Μάρκους, του Γιώργου Κωστόπουλου

Λατρεύω τα τρένα. Όχι με τον ψυχαναγκαστικό τρόπο που τα λατρεύει ο Σέλντον από το Big Bang Theory, δηλαδή δεν μαζεύω μοντέλα και δεν έχω αφιερώσει ένα δωμάτιο του –ούτως ή άλλως– μικρού διαμερίσματός μου σε μακέτες με ψεύτικα δεντράκια και γέφυρες. Μου αρέσει να ταξιδεύω μαζί τους, να βλέπω τα τοπία να περνούν με ταχύτητα δίπλα μου, βουνά, λόφους, δάση, πόλεις και νιώθω τόσο ελεύθερος από έγνοιες, τόσο ελαφρύς από τα καθημερινά άγχη μου. Είναι σαν να αφήνω πίσω το παρελθόν μου, μαζί με όλες τις άσχημες αναμνήσεις του.

Εξαιτίας της δουλειάς μου ως εμπορικός αντιπρόσωπος μιας εταιρείας που πουλάει εξοπλισμό για μηχανήματα βιομηχανικών εγκαταστάσεων είμαι αναγκασμένος να ταξιδεύω συχνά – πολλές φορές κάνω και τρία ταξίδια τον μήνα, ταξίδια που κρατάνε το λιγότερο τέσσερις μέρες. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να περιμένει νυσταγμένος σε έναν τερματικό σταθμό στο Μόναχο για να πάρω το επόμενο τρένο που θα με πάει στο Μιλάνο, κι όχι στο σπίτι μου στο Ρότερνταμ. Επειδή ο τομέας που έχω αναλάβει βρίσκεται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη –Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, πιο σπάνια Ιταλία, Γαλλία και Τσεχία– και μιας και σας περιέγραψα ήδη την αγάπη μου για τα τρένα –συν έναν μικρό φόβο που έχω από παιδί για τα αεροπλάνα–, είναι απολύτως φυσικό να έχω μάθει απ’ έξω το σιδηροδρομικό δίκτυο που ενώνει αυτές τις χώρες.

Αν και υποθέτω ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να είναι διαχυτικός και κοινωνικός μέχρι αηδίας, οφείλω να παραδεχτώ ότι είμαι το ακριβώς αντίθετο. Οι κοινωνικές συναναστροφές μού προκαλούν δυσφορία και στα πάρτι που διοργανώνει η εταιρεία δύο ή τρεις φορές τον χρόνο, δηλώνω πάντα άρρωστος ή απασχολημένος. Αν με συναντούσατε στον δρόμο ή σε ένα τρένο, το βλέμμα σας θα ταξίδευε πάνω μου κι έπειτα θα συνέχιζε τον δρόμο του, έχοντάς με κιόλας ξεχάσει. Το παρουσιαστικό μου είναι πολύ κοινό, δεν είμαι καν ψηλός όπως είναι οι συμπατριώτες μου, και δεν έχω κανένα χαρακτηριστικό που να ξεφεύγει από τον μέσο όρο – πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα που προείπα: ότι αν με συναντούσατε, θα με ξεχνούσατε δύο δευτερόλεπτα μετά.

Δεν με πειράζει αυτό· από μικρός είχα μάθει να απέχω από διάφορες δραστηριότητες και αυτή η αδυναμία του να με αναγνωρίζουν οι άλλοι (παρόλο που μπορεί να είχαμε συστηθεί λίγα λεπτά νωρίτερα) τελικά κατέληξε σε εκούσια απόφαση να παραμένω αόρατος και να παρακολουθώ τις αντιδράσεις των γύρω μου – πράγμα που με οδήγησε στην μελέτη της γλώσσας του σώματος κι αυτό με τη σειρά του στο να γνωρίζω τι καπνό φουμάρει ο κάθε συνομιλητής μου και τι θέλει να ακούσει. Κι αυτό, φυσικά, με μετέτρεψε σε καλό αντιπρόσωπο. Γιατί δεν πουλάω μόνο βιομηχανικό εξοπλισμό, πουλάω αυτό που θέλουν οι άλλοι να ακούσουν.

