Μετά Θάνατον Αντίο, της Ναταλίας Βαϊοπούλου

Οι φωνές ήχησαν χαρούμενες και ενθουσιώδεις. Απευθείας ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Πόσο καιρό είχε να ακούσει κάποιον στον κήπο της; Πρέπει να είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια.

Ελίχθηκε ταχύτατα με το άυλο πνεύμα της να διαπερνά οποιοδήποτε εμπόδιο στο πέρασμά του. Ο αέρας χτυπούσε με μανία βουίζοντας από τα σπασμένα παράθυρα. Οι κισσοί τρεμόπαιζαν στον ίδιο ρυθμό. Αν ήταν ζωντανή, τα μαύρα της μαλλιά θα ανέμιζαν. Όμως τώρα κανένα καιρικό φαινόμενο δεν μπορούσε να τα επηρεάσει.

Το κτίσμα παλιά αποτελούσε το σπίτι και καταφύγιό της. Αλλά από εκείνο το καταραμένο βράδυ, από τότε που της στέρησαν την κόρη της και τη ζωή της, το μόνο που ήταν για εκείνη ήταν φυλακή.

Τα μάτια της θέρισαν τον κήπο ψάχνοντας τους απροσδόκητους επισκέπτες της. Ένιωσε τις φλέβες γύρω τους να συσπώνται και να μετατρέπονται σε μικρές σκουρόχρωμες γραμμές.

Ήταν από εκείνες τις νύχτες που η ομίχλη ήταν έντονη. Με το ζόρι διέκρινε τις τρεις φιγούρες. Αυτό θα της έδινε όλη την κάλυψη που χρειαζόταν για το επόμενο βήμα.

Αιωρήθηκε αθόρυβα και πλησίασε την είσοδο του φράχτη. Από τη ματωμένη πληγή στο στέρνο της απλώθηκε ενέργεια δίνοντάς της ύλη. Τα γυμνά της πόδια άγγιξαν το παγωμένο έδαφος. Καθώς για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένιωθε το κρύο να τρυπάει το πάλλευκο νεκρικό δέρμα της, το χαμόγελό της πλάτυνε εμφανίζοντας τα μαυρισμένα δόντια της. Με μια γρήγορη δυνατή κίνηση έκλεισε την πόρτα. Ο μεταλλικός κρότος ήχησε με ένταση στον χώρο.

Ακολούθησαν απευθείας οι ανθρώπινες τσιρίδες.

Από τον λαιμό της αναδύθηκε κάτι μεταξύ γέλιου και κραυγής. Χωρίς πλέον να τη νοιάζει η διακριτικότητα, βημάτισε προς τις τρεις φιγούρες. Οι φωνές άρχισαν να καθαρίζουν.

«Τι… Τι ήταν αυτό;» τραύλισε μια κοριτσίστικη φωνή.

«Τίποτα» απάντησε ένα αγόρι, αλλά δεν ακουγόταν λιγότερο φοβισμένο από το κορίτσι. «Ο αέρας».

«Μα… Μα... μια κραυγή...» συνέχισε εκείνο.

«Ναι… Σαν τσιρίδα» προσέθεσε ένα άλλο αγόρι.

Άρχισε να διακρίνει τα χρώματα των ρούχων τους.

«Η ιδέα σας ήταν» συνέχισε το πρώτο.

Μεταμόρφωσε το πρόσωπό της στην πιο τρομακτική του εικόνα.

«Δεν κάνει έτσι ο αέρας» είπε το κορίτσι. «Μήπως...»

«Δεν θες να μάθεις τι συνέβη στη μητέρα σου;» τη διέκοψε.

Στιγμιαία. Η έκφρασή της επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση. Το σώμα της μετατράπηκε σε στήλη άλατος. Άννι;

Εστίασε προς την πλευρά της φωνής του κοριτσιού. Η ομίχλη θόλωνε τα χαρακτηριστικά του. Όμως δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει τα ξανθά μαλλιά που κολλούσαν στο μέτωπό του από την υγρασία.

«Ναι» αναφώνησε εκείνο. «Αλλά φοβάμαι τι θα ανακαλύψω».

Η υλική μορφή της άρχισε τρέμει ολόκληρη. Κοίταξε το ματωμένο νυχτικό της, τη μόνιμη ανάμνηση από εκείνο το βράδυ. Έπειτα το βλέμμα της στράφηκε προς τα μαυρισμένα νύχια της που στόλιζαν τα γεμάτα αίματα χέρια της.

Τα μάζεψε κοντά στο στήθος της και εστίασε πάλι προς την πλευρά του κοριτσιού. Θυμήθηκε τη ζεστασιά του μικρού της σώματος όποτε την αγκάλιαζε. Τόσο αντίθετη με τη δική της τωρινή ψυχρότητα.

