Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (κεφάλαιο 13)

 

Οι σπαραχτικές κραυγές των μαγισσών που πέθαιναν γύρω της έσχιζαν τα αυτιά της και τα έκαναν να πονάνε. Αίμα έβαφε τα γαλάζια τριαντάφυλλα και το έδαφος απ' όπου ξεφύτρωναν τα χωμάτινα τέρατα που είχαν καλέσει οι μάγοι της Νιλάι, ενώ οι φολίδες των δράκων, χρυσές, γαλάζιες, λευκές, και πράσινες άστραφταν κάτω από τον καυτό ήλιο σαν πετράδια, έχοντας μια περίεργη ομορφιά που φάνταζε παράταιρη μέσα σε αυτό το τοπίο θανάτου. Αλλά το μόνο που μπορούσε να δει η Κίρα ήταν το νεογέννητο που έκλαιγε πάνω στον πέτρινο βωμό, τυλιγμένο μέσα σε έναν από τους σκούρους μπλε μανδύες των Ορεσίβιων.

Το μωρό της

Έπρεπε να πάει στο μωρό της.

Σηκώθηκε από το χώμα αγνοώντας το τσούξιμο από τα γδαρσίματα στα χέρια της και τον πόνο στον λαιμό της και άρχισε να τρέχει προς τον βωμό.

Το χάος της μάχης είχε αρχίσει να κοπάζει αφού η αρχηγός των Ορεσίβιων είχε αφήσει την τελευταία της πνοή λίγες στιγμές πριν, νεκρή από τη λεπίδα του Αίρυς, αλλά η Κίρα δε σταμάτησε για να ξαναβρεί την ανάσα της που είχε κοπεί από το ξόρκι της μάγισσας και το τρέξιμο ούτε επιβράδυνε τον ρυθμό της. Οι πνεύμονές της είχαν πάρει φωτιά αλλά δεν την ένοιαζε. Δε χρειαζόταν αέρα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν το μωρό της.

Το κλάμα ακουγόταν πιο δυνατά καθώς πλησίαζε τον βωμό, αλλά η καρδιά της Κίρας πλημμύρισε με ανακούφιση και χαρά επειδή ο γιος της ήταν ζωντανός. Κοίταξε με δέος το μικρό πλασματάκι που κουνιόταν πάνω στην πέτρα.

Ήταν μόλις η πρώτη του μέρα σε αυτόν τον κόσμο και ήδη μπορούσε να νιώσει την δύναμη που ασκούσε πάνω της. Η ανάγκη να το προστατεύσει υπερνικούσε όλα τα υπόλοιπα και ξαφνικά τίποτα άλλο δεν είχε σημασία, ούτε ο πόνος, ούτε η εξάντληση, ούτε ότι παραλίγο να πεθάνει στη γέννα. Εκείνη τη στιγμή ήξερε πως δε θα έβαζε ποτέ τίποτα πάνω από το παιδί της, ούτε τον εαυτό της, ούτε τον Ντέβαν, ούτε κανέναν.

Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα καθώς άπλωνε τα χέρια της για να σηκώσει το μωρό, να το κρατήσει την αγκαλιά της και να μην επιτρέψει σε κανέναν να προσπαθήσει ξανά να το βλάψει. Αλλά πριν προλάβει να το αγγίξει, ξαφνικά βρέθηκε σε ένα άλλο σημείο του ξέφωτου μακριά από τον γιο της. Κοίταξε τον βωμό και είδε τη Ναζλί να στέκεται στο σημείο όπου πριν από λίγες στιγμές στεκόταν εκείνη. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Η πριγκίπισσα του Νιέζντιελ σήκωσε το μωρό που έκλαιγε και το κράτησε σφιχτά πάνω στο στήθος της.

Τα γκρίζα μάτια της Κίρας άνοιξαν διάπλατα από το σοκ. Αυτό ήταν λάθος. Αυτός ήταν ο δικός της γιος. Με ποιο δικαίωμα τον άγγιζε η Ναζλί, ενώ εκείνη δεν τον είχε κρατήσει ακόμα στην αγκαλιά της; Έτρεξε προς το μέρος τους, αλλά παρόλο που τα πόδια της κουνιόντουσαν, βρισκόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο χωρίς να έχει προχωρήσει ούτε σπιθαμή.

Είδε τον Ντέβαν να εμφανίζεται πίσω από τη Ναζλί και να ακουμπάει τρυφερά τα χέρια του στους ώμους της, κοιτάζοντας μια εκείνη και μια το μωρό λες και αυτοί οι δυο ήταν ολόκληρος ο κόσμος του.

«Όχι» είπε πανικόβλητη η Κίρα. Προσπάθησε να τους φωνάξει, να τους πει ότι ήταν εκεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τη δει ή να την ακούσει, σαν να μην υπήρχε. Σαν να ήταν ένα φάντασμα και δεν είχε θέση ανάμεσά τους. «Όχι!»


«Κίρα, ξύπνα!»

Ούρλιαζε και άνοιξε τα μάτια της. Κάποιος κρατούσε τους ώμους της και την ταρακουνούσε. Η αναπνοή της ήταν βαριά και κρύος ιδρώτας κυλούσε πάνω στο μέτωπο και στην πλάτη της. Τα μάγουλά της ήταν υγρά από τα δάκρυα Κοίταξε πανικόβλητη τριγύρω, ψάχνοντας για τη Νιλάι και το μωρό της.

