Αυτό που φοβόμουν περισσότερο απ’ όλα είναι αυτό που μου χτύπησε την πόρτα.
Μεσάνυχτα είναι, εκπνοή του Οκτώβρη. Ο αγέρας σφυρίζει έξω, μαστιγώνει τη χλόη, απαγγέλλει το δικό του σκοτεινό παραμύθι στις φυλλωσιές. Και πάλι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Στο γραφείο μου χαρτιά. Υποθέσεις πάσης φύσεως: διαθήκες, συμφωνητικά, καταγγελίες. Έξω απ’ το παράθυρο, η ημισέληνος επιθεωρεί τους καλογυαλισμένους φράχτες μου. Εντός της αυλής, τα αγριόχορτα έχουν θεριέψει. Δεν θα τα καθαρίσω. Δεν είναι η ώρα.
Δυο χτυπήματα στην πόρτα. Κοφτά, επιτακτικά. Δεν δέχονται την άρνηση. Ξέρει πως είμαι εδώ. Χτυπά και γνωρίζει πως ακούω. Σηκώνομαι από την ξύλινη καρέκλα μου και πάω προς την πόρτα. Το εκκρεμές του τοίχου σημαίνει δώδεκα. Πιάνω το πόμολο, για να ανοίξω, και εκείνο με αρπάζει, σαν αόρατο χέρι. Δεν ελέγχω τα άκρα μου. Ανοίγω και στέκω εκεί, ακίνητος στο θέαμα.
Η στολή του φριχτή. Ρακένδυτη, με μπαλώματα στα γόνατα και τους αγκώνες. Τρύπες παντού, για να κεντά ο άνεμος το κορμί του. Ένα κορμί ατρεμές, αναίσθητο, μόνα τα ρούχα του κινούνται πέρα δώθε. Μα το κεφάλι του τόσο ανοίκειο, όσο και γνώριμο. Μια κολοκύθα είναι, καταπώς βλέπω. Το χαμόγελο σκαλιστό, αναίτια πλατύ. Το χαμόγελο, λένε, είναι η πιο τρομακτική έκφραση του προσώπου. Εγώ ποτέ δεν χαμογελώ. Και η μόνη κίνηση εκεί ψηλά είναι η φλόγα εντός, η φλόγα που καίει. Εμένα καίει.
«Θα περιμένω και απόψε. Πρέπει να το κάνεις».
Δεν είναι λόγια αυτά. Είναι ο άνεμος, αυτός ο άνεμος που μιλά περνώντας μέσα απ’ τα κουρέλια. Αυτά τα κουρέλια που πια έχουν χαθεί και πίσω βλέπω μονάχα την κλειστή αυλόπορτα.
##
Δεν υπάρχει χρόνος. Το ρολόι έχει σιωπήσει. Πάντα σιωπά μετά τα μεσάνυχτα. Φοράω το καπέλο και το πανωφόρι μου, παίρνω το κλεφτοφάναρο υπό μάλης. Πρέπει να πάω. Αυτό που μου χτύπησε την πόρτα προστάζει και πρέπει να δω. Πρέπει να μάθω. Πρέπει.
Η αυλόπορτα τρίζει. Δεν θα έπρεπε. Την έχω λαδώσει καλά. Αλλά τρίζει. Βγαίνω. Ποιον δρόμο να πάρω; Δεξιά μου το χωριό. Σιωπηλό, με τον φόβο και την ενοχή να κρύβονται στην ομίχλη που έχει υψωθεί. Το μέρος θυμάται. Χρόνια έχουν περάσει, μα το τέλος του Οκτώβρη σηματοδοτεί ένα ακόμα τέλος.
Δύο παιδιά ήταν, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Μικρά, πόσο να ήταν; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι που έτρεχαν. Θυμάμαι που περνούσαν από το τελευταίο σπίτι, για να πάνε στο δάσος. Το δικό μου σπίτι. Θυμάμαι τα γέλια τους. Και τις φάρσες τους θυμάμαι. Πόσο αγαπούσαν το Χαλογουίν να μπαίνουν στην αυλή μου, ζητώντας κέρασμα. Μόνο εκείνη τη μέρα τολμούσαν να περνούν την αυλόπορτα. Τώρα πια δεν μπορούν.