Άννι… Δεν μπορούσε να την αφήσει να τη δει έτσι, σε αυτή την κατάσταση. Όχι, το νεκρικό της δέρμα και η πληγή στο στέρνο της έπρεπε να παραμείνουν για πάντα μυστικά.

Πισωπάτησε. Έτρεξε προς τις σκάλες του σπιτιού. Τα αδύναμα πόδια της μπλέχηκαν με αποτέλεσμα το σώμα της να σκάσει με δύναμη στο ξύλινο πάτωμα της εισόδου. Ένας δυνατός γδούπος επισκίασε τον ήχο του αέρα.

«Τι ήταν αυτό πάλι;» ακούστηκε από μακριά αυτή τη φορά η φωνή του δεύτερου αγοριού.

«Πάμε να δούμε» είπε το πρώτο.

Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μίλησε κανένας τους.

«Ναι, πάμε» είπε τελικά αποφασιστικά το κορίτσι.

Άννι… Ένιωσε το στήθος της να συσπάται. Είδε πως από τη μοιραία πληγή της έτρεχε ατέρμονο αίμα. Αν μπορούσε να κλάψει, θα είχαν μαζευτεί δάκρυα στις άκρες των ματιών της. Όμως, όπως κάθε φορά που σκεφτόταν την Άννι, οι μαύρες λεπτές φλέβες έπρεπε να είχαν απλωθεί ως τον λαιμό της.

Ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάσει, να την αγγίξει για μια τελευταία φορά. Σαν αυτό να ήταν ικανό να την απελευθερώσει από τα δεσμά της. Από την καθημερινή της κόλαση.

Όλο το σώμα της σφίχτηκε. Σηκώθηκε όρθια έτοιμη να την αντικρίσει. Η φιγούρα της Άννι άρχισε να ξεκαθαρίζει ρτγσηβδξκνμλ,χκφο

Όχι! Όχι! Όχι! Δεν πρέπει να συναντηθούν ακόμη. Απομακρύνω τα χέρια μου από το πληκτρολόγιο και με μια απότομη κίνηση καταλήγουν στο πρόσωπό μου. Η απελπισία απλώνεται στο στήθος μου.

Περνάει λίγη ώρα. Έπειτα επιστρέφω τα δάχτυλά μου στα κουμπιά και σβήνω τις τελευταίες δύο προτάσεις. Κοιτάζω για εκατοστή φορά τις χειρόγραφες σημειώσεις μου. Έχω κυκλώσει όπως πάντα το πιο σημαντικό κομμάτι της ιστορίας:

Η Άναμπελ συναντά την Άννι στο παιδικό δωμάτιο!

Και τις τρεις φορές έχω αποτύχει να ακολουθήσω το ίδιο μου το σχέδιο. Τι στο διάολο μου συμβαίνει;

Αρπάζω την κούπα που έχω δίπλα στο λάπτοπ μου μόνο και μόνο για να διαπιστώσω με απογοήτευση πως είναι άδεια. Το ρολόι γράφει 23:47. Και βέβαια κοντεύουν μεσάνυχτα! Γιατί προφανέστατα 12 ώρες για ένα διήγημα δεν είναι αρκετές!

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αφουγκράζομαι τη βροχή που χτυπάει με μανία το παράθυρο. Ένα μπουμπουνητό ηχεί με ένταση ταράσσοντας την αρμονία της. Τουλάχιστον ο καιρός ταιριάζει με το Χαλογουίν θέμα της ιστορίας.

Με το σώμα μου βαρύ σηκώνομαι και κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Τη στιγμή που γεμίζω την κούπα μου, η συνδυαστική μυρωδιά της γλυκιάς κολοκύθας και του καφέ γαργαλάει τη μύτη μου. Εισπνέω και οι μύες μου χαλαρώνουν.

Είμαι έτοιμη! Αυτό το διήγημα θα τελειώσει πριν το ξημέρωμα!

Γυρνάω και κάθομαι ξανά στο γραφείο μου. Βλέπω την τελευταία πρόταση.

Σηκώθηκε όρθια έτοιμη να την αντικρίσει.

Μορφάζω. Τα μισά έσβησα πάλι; Τη διαγράφω. Άλλο ένα μπουμπουνητό τραντάζει και πάλι το παράθυρο. Το ρολόι δείχνει ακριβώς μεσάνυχτα. Γυρνάω στην οθόνη.

Σηκώθηκε όρθια έτοιμη να την αντικρίσει.