Το κλάμα του Ραίγκαρ την επανέφερε στην πραγματικότητα. Άφησε μια τρεμάμενη ανάσα. Ήταν στο κρεβάτι τους, στο σπίτι της Μελάρα, και όχι στο ξέφωτο με τα γαλάζια τριαντάφυλλα. Τα κεχριμπαρένια μάτια του Ντέβαν έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι σαν δυο λίμνες από λιωμένο χρυσάφι.

«Ήταν μόνο ένα κακό όνειρο» της είπε ήρεμα, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. «Μονάχα ένα όνειρο».

Τον άφησε να την τραβήξει πάνω του και να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του, όπως έκανε κάθε φορά που ξυπνούσε από έναν εφιάλτη. Ήταν μόνο ένα κακό όνειρο, είπε στον εαυτό της επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ντέβαν. Αλλά το είχε νιώσει τόσο αληθινό. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ηρεμήσει την αναπνοή της.

Ο Ραίγκαρ δίπλα τους συνέχισε να κλαίει, ενοχλημένος που οι φωνές τους τον είχαν ξυπνήσει. Η Κίρα ανασηκώθηκε από την αγκαλιά του Ντέβαν και σήκωσε το μωρό. Το ακούμπησε απαλά πάνω στο στήθος της και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του. Ο γιος της ήταν εκεί και κανένας δεν προσπαθούσε να τον πάρει μακριά της. Άρχισε να του σιγοτραγουδάει ένα νανούρισμα που της είχε μάθει η Ντεσμέρα.

«Τι είδες;» τη ρώτησε σιγανά ο Ντέβαν όταν το μωρό αποκοιμήθηκε.

Η Κίρα δίστασε να του πει. Τι θα σκεφτόταν αν του έλεγε ότι ο λόγος που είχε ξυπνήσει ουρλιάζοντας ήταν η Ναζλί; Ακόμα και μέσα στο κεφάλι της αυτό ακουγόταν υπερβολικό. Επίσης, δεν έπρεπε να ξεχνάει πως η Ναζλί ήταν φίλη του Ντέβαν και όφειλε να το σεβαστεί αυτό.

«Είδα τη Νιλάι» του είπε, και έσφιξε ασυναίσθητα το μωρό στην αγκαλιά της. Αυτό δεν ήταν ψέμα. Ο Ραίγκαρ ανασάλεψε και η Κίρα χαλάρωσε τα χέρια της για να μην τον ξυπνήσει.

Ο Ντέβαν την κοίταξε σκεπτικά και η Κίρα κατάλαβε ότι η απάντησή της δεν τον είχε πείσει. 

«Το ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις τα πάντα, έτσι δεν είναι;» Η Κίρα έμεινε σιωπηλή, με το βλέμμα της καρφωμένο πάνω στον Ραίγκαρ. Ο Ντέβαν έπιασε απαλά το πιγούνι της και γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Μη με κρατάς μακριά» της είπε παρακλητικά και η Κίρα ένιωσε κάτι να ραγίζει μέσα της.

Στο όνειρο της είχε δει ότι ο Ντέβαν ήταν μακριά της και όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να πάει κοντά του. Τώρα εκείνος ήταν που προσπαθούσε να την πλησιάσει και εκείνη τον κρατούσε σε απόσταση. Δεν ήθελε να νιώθει έτσι, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να τον σκέφτεται με τη Ναζλί.

«Ντέβαν, θα με ξεχάσεις;» Ήταν μια ανόητη ερώτηση, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εαυτό της να την ξεστομίσει.

«Τι είναι αυτά που λες;» τη ρώτησε και έπιασε μια καστανή τούφα που έπεφτε στο πρόσωπό της, στερεώνοντάς την πίσω από το αυτί της. «Είσαι ο λόγος που αναπνέω, πώς είναι δυνατόν να σε ξεχάσω; Αν όλο αυτό γίνεται για τη Ναζλί...»

«Δε θέλω να το συζητήσουμε» τον σταμάτησε. «Όχι απόψε». Ούτε ποτέ.

«Τι θέλεις;»

Έγειρε ξανά πάνω του. 

«Απλά κράτα με».

Φοβόταν να κλείσει τα μάτια της και να αντιμετωπίσει τα όνειρα που ίσως την περίμεναν αν αποκοιμιόταν. Οπότε έμεινε ξύπνια κοιτάζοντας τον γιο της και νιώθοντας τον Ντεβαν να χαϊδεύει τα μαλλιά της, ώσπου τα βλέφαρά της έγιναν βάρυναν υπερβολικά πολύ για να τα κρατήσει ανοιχτά.




Δεν είχε ξεκουραστεί καθόλου το βράδυ και το πρωί είχε σηκωθεί με δυσκολία από το κρεβάτι. Χασμουρήθηκε και έπιασε την βούρτσα της, προσπαθώντας να βάλει τα καστανά μαλλιά της σε μια τάξη, μορφάζοντας κάθε φορά που τραβούσε δυνατά. Αν μπορούσε θα είχε μείνει στο κρεβάτι, αλλά έπρεπε να σηκωθεί για να ταΐσει και να κάνει μπάνιο το μωρό της.