Όχι, δεν παίρνω τον δρόμο δεξιά. Παίρνω τον αριστερό δρόμο, αυτόν που στους αγρούς οδηγεί. Να τη εμπρός μου, η καλύβα του Χανκς. Στέκει ακόμα, μόνη της, αψηφώντας το πέρασμα του χρόνου. Πόσα χρόνια ερημώνει, θρηνώντας για τον χαμό του; Χήρα χωρίς κορμί, σώμα χωρίς φωνή. Αλλά αυτή είναι η μοίρα όσων μπλέκονται, όσων αντιστέκονται, όσων προσπαθούν να αλλάξουν την αλήθεια του κόσμου. Και αυτή τη φιγούρα που αχνοφαίνεται δεν τη φοβάμαι. Το σκιάχτρο του είναι, στο μποστάνι με τις κολοκύθες. Τα παλιόρουχα πάνω του τα κουνά ο άνεμος, αλλά δεν ξεγελιέμαι. Δεν ζει. Τίποτα δεν ζει πια εδώ.
Επτά αγροτεμάχια εμπρός μου. Τα ξέρω, τα έχω περπατήσει πολλάκις. Εγώ τα έχω καταχωρίσει στο κτηματολόγιο. Με εμπιστεύονται όλοι εδώ, ναι. Του χωριού τις υποθέσεις τις γνωρίζω όλες. Τα έχω περπατήσει ξανά αυτά τα μέρη. Πάλι τέτοια εποχή, πάλι νύχτα. Τότε είχα βαρύ φορτίο να βαραίνει τους ώμους μου. Τώρα όχι. Μόνο το κλεφτοφάναρο να φωτίζει όσο χρειάζεται εμπρός μου, μέχρι να φτάσω στο μέρος. Δεν μου αρέσει το φως.
Είμαι εκεί. Σκύβω, αγγίζω το χώμα. Δεν είναι ωραίο μέρος για τάφο. Κανένα μέρος δεν είναι ωραίο για τάφο· οι τάφοι δεν είναι ωραίοι. Είναι όμως χρήσιμοι. Χαράζουν στον χρόνο την ύπαρξη και η ηχώ της μπορεί να διαπερνά το φράγμα του. Όχι εδώ. Εδώ τα πάντα είναι κρυφά. Έχουν σκαφτεί με προσοχή, με πείσμα, με θέληση. Δύο μέτρα και δεκαπέντε εκατοστά κάτω από το χώμα είναι. Εβδομήντα τέσσερις φτυαριές. Και ιδρώτας, πολύς ιδρώτας.
Δεν είναι μνήμα εδώ. Είναι ένα μέρος ταπεινό στη σκιά του μεγάλου δέντρου. Δεν είναι ναΐσκος της θύμησης, σταυρό δεν έχει. Βωμός της λησμονιάς είναι. Μα το χωριό δεν έχει ξεχάσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει.
Μη με ρωτάτε γιατί είμαι εδώ, όχι. Αυτό το δέντρο γνωρίζει. Δεν έχει μάτια, μα έχει δει. Γνωρίζει. Όχι εσείς, δεν γνωρίζετε. Και εγώ να ξεχάσω επιθυμώ. Δεν το καταφέρνω. Η κατάρα του χωριού με έχει στοιχειώσει.
Ακόμα αγγίζω το χώμα. Κανείς δεν έχει περάσει. Κανείς δεν γνωρίζει. Κανείς δεν έχει δει. Το καρδιοχτύπι μου ηρεμεί. Οι γονείς τους τότε έψαχναν παντού. Οι νεοσσοί είχαν βγει από τη φωλιά, χωρίς να πετάξουν. Είχαν πέσει αμετάκλητα στο κρύο χώμα και, όσο και αν έψαχνε η κοινότητα, κανένα ίχνος τους πουθενά. Έχουν θαφτεί, ναι. Δεν βρίσκονται πια. Τα μυστικά του Οκτώβρη είχαν κρυφτεί μεσάνυχτα με φτυαριές μετρημένες.
