έινταν και μερικοί ακόμα μαθητές του είχαν σκύψει πάνω από έναν κουβά γεμάτο νερό και προσπαθούσαν, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη τους, να ψαρέψουν μήλα με το στόμα τους. Μόνο η Κάρα δεν έμοιαζε εντελώς προσηλωμένη στο έργο της, καθώς έριχνε κλεφτές ματιές προς το νεκροταφείο, σαν να περίμενε κάτι να συμβεί. Ο Ρόναν Ο’ Λίαρι είχε ντυθεί με κουρέλια και φορούσε κέρατα ελαφιού πάνω στο κεφάλι του, ενώ χόρευε γύρω από τη φωτιά αλυχτώντας και κουνώντας πέρα δώθε ένα φανάρι.

Ο Μάικλ θεώρησε αξιοθαύμαστο το πώς οι άνθρωποι του Μπελντόν αψηφούσαν το κρύο και γλεντούσαν με τόση διάθεση. Όμως και αυτός, όπως η Κάρα, ένιωθε μια ανησυχία, παρά το γλέντι. Η εκκλησία στεκόταν σιωπηρή και σκοτεινή στο βάθος, απειλητική σχεδόν. Και οι λέξεις του Λίαμ αντηχούσαν μέσα στο μυαλό του, σαν το κάλεσμα ενός κορακιού: «Αύριο θα είμαστε πάλι μαζί».

Όχι, αν γλεντήσω μαζί με τους Ο’ Λίαρι μέχρι το ξημέρωμα, σκέφτηκε.

«Ποτό;» άκουσε κάποιον να του προσφέρει και ο Μάικλ απλά έδωσε το κύπελλό του χωρίς να δει ποιος ήταν.

2.

Έβλεπε τον κόσμο να γυρνάει και το στομάχι του ανακατεύονταν. Προχωρούσε, μα δεν ένιωθε τα πόδια του να τον πηγαίνουν κάπου. Πέτρινο δάπεδο, μάλλινο χαλί και να ένα στρώμα. «Να… να γλεντήσω… μέχρι το πρωί…» ψέλλιζε στις ακαθόριστες σκιές που τον συνόδευαν.

«Δεν νομίζω πως θα έχει άλλο γλέντι για σένα, δάσκαλε» του είπε μια από τις σκιές.

Η δεύτερη γέλασε και είπε: «Στο Λονδίνο δεν πρέπει να έχουν σωστό ουίσκι».

«Το φανάρι…» είπε ο Μάικλ. «Πρέπει να… το φανάρι…» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, όμως, και ο ύπνος ήρθε να τον πάρει.

3.

Κρύο. Τσουχτερό και ανελέητο κρύο. Αυτό ήταν που τον ξύπνησε και ο Μάικλ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. Το κεφάλι του άρχισε να παίζει εμβατήρια, ενώ το στόμα και το λαρύγγι του είχαν την αίσθηση σαν να είχε καταπιεί άμμο. Κοίταξε τριγύρω του και είδε πως το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι, πράγμα που σήμαινε πως η νύχτα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Αφουγκράστηκε, μα το βιολί του Πάτρικ και τα αλυχτίσματα του Ρόναν δεν ακουγόντουσαν. Μήπως το γλέντι είχε τελειώσει;

Σηκώθηκε και έκανε να πάει προς τα παράθυρα, αλλά σταμάτησε όταν η πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή της εκκλησίας άνοιξε. Παχιά ομίχλη άρχισε να απλώνεται πάνω στο δάπεδο και ο Μάικλ έκανε ένα τρομαγμένο βήμα προς τα πίσω. Δεν ήξερε γιατί, αλλά βαθιά μέσα του γνώριζε πως αν τον ακουμπούσε αυτή βδελυρή ομίχλη θα ήταν κακό. Άκουσε χαχανητά και ψιθύρους να έρχονται από έξω. Σήκωσε το φανάρι από το δάπεδο και άναψε το κερί, αφήνοντας το ζεστό φως του φως να απλωθεί προστατευτικά μπροστά του. Ενστικτωδώς πήγε να πιάσει το κρεμαστό που κάποτε φορούσε γύρω από τον λαιμό του, έναν ασημένιο σταυρό που του είχε χαρίσει η μητέρα του, μα αυτός βρισκόταν πια θαμμένος κάπου στο Βέλγιο.