Τέλος πάντων. Οι σχέσεις μου με τη συγγραφή είναι μακρινές και όχι ιδιαίτερα φιλικές, οπότε θα με συγχωρέσετε αν αυτά που προσπαθώ να περιγράψω εδώ δεν βγάζουν και πολύ νόημα. Δεν είμαι συγγραφέας, απλώς θέλω να βγάλω από μέσα μου εκείνο το περιστατικό που με έκανε να αναρωτιέμαι για αρκετό καιρό και με έκανε να χάσω τον ύπνο μου για κανένα δίμηνο.

Δεν είμαι άνθρωπος που πιστεύει σε νεράιδες και φαντάσματα, εξωγήινους και δαίμονες. Όπως όλοι, απολαμβάνω που και που κάποιο βιβλίο που ασχολείται με το μεταφυσικό –ιδιαίτερα στα μακρινά μου ταξίδια προς την Ιταλία ή την Τσεχία– ή μια καλή ταινία τρόμου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ενστερνίζομαι τις απόψεις των ανθρώπων γύρω μου που πιστεύουν ότι ο πλανήτης μας είναι πιο παράξενος απ’ ό,τι φαίνεται και κρύβει μυστικά, τα οποία οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να μάθουμε. Είμαι προσγειωμένος, ξέρω πώς λειτουργεί ο κόσμος (όχι απόλυτα, η βάση της λειτουργίας του όμως είναι πολύ απλή: λεφτά, λεφτά, λεφτά) και δεν χρειάζομαι βαμπίρ ή λυκανθρώπους για να αισθανθώ εκείνη την ανατριχίλα στη σπονδυλική στήλη που σου υποδηλώνει ότι είσαι ζωντανός. Έι, δεν είμαι και κανένας εγκληματίας στην τελική, έτσι;





Τον Οκτώβριο του 2013 έπρεπε να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, που θα ξεκινούσε από το Ρότερνταμ, θα συνέχιζε στην Κολωνία και θα κατέληγε στο Μπρνο. Είχα τρεισήμισι ώρες μπροστά μου, συν μια αλλαγή στο Ντίσελντορφ, οπότε αποφάσισα να τις σκοτώσω με τη συνοδεία των Φαντασμάτων του Μπέλφαστ, κάποιου συγγραφέα με το όνομα Στιούαρτ Νέβιλ, που δεν είχα ακούσει ποτέ μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι μεγάλος θαυμαστής της λογοτεχνίας.

Όταν έφτασα στην Κολωνία, είχα διαβάσει τις πρώτες διακόσιες σελίδες και δεν είχα κοιτάξει έξω από το παράθυρό μου, τα βουνά, τους λόφους, τα δάση και τις πόλεις ούτε μια φορά. Στο κουπέ μου βρισκόταν μόνο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έμοιαζε να έχει τσακωθεί πριν από τέσσερα χρόνια κι έκτοτε δεν είχε ξαναμιλήσει. Είχαν σχεδόν γυρισμένες τις πλάτες τους ο ένας στον άλλον και θυμάμαι ότι σκέφτηκα φευγαλέα πως θα μπορούσαν να γίνουν χρήσιμοι σκοποί σε κάποιο στρατόπεδο – ο ένας θα κοιτούσε μόνιμα τη δύση κι ο άλλος την ανατολή. Χαμογέλασα στη σκέψη –όπως και η λογοτεχνία, έτσι ούτε το χιούμορ είναι το πιο δυνατό μου σημείο– κι επέστρεψα στο βιβλίο μου.

