Η Επέτειος, της Κατερίνας Θεοδώρου

16 Ιανουαρίου

Άλλη μια φορά που στεκόμουν απ’ έξω και κοίταζα σιωπηλά. Το μυαλό μου πρόσταζε να πλησιάσω αλλά το σώμα μου αρνιόταν να υπακούσει. Με τα πόδια καρφωμένα έξω από την αυλόπορτα, αναθεμάτιζα την ίδια ανάγκη που με έσπρωχνε να νιώσω βαθιά αυτό που πάλευα δώδεκα χρόνια να ξεχάσω. Να αναμετρηθώ ξανά σε μια άνιση μάχη, άθλια και εξοντωτική, με περιπαικτικούς δαίμονες που θέριευαν κατατρώγοντας την ψυχή μου.

Τα πόδια μου επέμεναν πως μπορούσα να τα καταφέρω. Μου είχε λείψει αυτό το μέρος έστω και αν κάθε φορά… το μυαλό επιζητούσε, η καρδιά όμως, για άλλα προειδοποιούσε. …Θα το αντέξεις αυτήν τη φορά;

Εδώ είμαστε, λοιπόν. Το μέτωπο με τους προσωπικούς μου δαίμονες ήταν εκ νέου ανοιχτό μπροστά μου και με καλούσε στην ίδια την κόλαση. Ξέρω τι με περίμενε, το είχα ξαναδεί.

Προχωρώντας, παρατηρούσα τον κισσό που είχε τυλίξει τη μισή πρόσοψη, σφιχταγκαλιάζοντας το πατρικό μου σπίτι, λες και αντιλαμβανόταν τον κρυφό μου πόθο να το αποκτήσω ξανά, μαζί με όλα εκείνα που άδικα στερήθηκα. Κάποια στιγμή, θα ερχόμουν και θα έμενα για πάντα. Κάποτε θα έβρισκα τον τρόπο να τελειώσει το μαρτύριο και θα τα έπαιρνα όλα πίσω…

Μπήκα αθόρυβα στο χολ. Αυτό που αντιλήφθηκα με τάραξε. Ψίθυροι και μουρμουρητά έφταναν στα αυτιά μου από το εσωτερικό του σπιτιού. Η μυρωδιά του καφέ ξύπνησε τις αισθήσεις μου, σημαίνοντας αίφνης κόκκινο συναγερμό. Αφουγκράστηκα στα κρυφά για κάποιον ήχο που θα πρόδιδε την ακριβή θέση του εισβολέα.

Ποιοι βρίσκονταν εδώ; Τι ζητούσαν; Τι συνέβη από την τελευταία φορά που ήρθα; Το σπίτι μας είναι για χρόνια ακατοίκητο. Η μάνα μου χάθηκε, ο πατριός μου λίγους μήνες μετά τον θάνατό της γύρισε στα μέρη του και ο αδερφός μου ο Βασίλης ζούσε για χρόνια στο εξωτερικό, από τότε που πήγαινα στο Λύκειο. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην κηδεία της μάνας μας. Πριν από δέκα χρόνια. Είχε μαζί του τότε και μια ξανθιά γυναίκα. Ήταν λεπτή και χλωμή. Οι δυο τους κάθονταν βλοσυροί κοντά στο φέρετρο. Προσπαθούσα να τους μιλήσω όμως ήταν αδύνατο. Παρακολουθούσα την τελετή από ψηλά. Άυλη και σιωπηλή, συχνά κατεβαίνοντας ανεπαίσθητα στο πλευρό τους, άπλωνα τα χέρια με λαχτάρα να τους δείξω πως είμαι κοντά τους. Μάταια όμως. Η μορφή μου σκόρπιζε τριγύρω σαν την αραιή ομίχλη. Δεν τους ένιωθα, ούτε κι αυτοί εμένα. Τους μιλούσα με λέξεις άηχες που δεν έφταναν στα αυτιά τους. Σαν τις νότες στο κενό, σαν τις εξομολογήσεις κάτω από το νερό. Τότε στα αλήθεια κατάλαβα ότι ο άρρηκτος δεσμός μας κόπηκε για πάντα. Τότε, πικράθηκα πολύ…

Η γυναικεία φωνή που ακουγόταν καθαρότερη από το εσωτερικό της κουζίνας τερμάτισε τις ονειροπολήσεις μου. Δεν αναγνώριζα τη χροιά. Ήθελα τόσο να πλησιάσω, η περιέργεια με έσπρωχνε κοντύτερα.