Αποφάσισε να στρέψει την πλάτη του προς την πόρτα και να κινηθεί προς τον κύριο χώρο της εκκλησίας, μα δεν υπήρχε τίποτα πια. Ούτε το σαλόνι, ούτε ο τοίχος, ούτε η πόρτα. Τα πάντα ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι και η μόνη έξοδος ήταν αυτή που έστεκε πίσω του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε στην πίσω αυλή.

4.

Τα πάντα ήταν τυλιγμένα με τη νοσηρή ομίχλη, ενώ ακαθόριστες σκιές έσερναν τα βήματα τους γύρω από τον Μάικλ. Άκουγε κλάματα και βογγητά, αναστεναγμούς και θυμωμένες κραυγές. Κοράκια έκραζαν πάνω από το κεφάλι του, ενώ είχε την εντύπωση πως διχαλωτές ουρές και χέρια με κοφτερά άκρα έκαναν την εμφάνισή τους μέσα από την ομίχλη. Έσφιξε το φανάρι πάνω του, όπως θα έκανε ένα παιδί με το αρκουδάκι του, και πήρε δύναμη από την καλοσύνη που του είχε δείξει η Κάρα.

Καθώς προχωρούσε δίχως αίσθηση προσανατολισμού, είδε μυτερά κάγκελα να κάνουν την εμφάνισή τους και τα γυμνά του πόδια πάτησαν το νωπό χώμα του νεκροταφείου. Οι γκρίζες ταφόπλακες ξεπετάγονταν από το έδαφος με δυσαρμονικό τρόπο, ενώ τα περισσότερα ονόματα είχαν φθαρεί από την υγρασία. Αλλού ένας σταυρός, αλλού μια απλή πλάκα, σκαλισμένη με ιερές εικόνες και νεκροκεφαλές. Ο Μάικλ προχώρησε και είδε άυλα πνεύματα να κάθονται πάνω από τους τάφους τους, άλλα να κλαίνε, ενώ άλλα να προσπαθούν μάταια να σκάψουν στο σημείο όπου είχαν θαφτεί. Δεν μπορούσε να πει αν είχαν σκοπό να συρθούν πάλι μέσα ή να ενταφιάσουν το πτώμα τους, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να ξαναμπούν μέσα στο παλιό τους σώμα.

Μια μακρόσυρτη κραυγή που πάγωσε το αίμα στις φλέβες του Μάικλ έσκισε την ατμόσφαιρα, ακολουθούμενη από μια σειρά σκιστών γέλιων. Σταμάτησε για λίγο και περίμενε να ακούσει αν η κραυγή θα επέστρεφε, μα, προς έκπληξή του, η αποτρόπαια συμφωνία αντικαταστάθηκε από ένα γλυκό τραγούδι. Ο Μάικλ στένεψε τα μάτια του, προσπαθώντας να διακρίνει μια λάμψη που έπαιρνε σχήμα μέσα από το πηχτό νεφέλωμα. Πλησίασε διστακτικά και το τραγούδι δυνάμωνε. Είδε τον τρίμετρο ξύλινο σταυρό που κοσμούσε το κέντρο του να τρυπάει την ομίχλη, ενώ μια φωτιά έκαιγε μπροστά του, φωτίζοντας τον εσταυρωμένο που κοσμούσε το σύμβολο λατρείας με ένα απόκοσμο φως. Δυο κοράκια καθόντουσαν στον σταυρό και άρχισαν να κράζουν μανιασμένα όταν είδαν τον Μάικλ.