Στην Κολωνία έμεινα τρεις μέρες. Είχα τόση δουλειά που δεν βρήκα χρόνο να συνεχίσω το βιβλίο, μιας και επέστρεφα στο ξενοδοχείο μου στις εννέα το βράδυ, μετά είχα να συντάξω και να παραδώσω με mail την αναφορά μου στον κύριο Βαν Μπρατ, το αντιπαθητικό αφεντικό μου κι έναν από τους λόγους που επέλεγα τα χρονοβόρα ταξίδια με τρένο παρά τα σύντομα με το αεροπλάνο, κι έπειτα από ένα σύντομο ντους και λίγο φαγητό στο πόδι, έπεφτα ψόφιος να κοιμηθώ. Όταν ήρθε η ώρα να συνεχίσω το ταξίδι μου ένιωσα αδημονία να συνεχίσω την ιστορία.

Αυτήν τη φορά στο κουπέ μου βρισκόταν μόνο ένα παιδί. Δεν φάνηκε να με προσέχει όταν μπήκα μέσα, πράγμα καθόλου παράξενο για την περίπτωσή μου. Φαινόταν πολύ αγχωμένο και κοιτούσε θλιμμένα έξω από το παράθυρο. Άφησα τη βαλίτσα μου στη θέση πάνω από το κεφάλι μου, κάθισα αναπαυτικά και χάζεψα τον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας. Εξακολουθούσε να μη με κοιτάζει, οπότε βρήκα ευκαιρία να το παρατηρήσω εγώ.

Ήταν ένα χλωμό, καχεκτικό πλάσμα που φορούσε την επίσημη στολή κάποιου γερμανικού ιδιωτικού σχολείου, ένα κοστουμάκι ραμμένο στα μέτρα του. Στο στήθος είχε ένα οικόσημο με μια κουκουβάγια με μεγάλα μάτια, μια –κατά τη γνώμη μου– άκομψη προσπάθεια συμβολισμού της γνώσης που θα αποκτούσε ο μικρός έναντι ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού. Τα μάγουλά του ήταν ελαφρώς ρουφηγμένα, τα χείλη του σκασμένα και τα μάτια του κουρασμένα, με μαύρους κύκλους που δεν ταίριαζαν στην ηλικία του. Μου έδινε την εντύπωση υποσιτισμένου παιδιού. Αποφάσισα να αντιπαλέψω τη φυσική συστολή μου για τους ανθρώπους και να του μιλήσω, προσπαθώντας να το κάνω να νιώσει πιο άνετα. Στο κάτω κάτω ήταν ένα παιδί – δεν θα με έτρωγε κιόλας.

Αργότερα ευχαρίστησα τον Θεό που δεν το έκανε.

«Πώς σε λένε;» ρώτησα, έχοντας πάρει το καλοσυνάτο χαμόγελό μου, αυτό που χρησιμοποιούσα σπάνια, δηλαδή τις φορές που έπρεπε να μιλήσω με τα ανίψια μου.

Με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο.

«Μάρκους» απάντησε με βραχνή φωνή κι έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να μην ήταν άρρωστος ο πιτσιρικάς – ή, αν ήταν, να μην είχε κάτι κολλητικό.

«Πρώτη φορά ταξιδεύεις με τρένο, Μάρκους;» συνέχισα.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Έχω ταξιδέψει ξανά. Με τον μπαμπά και τη μαμά μου».

«Α» απάντησα, σαν να καταλάβαινα απόλυτα το πώς ένιωθε. «Και πού είναι ο μπαμπάς και η μαμά τώρα;»

Έδειξε έξω από το παράθυρο, προς τα ανατολικά.

«Με περιμένουν στο σπίτι. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εδώ κι έτσι πρέπει να γυρίσω».

Χαμογέλασα ενθαρρυντικά.