Μήπως στα δικά τους μάτια ήμουν εγώ ο εισβολέας; Όμως, έτσι κι αλλιώς ήταν απίθανο να μπορούσαν να με δουν. Παρατηρούσα από τη μισόκλειστη πόρτα τη γυναίκα καθιστή στο τραπέζι να ανακατεύει με ένα κουτάλι τον καφέ της στην αγαπημένη μου κόκκινη κούπα. Η προτίμηση που έδειξε σε κάτι δικό μου μου έβγαλε αβίαστα μια αίσθηση συμπάθειας. Πότε κοίταζε τον αχνιστό καφέ της και πότε την ανδρική παρουσία στο πλάι της, από την οποία δεν μπορούσα από τη θέση μου να διακρίνω και πολλά.

Βασίλη, εσύ;

Ο άνδρας δεν μιλούσε και αυτό δεν με άφηνε να βεβαιωθώ.

Ένα άγγιγμα στην πλάτη με έκανε να τιναχτώ απότομα. Έστρεψα το βλέμμα χαμηλά. Ήταν ένα παιδί. Με κοίταζε με ορθάνοιχτα τα μελιά του μάτια. Μπορούσε να με δει; Με άγγιζε; Ξαφνικά ένιωσα μεγάλη τύχη που επέλεξε να σιωπήσει αντί να καταφύγει σε φωνές και ουρλιαχτά τρόμου. Μείναμε έτσι, ούτε και εγώ δεν ξέρω πόσο, να κοιτάζουμε με περιέργεια ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Κάποτε ο μικρός αποφάσισε να βάλει τέλος στην αμήχανη σιωπή.

«Σσσσς! Έλα μαζί μου» είπε χωρίς να δειλιάσει και ένιωσα το χεράκι του στο μπράτσο μου.

Με βλέπει, με αγγίζει, μου μιλάει! Οι άλλοι ποτέ δεν…

Περπατούσα μηχανικά ξοπίσω του, απέχοντας μισό μέτρο, σαν να μην είχα άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσω. Στάθηκε μπροστά από μια λευκή πόρτα -δεν ήταν καφέ;- και μόλις τώρα συνειδητοποίησα κάποιες από τις αλλαγές που συντελέστηκαν εν απουσία μου στον χώρο. Ο μικρός με κοίταξε επιδοκιμαστικά.

«Καλύτερα εδώ. Μακριά από τους άλλους» είπε και προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου.

Τον ακολούθησα χωρίς πολλές σκέψεις. Έπρεπε να μάθω ποιος έμενε στο παλιό μου δωμάτιο και τι είχε στο μυαλό του.

Ακριβώς τη στιγμή που έμπαινα στον χώρο, έντονο ρίγος διαπέρασε το σώμα μου, όμοιο με μια στιγμιαία ηλεκτρική εκκένωση που ακινητοποιούσε μυαλό και συνείδηση. Ήταν τόσο δυνατή η αίσθηση, όπως και πέρυσι, όπως και κάθε άλλη φορά. Βρισκόμουν στον χώρο μου ξανά, σε αυτό που κάποτε αποτελούσε το αποκλειστικό μου απάγκιο. Η ίδια αίσθηση, το ίδιο μέρος, όμως ήταν ολοκάθαρο· το δωμάτιο ανήκε πλέον σε κάποιον άλλον που φρόντισε να το φέρει στα δικά του μέτρα και γούστα. Τα έπιπλά μου αντικαταστάθηκαν από καινούρια λουστραρισμένα λευκά ράφια, στα οποία βρήκαν τη θέση τους αγορίστικες φιγούρες υπερηρώων και μινιατούρες αγωνιστικών αυτοκινήτων. Στον απέναντι τοίχο, πάνω από το γραφείο του αγοριού υπήρχε μια μεγάλη αφίσα με το ηλιακό σύστημα ενώ στις πλευρές εκατέρωθεν, αφίσες και λάβαρα με την αγαπημένη του ομάδα.