Το όνειρο της χθεσινής νύχτας είχε καρφωθεί στο μυαλό της. Αν το σκεφτόταν άλλη μια φορά θα τρελαινόταν. Δεν ήθελε να είναι έτσι, να έχει τόσα αρνητικά συναισθήματα για μια γυναίκα που σχεδόν δε γνώριζε, αλλά κάθε φορά που τη σκεφτόταν μαζί με τον Ντέβαν... Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της και ξεφύσησε. Έπρεπε να μιλήσει με τον Ντέβαν πριν χάσει τα λογικά της.

Κοίταξε τον γιο της που μπουσουλούσε πάνω στο χαλί του δωματίου και χαμογέλασε. Προσπαθούσε να δαγκώσει το φυλαχτό που ήταν τυλιγμένο γύρω από το δεξί του χέρι βγάζοντας μικρέ συλλαβές που έμοιαζαν με μα και τα.

«Πες μαμά» του είπε η Κίρα και άφησε τη χτένα στην άκρη. Πήγε κοντά του και γονάτισε μπροστά του πάνω στο χαλί. «Πες μα-μά» επανέλαβε αργά.  Ο Ραίγκαρ άφησε το φυλαχτό και την κοίταξε με περιέργεια, αλλά δεν είπε τίποτα. Η Κίρα ήξερε ότι ήταν πανέξυπνος και την καταλάβαινε, απλά επέλεγε να την αγνοήσει. Λογικά δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον Ντέβαν. Ο εγωισμός του θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα όταν το μωρό τους θα έλεγε πρώτα «μαμά».

«Άκου τι θα κάνουμε. Εσύ θα πεις μαμά και εγώ σου υπόσχομαι πως δε θα τρέξω να το πω στον μπαμπά σου». Θα έτρεχε να το πει στη Μελάρα και θα άφηνε εκείνη να το κάνει.

Ο Ραίγκαρ κύλησε στο πλάι και μπουσούλισε μακριά της.

«Θα σου δώσω ένα πορτοκάλι» προσπάθησε να τον καλοπιάσει, αλλά ήταν μάταιο. «Το ήξερα πως έχεις αδυναμία στον πατέρα σου» μουρμούρισε.

Ο Ραίγκαρ σταμάτησε μπροστά στο κρεβάτι. Οι κουβέρτες που η Κίρα δεν είχε προλάβει να στρώσει ακόμα είχαν σχηματίσει ένα κουβάρι και ένα μέρος τους κρεμόταν στο πλάι. Ο Ραίγκαρ έπιασε το ύφασμα και με τα δυο του χέρια. Το περιεργάστηκε με περιέργεια για μερικές στιγμές και τράβηξε το σώμα του προς τα πάνω.

«Ντέβαν, έλα γρήγορα!» φώναξε η Κίρα.

Ο Ντέβαν βγήκε τρέχοντας από το μπάνιο. Ήταν ξυπόλυτος και φορούσε μονάχα ένα παντελόνι και ένα απλό λινό πουκάμισο, ενώ τα κατάμαυρα μαλλιά του ήταν υγρά. «Τι έγινε;» είπε, σαρώνοντας τον χώρο με το βλέμμα του σαν να έψαχνε για κάποια απειλή.

«Κοίτα». Του έδειξε τον Ραίγκαρ. «Σηκώθηκε μόνος του! Είναι η πρώτη φορά που το κάνει αυτό».

Τα χρυσά μάτια του Ντέβαν άνοιξαν διάπλατα και η Κίρα σύρθηκε πάνω στο χαλί για να πάει δίπλα στο μωρό της. Έπιασε τα χέρια του και τα ξεαγκρίστρωσε από τις κουβέρτες, κρατώντας τα μέσα στα δικά της. «Έλα στη μαμά» τον ενθάρρυνε. Ο Ραίγκαρ έκανε ένα μικρό τρεμάμενο βήμα και έπεσε στην αγκαλιά της. «Το είδες αυτό;» είπε κοιτάζοντας τον Ντέβαν. Το μωρό της είχε κάνει το πρώτο του βήμα!

Ο Ντέβαν βρέθηκε πίσω του και άπλωσε το χέρι του για να χάιδεψε το κεφαλάκι του μωρού. «Είμαι περήφανος για 'σένα».

«Μα» είπε ο Ραίγκαρ και έπιασε μια από τις μπούκλες της Κίρα.

«Το άκουσες; Είπε μαμά».

«Όχι, δεν το είπε. Δεν το έχω χάσει ακόμα αυτό το στοίχημα». Κοίταξε τον Ραίγκαρ που τραβούσε τις μπούκλες της μητέρας του προσπαθώντας να σηκωθεί ξανά. «Σε λίγο θα αρχίσει να περπατάει, και μετά θα τρέχει πίσω από τα κορίτσια, και εμείς δε θα προλάβουμε να καταλάβουμε πότε μεγάλωσε».