Κουνάω το κεφάλι μου νευρικά δεξιά αριστερά. Αυτό μόλις το διέγραψα! Είμαι σίγουρη! Το δάχτυλο μου κινείται άτσαλα και σβήνω ξανά την πρόταση.

Ο δείκτης κειμένου αρχίζει να κινείται μόνος του.

Σηκώθηκε όρθια έτοιμη να την αντικρίσει.

Γουρλώνω. Κάποιος μου κάνει πλάκα, έτσι; Έχει μπει κάποιος στον υπολογιστή μου, δεν γίνεται αλλιώς! Η μπάρα εργασιών μού δηλώνει πως καμία περίεργη εφαρμογή δεν είναι ανοιχτή και συνειδητοποιώ πως δεν έχω καν σύνδεση στο διαδίκτυο. Όλο μου το σώμα μουδιάζει. Ένα ακόμη μπουμπουνητό μού υπενθυμίζει τη βροχή έξω.

Ο δείκτης συνεχίζει την πορεία του.

Η φιγούρα του κοριτσιού άρχισε να ξεκαθαρίζει μέσα στην ομίχλη. Η συγκίνηση την κατέκλυζε. Βημάτισε προς το μέρος των παιδιών και σταμάτησε λίγα μέτρα πριν εκείνα τη φτάσουν. Κάλυψε με τα χέρια της την πληγή στο στέρνο της θέλοντας να μην τα τρομάξει. Σε λίγο τα βλέμματά τους θα βρίσκονταν πάνω της.

Σβήνω πάλι τις λέξεις νευρικά επιστρέφοντας στο σημείο που επιθυμούσα εξαρχής. Αρχίζω να τρέμω. Ο λαιμός μου στενεύει και είναι το μόνο που με σταματά από το να τσιρίξω. Κλείνω τα βλέφαρά μου και παίρνω άλλη μια βαθιά ανάσα, όμως δεν με βοηθά καθόλου να ηρεμήσω.

Τα ανοίγω πάλι. Αλλά αντί να δω την κλασική πρόταση να έχει επιστρέψει, βλέπω:

«Κοφ’ το!» γρύλισε γεμάτη οργή. «Θέλω να τη συναντήσω! Δεν θα με σταματήσεις εσύ!»

Ο δείκτης κειμένου αυτή τη φορά παραμένει ακίνητος. Μένω για λίγα δευτερόλεπτα παγωμένη. Με μια δειλή κίνηση πατάω το backspace. Όμως, σε αντίθεση με πριν, δεν ανταποκρίνεται.

Ξεροκαταπίνω. Εντάξει, το λάπτοπ μου είναι στοιχειωμένο. Λογικά δεν είμαι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία συγγραφέας που της συμβαίνει αυτό.

Τι λέω; Το λάπτοπ μου είναι στοιχειωμένο! Σε ποιον να το πω και να με πιστέψει! Ναι, αγαπητή επιτροπή συλλογής διηγημάτων, δεν μπόρεσα να παραδώσω το δικό μου γιατί μετά από ένα σημείο άρχισε να γράφεται μόνο του!

«Σκοπεύεις να πεις κάτι ή να συνεχίσω την πορεία μου;»

Απομακρύνομαι λίγα εκατοστά ακόμα από την οθόνη. Πατάω πάλι το backspace, αλλά πάλι δεν δουλεύει. Ίσως όμως… Το δάχτυλό μου καταλήγει στο enter. Ο δείκτης κατεβαίνει μια παράγραφο.

«Σε εμένα μιλάς;»

Δεν είμαι σοβαρή, έτσι; Δεν προσπαθώ στ’ αλήθεια να πιάσω συζήτηση μαζί της;

«Βλέπεις κανέναν άλλο μπροστά από τον υπολογιστή;» ρώτησε ειρωνικά. «Εκτός αν νομίζεις πως έχω πιάσει συζήτηση με το φάντασμα πίσω σου».

Με μια απότομη κίνηση γυρίζω το κεφάλι μου. Παρατηρώ νευρικά τον χώρο σπιθαμή προς σπιθαμή. Κανείς.

«Χα, χα, χα!» κραύγασε η τσιριχτή φωνή της γεμάτη ενθουσιασμό. «Είσαι τόσο ευκολόπιστη! Τι περίμενες; Τον μπαμπούλα;»

Τα βλέφαρά μου πεταρίζουν ανήσυχα.

Ξεφύσησε. «Πήγαινε στο κρεβάτι σου και άφησέ με να κάνω τη δουλειά μου. Εκτός αν θες να προσπαθήσεις να μου πας και άλλο κόντρα».

Πατάω μάταια το κουμπί να σβήσω την τελευταία πρότασή της. Τίποτα δεν ανταποκρίνεται. Το enter όμως δουλεύει. Αλλάζω παράγραφο.