Σ’ εμένα είχαν έρθει, το θυμάμαι. Σ’ εμένα είχαν έρθει και οι γονείς. Δεν είχαν ακόμη δάκρυα στα μάτια. Η φλόγα της ελπίδας έκαιγε ζωηρά, όσο ακόμη έψαχναν. Μετά έπαψαν να ψάχνουν. Μια άλλη φλόγα, πιο ζωηρή, ζητούσε εκδίκηση μέσα τους. Εγώ ήμουν δίπλα τους. Το χωριό δεν έχει ξεχάσει. Η φλόγα εκείνη στα μάτια των πελατών μου γέννησε μια άλλη. Πύρινος ήταν ο λόγος μου, οι τοίχοι του δικαστηρίου ακόμη αντιλαλούν όσα είχα αγορεύσει. Θάνατο απαίτησα τότε, θάνατο ζήτησε το χωριό. Οι δολοφόνοι, λένε, πρέπει να τον βρίσκουν εμπρός τους.
Όλα είναι καλά. Άλλη μια επέτειος του θανάτου έχει περάσει. Πλέον η συνήθεια του χωριού απαιτεί να βγαίνουν ολημερίς στους δρόμους, έως τα μεσάνυχτα, να ψάχνουν ίχνη για τα παιδιά. Δεν θα τα βρουν. Κανείς δεν βρίσκει τίποτα.
Γυρνάω με βήμα βαρύ. Έχω αφήσει το δέντρο πίσω μου. Εκείνο φυλά το μυστικό μου. Η καλύβα του Χανκς ρίχνει τη σκιά της επάνω μου. Δεν με απειλεί. Τίποτα δεν με απειλεί. Ο θάνατος τα παίρνει όλα μαζί του, έτσι δεν είναι, Χανκς; Εσύ μόνο είχες δει, εσύ μονάχα ήξερες. Δεν είχες όμως λαλιά να το πεις. Τώρα δεν έχεις σώμα. Τώρα δεν υπάρχεις.
Το βλέμμα του σκιάχτρου με ακολουθεί. Τα σκιάχτρα τρομάζουν τα πουλιά. Εγώ δεν είμαι πουλί. Δεν έχω πού να πετάξω. Μόνο κουρνιάζω στο σπίτι μου τα βράδια, ελπίζοντας να ανοίξω τα φτερά μου στους αιθέρες του ύπνου. Όχι, δεν μπορώ. Δεν με αφήνουν τα βαρίδια. Κάθε που πασχίζω, κάθε που τα φτερά μου με οδηγούν σε νέφη γαλήνης, τα δύο βαρίδια με τραβούν στη γη της αγωνίας. Εβδομήντα τέσσερις φτυαριές δεν μπόρεσαν να θάψουν το βάρος στο χώμα. Οι άνθρωποι θάβονται. Το βάρος ποτέ.
Το σπίτι με περιμένει. Σκοτεινό. Βλέπω τα φρεσκοβαμμένα κάγκελα της αυλής μου. Κάθε Οκτώβρη τα βάφω. Όλα πρέπει να φαίνονται λαμπερά, όλα πρέπει να γυαλίζουν. Σαν την πανσέληνο εκείνης της νύχτας, χρόνια πριν. Το βλέμμα τους είχε πάψει να γυαλίζει, θυμάμαι. Τα κάγκελα του σπιτιού μου όμως; Ναι, γυαλίζουν στο φως του λειψού φεγγαριού. Και ας έχει μέσα αγριόχορτα, αυτό δεν πειράζει.
Τρίζει και πάλι η πόρτα. Και ας την έχω λαδώσει. Κάποια τριξίματα δεν σταματούν ποτέ. Ανοίγω την πόρτα. Ο κόρακας έχει γυρίσει στη φωλιά του. Κρύα η νύχτα, ζεστό το κρεβάτι. Απόψε θα ανοίξω τα φτερά μου, θα χαθώ στα νέφη της γαλήνης;
Αυτό που μου χτύπησε την πόρτα τώρα πια δεν τη χτυπά. Χύθηκε μαύρο μέσα από τους τοίχους. Στη φωλιά μου εντός πήρε μορφή. Πατά στο γραφείο μου. Έχει χύσει το μελανοδοχείο στα έγγραφα. Στα πολύτιμα έγγραφα, που γράφουν την αλήθεια αυτού του κόσμου. Την αλήθεια που πρέπει να γράφεται, να θεσμοθετείται.