«Είσαι καιρό στην Κολωνία; Σου έλειψαν καθόλου;»

Δεν απάντησε – το βλέμμα του ταξίδεψε στον κόσμο που περίμενε στις αποβάθρες τα τρένα που θα τους πήγαιναν στους προορισμούς τους και στον ήλιο που έδυε πέρα μακριά, πίσω από τα ψηλά κτίρια.

Δεν τον πίεσα άλλο – ήθελε την ησυχία του και το σεβάστηκα. Από την άλλη, κι εγώ ήθελα την ησυχία μου. Είχα κάνει το χρέος μου σαν καλός Σαμαρείτης, είχα προσπαθήσει να κάνω τον Μάρκους να ξεχάσει το άγχος του, μπορούσα λοιπόν τώρα να συνεχίσω το βιβλίο μου; Ευχαριστώ πολύ κι αντίο.

Το ταξίδι μας ξεκίνησε και συνεχίστηκε μέσα σε απόλυτη σιωπή. Το διάβασμα γινόταν όλο και πιο δύσκολο, αφενός επειδή ο φωτισμός του βαγονιού μας δεν ήταν πολύ καλός (οι λάμπες τρεμόπαιζαν κάθε τρεις και λίγο) κι αφετέρου επειδή ένιωθα το βλέμμα του αγοριού να καρφώνεται πάνω μου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πήγα μια φορά τουαλέτα κι άλλη μια να πάρω έναν καφέ από το εστιατόριο του τρένου. Επιστρέφοντας, έφερα μαζί μου κι έναν χυμό για τον μικρό μου συνεπιβάτη. Του τον προσέφερα, σίγουρος ότι θα ενθουσιαζόταν με τον Τουίτι και τον Σιλβέστερ που ήταν ζωγραφισμένοι στο χάρτινο κουτί του, αλλά ο Μάρκους τον ακούμπησε δίπλα του αμίλητος.

Στη Νυρεμβέργη μπήκε στο κουπέ μας μια νεαρή κοπέλα –πράγμα που με έκανε να ανακαθίσω–, κρατώντας αγκαλιά τη νεογέννητη κόρη της που έκλαιγε τσιριχτά –πράγμα που με έκανε να βυθιστώ ξανά στο κάθισμά μου και να συνεχίσω να διαβάζω τις περιπέτειες του Τζέρι Φέγκαν. Κάθισε δίπλα στον πιτσιρικά, του χαμογέλασε και άρχισε να νανουρίζει το μωρό της.

«Με λένε Λένκα» μου είπε, όταν το μωρό επιτέλους ησύχασε. «Με συγχωρείτε για την αναστάτωση».

Μου έδειξε με ένα νεύμα του κεφαλιού της τη μικρή, που κοιμόταν στην αγκαλιά της.

«Καμιά αναστάτωση» της απάντησα φιλικά «τα παιδιά είναι ευλογία».

Σημείωσα νοερά να με χαστουκίσω στην πρώτη ευκαιρία, ώστε να μην ξαναμιλήσω ποτέ στο μέλλον σαν ιεροκήρυκας.

«Έχετε παιδιά;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Όχι».

Χασκογέλασε, σαν να είχε ακούσει ένα καλό αστείο. Ήταν όμορφη κοπέλα, με καστανά μαλλιά, λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και μια ανασηκωμένη μυτούλα, που την έκανε ακόμα πιο γλυκιά. Τρελαίνομαι για ανασηκωμένες μυτούλες.

«Με λένε Χέρμαν» της απάντησα, θεωρώντας ότι είχε περάσει αρκετός χρόνος από τότε που μου είχε συστηθεί χωρίς εγώ να κάνω το ίδιο.

«Χαίρω πολύ, Χέρμαν» απάντησε. «Να υποθέσω ότι ο μικρούλης από δω δεν είναι γιος σου δηλαδή;»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Όχι. Αυτός είναι ο Μάρκους, μοιραζόμαστε το ίδιο κουπέ στο ταξίδι μας. Πάει να βρει τους γονείς του. Πες γεια, Μάρκους».