«Τι θες;»

Τη ρωτάω λες και περιμένω λογική απάντηση.

«Να συναντήσω την κόρη μου» είπε με επιθετικό τόνο. «Και εσύ με εμποδίζεις».

Δεν την εμποδίζω. Θα γίνει. Στο παιδικό δωμάτιο.

«Δεν είναι ακόμη η ώρα».

Οι παλάμες της σφίχτηκαν σε γροθιές ετοιμάζοντάς τη να βγει από την οθόνη.

Τινάζομαι προς τα πίσω. Περιμένω λίγα δευτερόλεπτα, αλλά κανένα χέρι δεν διαπερνά το κείμενο. Ανασαίνω.

«Καταραμένο γυαλί!» αναφώνησε. «Δεν θα μου πεις εσύ πότε είναι η ώρα!»

Εισπνέω βαθιά. Όλα είναι εντάξει. Δεν μπορεί να με πειράξει, είναι περιορισμένη. Λίγη ώρα αργότερα τα δάχτυλά μου αγγίζουν με ψυχραιμία τα πλήκτρα.

«Τι πιστεύεις πως θα καταφέρεις αν την πλησιάσεις αυτή τη στιγμή; Είσαι φάντασμα. Το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να την τρομάξεις. Δεν το θες αυτό».

Μια εκνευρισμένη έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Αυτό δεν το ξέρεις».

«Το ξέρω. Ξέρω τα πάντα και για εσένα και για εκείνη. Και εκείνη δεν γνωρίζει καν πώς είναι σε φωτογραφία η μητέρα της. Δεν  πρόκειται να σε αναγνωρίσει».

Εμφανίστηκαν τα δόντια της κάνοντας το πρόσωπό της ακόμη πιο άγριο. «Ψέμα! Θα με αισθανθεί!»

«Δεν γίνεται. Είναι απλός άνθρωπος. Ενώ αν ακολουθήσεις τον δικό μου σχεδιασμό―»

«Όχι! Δεν θα μου πεις τι να κάνω! Δεν είσαι θεά να ξέρεις και να ελέγχεις τα πάντα! Όσο και να κολακεύεις τον εαυτό σου πως έχεις το πάνω χέρι, έχουμε μεγαλύτερη δύναμη από αυτό που νομίζεις».

Το στήθος μου πηγαίνει πάνω κάτω άτσαλα. Τώρα που ο φόβος έχει κοπάσει νιώθω εκνευρισμό.  Είναι λέξεις σε ένα κείμενο. Δεν μπορεί να μου μιλάει έτσι!

«Κάνεις λάθος. Είστε όλοι δικά μου δημιουργήματα και όλοι ακολουθείτε τους δικούς μου κανόνες. Εγώ έχω τον απόλυτο δικό σας έλεγχο. Εσείς από την άλλη κανέναν».

Χαμογέλασε σαρδόνια, καθώς ένα σιγανό γελάκι έβγαινε από τον λαιμό της. «Αλήθεια; Και ποιος νομίζεις πως πληκτρολογεί τόση ώρα τις απαντήσεις μου;»

Κοιτάζω λίγα εκατοστά πιο κάτω. Τα δάχτυλά μου σταματούν να κινούνται.

 

*  *  *

 

Ανοίγω τα μάτια μου απότομα. Η ανάσα μου είναι κοφτή. Σηκώνω με κόπο το κεφάλι μου. Το ρολόι λέει 23:59. Πιάνω την κούπα, για να ανακαλύψω πως είναι γεμάτη.  Πίνω μια γουλιά. Το ζεστό υγρό με χαλαρώνει και η καρδιά μου επανακτά τον ρυθμό της.

Επιβεβαιώνω πως στο κείμενο έχουν σβηστεί κανονικά οι τελευταίες δύο προτάσεις.

«Τελείωσε...» ψιθυρίζω στον εαυτό μου. Τι απαίσιος εφιάλτης...

Πρέπει να αποκοιμήθηκα με το που άφησα τον καφέ στο γραφείο. Ρουφάω άλλη μία μεγάλη γουλιά και κλείνω τα βλέφαρά μου, για να αφουγκραστώ και πάλι τη βροχή. Ένα μπουμπουνητό ηχεί ξανά δίνοντας τη χαρακτηριστική δόνηση στο τζάμι.

Τα ανοίγω. Η ώρα είναι ακριβώς μεσάνυχτα.

Πρέπει να τελειώνω επιτέλους. Τεντώνω το σώμα μου στην προσπάθεια να ξεπιαστώ. Επιστρέφω στο κείμενο.

Ανατριχιάζω.

Σηκώθηκε όρθια έτοιμη να την αντικρίσει.