Το μελάνι στάζει απ’ το γραφείο στο πάτωμα. Το αίμα στάζει απ’ το κρεβάτι στο πάτωμα. Αυτό που μου χτύπησε την πόρτα με κοιτάζει. Δρεπάνι κρατά. Έχει θερίσει αυτό για το οποίο ήρθε. Δεν έχω ανάσα. Θα χαθώ πια στα νέφη. Εβδομήντα τέσσερις φτυαριές θα είναι αρκετές για μένα; Επιθυμώ να είναι περισσότερες. Να θαφτώ πιο βαθιά, άλλο να μη νιώθω το βάρος τους. Να ξεχαστώ, ναι. Να ξεχαστώ και να ξεχάσω.
Όχι, αυτό που μου χτύπησε την πόρτα δεν με αφήνει να ξεχάσω. Είμαι ακόμη στο κρεβάτι. Κρυώνει το σώμα μου. Το σκαλιστό του χαμόγελο κρύο. Οι φλόγες στα μάτια του είναι ζεστές. Χορεύουν και έχουν τη μορφή τους. Δυο παιδιά είναι. Τρέχουν, γελούν, με κοιτάζουν. Με περιγελούν. Έτσι με κοιτούσαν πάντα, αψηφώντας την αλήθεια του κόσμου. Μέχρι που έπαψαν να γελούν, μέχρι που έπαψαν να κοιτούν. Και εγώ θα πάψω να κοιτώ. Τα πάντα μαυρίζουν. Πίστευα πως τα πάντα τελειώνουν με τον θάνατο. Όχι, τα πάντα δεν τελειώνουν με τον θάνατο.
Έτσι δεν είναι, Χανκς;
Μεσάνυχτα είναι, εκπνοή του Οκτώβρη. Ο αγέρας σφυρίζει έξω, μαστιγώνει τη χλόη, απαγγέλλει το δικό του σκοτεινό παραμύθι στις φυλλωσιές. Και πάλι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Στο γραφείο μου χαρτιά. Υποθέσεις πάσης φύσεως: διαθήκες, συμφωνητικά, καταγγελίες. Έξω απ’ το παράθυρο, η ημισέληνος επιθεωρεί τους καλογυαλισμένους φράχτες μου. Εντός της αυλής, τα αγριόχορτα έχουν θεριέψει. Δεν θα τα καθαρίσω. Δεν είναι η ώρα.
Δυο χτυπήματα στην πόρτα. Κοφτά, επιτακτικά. Δεν δέχονται την άρνηση. Ξέρει πως είμαι εδώ. Χτυπά και γνωρίζει πως ακούω. Σηκώνομαι από την ξύλινη καρέκλα μου και πάω προς την πόρτα. Το εκκρεμές του τοίχου σημαίνει δώδεκα. Πιάνω το πόμολο, για να ανοίξω, και εκείνο με αρπάζει, σαν αόρατο χέρι. Δεν ελέγχω τα άκρα μου. Ανοίγω και στέκω εκεί, ακίνητος στο θέαμα.
Η στολή του φριχτή. Ρακένδυτη, με μπαλώματα στα γόνατα και τους αγκώνες. Τρύπες παντού, για να κεντά ο άνεμος το κορμί του. Ένα κορμί ατρεμές, αναίσθητο, μόνα τα ρούχα του κινούνται πέρα δώθε. Μα το κεφάλι του τόσο ανοίκειο, όσο και γνώριμο. Μια κολοκύθα είναι, καταπώς βλέπω. Το χαμόγελο σκαλιστό, αναίτια πλατύ. Το χαμόγελο, λένε, είναι η πιο τρομακτική έκφραση του προσώπου. Εγώ ποτέ δεν χαμογελώ. Και η μόνη κίνηση εκεί ψηλά είναι η φλόγα εντός, η φλόγα που καίει. Εμένα καίει.