Ο πιτσιρικάς δεν γύρισε καν να μας κοιτάξει.

«Πόσων χρονών είσαι, μικρέ μου;»

«Έξι» απάντησε, κοιτάζοντας ακόμη το σκοτάδι που περιέβαλλε το τρένο.

«Και είναι η πρώτη...»

«...φορά που ταξιδεύει μόνος του, ναι» απάντησα στην ανολοκλήρωτη ερώτηση της. «Είναι λίγο αγχωμένος, αλλά δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι, Μάρκους;»

Ο Μάρκους ανασήκωσε τους ώμους του. Έπειτα γύρισε και κοίταξε το μωρό.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε με την ευθύτητα ενός εξάχρονου.

Η Λένκα χαμογέλασε περήφανη.

«Αυτή είναι η Χάνα» του απάντησε.

«Κόρη σου είναι;»

«Ναι».

«Πόσο είναι;»

«Πέντε μηνών».

«Πολύ μικρή» απάντησε αποδοκιμαστικά ο Μάρκους και το ενδιαφέρον του εξανεμίστηκε ξαφνικά.

Το ταξίδι συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα, με εμένα και τη Λένκα να συζητάμε για διάφορα θέματα. Καταπώς φαινόταν, η ντροπαλοσύνη μου είχε κάνει φτερά. Ζήτησε να διαβάσει το οπισθόφυλλο του βιβλίου μου, μου είπε ότι της φαινόταν “τρομακτικό” κι έπειτα άρχισε να μιλάει για τα αγαπημένα της βιβλία. Συνεισέφερα λίγο στην κουβέντα, παρόλο που ήταν φανερό ότι δεν είχα διαβάσει ούτε το ένα τέταρτο από αυτά που είχε διαβάσει η ίδια.

Η συζήτηση έπειτα πέρασε σε πιο προσωπικά θέματα, όπως το πού είχε γεννηθεί ο καθένας μας –η ίδια ήταν από μια μικρή πόλη στα νότια της Τσεχίας, με το παράξενο όνομα Ζνόγμο–, τι δουλειά κάναμε –ήταν σερβιτόρα σε ένα εστιατόριο στη Νυρεμβέργη και τώρα ταξίδευε στην ιδιαίτερη πατρίδα της με άδεια λοχείας–και αν ήμασταν παντρεμένοι – δεν ήταν, ο πατέρας είχε πεταχτεί στο σούπερ μάρκετ πριν από τέσσερις μήνες και ακόμη τον περίμενε να γυρίσει. Παραδόξως, ένιωθα άνετα με αυτό το κορίτσι, που δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από είκοσι ενός ετών.

Ο Μάρκους δεν συμμετείχε καθόλου στην κουβέντα, αν και πού και πού κοίταζε το μωρό με μάτια γεμάτα νοσταλγία, ένα βλέμμα που δεν μπορούσα καθόλου να συνδυάσω με τα παιδικά χαρακτηριστικά του. Διάολε, ήταν πολύ μικρός για να νιώθει νοσταλγία για κάτι –αμφιβάλλω αν ήξερε καν την λέξη.





Κατά τις δέκα ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα να τσιμπήσω κάτι. Ρώτησα την παρέα μου αν ήθελαν κάτι από το εστιατόριο. Η Λένκα με ευχαρίστησε και ζήτησε μια σαλάτα, ενώ ο Μάρκους κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

Επέστρεψα με μία σαλάτα με μαρούλι, κρουτόν και ντοματάκια για τη Λένκα, ένα τεράστιο σάντουιτς με ζαμπόν και μπέικον για μένα κι ένα τοστ για τον Μάρκους, το οποίο συνόδευσα με ένα πακέτο πατατάκια. Τα παιδιά δεν μπορούν να αντισταθούν στις, κατά κύριο λόγο, απαγορευμένες λιχουδιές.