«Μη μου λες τέτοια». Σηκώθηκε όρθια και στερέωσε το παιδί στον γοφό της. «Για 'μένα θα είναι πάντα το μικρό μου. Και ο γιος μου δε θα τρέχει πίσω από τα κορίτσια» τον διόρθωσε. «Ο γιος μου θα είναι σοβαρός και όταν θα βρει μια κοπέλα που να την αγαπάει θα της είναι πιστός...» Όπως είναι ο πατέρας του, πήγε να πει, αλλά η εικόνα της πριγκίπισσας άστραψε στο μυαλό της.

«Είμαι σίγουρος για αυτό» αποκρίθηκε ο Ντέβαν και έστρεψε ξανά την προσοχή του στο μωρό. «Η Ορόρα θα τρελαθεί όταν μάθει ότι ο Ραίγκαρ άρχισε να περπατάει».

«Και η μητέρα σου». Η Κίρα μπορούσε να δει την αλλαγή στη συμπεριφορά της Θεραπεύτριας τον τελευταίο χρόνο. Το παγωμένο περίβλημα που προσπαθούσε να διατηρήσει γύρω της όταν την πρωτογνώρισε είχε αρχίσει να γκρεμίζεται και όσο περισσότερο χρόνο περνούσε μαζί με τα παιδιά και τον εγγονό της -παρά την αρνητική στάση της Ορόρας- η Κίρα έβλεπε μια διαφορετική πλευρά της να βγαίνει στην επιφάνεια. Σίγουρα δεν μπορούσε να την περιγράψει ως «ζεστή» ή «διαχυτική», αλλά ήταν μια αρχή.

«Πάω να ντυθώ» είπε ο Ντέβαν. «Ετοιμάσου κι εσύ. Μετά το πρωινό θα φύγουμε».

Η Κίρα τον κοίταξε με απορία. «Να πάμε πού;»

«Έκπληξη».

Σε κάθε άλλη περίπτωση θα χαιρόταν, αλλά το τελευταίο που ήθελε σήμερα ήταν μια εκδρομή στο άγνωστο. «Ό,τι κι αν είναι, δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο; Είμαι εξαντλημένη».

«Το ξέρω πως είσαι θυμωμένη μαζί μου για χθες...»

«Δεν είμαι» τον διέκοψε. Ίσως αν το έλεγε πολλές φορές να το πίστευε.

«Αλλά είσαι θλιμμένη και αυτό με πονάει. Δώσε μου μια ευκαιρία να το αλλάξω αυτό. Σε παρακαλώ».

Ένευσε διστακτικά. Και εκείνη ήθελε να φύγει αυτή η σκιά που είχε εμφανιστεί ανάμεσά τους και την είχε κάνει να αμφιβάλλει για τον άντρα που αγαπούσε. Ίσως ο Ντέβαν είχε έναν τρόπο για να τη διώξει και το να μιλήσουν φαινόταν καλή αρχή.

Ντύθηκε και κατέβηκε στον κάτω όροφο με τον γιο της.

«Καλημέρα» είπε στη Μελάρα που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και καθάριζε φρούτα.

«Καλημέρα» απάντησε η ηλικιωμένη. Μπροστά της υπήρχαν ψάθινα καλάθια γεμάτα κατακόκκινα μήλα, λαμπερά κεράσια, βερίκοκα και πορτοκάλια. «Θα φτιάξω τάρτες» της είπε και άφησε το μαχαίρι που κρατούσε για να πιάσει ένα γράμμα που η Κίρα δεν είχε προσέξει ανάμεσα στα φρούτα. «Το βρήκα πεσμένο μπροστά στο τζάκι σήμερα το πρωί. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει πώς γίνεται να βρίσκω συνέχεια γράμματα που εμφανίζονται με μαγικό τρόπο από το πουθενά;»

«Όπως το είπες» αποκρίθηκε η Κίρα και άπλωσε το ελεύθερο χέρι της για να πιάσει τον φάκελο. «Μαγικά».

Το όνομα του Ντέβαν ξεχώριζε στο κέντρο του γραμμένο με τα καλλιγραφικά γράμματα της Ορόρας. Από τότε που είχαν φύγει από τη Ναβίντια, τα δυο αδέλφια είχαν ανταλλάξει ένα μπαούλο γράμματα. Ο Ντέβαν τα είχε κρατήσει όλα. Η Κίρα δεν περίμενε τίποτα λιγότερο από τα δίδυμα. Αν και θα στεναχωριόταν όταν το ταξίδι τους θα τελείωνε, ήξερε πως αυτοί οι δυο ανυπομονούσαν να ανταμώσουν ξανά.

Κι εκείνης της έλειπε το σπίτι της. Και οι άνθρωποί της. Η Ορόρα της είχε υποσχεθεί ότι θα τους πρόσεχε όσο θα έλειπε, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Είχε ανάγκη την απόσταση αλλά είχε και καθήκον απέναντί τους. Κανονικά θα έπρεπε να είχε επιστρέψει στο τέλος του καλοκαιριού, για να επιτηρεί τη συγκομιδή, κάτι που θα καθόριζε αν θα είχαν αρκετό φαγητό για τον χειμώνα ή αν θα πεινούσαν. Αλλά είχε αποφασίσει να φερθεί εγωιστικά λίγο ακόμα και έμεινε. 