«Παύλο με λένε!» συστήθηκε το αγόρι και μου άπλωσε το χέρι.

«Εγώ είμαι η Ειρήνη» είπα τρίβοντας τα μάτια μου από την έκπληξη, που μπορούσα επιτέλους να φαίνομαι και να ακούγομαι.

Κάθε τέτοια μέρα, στην επέτειο του θανάτου μου, η υπόστασή μου αποκτούσε σχήμα και μορφή. Έμπαινα σε σώμα δυνατό, που ένιωθε τα πάντα, μόνο που εξακολουθούσε να μένει αόρατο στα μάτια των άλλων. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αντιλαμβανόταν την παρουσία μου. Η πραότητά του μικρού Παύλου, δεν έπαψε λεπτό να με παραξενεύει.

«Νομίζω πως σε ξέρω» μου ανακοίνωσε άξαφνα. «Ναι, σίγουρα. Είμαι σίγουρος ότι είσαι η Ειρήνη από τις φωτογραφίες…»

«Με γνωρίζεις; Εγώ δεν ξέρω τίποτα για εσένα» είπα με δισταγμό.

«Σε έχω δει πολλές φορές στις φωτογραφίες του μπαμπά».

«Είσαι παιδί του Βασίλη;» ρώτησα με έκπληξη.

Ποιος να το πίστευε ότι θα γνώριζα κάποτε τον μοναδικό μου ανιψιό κάτω από τέτοιες συνθήκες;

«Όλοι σε έχουν για νεκρή από χρόνια. Κι όμως είσαι μπροστά μου! Εγώ, αν θέλεις, θα κρατήσω το μυστικό μας» συνέχισε ο μικρός με ένα ύφος αταίριαστο για το νεαρό της ηλικίας του.

Η ηρεμία του μου δημιουργούσε αμηχανία και ενοχή. Ήμουν μια απρόσκλητη και αλλόκοτη επισκέπτρια στο σπίτι πλέον κάποιων άλλων.

«Ξέρεις, Παύλο, κάθε χρόνο τέτοια μέρα που επισκέπτομαι το σπίτι για… Θέλω να πω, δεν περίμενα ποτέ να βρω κάποιον εδώ».

«Μένουμε εδώ από τον Αύγουστο. Οι γονείς μου είπαν ότι θα μείνουμε για πάντα. Εσύ πού μένεις; Πώς ήρθες ξανά;»

«Εγώ…και να σου πω, φοβάμαι πως δεν θα καταλάβεις» προσπαθούσα να αποφύγω τις ερωτήσεις του.

Δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να πω και από την άλλη, δεν ήθελα να φοβηθεί.

«Ναι αλλά κάπου πρέπει να κοιμάσαι και να ξυπνάς. Πού ζεις; Τι γίνεται εκεί που πηγαίνεις;»

Το μυαλό μου κατακλύστηκε από εκείνα τα γκρίζα, έρημα τοπία του παραδόξου που περιπλανιόμουν για χρόνια και που αδυνατούσα να βρω τα λόγια να περιγράψω στον Παύλο. Παρά τη σύγχυσή μου, το αγόρι έδειχνε υπομονή και κατανόηση.

Πάνω στην ώρα η μητέρα του άνοιξε την πόρτα και τον κάλεσε στην κουζίνα για πρωινό. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω ούτε το όνομά της…

Κι ενώ ο κόσμος μου χάθηκε για μια στιγμή κάτω από τον φόβο της απίστευτης αποκάλυψης στα μάτια της άγνωστης, ένιωσα την καρδιά μου να ξαναμπαίνει στη θέση της. Η γυναίκα που εμφανίστηκε στην πόρτα για να φύγει πάλι σε δευτερόλεπτα, δεν μου έριξε ούτε μία ματιά. Μόνο στον Παύλο ήμουν ορατή. Αν δεν με γελούσαν τα μάτια μου, ήταν η ίδια γυναίκα που στεκόταν στο πλευρό του Βασίλη στην κηδεία της αγαπημένης μας μητέρας, αν και κατά τι μεγαλύτερη από τα χρόνια που πέρασαν. Τότε που σκουντούσα τους ώμους τους προσπαθώντας να έρθω κοντά τους. Τότε που για πρώτη μου φορά, μέσα στη θλιβερότητα της άυλης υπόστασής μου κατάλαβα ότι είναι ανώφελο να προσπαθώ να ακουστώ.