«Θα περιμένω και απόψε. Πρέπει να το κάνεις».
Δεν είναι λόγια αυτά. Είναι ο άνεμος, αυτός ο άνεμος που μιλά περνώντας μέσα απ’ τα κουρέλια. Αυτά τα κουρέλια που πια έχουν χαθεί και πίσω βλέπω μονάχα την κλειστή αυλόπορτα.
##
Δεν υπάρχει χρόνος. Το ρολόι έχει σιωπήσει. Πάντα σιωπά μετά τα μεσάνυχτα. Φοράω το καπέλο και το πανωφόρι μου, παίρνω το κλεφτοφάναρο υπό μάλης. Πρέπει να πάω. Αυτό που μου χτύπησε την πόρτα προστάζει και πρέπει να δω. Πρέπει να μάθω. Πρέπει.
Η αυλόπορτα τρίζει. Δεν θα έπρεπε. Την έχω λαδώσει καλά. Αλλά τρίζει. Βγαίνω. Ποιον δρόμο να πάρω; Δεξιά μου το χωριό. Σιωπηλό, με τον φόβο και την ενοχή να κρύβονται στην ομίχλη που έχει υψωθεί. Το μέρος θυμάται. Χρόνια έχουν περάσει, μα το τέλος του Οκτώβρη σηματοδοτεί ένα ακόμα τέλος.
Δύο παιδιά ήταν, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Μικρά, πόσο να ήταν; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι που έτρεχαν. Θυμάμαι που περνούσαν από το τελευταίο σπίτι, για να πάνε στο δάσος. Το δικό μου σπίτι. Θυμάμαι τα γέλια τους. Και τις φάρσες τους θυμάμαι. Πόσο αγαπούσαν το Χαλογουίν να μπαίνουν στην αυλή μου, ζητώντας κέρασμα. Μόνο εκείνη τη μέρα τολμούσαν να περνούν την αυλόπορτα. Τώρα πια δεν μπορούν.
Όχι, δεν παίρνω τον δρόμο δεξιά. Παίρνω τον αριστερό δρόμο, αυτόν που στους αγρούς οδηγεί. Να τη εμπρός μου, η καλύβα του Χανκς. Στέκει ακόμα, μόνη της, αψηφώντας το πέρασμα του χρόνου. Πόσα χρόνια ερημώνει, θρηνώντας για τον χαμό του; Χήρα χωρίς κορμί, σώμα χωρίς φωνή. Αλλά αυτή είναι η μοίρα όσων μπλέκονται, όσων αντιστέκονται, όσων προσπαθούν να αλλάξουν την αλήθεια του κόσμου. Και αυτή τη φιγούρα που αχνοφαίνεται δεν τη φοβάμαι. Το σκιάχτρο του είναι, στο μποστάνι με τις κολοκύθες. Τα παλιόρουχα πάνω του τα κουνά ο άνεμος, αλλά δεν ξεγελιέμαι. Δεν ζει. Τίποτα δεν ζει πια εδώ.
Επτά αγροτεμάχια εμπρός μου. Τα ξέρω, τα έχω περπατήσει πολλάκις. Εγώ τα έχω καταχωρίσει στο κτηματολόγιο. Με εμπιστεύονται όλοι εδώ, ναι. Του χωριού τις υποθέσεις τις γνωρίζω όλες. Τα έχω περπατήσει ξανά αυτά τα μέρη. Πάλι τέτοια εποχή, πάλι νύχτα. Τότε είχα βαρύ φορτίο να βαραίνει τους ώμους μου. Τώρα όχι. Μόνο το κλεφτοφάναρο να φωτίζει όσο χρειάζεται εμπρός μου, μέχρι να φτάσω στο μέρος. Δεν μου αρέσει το φως.