Μια μορφή αναδεύτηκε πίσω από τη φωτιά και ο Μάικλ κατάλαβε πως ήταν η πηγή του όμορφου τραγουδιού. Το τραγούδι διακόπηκε από το επίμονο κράξιμο των πτηνών και μια γυναικεία φωνή γέμισε τον αέρα, καθησυχαστική, αργόσυρτη και, συνάμα, τρομακτική: «Μπαμπντ, Μάχα, μην τρομάζετε τον καλεσμένο μας».

Τα κοράκια σώπασαν και η γυναίκα εμφανίστηκε. Ήταν ψηλή, κοντά στα δυο μέτρα, ενώ ήταν ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα, που έμοιαζε με ένα ποτάμι φτιαγμένο από νύχτα, όπως απόρρεε από πάνω της στο έδαφος. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, διακοσμημένα με ένα στέμμα από κέρατα ελαφιού. Το δέρμα της ήταν στο χρώμα του πάγου, ενώ τα αφύσικα καταγάλανα μάτια της διαπερνούσε μια μαύρη γραμμή που έκανε τον Μάικλ να σκεφτεί ξεραμένο αίμα.

«Μόρριγκαν» ψέλλισε ο Μάικλ και έκανε ένα βήμα πίσω.

«Βλέπω ότι οι προσπάθειες των Χριστιανών να σκοτώσουν το είδος μου δεν ήταν παντελώς επιτυχημένες» είπε η δίμετρη θεότητα.

«Ονειρεύομαι» είπε ο Μάικλ και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν γίνεται να είναι αληθινό αυτό που βιώνω».

«Και όμως είναι, Μάικλ Μπρένναν. Σ’ το είπαν και οι χωρικοί αυτού του μίζερου μέρους: Σάουιν. Η μόνη μέρα που οι Τούαθα και οι υπόλοιποι κάτοικοι του Άλλου Κόσμου μπορούν να περπατήσουν σε αυτόν των ανθρώπων. Κάποτε η γιορτή μάς τιμούσε. Πλέον, χρησιμοποιείται για να μας απομονώσει και να μας εξορίσει, με τα μαγκάνια του ξενόφερτου άυλου Θεού». Η Μόρριγκαν ξεφύσησε απογοητευμένη και έμοιαζε έτοιμη να βράσει από οργή.

«Τότε εγώ πώς σας βλέπω;» ρώτησε ο Μάικλ και έδειξε το φανάρι του.

«Χρειάζεται πίστη για να πιάσει αυτό, ατιμασμένε Ιερέα» απάντησε η Μόρριγκαν. «Μόνο έτσι μπορείς να αρνηθείς την πρόσκληση».

«Πρόσκληση;»

Η Μόρριγκαν έκανε στην άκρη και έδειξε πίσω της, σε ένα χαμηλό λόφο. «Εκεί πρέπει να πας, Μάικλ Μπρένναν. Εκεί σε οδηγεί ο δρόμος σου, από τότε που πάτησες πάλι το πόδι σου στην πατρίδα».

Ο Μάικλ ξεκίνησε να πηγαίνει προς τον λόφο, παραδομένος πλέον στο αφύσικο και αλλόκοτο του ονείρου του. Γιατί μόνο ένα όνειρο θα μπορούσε να εξηγήσει αυτήν την κατάσταση. «Καλό ταξίδι, Μάικλ Μπρένναν» άκουσε τη Μόρριγκαν να του λέει. Γύρισε να τη δει, μα η αρχαία θεότητα είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που είχε μείνει πίσω ήταν ο σταυρός και η ομίχλη.

Έφτασε στον λόφο και είδε πως μια μικρή είσοδος είχε χτιστεί στην πλαγιά του. Ετοιμόρροπες πέτρινες κολόνες στήριζαν το κατασκεύασμα, ενώ είδε μερικές μαύρες γάτες να είναι ξαπλωμένες στο γρασίδι γύρω του. Κάποιες τον κοίταξαν και ο Μάικλ παρατήρησε πως είχαν τα ίδια καταγάλανα μάτια με τη Μόρριγκαν.