Σκέφτηκα να ακολουθήσω τον μικρό. Έπρεπε να μάθω περισσότερα. Τον είδα να παίρνει θέση δίπλα από τον άντρα. Ω, θεέ μου! Ήταν αυτός! Ο αδερφός μου ήταν ξανά τόσο κοντά μου! Ένιωσα τα μάτια μου να υγραίνονται, είχα συγκλονιστεί.

«Παύλο, σε άκουσα να μιλάς μόνος σου. Ποιος ήρθε πάλι να σου κάνει παρέα;»

«Κανένας, μαμά..» απάντησε εκείνος και σήκωσε βιαστικά την κούπα με το γάλα του.

«Κάποιος σούπερ ήρωας ή κανένα φάντασμα ήρθε πάλι για κέρασμα;» συμπλήρωσε πειραχτικά ο πατέρας κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στη σύζυγό του. «Έχεις φαντασία όμως! Κάποια στιγμή να γράψεις ένα βιβλίο με τις αλλόκοτες γνωριμίες σου. Λοιπόν, θα μας πεις τι έγινε αυτήν τη φορά;»

«Ωωω, αφήστε με πάλι! Εγώ φταίω που σας τα είπα τότε. Αφού παραδέχτηκα πως δεν υπήρχε φάντασμα! Έτσι έλεγαν τα μεγαλύτερα παιδιά, εξάλλου τότε ήμουν μικρός!» διαμαρτυρήθηκε έντονα ο μικρός.

Αυτό το παιδί ήταν στα αλήθεια ξεχωριστό. Έδειχνε όμως να θιγμένος, κανείς δεν φαινόταν να τον παίρνει στα σοβαρά.

«Έχω πολλές ασκήσεις για αύριο. Θα ξεκινήσω σε λίγο να γράφω. Το απόγευμα μπορώ να πάω στο σπίτι του Δημήτρη;»

«Αν προλάβεις να τελειώσεις με τα μαθήματά σου» είπε η μητέρα του αγκαλιάζοντάς τον τρυφερά.

Στη στιγμή, ο μικρός άφησε την άδεια του κούπα και πετάχτηκε έξω από την πόρτα της κουζίνας. Ήρθε σ’ εμένα, με πήρε από το χέρι και τραβήξαμε ξανά για το δωμάτιο.

«Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι άλλοι. Εγώ μπορώ να σε βλέπω. Και να σε νιώθω. Βλέπεις; Το νιώθεις και εσύ;» με ρώτησε τσιμπώντας ελαφρά τον καρπό του χεριού μου.

Ήταν η δεύτερη φορά που με άγγιξε. Τα μέλη του σώματός μου δεν διαλύονταν πια με κάθε μου κίνηση σαν αραιός καπνός. Ήμουν σαν όλους τους άλλους.

«Νιώθω ακριβώς ό,τι νιώθεις και εσύ. Αν και ομολογώ πως μου κάνει μεγάλη εντύπωση» του απάντησα χαμογελώντας.

«Ειρήνη, δεν είσαι σαν κι εμάς. Από την αρχή το ένιωσα. Λοιπόν, τι είσαι τελικά; Φάντασμα;» αναρωτήθηκε ο μικρός με μάτια που πετούσαν σπίθες.

«Υποθέτω πως θα μπορούσαμε να το λέμε έτσι… Η αλήθεια είναι πως κάτι με κρατά αποκομμένη από τον κόσμο σας σε έναν κενό γκρίζο χώρο, του οποίου τα όρια δεν είναι ορατά, και κανείς μας δεν μπορεί να τα ξεπεράσει. Είμαστε εκατοντάδες ψυχές εγκλωβισμένες. Μια φορά τον χρόνο μόνο, μας ανοίγουν το δρόμο».

«Γιατί;» ο μικρός Παύλος ζητούσε να μάθει περισσότερα.

«Τότε μόνο μας επιτρέπεται να φεύγουμε γυρνώντας στον χώρο που αντίκρυσαν για τελευταία φορά τα μάτια μας».