Η Λένκα πήρε τη σαλάτα της ευχαριστώντας με για άλλη μια φορά και την έφαγε με τη Χάνα στην αγκαλιά της, μια ικανότητα που με εντυπωσίασε. Ο Μάρκους, από την άλλη μεριά, δεν ασχολήθηκε καν. Αν ήταν τόσο δύσκολος με το φαγητό, δεν μου έκανε καμιά εντύπωση το λιπόσαρκο παρουσιαστικό του.

Το τρένο ταρακουνήθηκε από έναν ξαφνικό άνεμο και τα φώτα έσβησαν για λίγα δευτερόλεπτα. Έχασα την ισορροπία μου και κόντεψα να πέσω πάνω στη Λένκα. Άκουσα από τη μεριά της ένα επιφώνημα ανησυχίας.

«Μη φοβάσαι» μουρμούρισα «τα φώτα είναι έτσι από την Κολωνία».

«Απλώς ξαφνιάστηκα, αυτό είναι όλο» είπε και χαχάνισε νευρικά.

Για λίγο επικράτησε ησυχία στο βαγόνι, όσο μασουλάγαμε το φαγητό μας. Η Λένκα κοίταξε ανήσυχη τον Μάρκους.

«Δεν πεινάς;» τον ρώτησε απαλά.

«Λίγο μόνο» απάντησε αυτός.

«Γιατί δεν τρως τότε;»

«Δεν μου αρέσουν αυτά».

Αυτό κι αν ήταν ανήκουστο. Δεν θυμόμουν ποτέ παιδί να έχει πει όχι σε πατατάκια, γλυκά, αναψυκτικά και άλλες τέτοιες αηδίες – που πολλές φορές αποτελούσαν το βασικό μου ημερήσιο γεύμα.

«Θέλεις λίγη σαλάτα;» ρώτησε ξανά η κοπέλα και θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως, αν ο μικρός έλεγε ναι, εγώ θα πηδούσα από το παράθυρο.

Όπως περίμενα, ο Μάρκους κούνησε πάλι αρνητικά το κεφάλι του. Αυτό σήμαινε ότι όλα ήταν εντάξει και δεν έπαιζα σε κάποιο επεισόδιο από τη Ζώνη του Λυκόφωτος, όπου ίσως είχα περάσει σε μια παράλληλη διάσταση που τα παιδιά σιχαίνονταν τα τσιπς και τις σοκολάτες και λάτρευαν τις σαλάτες και τις πρασινάδες.

Είχαμε ακόμη αρκετές ώρες ταξιδιού μπροστά μας, αλλά εγώ προσωπικά δεν σκόπευα να κοιμηθώ. Συνέχισα λίγο με το βιβλίο μου, όσο η Λένκα έπαιζε με το κινητό της κι ο Μάρκους ατένιζε θλιμμένα το έρεβος. Κάποια στιγμή τού έριξα ένα βλέμμα και του χαμογέλασα, και ανατρίχιασα όταν διαπίστωσα ότι τα μάγουλά του έμοιαζαν ακόμα πιο ρουφηγμένα από πριν. Σίγουρα ο μικρός έπρεπε να φάει κάτι το συντομότερο.

Πρέπει να αποκοιμήθηκα χωρίς να το πάρω χαμπάρι, γιατί ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι από έναν απαλό, υγρό ήχο. Ξερόβηξα ελαφρά και κάτι κουνήθηκε από τις θέσεις απέναντί μου.

«Μάρκους; Λένκα;» ρώτησα.

Άκουσα την κοπέλα να αναστενάζει, σαν να ξυπνούσε από λήθαργο.

«Χέρμαν;» είπε. «Τι ώρα είναι; Γιατί είναι κλειστά τα φώτα;»

Έβγαλα το κινητό μου, της είπα ότι ήταν μία παρά τέταρτο και ότι δεν ήξερα γιατί επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι στο κουπέ μας. Συνήθως, τις μικρές ώρες της νύχτας, τα φώτα στα βαγόνια χαμηλώνουν για να επιτρέψουν σε όσους το επιθυμούν να κοιμηθούν – αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε μια περίπτωση που να έσβηναν τελείως.