Είμαι εκεί. Σκύβω, αγγίζω το χώμα. Δεν είναι ωραίο μέρος για τάφο. Κανένα μέρος δεν είναι ωραίο για τάφο· οι τάφοι δεν είναι ωραίοι. Είναι όμως χρήσιμοι. Χαράζουν στον χρόνο την ύπαρξη και η ηχώ της μπορεί να διαπερνά το φράγμα του. Όχι εδώ. Εδώ τα πάντα είναι κρυφά. Έχουν σκαφτεί με προσοχή, με πείσμα, με θέληση. Δύο μέτρα και δεκαπέντε εκατοστά κάτω από το χώμα είναι. Εβδομήντα τέσσερις φτυαριές. Και ιδρώτας, πολύς ιδρώτας.
Δεν είναι μνήμα εδώ. Είναι ένα μέρος ταπεινό στη σκιά του μεγάλου δέντρου. Δεν είναι ναΐσκος της θύμησης, σταυρό δεν έχει. Βωμός της λησμονιάς είναι. Μα το χωριό δεν έχει ξεχάσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει.
Μη με ρωτάτε γιατί είμαι εδώ, όχι. Αυτό το δέντρο γνωρίζει. Δεν έχει μάτια, μα έχει δει. Γνωρίζει. Όχι εσείς, δεν γνωρίζετε. Και εγώ να ξεχάσω επιθυμώ. Δεν το καταφέρνω. Η κατάρα του χωριού με έχει στοιχειώσει.
Ακόμα αγγίζω το χώμα. Κανείς δεν έχει περάσει. Κανείς δεν γνωρίζει. Κανείς δεν έχει δει. Το καρδιοχτύπι μου ηρεμεί. Οι γονείς τους τότε έψαχναν παντού. Οι νεοσσοί είχαν βγει από τη φωλιά, χωρίς να πετάξουν. Είχαν πέσει αμετάκλητα στο κρύο χώμα και, όσο και αν έψαχνε η κοινότητα, κανένα ίχνος τους πουθενά. Έχουν θαφτεί, ναι. Δεν βρίσκονται πια. Τα μυστικά του Οκτώβρη είχαν κρυφτεί μεσάνυχτα με φτυαριές μετρημένες.
Σ’ εμένα είχαν έρθει, το θυμάμαι. Σ’ εμένα είχαν έρθει και οι γονείς. Δεν είχαν ακόμη δάκρυα στα μάτια. Η φλόγα της ελπίδας έκαιγε ζωηρά, όσο ακόμη έψαχναν. Μετά έπαψαν να ψάχνουν. Μια άλλη φλόγα, πιο ζωηρή, ζητούσε εκδίκηση μέσα τους. Εγώ ήμουν δίπλα τους. Το χωριό δεν έχει ξεχάσει. Η φλόγα εκείνη στα μάτια των πελατών μου γέννησε μια άλλη. Πύρινος ήταν ο λόγος μου, οι τοίχοι του δικαστηρίου ακόμη αντιλαλούν όσα είχα αγορεύσει. Θάνατο απαίτησα τότε, θάνατο ζήτησε το χωριό. Οι δολοφόνοι, λένε, πρέπει να τον βρίσκουν εμπρός τους.
Όλα είναι καλά. Άλλη μια επέτειος του θανάτου έχει περάσει. Πλέον η συνήθεια του χωριού απαιτεί να βγαίνουν ολημερίς στους δρόμους, έως τα μεσάνυχτα, να ψάχνουν ίχνη για τα παιδιά. Δεν θα τα βρουν. Κανείς δεν βρίσκει τίποτα.
Γυρνάω με βήμα βαρύ. Έχω αφήσει το δέντρο πίσω μου. Εκείνο φυλά το μυστικό μου. Η καλύβα του Χανκς ρίχνει τη σκιά της επάνω μου. Δεν με απειλεί. Τίποτα δεν με απειλεί. Ο θάνατος τα παίρνει όλα μαζί του, έτσι δεν είναι, Χανκς; Εσύ μόνο είχες δει, εσύ μονάχα ήξερες. Δεν είχες όμως λαλιά να το πεις. Τώρα δεν έχεις σώμα. Τώρα δεν υπάρχεις.