«Θέλεις να πεις ότι γυρίζετε εκεί που πεθάνατε;» είπε και τα μάτια του έγιναν δυο στρογγυλά, κεχριμπαρένια πετραδάκια.

«Το πέτυχες!» είπα σηκώνοντας τους ώμους, προσπαθώντας να διατηρήσω το χαμόγελό μου για να μην τον τρομάξω.

«Για ποιον λόγο έρχεστε ξανά;»

«Είναι κάτι που κανένας ποτέ δεν μας εξήγησε. Δεν ξέρω καλά καλά πώς γίνεται. Ερχόμαστε στον τόπο που πεθάναμε και ξαναζούμε τον θάνατό μας».

«Ουάου!» αναφώνησε το αγόρι. «Αυτό είναι απίθανο! Αλλά… δεν είναι τρομακτικό πολλές φορές; Θέλω να πω…. αν κάποιος σε μαχαιρώσει τι γίνεται;»

«Το ζεις, δυστυχώς. Πονάς, αιμορραγείς… αυτό συμβαίνει».

«Και εσύ πώς πέθανες;»

Έστρεψα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Όχι, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό στο αγόρι. Δεν έπρεπε να το τρομάξω, ούτε έπρεπε να μείνει περισσότερο κοντά μου να το δει να συμβαίνει.

«Η ώρα πλησιάζει, μικρέ μου φίλε. Μήπως θα ήταν καλύτερα να χωριστούν οι δρόμοι μας εδώ; Δεν θέλω να σε αναγκάσω να…»

«Όχι, θέλω να σε βοηθήσω. Εξάλλου, πού να πάω; Εδώ είναι το σπίτι μου. Οι δικοί μου πιστεύουν αυτήν την ώρα ότι έχω ξεκινήσει το διάβασμα».

«Παύλο γλυκέ μου, δεν κάνει…»

«Δεν θα φύγω! Σου είπα πως δεν μπορώ…» εξηγούσε απολογητικά τη στιγμή που ηλεκτρικές εκκενώσεις τσιμπούσαν ήδη τα πέλματά μου και επεκτείνονταν τμηματικά στο ανώτερο μέρος του κορμιού μου.

«Μη με αγγίζεις! Δεν κάνει! Φύγε σου λέω!» έσπρωξα το αγόρι μακριά μου ρίχνοντάς το στο πάτωμα, μα πριν προλάβω καν να μετανιώσω για αυτήν μου την απρέπεια ο μικρός βρισκόταν πάλι όρθιος και σφιγγόταν πεισματικά πάνω μου.

Έκλεινε τα μάτια του από την υπερπροσπάθεια και με πίεζε ολοένα και περισσότερο. Οι εκκενώσεις μούδιαζαν τώρα όλο μου το κορμί αλλά εκείνος αρνιόταν να εγκαταλείψει. Ένιωθα τα παιδικά χέρια σαν μέγγενη γύρω από τη μέση μου αλλά δεν έβρισκα το κουράγιο πλέον να τον απομακρύνω. Το σώμα μου είχε παραλύσει. Πλησίαζε η ώρα. Ό,τι ήταν να ζήσω αυτήν τη φορά, θα το ζούσα μαζί του.

«Άφησέ με! Δεν πρέπει να με ακολουθήσεις στη φρίκη!» Κοίταξα τον Παύλο με απελπισία, αδυνατώντας στην πραγματικότητα να αποφύγω το μοιραίο.





16 Ιανουαρίου 2009

Κόντευε μεσημέρι. Σήμερα είχαμε πάει εκδρομή με το σχολείο και είχα γυρίσει στο σπίτι λίγο νωρίτερα. Είχα μια πείνα! Δεν ήξερα αν θα περίμενα τον Διονύση να γυρίσει από τη δουλειά. Ευτυχώς που η μαμά πριν φύγει για το ταξίδι της είχε αφήσει φαγητό για πολλές μέρες και για τους δυο μας και με γλίτωσε από τον κόπο.