«Μια στιγμή» είπε η Λένκα και την άκουσα να αγκομαχά καθώς προσπαθούσε να βολέψει καλύτερα τη Χάνα στην αγκαλιά της και να βγάλει το δικό της κινητό από την τσάντα της.

Άναψε τον φακό και έριξε τη δέσμη του φωτός πάνω μου, στραβώνοντάς με. Έκλεισα τα μάτια και γκρίνιαξα.

«Συγγνώμη» είπε και φώτισε προς τη μεριά του Μάρκους.

Προς μεγάλη μου έκπληξη –και δεν θα αρνηθώ ότι ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα φόβου– ο πιτσιρικάς ήταν ξύπνιος και στη συνηθισμένη του στάση: κοιτώντας έξω από το παράθυρο, αδιάφορος για την πρόσκαιρη ανησυχία των συνεπιβατών του. Για μια στιγμή μού φάνηκε ότι τα μάγουλά του ήταν λίγο πιο ροζ, λες και η μυστηριώδης αρρώστια –η οποία είχα αποφασίσει ότι τον ταλαιπωρούσε– να είχε υποχωρήσει. Από την άλλη, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος – ο χρόνος που τον φώτισε η Λένκα ήταν πολύ σύντομος για να βεβαιωθώ ότι ο Μάρκους είχε αρχίσει πάλι να μοιάζει με ένα φυσιολογικό, εύρωστο παιδί.

«Λέω να πάω να βρω κάποιον υπεύθυνο» είπα και σηκώθηκα. «Θα ζητήσω να ανάψουν τα φώτα στο βαγόνι μας».

Παραξενεύτηκα, όταν άκουσα τη φωνή μου αγχωμένη. Μέχρι τότε πίστευα ότι δεν είχα κανέναν λόγο ανησυχίας και η αλήθεια είναι ότι ο ελλιπής φωτισμός του βαγονιού δεν ήταν αρκετός για να με τρομάξει. Ξαφνικά, ένιωσα ανεξήγητη δυσφορία από την παρουσία του Μάρκους.

«Το μωρό είναι καλά;» ρώτησα πιο απότομα από ό,τι σκόπευα.

Η Λένκα έστρεψε το φως προς το μωρό της, που ανάσαινε ήσυχο στην αγκαλιά της.

«Μια χαρά» μου απάντησε.

«Καλώς. Πάω».





Όλα τα βαγόνια ήταν σκοτεινά, όπως και το δικό μας. Δεν βρήκα κανέναν υπεύθυνο στους διαδρόμους, οπότε επέστρεψα άπραγος στο κουπέ. Κοπάνησα το γόνατό μου στο κάθισμα και κατέβασα σιωπηλά όσες βρισιές ήξερα. Από τη μεριά της Λένκα ακουγόταν μια χαμηλή, ρυθμική ανάσα, σημάδι ότι η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί πάλι. Παρόλο που ένιωθα τα βλέφαρά μου βαριά, αποφάσισα να παραμείνω ξύπνιος.

Δεν τα κατάφερα – ξύπνησα ξανά κατά τις τρεις το πρωί, από τον ίδιο υγρό ήχο που με είχε ξυπνήσει και νωρίτερα. Τράβηξα ήσυχα και προσεκτικά το κινητό μου και φώτισα με την οθόνη του το απέναντι κάθισμα.