Όταν πέθανε η μητέρα της, η Κίρα ήταν πολύ μικρή για να αναλάβει τη διοίκηση του κάστρου, αλλά είχε πάντα ανθρώπους που εμπιστευόταν για να το κάνουν για χάρη της. Όταν έγινε δεκαεφτά είχε αρχίσει να μαθαίνει τι έπρεπε να κάνει μια αρχόντισσα, αλλά τότε ξεκίνησε η ιστορία με τον Ντέβαν, και μετά ήρθε η εγκυμοσύνη της, και μετά είχαν φύγει. Όμως δεν μπορούσε να παραμελεί άλλο τις ευθύνες της, όπως και ο Ντέβαν δεν μπορούσε να αμελεί τα καθήκοντά του στον Οίκο του για πολύ ακόμα.

Το που θα έμεναν όταν θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους ήταν ένα θέμα που και οι δυο απέφευγαν σκόπιμα, αλλά αργά ή γρήγορα θα το έβρισκαν μπροστά τους. Αν η Κίρα ήταν μόνη της, τα πράγματα θα ήταν ξεκάθαρα: η θέση της ήταν δίπλα στους ανθρώπους της και δε χωρούσε άλλη συζήτηση. Αλλά δεν είχε δικαίωμα να στερήσει τον Ραίγκαρ από τον Ντέβαν. Το διάστημα που είχε μείνει στο κάστρο των Ντρόγκομιρ μέχρι να βεβαιωθεί ότι ο κίνδυνος είχε περάσει και το παιδί της ήταν ασφαλές είχε κυλήσει ομαλά και χωρίς επεισόδια, αλλά μπορούσε να το ξανακάνει;

«Χαίρομαι που ο νεαρός Ντρόγκομιρ αποφάσισε να ακολουθήσει την ταπεινή αλλά σοφή συμβουλή μιας γριάς γυναίκας σαν κι εμένα και να γίνει λίγο πιο ρομαντικός» είπε η Μελάρα, βγάζοντάς την από τις σκέψεις της. Πήρε ένα βερίκοκο από το καλάθι και το άνοιξε στη μέση με το μαχαίρι, πετώντας το κουκούτσι στην άκρη. Άφησε το φρούτο μέσα σε ένα βαθύ ξύλινο μπολ και έπιασε ένα μήλο. «Είστε νέοι. Πρέπει να το εκμεταλλευτείτε όσο μπορείτε ακόμα».

«Ξέρεις πού θέλει να με πάει;»

«Φυσικά και ξέρω. Αλλά δεν μπορώ να σου πω». Έσπρωξε τις κόκκινες φλούδες στην άκρη και έκοψε το μήλο σε κομμάτια μέσα στο μπολ. «Αυτό που μπορώ να κάνω όμως είναι να προσέχω αυτόν τον αξιολάτρευτο μικρό όσο θα λείπετε».

«Δεν ξέρω» είπε η Κίρα. «Νιώθω ότι καταχραζόμαστε τη φιλοξενία σου». Και ένιωθε άσχημα κάθε φορά που άφηνε τον γιο της πίσω. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να θέλει να γυρίσει τρέχοντας κοντά του.

«Ανοησίες» είπε η Μελάρα και άνοιξε τα χέρια της για να της δώσει το παιδί. «Μου αρέσει να τον προσέχω». Η Κίρα της τον έδωσε και η Μελάρα τον έβαλε να κάτσει στην ποδιά της. Άπλωσε το ζαρωμένο χέρι της και έπιασε ένα μικρό πορτοκάλι από το καλάθι. «Να, παίξε με αυτό» του είπε και του έδωσε το φρούτο πριν στραφεί ξανά προς την Κίρα. «Μην ανησυχείς, θα είμαστε μια χαρά εδώ. Και όταν θα επιστρέψετε θα έχετε την τύχη να γευτείτε τις καλύτερες τάρτες με φρούτα σε ολόκληρο το Νιέζντιελ. Ούτε ο βασιλικός μάγειρας δεν μπορεί να ψήσει τα γλυκά που φτιάχνω εγώ» δήλωσε περήφανα και επέστρεψε στη δουλειά της.

«Είμαι σίγουρη γι' αυτό». Μπορεί να μην είχε δοκιμάσει τα περίτεχνα γλυκά στο δείπνο με τη Ναζλί, αλλά κάτι της έλεγε πως η Μελάρα είχε δίκιο.

Ο Ντέβαν μπήκε μέσα στην κουζίνα και κοίταξε τις δυο γυναίκες. 

«Τι συνωμοτείτε εσείς εδώ;»

«Εγώ και ο γιος σου θα ψήσουμε τάρτες» του απάντησε η Μελάρα, δείχνοντάς του με το μαχαίρι τα υλικά πάνω στο τραπέζι.

«Αν ο άρχοντας-πατέρας μου μάθει ότι προσπαθείς να κάνεις τον γιο μου ζαχαροπλάστη θα πεθάνει». Η Κίρα τον κοίταξε με γκρίζα μάτια γεμάτα ελπίδα. 

«Μπορούμε να του γράψουμε ένα γράμμα;»

«Δε θα προσποιηθώ ότι καταλαβαίνω τι λέτε» τους διέκοψε η Μελάρα και στράφηκε προς τον Ντέβαν «αλλά νομίζω ότι αυτή η νεαρή κυρία θέλει να μάθει πού σκοπεύεις να την πας».