Δεν πρόλαβα να πάρω θέση μπροστά στην τηλεόραση με το παραγεμισμένο μου πιάτο και ο ήχος του τηλεφώνου με έκανε να πεταχτώ από τη θέση μου. Ήταν η μαμά! Ακουγόταν χαρούμενη. Μου είπε πως περνούσε υπέροχα με τον αδερφό μου και μετά από λίγο μου έδωσε τον Βασίλη στο τηλέφωνο. Θα ήθελα πολύ να γύριζε μαζί της, αλλά εκείνος μου απέκλεισε την περίπτωση να γυρίσει στην Ελλάδα πριν από το καλοκαίρι. Ας ήταν. Μου αρκούσε που ήταν καλά.

Η ώρα περνούσε και ο Διονύσης, ο πατριός μου, δεν φάνηκε. Ένιωσα τα μάτια μου να βαραίνουν και σκεφτόμουν να ξεκουραστώ στο δωμάτιό μου για καμιά ωρίτσα. Ξεφύλλιζα τα περιοδικό που άφησα χτες στο κομοδίνο μου και πριν καλά καλά το καταλάβω, έκλεισα τα βλέφαρά μου και αφέθηκα σε έναν ελαφρύ ύπνο.

Ξάφνου, ήχοι βημάτων και ανεπαίσθητοι ψίθυροι στο σπίτι με παραξένεψαν βγάζοντάς με από τη θολούρα του ύπνου και με έβαλαν σε περιέργεια. Λογικά επέστρεψε ο Διονύσης. Μόνο που δεν φαινόταν να είναι μόνος του. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Είδα σκιές κάτω από την πόρτα μου. Μόνο για λίγο. Σαν κάποιος να ήθελε να ελέγξει αν ήμουν μέσα. Ίσως να κρυφοκοίταξε για λίγο και από την πόρτα μου. Περίεργα πράγματα…

Ξανά οι ψίθυροι. Ένα πνιχτό γυναικείο γέλιο έφτασε στα αυτιά μου. Τι συνέβαινε; Δεν ήταν ώρα για επισκέψεις.

Για λίγα λεπτά προσπαθούσα να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω. Σύννεφα καχυποψίας κύκλωσαν το κεφάλι μου, νευρικότητα τάραζε την καρδιά μου και την έκανε να χτυπά σαν αντλία.

Η περιέργεια έκαμψε τις αντιστάσεις μου. Εναλλασσόμενοι γυναικείοι και ανδρικοί ψίθυροι και πνιχτά γέλια έφταναν από την κρεβατοκάμαρα. Ξεχώρισα ήχους φιλιών και ένοχες ανάσες, σημάδια του αμαρτωλού σμιξίματος που λάμβανε χώρα λίγα μέτρα μόλις μακριά μου. Ο πειρασμός με έβαλε να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα.

Ήταν αυτό που φοβόμουν! Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε. Νίκησα τη στιγμιαία παρόρμηση να αρχίσω να ουρλιάζω και να βρίσω τον άπιστο Διονύση και την αισχρή ερωμένη του, και συγχυσμένη γύρισα στο σαλόνι. Θα έμενα να τους περιμένω. Απορώ με τι μούτρα θα με αντίκρυζαν και με ποια δικαιολογία θα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.

Ο άπιστος θα έπαιρνε την τιμωρία που του άξιζε. Τόσα χρόνια η μάνα μου στάθηκε βράχος στο πλευρό του. Παραμέριζε τις δικές της ανάγκες για να μην τον δυσαρεστήσει, δούλευε σαν το σκυλί, όταν εκείνος έπεσε σε κακοτυχίες, και με αυτόν τον ελεεινό τρόπο βρήκε να της ξεπληρώσει όσα έκανε για εκείνον; Αυτό που συνέβαινε μέσα στο σπίτι μας με γέμιζε ντροπή και απελπισία! Δεν μπορούσα να το καταπιώ! Αυτός ο άνθρωπος έκανε σε όλους μας κακό. Δεν άξιζε να μένει μαζί μας, προσπαθούσαμε να το πούμε στη μάνα μας, αυτή το καταλάβαινε και πληγωνόταν. Να τελικά που οι σκέψεις μου αποδείχτηκαν σωστές. Τώρα πια είχα και στοιχεία!