Αυτήν τη φορά ήμουν πιο σίγουρος: ο Μάρκους –πάντα στην ίδια θέση, σαν να μην είχε μετακινηθεί ούτε για μια στιγμή– δεν φαινόταν πια άρρωστος. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και αφράτα. Με κοίταξε και χαμογέλασε ευγενικά. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του είχαν εξαφανιστεί. Φώτισα τη Λένκα και την είδα να κοιμάται – το στήθος της ανεβοκατέβαινε απαλά. Λίγο πριν μαζέψω το κινητό και το επιστρέψω στην τσέπη μου, είδα το μωρό.

Ήταν ακίνητο, με το κεφαλάκι του γερμένο προς τα πίσω και το στόμα μισάνοιχτο. Στα πλάγια του λαιμού του είχε δύο μικρές κοκκινίλες, σαν τσιμπήματα από κουνούπια. Ανασηκώθηκα για να πλησιάσω τη Λένκα με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα, αλλά ο Μάρκους σηκώθηκε ξαφνικά και στάθηκε μπροστά μου. Έβαλε τον δείκτη του μπροστά από τα χείλη του, το παγκόσμιο σημάδι σιωπής, και με κοίταξε εύθυμα. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα. Έκατσα ξανά στη θέση μου σοκαρισμένος, καθώς οι πεποιθήσεις μου, που με συνόδευαν μια ολόκληρη ζωή, κατέρρεαν. Ο Μάρκους χαμογέλασε και είδα τους κυνόδοντές του, ροζ και μυτερούς.

Φτάσαμε στην Πράγα στις πέντε το πρωί. Έτρεμα σύγκορμος κι ένιωθα το κορμί μου να αρνείται να υπακούσει στις σκέψεις μου. Ήθελα να ξυπνήσω τη Λένκα, ήθελα να επιτεθώ στο πλάσμα, δίπλα στο οποίο είχα περάσει ένα μαρτυρικό βράδυ, ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου – δεν έκανα τίποτα από αυτά. Είχα μαζευτεί στο κάθισμά μου, με τις γροθιές σφιγμένες.

Ήμουν κατατρομαγμένος και είχα περάσει τις τελευταίες δύο ώρες δίνοντας τη δική μου εσωτερική μάχη μεταξύ του τι όφειλα να κάνω και της άρνησής μου να κουνηθώ και να θέσω σε κίνδυνο τον εαυτό μου. Δειλός; Μπορεί. Αλλά, όταν ξεκίνησα να γράφω γι’ αυτό το περιστατικό, που ακόμη και τώρα με στοιχειώνει, ήμουν αποφασισμένος να πω την ιστορία όπως έγινε πραγματικά και χωρίς να προσπαθήσω να την ωραιοποιήσω.

Δεν είμαι ήρωας· είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που ήρθα σε επαφή με κάτι που αρνιόμουν πεισματικά την ύπαρξή του. Συγχωρέστε με, αν περιμένατε κάτι παραπάνω από μένα, αλλά ποτέ δεν είπα ότι είμαι ο Βαν Χέλσινγκ του εικοστού πρώτου αιώνα. Και κάτι ακόμα: την ιστορία την γράφω μόνο και μόνο για να τη βγάλω από μέσα μου, δεν δίνω δεκάρα για το αν με πιστεύετε ή αν με κακολογείτε.

Το πρώτο φως της αυγής είχε κάνει την εμφάνισή του, σπάζοντας το πηχτό σκοτάδι. Μέσα στο ημίφως μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις, σηκώθηκα, πήρα τη βαλίτσα μου και βγήκα από το κουπέ χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Ο Μάρκους με χαιρέτησε χαρούμενα – ένα υγιές παιδάκι που ταξίδευε μόνο του, με ροδαλά και παχουλά μαγουλάκια και πανέξυπνο βλέμμα. Δεν του απάντησα.

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν κατέβω από το βαγόνι σε μια πόλη που δεν ήταν ο προορισμός μου, είναι πως είδα τον λαιμό της Λένκα: λευκός και εύθραυστος, με δύο κόκκινα σημαδάκια στο πλάι του.

Γιώργος Κωστόπουλος