«Λατρεύω τις τάρτες» είπε το αγόρι, αποφεύγοντας την ερώτηση για να παρατείνει το μαρτύριό της. «Το ίδιο και η αδελφή μου. Πρέπει να σκεφτείς σοβαρά το ενδεχόμενο να έρθεις μαζί μας στη Ναβίντια. Θα σε κάνω υπεύθυνη του κάστρου, όλοι θα υπακούν στις προσταγές σου, αρκεί να βρίσκεις χρόνο για να μας φτιάχνεις αυτά τα υπέροχα γλυκά».

Η ηλικιωμένη γέλασε σιγανά και έπιασε ένα βερίκοκο για να το καθαρίσει. 

«Μακάρι να γινόταν αλλά αυτά τα γέρικα κόκαλα δε θα άντεχαν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι»

Θα ήταν ωραία να την έχουν κοντά τους. Ήταν ένας από τους πιο καλόκαρδους ανθρώπους που είχε γνωρίσει η Κίρα και ήδη την ένιωθε σαν οικογένεια. Θα έφερνε ζεστασιά στο κάστρο και ήταν σχεδόν σαν γιαγιά στον Ραίγκαρ.

«Σκέψου το πάντως» της είπε ο Ντέβαν. «Μιλάω σοβαρά. Αν αλλάξεις γνώμη η προσφορά μου είναι ανοιχτή».

«Θα το έχω στον νου μου» απάντησε ανάλαφρα η Μελάρα, αλλά ο τόνος της υπονοούσε πως όσο κι αν το ήθελε δε γινόταν. Άλλωστε, ολόκληρη η ζωή της ήταν στο Νιέζντιελ. «Τώρα, αν δεν έχετε σκοπό να φύγετε και να περάσετε ολόκληρη τη μέρα στη κουζίνα, τότε καλά θα κάνετε να πιάσετε από ένα μαχαίρι και να με βοηθήσετε να καθαρίσω τα φρούτα».

«Πίστεψέ με, δε θέλεις να ανακατευτούμε στην κουζίνα σου. Θα γίνει σαν πεδίο μάχης».

«Ήρθε ένα γράμμα για 'σένα» τον ενημέρωσε η Κίρα και του έδωσε τον φάκελο.

Ο Ντέβαν τον περιεργάστηκε για μια στιγμή και τον άφησε πάνω στο τραπέζι. «Θα το διαβάσω αργότερα» είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της Κίρας. «Πάμε;»

Φίλησαν τον γιο τους και ξεκίνησαν για να δουν τι ήταν αυτή η «έκπληξη» που ετοίμαζε ο Ντέβαν.




Η Μελάρα είχε δίκιο όταν έλεγε ότι οι καταρράκτες ήταν ένα μαγικό μέρος.

Είχαν βγει από την πόλη και είχαν προχωρήσει προς τους πρόποδες ενός βουνού. Η κορυφή ήταν τόσο ψηλή που χανόταν μέσα στα σύννεφα. Ο Ντέβαν της είχε πει πως οι κάτοικοι του Νιέζντιελ το είχαν αφιερώσει στη θεά που προστάτευε τους νεκρούς, της οποίας το όνομα η Κίρα δεν μπορούσε με τίποτα να προφέρει, επειδή πίστευαν ότι η κορυφή του ήταν τόσο ψηλή που έφτανε μέχρι την κατοικία της θεάς στους ουρανούς.

Τα χιόνια από την κορυφή που έλιωναν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σχημάτιζαν καταρράκτες που έπεφταν σε επίπεδα, σχηματίζοντας λίμνες που έπεφταν ξανά σχηματίζοντας κι άλλους καταρράκτες. Ο τελευταίος ήταν ο μεγαλύτερος και η λίμνη που σχηματιζόταν μπροστά του μετατρεπόταν σε ένα ποτάμι που η Κίρα υπέθετε ότι κατέληγε στη θάλασσα. Το νερό που έπεφτε ορμητικά σχημάτιζε αφρό και ουράνια τόξα στα σημεία που οι ακτίνες του ήλιου χτυπούσαν τις σταγόνες που χόρευαν στον αέρα.

Το έδαφός κοντά στους καταρράκτες ήταν βραχώδες, αλλά γύρω από τη λίμνη υπήρχε πράσινο χλωρό χορτάρι και μικρά πολύχρωμα λουλούδια. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι εκεί, που είτε κολυμπούσαν στις όχθες της τεράστιας λίμνης είτε καθόντουσαν απ' έξω και απολάμβαναν την ηλιόλουστη μέρα.

«Οι ντόπιοι έδωσαν στο μέρος το όνομα Καταρράκτες των Πνευμάτων επειδή πιστεύουν ότι η ομίχλη που δημιουργεί το νερό στη βάση του μεγαλύτερου καταρράκτη είναι η ψυχές που περνάνε στην Άλλη Ζωή» της είπε ο Ντέβαν, δυναμώνοντας τη φωνή του, για να ακουστεί πάνω από τον θόρυβο του νερού. «Υπάρχουν υπόγεια σπήλαια στη βάση του και πίσω από τον καταρράκτη, αλλά είναι επικίνδυνο να πας. Όμως όσοι τα καταφέρνουν κερδίζουν την εύνοια των θεών για το θάρρος τους. Ή τουλάχιστον έτσι λένε».