Ο διάβολος με έβαλε να αρπάξω τη φωτογραφική μηχανή και ευθύς αμέσως να ανοίξω με μια δυνατή κλωτσιά την πόρτα του δωματίου. Οι ξαναμμένοι εραστές τρομοκρατήθηκαν και κοίταξαν όπως όπως να καλύψουν τη γύμνια τους. Άκουγα τη φωνή μου παραμορφωμένη από την οργή να τους βρίζει, την αισχρή γυναίκα να ουρλιάζει από τον πανικό και τον Διονύση να εκλιπαρεί να σταματήσω να τους φωτογραφίζω. Προσπαθούσε ακόμα και τότε να με διαψεύσει, να με βγάλει τρελή…

Κατευθύνθηκα μαινόμενη, απειλώντας θεούς και δαίμονες προς το τηλέφωνο. Το ημίγυμνο ζεύγος έτρεχε ξοπίσω μου σέρνοντας τα κουβαριασμένα σεντόνια του κρεβατιού, που δεν πρόλαβαν να χαρούν όπως σχεδίαζαν. Σχημάτισα τον αριθμό ουρλιάζοντας και απειλώντας και κοίταξα θριαμβευτικά προς το μέρος του άνδρα. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρυσαν τα μάτια μου ήταν το χέρι του να υψώνεται πάνω από το κεφάλι μου κρατώντας κάτι ογκώδες και μεταλλικό, και τα ορθάνοιχτα μάτια του Διονύση που ξερνούσαν μίσος.

Κι έπειτα ήρθε πόνος! Πόνος, και ζεστό, πηχτό αίμα άρχισε να κυλά από την κορφή του κεφαλιού μου. Έμοιαζε με χάδι που κατεύναζε τον πόνο και τη θολούρα μου. Διπλωνόμουν λιπόθυμη, ενώ το ίδιο μου το αίμα έλουζε τα μάτια και τα μάγουλά μου, ντύνοντας τον λαιμό μου με ένα πορφυρό περιδέραιο και στόλιζε μακάβρια τους ώμους και τον κορμό μου. Έπειτα ήρθαν τα ουρλιαχτά! Οι οδυρμοί του φονιά και της ερωμένης του. Η ψυχή μου ανέβαινε ανάλαφρα και το μόνο που με έδενε με το διπλωμένο μου σώμα στο πάτωμα ήταν ένα αόρατο τεντωμένο νήμα.

Τους παρακολουθούσα να καταστρώνουν σχέδια για να συγκαλύψουν το έγκλημά τους. Έβλεπα να βεβηλώνουν το ασάλευτο σώμα μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό. Τους είδα ξανά να τρίβουν με μανία πατώματα και επιφάνειες για να εξαφανίσουν κάθε προδοτικό σημάδι του μοιραίου χτυπήματος ενώ κατέστρωναν εν θερμώ σενάρια για τη δήθεν εξαφάνισή μου.

Εξαφάνιση! Αυτό ήξεραν όλοι. Η Ειρήνη εξαφανίστηκε, χάθηκε για πάντα, κανείς δεν έμαθε ποτέ κάτι για αυτήν έπειτα από το μοιραίο μεσημέρι εκείνου του μακρινού Γενάρη. Η μητέρα μου και ο αδερφός μου ποτέ δεν σταμάτησαν να με ψάχνουν. Έκανε κι ο φονιάς μου ότι ενδιαφερόταν. Θρηνούσε σαν άλλος Ιούδας…





Το τρέμουλο κορυφωνόταν! Ο μικρός δεν με άφησε στιγμή. Ζούσα μαζί του την εμπειρία, όσο και αν προσπάθησα πριν να τον απωθήσω. Η θερμοκρασία των σωμάτων μας είχε πέσει δραματικά σε αυτό το εκστατικό σφιχταγκάλιασμα. Τα κεφάλια μας κόντευαν να σπάσουν από την πίεση, και από τα μάτια μας δεν σταματούσαν να τρέχουν δάκρυα συγκίνησης.

Ήμασταν ένα σώμα. Δύο καρδιές χτυπούσαν τρελαμένες στον ρυθμό της τραγωδίας. Η σημερινή αναβίωση του γεγονότος ξεπέρασε σε ένταση κάθε προηγούμενή της. Ο πόνος ήταν αφόρητος, το βάρος στην ψυχή μου αβάσταχτο, καθώς ένιωθα να υποφέρει μία αθώα ύπαρξη, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για να τερματίσω αυτό το μαρτύριο.

