Φάρσα ή Κέρασμα, του Ηλία Στεργίου

«Φάρσα ή κέρασμα;»

Δύο αγορίστικα πρόσωπα χρωματισμένα με ασπρόμαυρες μπογιές -αδυνατώ να καταλάβω σε τι έχουν μασκαρευτεί- με κοιτάνε χαμογελαστά. Τους χαμογελώ και εγώ χωρίς ιδιαίτερη όρεξη μα το νεαρό της ηλικίας τους -δεν θα ήταν πάνω από εννιά, δέκα χρόνων- δεν τους επιτρέπει να το αντιληφθούν. Τα μάτια τους είναι καρφωμένα στο μεγάλο διάφανο βάζο που έχω δίπλα μου, γεμάτο με πολύχρωμα ζαχαρωτά. Γεμίζω τις χούφτες τους με γλυκίσματα και τα βλέπω να αποχωρούν πιασμένα χέρι χέρι για το επόμενο σπίτι.

Νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος. Πάντα αυτή η μέρα του χρόνου είναι μια μεγάλη μέρα, μια δύσκολη μέρα. Μα το ξέρω πως πρέπει να κάνω το χρέος μου. Πρέπει να προσπαθήσω. Ξανά και ξανά. Δεν υπάρχει άλλη λύση.

Νέα χτυπήματα στην πόρτα. Κοιτάζω μηχανικά στα δεξιά μου, όπου είναι το δωμάτιο της Άννας. Προσπαθώ να νικήσω το ανεξέλεγκτο τρέμουλο που κάνει τα δάχτυλά μου να κινούνται ασταμάτητα.

«Φάρσα ή κέρασμα;»
Μπροστά μου τώρα στέκονται ένα νεαρό κορίτσι με τον πατέρα της, ντυμένοι κλέφτης και αστυνόμος. Τους κοιτώ απογοητευμένος μα, δεν σας το κρύβω, και με κάποια ανακούφιση. Πιστέψτε με, όσο και αν θέλω να το κάνω, δεν μου είναι εύκολο. Ποτέ δεν ήταν.

Τα λεπτά περνούν βασανιστικά αργά μέχρι το επόμενο χτύπημα. Ένα κορίτσι τώρα, μόνο του, ντυμένο σαν νεράιδα με ένα ραβδί στο χέρι, στέκεται χαμογελαστό στο κατώφλι μου και με κοιτά με μεγάλα, θλιμμένα γαλάζια μάτια. Της χαμογελώ και εγώ.

«Φάρσα ή κέρασμα;» τη ρωτάω.

Το χαμόγελό της μετατρέπεται σε απορία.

«Εγώ δεν πρέπει να το ρωτήσω αυτό;» μου λέει.

Της κουνάω αδιάφορα το χέρι, προσπαθώντας να της δώσω να καταλάβει ότι δεν έχει σημασία. Της κάνω νόημα να περάσει μέσα, μα φαίνεται να το σκέφτεται.

«Μόνο για ένα λεπτό. Έχω ένα μικρό κουτάβι στο σαλόνι. Αν θέλεις, κράτησέ του συντροφιά μέχρι να φέρω τα κουλουράκια από την κουζίνα».

Τα μάτια της μικρής ξάφνου ανοίγουν διάπλατα. Τα παιδιά πάντα ενθουσιάζονται με τα κουτάβια. Μπαίνει μέσα ξεχνώντας τους όποιους ενδοιασμούς της. Εξάλλου, το παιδικό της μυαλουδάκι σκέφτεται, τι κακό θα μπορούσε να της κάνει ένας φουκαράς μεσήλικας σαν και εμένα; Βγάζω προσεκτικά το κεφάλι μου για να διαπιστώσω πως ο δρόμος είναι έρημος προς όλες τις κατευθύνσεις. Κλείνω απαλά την πόρτα και κλειδώνω. Δύο φορές για σιγουριά.

Η μικρή ψάχνει το ανύπαρκτο κουτάβι πίσω από την πολυθρόνα. Δεν θα είναι πάνω από δώδεκα χρονών. Η ανέμελη χαρά της παιδικής αθωότητας κάνει τα χέρια μου να τρέμουν. Μετά από λίγο καθώς δεν βρίσκει τίποτα, γυρνάει και με κοιτάζει με δισταγμό. Φαίνεται πως έχει μετανιώσει για αυτό που έκανε.

«Ίσως είναι καλύτερα να φύγω» μου λέει και στη φωνή της διακρίνω μια υποψία φόβου.

«Δεν θέλεις να σου φέρω κουλουράκια;»

Μου γνέφει αρνητικά. Οι μακριές καστανές της μπούκλες ακολουθούν την κίνηση του κεφαλιού της. Κάνω πως ψάχνω και εγώ το μικρό μου σκυλάκι, μα εκείνη κινείται προς την έξοδο. Διαπιστώνει με φρίκη πως η πόρτα είναι κλειδωμένη. Τα μάτια της γεμίζουν με δάκρυα ενώ τραντάζει με δύναμη το πόμολο. Πιάνω τη μικρή δερμάτινη θήκη με την υποδόρια ένεση που έχω ακουμπισμένη πάνω στο τραπεζάκι. Τη βγάζω και πιέζω ελαφρά το έμβολο. Μερικές σταγόνες τινάζονται στον αέρα.

«Άσε με να φύγω» με παρακαλά κλαψουρίζοντας.

«Ω, δεν νομίζω, γλυκιά μου. Έχουμε μια δουλειά να τελειώσουμε εμείς οι δύο».



Το δωμάτιο της μικρής μου Άννας είναι λουσμένο από το φως των κεριών, που είναι αναμμένα μέσα σε αυτά τα χαραγμένα πορτοκαλί κεφάλια που κοσμούν τα ράφια. Εκείνη στέκεται στην πολυθρόνα και με κοιτά. Γονατίζω και πιάνω απαλά το αφυδατωμένο της χέρι. Είναι παγωμένο και μαύρο. Οι άδειες κόγχες κοιτάζουν το κενό. Το ίδιο κενό που αντικρίζει εδώ και δεκαοκτώ χρόνια. Από τότε που πέθανε.

«Υπομονή» της ψιθυρίζω.

Όλος ο χώρος είναι διακοσμημένος κατάλληλα για αυτήν τη γιορτή. Αυτήν τη συγκεκριμένη μέρα που καθώς λένε είναι μία από τις ελάχιστες που μπορεί να επιτευχθεί κάποια επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων και των νεκρών, καθώς οι ενέργειες είναι πολλές.

Αυτό είναι που επιδιώκω και εγώ: Να έρθω ξανά σε επαφή με τη λατρεμένη μου Άννα, που έφυγε τόσο άδικα και έχασε τον δρόμο της στα σκοτεινά μονοπάτια του κάτω κόσμου. Πρέπει να βρει ξανά πώς να γυρίσει πίσω, όπως ακριβώς προσπαθεί και ο Τζακ να κάνει τόσα χρόνια τώρα, χαράζοντας στην κολοκύθα του μάτια και στόμα, βάζοντας μέσα ένα αναμμένο κάρβουνο για να φωτίζει την επιστροφή του.

Έτσι λοιπόν και εγώ ανάβω κάθε χρόνο ένα κερί, για να βρει τον δρόμο της η Άννα και να γυρίσει επιτέλους πίσω. Μα δεν χρησιμοποιώ κολοκύθες. Όχι πια…