Η γαλήνη και η ηρεμία που εξέπεμπε το μέρος την έκαναν να χαλαρώνει, λες και η ενέργειά του περνούσε και σε εκείνη. Στη Ναβίντια ο Θεός του θανάτου ήταν σκοτεινός και τρομερός. Ακόμα και οι ιερείς που τον λάτρευαν τον φοβόντουσαν. Στο Νιέζντιελ ο θάνατος δεν ήταν τρομαχτικός. Ήταν το κλείσιμο ενός κύκλου και η αρχή ενός νέου.

«Σου αρέσει;» την ρώτησε ο Ντέβαν.

«Είναι πανέμορφα» του απάντησε, κοιτάζοντας το μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν μπροστά της.

Ο Ντέβαν έπιασε το χέρι της και την οδήγησε προς το ποτάμι. «Έλα».

«Δεν μπορούμε να μείνουμε λίγο ακόμα; Μόλις ήρθαμε».

«Θα μείνουμε. Απλά θα πάμε κάπου πιο ήσυχα».

Το έδαφος γινόταν πιο κατηφορικό καθώς περπατούσαν δίπλα στο ποτάμι και ο θόρυβος από τους καταρράκτες άρχισε να σβήνει πίσω τους. Μετά από λίγη ώρα η Κίρα παρατήρησε ότι μικρά παρακλάδια ξέφευγαν από το ποτάμι και κατέληγαν σε κοιλότητες μέσα στο έδαφος, σχηματίζοντας λιμνούλες διαφόρων μεγεθών και σχημάτων.

«Οι περισσότεροι μένουν κοντά στους καταρράκτες για να προσευχηθούν» της είπε ο Ντέβαν. «Αλλά εγώ προτιμώ αυτή την πλευρά. Είναι πιο ήσυχα και λίγοι περνούν από εδώ».

«Και τι θα κάνουμε εδώ;»

Έπιασε τα κορδόνια του γιλέκου του και άρχισε να τα λύνει. «Θα κολυμπήσουμε» της απάντησε λες και ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. Έβγαλε το γιλέκο του και το άφησε να πέσει πάνω στο χορτάρι. Τον παρακολούθησε να πιάνει το λευκό πουκάμισο που φορούσε να το τραβάει πάνω από το κεφάλι του, ανακατεύοντας τα μαύρα μαλλιά του. Το βλέμμα της Κίρας έπεσε πάνω στους γραμμωμένους μύες του στομαχιού του και αμέσως ένιωσε την επιθυμία να ακουμπήσει τα χέρια της πάνω του, να νιώσει κάθε γραμμή και καμπύλη του δέρματός του, να μπλέξει τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και να γευτεί τα χείλη του.

Όμως τότε θυμήθηκε τη Ναζλί και έμεινε στη θέση της.

Ο Ντέβαν έβγαλε τις μπότες του και τις άφησε δίπλα στο πουκάμισο και στο γιλέκο του. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της, αλλά η Κίρα δεν το πήρε.

Κούνησε το κεφάλι της. 

«Μπες εσύ. Εγώ θα καθίσω εδώ και θα σε περιμένω».

Ένα απορημένο συνοφρύωμα εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Γιατί;»

«Δεν ξέρω κολύμπι» παραδέχθηκε, αποστρέφοντας ντροπιασμένη το βλέμμα της. Όταν περνούσες το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου κλεισμένη σε ένα κάστρο, δε σου δινόταν η ευκαιρία να δεις πολλές λίμνες για να μάθεις πώς να κολυμπάς.

Το πρόσωπο του Ντέβαν μαλάκωσε και έκανε ένα βήμα μπροστά για να πιάσει το χέρι της. «Δε χρειάζεται να ξέρεις κολύμπι για να σταθείς μέσα στο νερό. Αυτές οι λίμνες είναι ρηχές, και θα είμαι συνέχεια δίπλα σου» της υποσχέθηκε. Βλέποντας ότι τα λόγια του δεν την έπειθαν, έπιασε απαλά το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπό της για να την κάνει να τον κοιτάξει. «Με εμπιστεύεσαι;»

Τα χρυσά του μάτια βρήκαν τα γκρίζα δικά της και τα βλέμματά τους κλείδωσαν. Μερικές φορές η Κίρα ένιωθε ότι τα μάτια του ήταν το πιο ασφαλές μέρος του κόσμου για εκείνη και άλλες φορές ένιωθε ότι μπορούσε να χαθεί μέσα σε αυτά. Ο Ντέβαν την κοίταξε περιμένοντας για την απάντησή της και η Κίρα ήξερε ότι υπήρχαν περισσότερες από μια ερωτήσεις μέσα στα λόγια του.

Ήθελε να του πει ναι, ότι τον εμπιστευόταν με τη ζωή της και πως ήξερε με όλη της την καρδιά ότι άξιζε αυτή την εμπιστοσύνη, αλλά κάτι την εμπόδιζε. Οπότε περιορίστηκε σε ένα απλό νεύμα ελπίζοντας πως αυτό θα ήταν αρκετό, αλλά από την απογοήτευση και τη θλίψη που πέρασαν από το πρόσωπο του Ντέβαν ήξερε πως δεν ήταν.