Έμεινε για λίγη ώρα να κοιτάζει την είσοδο, η όποια έστεκε μαύρη μπροστά του. Έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά δεν μπορούσε να την περάσει. «Το φανάρι» ακούστηκαν ψίθυροι τριγύρω του και ο Μάικλ είδε πως οι γάτες είχαν σηκωθεί όλες και τον είχαν περικυκλώσει. «Άσε το φανάρι. Δεν μπορείς να μπεις με το φανάρι».

Υπάκουσε τις γάτες και άφησε το φανάρι στην άκρη. Ύστερα, πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να διαβεί τον δρόμο που του είχε υποδείξει η μοίρα.

5.

Ένιωθε να πέφτει, αλλά ταυτόχρονα ήταν ακίνητος. Είχε σώμα, βαρύ και γερασμένο από τις κακουχίες, μα ταυτόχρονα ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο. Τα πάντα γύρω του ήταν σκοτεινά και κρύα. Υπήρχε όμως και μια ζεστασιά. Μια ηρεμία. Δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του τόσο ήρεμος.

«Σου είπα ότι θα ξανασμίξουμε» του είπε ο Λίαμ.

«Φοβόμουν» του είπε ο Μάικλ και ένιωσε άυλα δάκρυα να σχηματίζονται στο σημείο όπου θα έπρεπε να ήταν τα μάτια του.

«Το ξέρω» τον καθησύχασε ο σύντροφός του. «Αργά ή γρήγορα θα ξανασμίγαμε όμως».

«Δεν άντεχα άλλο μακριά σου. Μακριά από κανέναν σας».

«Λύπη;»

«Όχι» είπε ο Μάικλ. «Όχι μόνο. Ντροπή. Ντροπή και ενοχές. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο μετά από εκεί που μας έστειλαν. Κατά κάποιον τρόπο, πεθάναμε όλοι σε αυτές τις καταραμένες λάσπες. Απλά μερικών τα πτώματά μας δεν θάφτηκαν και περιπλανιόμαστε σαν πνεύματα ανάμεσα από τους ζωντανούς».

«Δεν σημαίνει κάτι αυτό όμως;» τον ρώτησε ο Λίαμ, με μια έντονη στεναχώρια στη φωνή του. «Δεν σημαίνει πως πρέπει να συνεχίσεις; Ότι ο πόλεμος των όπλων σταμάτησε, μα ο πόλεμος της ψυχής συνεχίζεται;»

«Μπορεί. Πολλοί είχαν τη δύναμη. Συνέχισαν. Δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωτικά πίσω στον κόσμο των ζωντανών, μα τα κατάφεραν. Εγώ δεν μπόρεσα. Ήμουν αδύναμος».

«Ή αρκετά δυνατός μέχρι εκεί που μπορούσες».

«Ίσως».

«Δεν πειράζει» είπε ο Λίαμ. «Θα μπορέσεις να τους επισκέπτεσαι, όσο πιστεύουν ακόμη σε σένα. Όσο κάθε χρόνο ανάβουν το φανάρι. Μπορεί να μην τους επιτρέπει να σε βλέπουν, μα θα σε σκέφτονται κάθε φορά που η φλόγα θα κάθεται σαν στέμμα πάνω στο κερί».

«Θα ήταν ωραίο».

«Έλα, πάμε τώρα. Μας περιμένουν».

«Ποίοι;» ρώτησε ο Μάικλ.

«Οι υπόλοιποι. Ανυπομονούν να σε δουν».

«Εντάξει» απάντησε ο Μάικλ και άφησε τον Λίαμ να τον τραβήξει προς το σκοτάδι. Το ήρεμο και ζεστό σκοτάδι.

1 Νοεμβρίου 1920

1.