Το βλέμμα του σκιάχτρου με ακολουθεί. Τα σκιάχτρα τρομάζουν τα πουλιά. Εγώ δεν είμαι πουλί. Δεν έχω πού να πετάξω. Μόνο κουρνιάζω στο σπίτι μου τα βράδια, ελπίζοντας να ανοίξω τα φτερά μου στους αιθέρες του ύπνου. Όχι, δεν μπορώ. Δεν με αφήνουν τα βαρίδια. Κάθε που πασχίζω, κάθε που τα φτερά μου με οδηγούν σε νέφη γαλήνης, τα δύο βαρίδια με τραβούν στη γη της αγωνίας. Εβδομήντα τέσσερις φτυαριές δεν μπόρεσαν να θάψουν το βάρος στο χώμα. Οι άνθρωποι θάβονται. Το βάρος ποτέ.
Το σπίτι με περιμένει. Σκοτεινό. Βλέπω τα φρεσκοβαμμένα κάγκελα της αυλής μου. Κάθε Οκτώβρη τα βάφω. Όλα πρέπει να φαίνονται λαμπερά, όλα πρέπει να γυαλίζουν. Σαν την πανσέληνο εκείνης της νύχτας, χρόνια πριν. Το βλέμμα τους είχε πάψει να γυαλίζει, θυμάμαι. Τα κάγκελα του σπιτιού μου όμως; Ναι, γυαλίζουν στο φως του λειψού φεγγαριού. Και ας έχει μέσα αγριόχορτα, αυτό δεν πειράζει.
Τρίζει και πάλι η πόρτα. Και ας την έχω λαδώσει. Κάποια τριξίματα δεν σταματούν ποτέ. Ανοίγω την πόρτα. Ο κόρακας έχει γυρίσει στη φωλιά του. Κρύα η νύχτα, ζεστό το κρεβάτι. Απόψε θα ανοίξω τα φτερά μου, θα χαθώ στα νέφη της γαλήνης;
Αυτό που μου χτύπησε την πόρτα τώρα πια δεν τη χτυπά. Χύθηκε μαύρο μέσα από τους τοίχους. Στη φωλιά μου εντός πήρε μορφή. Πατά στο γραφείο μου. Έχει χύσει το μελανοδοχείο στα έγγραφα. Στα πολύτιμα έγγραφα, που γράφουν την αλήθεια αυτού του κόσμου. Την αλήθεια που πρέπει να γράφεται, να θεσμοθετείται.
Το μελάνι στάζει απ’ το γραφείο στο πάτωμα. Το αίμα στάζει απ’ το κρεβάτι στο πάτωμα. Αυτό που μου χτύπησε την πόρτα με κοιτάζει. Δρεπάνι κρατά. Έχει θερίσει αυτό για το οποίο ήρθε. Δεν έχω ανάσα. Θα χαθώ πια στα νέφη. Εβδομήντα τέσσερις φτυαριές θα είναι αρκετές για μένα; Επιθυμώ να είναι περισσότερες. Να θαφτώ πιο βαθιά, άλλο να μη νιώθω το βάρος τους. Να ξεχαστώ, ναι. Να ξεχαστώ και να ξεχάσω.
Όχι, αυτό που μου χτύπησε την πόρτα δεν με αφήνει να ξεχάσω. Είμαι ακόμη στο κρεβάτι. Κρυώνει το σώμα μου. Το σκαλιστό του χαμόγελο κρύο. Οι φλόγες στα μάτια του είναι ζεστές. Χορεύουν και έχουν τη μορφή τους. Δυο παιδιά είναι. Τρέχουν, γελούν, με κοιτάζουν. Με περιγελούν. Έτσι με κοιτούσαν πάντα, αψηφώντας την αλήθεια του κόσμου. Μέχρι που έπαψαν να γελούν, μέχρι που έπαψαν να κοιτούν. Και εγώ θα πάψω να κοιτώ. Τα πάντα μαυρίζουν. Πίστευα πως τα πάντα τελειώνουν με τον θάνατο. Όχι, τα πάντα δεν τελειώνουν με τον θάνατο.
Έτσι δεν είναι, Χανκς;