Πέσαμε εξαντλημένοι στο πάτωμα. Αναζήτησα το βλέμμα του μικρού.

«Είσαι καλά;» ψέλλισα με δυσκολία.

Ο λαιμός μου έκαιγε και δυσκολευόμουν να ανασάνω. Δεν πήρα απάντηση. Αγκάλιασα το παιδί. Τα χέρια του κρέμονταν αδύναμα δίπλα στο σώμα του.

«Παύλο; Είσαι καλά; Πες μου ότι ζεις, κάνε μου ένα σήμα!»

Καμιά απάντηση.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες, ο Παύλος πήρε μια απότομη ανάσα που κατέληξε σε έντονο βήχα. Έσφιξα πιο πολύ το παιδί πάνω μου, που τρανταζόταν ακανόνιστα ,και ξέσπασα σε λυγμούς.

«Σου είπα, δεν έπρεπε! Δεν έπρεπε! Κι εσύ δεν με άκουσες…» έκλαιγα κρατώντας τον σαν μωρό.

Ο βήχας του κόπασε. Έφερα το πρόσωπό μου κοντά στο δικό του. Ένα απροσδιόριστο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Τον κοιτούσα, αδυνατώντας να υπολογίσω τις επιπτώσεις της εφιαλτικής βουτιάς μας στο παρελθόν στο παιδικό του κορμί και στο μυαλό του.

«Θα σε βοηθήσω, Ειρήνη. Σ’ το υπόσχομαι. Απόψε κιόλας! Θα σταματήσεις να υποφέρεις».

Ο μικρός έζησε πράγματα πρωτόγνωρα και όμως το χαμόγελό του εξακολουθούσε να φωτίζει το προσωπάκι του. Λεπτό με το λεπτό ξανάβρισκε το χρώμα του και τους χτύπους της καρδιάς του.

«Τώρα ξέρω. Θα δεις, Ειρήνη! Μην το ξεχνάς. Αυτή είναι η υπόσχεσή μου…»

Ο μικρός είδε το πριν και το μετά, γεύτηκε μαζί μου τον πόνο της αλήθειας. Παραμερίζοντας τον φόβο του να τον αντιμετωπίσουν με δυσπιστία, έτρεξε στους δικούς του και τους εξήγησε τι συνέβη, όταν έκλεισε η πόρτα του δωματίου του και βρέθηκε μόνος του μαζί μου. Οι λεπτομέρειες του σπιτιού μας, όπως ήταν τότε, όταν ο μικρός ήταν ακόμη αγέννητος, αλλά και οι πιστές περιγραφές της εμφάνισης των εμπλεκομένων προσώπων τούς προκάλεσε το ενδιαφέρον. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς συνέβη αυτό, αδυνατούσαν να πειστούν ότι περπατούσα δίπλα τους αόρατη παρακολουθώντας κάθε κίνησή τους αλλά, έστω και αν ο Παύλος τα ονειρεύτηκε, σκέφτηκαν ότι άξιζε να δώσουν προσοχή στις αποκαλύψεις του. Το τζάκι του σαλονιού, ο άκλαυτος τάφος μου, γρήγορα θα γκρεμιζόταν. Και πράγματι, η αποκάλυψη του μυστικού θα ερχόταν ένα πρωινό για να ελευθερώσει τη θλιβερή μου ύπαρξη από τα μίζερα δεσμά της.

Εγώ ωστόσο είχα επιστρέψει στη φυλακή μου. Το ένιωσα όμως, όταν κάποτε, στη γκρίζα θολούρα της απέραντης αποθήκης των ψυχών, είδα το φως να με οδηγεί στην έξοδο. Πέταξα χωρίς δεύτερη σκέψη προς τη φωτεινή καλόδεχτη πηγή. Ένιωσα ξανά ελεύθερη, απαλλαγμένη από κάθε βάρος και φοβία. Η μόνη σκέψη που ζέσταινε πλέον το μυαλό μου ήταν η αίσθηση του αγκαλιάσματος με τον μικρό ανιψιό μου… Κάποτε θα συναντιόμασταν και θα του χάριζα όλες τις αγκαλιές που δεν πρόλαβα να του δώσω κάτω, στη Γη, στο πατρικό μας σπίτι…

Κατερίνα Θεοδώρου