Ο Πάτρικ κοπανούσε την πόρτα, μα δεν έπαιρνε απάντηση. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, νομίζοντας πως ο δάσκαλος είχε πιει τόσο πολύ το προηγούμενο βράδυ που δεν μπορούσε να ξυπνήσει ούτε αν πυροδοτούσαν κανόνια δίπλα από το αυτί του. Δεν μπορούσε όμως. Κάτι είχε συμβεί. Ήταν σίγουρος.

Πήγε στη στοίβα με τα ξύλα για το τζάκι και πήρε το τσεκούρι που ήταν καρφωμένο στο κούτσουρο. Ξαναγύρισε στην πόρτα και με μια, δυο, τρεις ριξιές την έσπασε. Το φως της ημέρας απλώθηκε σαν κύμα μέσα στο σκοτεινό σπίτι και αυτό που αντίκρισε έκανε το τσεκούρι να του πέσει από τα χέρια.

Από το δοκάρι του σαλονιού κρεμόταν το άψυχο σώμα του Μάικλ Μπρένναν.

Ο Πάτρικ ένιωθε το στομάχι του να σφίγγει, αλλά μπήκε μέσα και έκλεισε, όσο μπορούσε, την πόρτα. Πλησίασε τον νεκρό δάσκαλο και τον κατέβασε από το δοκάρι με προσοχή. Έπιασε το λαιμό του, δεν υπήρχε σφυγμός. Ο Πάτρικ αναστέναξε και έτριψε τα μάτια του. Είχε ακόμη πονοκέφαλο από το προηγούμενο βράδυ. Πήρε, όμως, μια απόφαση.

Δεν θα έλεγε στους άλλους ότι τον βρήκε κρεμασμένο. Είχε πιει πολύ και κατάπιε τον εμετό του. Τραγικό, μα μπορεί να συμβεί. Ναι, αυτό θα έλεγε. Ο Μάικλ Μπρένναν έμοιαζε με άνθρωπο που είχε τραβήξει ήδη πολλά. Δεν θα του στερούσε τη μεταθανάτια ανάπαυση, μόνο και μόνο επειδή το απαγόρευαν κάποιοι κανόνες. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να καθαρίσει το τελευταίο μήνυμα που είχε γράψει στον τοίχο ο Μάικλ με μελάνι. Συγγνώμη, έγραφε.

«Σε συγχωρώ» μονολόγησε ο Πάτρικ. «Για οποιοδήποτε αμάρτημά σου, σε συγχωρώ». Φίλησε τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του και ξεκίνησε τη δουλειά.


Β. Ν. Συράκης



[1] Σ.τ.Σ.: Ελεύθερη μετάφραση της έκφρασης Tan, η οποία χρησιμοποιούνταν από τους Ιρλανδούς σαν υποτιμητικός όρος για τα στρατεύματα των Άγγλων κατά τη διάρκεια του Ιρλανδικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Στα στρατεύματα δόθηκε το παρατσούκλι Black and Tan, λόγω των αυτοσχέδιων στολών τους.


[2] Σ.τ.Σ.: Το Πλοίο του Θησέα είναι ένα φιλοσοφικό παράδοξο ερώτημα. Στο ερώτημα αυτό τίθεται ένας προβληματισμός περί της ταυτότητας ενός πράγματος, συγκεκριμένα για το μυθικό πλοίο του Αθηναίου Βασιλιά. Ο προβληματισμός στηρίζεται στην αναστήλωση του πλοίου και στο ερώτημα του αν παραμένει το ίδιο πλοίο αφού αλλαχτούν όλα τα κομμάτια του.


[3] Σ.τ.Σ.: Ελεύθερη μετάφραση των στίχων του ιρλανδικού τραγουδιού «She Moved Through the Fair».


[4]Σ.τ.Σ.: Η Μάχη του Πασεντάλε ή Μάχη της Φλάνδρας ήταν μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που διεξήχθη από τον Ιούλιο μέχρι και τον Νοέμβριο του 1917. Η μάχη είναι γνωστή για τη διφορούμενη φύση της, τη δυσκολία και τον υψηλό αριθμό απωλειών.