«Λυπάμαι που σε πλήγωσα» της είπε, και η Κίρα αναρωτήθηκε πόσες φορές της το είχε πει αυτό από χθες. Το μισούσε που τον έκανε να νιώθει ένοχος. «Ήταν άθελά μου, αλλά το έκανα και λυπάμαι για αυτό. Όμως πρέπει να καταλάβεις ότι δεν έχω αισθήματα για τη Ναζλί. Τουλάχιστον όχι αυτά που νομίζεις».

«Όμως ήσουν μαζί της» είπε σιγανά, λες και αν δεν έλεγε τα λόγια θα σταματούσε να είναι αλήθεια.

«Και τώρα είμαι μαζί σου» της είπε, κοιτάζοντάς την κατάματα σαν να προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει την πλήρη σημασία της λέξης. «Επέλεξα να είμαι μαζί σου, και επιλέγω να είμαι μαζί σου κάθε μέρα που περνάει όπως κι εσύ επιλέγεις να είσαι δίπλα μου, και θα είμαι για πάντα ευγνώμων στους Θεούς για αυτό. Γι΄ αυτό, σε παρακαλώ, μη με κατηγορείς ότι έχω κάποια άλλη στην καρδιά μου όταν η καρδιά μου ανήκει μονάχα σε εσένα. Δε θέλω να σε χάσω για κάτι τόσο ανόητο και ασήμαντο».

«Ούτε κι εγώ» του είπε, και αυτή τη φορά δε δίστασε ούτε για μια στιγμή πριν μιλήσει. «Σ' αγαπώ». Κάποτε του είχε υποσχεθεί ότι θα του το έλεγε αυτό κάθε μέρα και εκείνος την είχε διαβεβαιώσει ότι δε θα βαριόταν ποτέ να το ακούει. Δε θα άφηνε τις ανασφάλειές της να χαλάσουν αυτό που είχαν.

Τα χέρια του άφησαν το πρόσωπό της και γλίστρησαν στην πλάτη της, τραβώντας την κοντά του. 

«Κι εγώ σ' αγαπώ». Η ζεστή του ανάσα χάιδευε τον λαιμό της.

Τα μάτια της έκαιγαν, αλλά δεν ήθελε να κλάψει τώρα, ακόμα κι αν ήταν χαρούμενα δάκρυα. «Θα μπούμε στο νερό ή όχι;» είπε για να αλλάξει το θέμα.

«Πρώτα πρέπει να βγάλεις αυτό το φόρεμα» της είπε και τα μάτια του έλαμψαν παιχνιδιάρικα. «Δεν μπορείς να κολυμπήσεις με τα ρούχα».

«Κι αν μας δει κάποιος;»

Έπιασε τα κορδόνια στο μπροστινό μέρος του φορέματός της και άρχισε να τα λύνει. «Νομίζεις ότι θα μας έφερνα εδώ αν υπήρχε πιθανότητα να περάσει κάποιος και να δει το γυμνό σώμα της γυναίκας μου; Δε θα ήθελα να αναγκαστώ να χύσω αίμα σε ένα τόσο όμορφο μέρος». Έσπρωξε το ύφασμα από τους ώμους της και το φόρεμα γλίστρησε από πάνω της σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω από τα πόδια της.

«Δεν το περίμενα αυτό από εσένα, Ντέβαν Ντρόγκομιρ» του είπε και τον άφησε να την οδηγήσει σε μια από τις λίμνες. Δε φαινόταν ιδιαίτερα βαθιά, αλλά και πάλι ένιωθε νευρική. «Να φέρνεις μια μόνη και ανυπεράσπιστη κοπέλα σε ένα απομονωμένο μέρος για να την αποπλανήσεις. Αυτή η συμπεριφορά δεν αρμόζει σε έναν άρχοντα».

Ο Ντέβαν γέλασε σιγανά και μπήκε πρώτος μέσα στη λίμνη. Η Κίρα έβαλε αργά τα πόδια της μέσα στο νερό, δοκιμάζοντάς το. Η διαφορά στη θερμοκρασία ήταν έντονη μετά από τόση ώρα κάτω από τον καυτό ήλιο, αλλά όσο πιο μέσα προχωρούσε το δροσερό νερό άφηνε μια ευχάριστη αίσθηση πάνω στο δέρμα της. Όταν το νερό έφτασε στους ώμους της σταμάτησε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του Ντέβαν, μην τολμώντας να προχωρήσει περισσότερο.

«Μου αρέσει αυτό» είπε το αγόρι.

«Ποιο;»

«Ο τρόπος που με κρατάς. Σαν να με χρειάζεσαι, σαν να βασίζεσαι πάνω μου».

Η Κίρα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της. «Τελικά είσαι κι εσύ σαν όλους τους άντρες. Θέλετε να σας έχουμε ανάγκη για να νιώθετε σημαντικοί».

«Το μόνο άτομο που θέλω να με θεωρεί σημαντικό είσαι εσύ» της απάντησε. «Εσύ και ο Ραίγκαρ είστε το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου. Θέλω να το ξέρεις αυτό».

«Το ξέρω. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι» του είπε, και ήξερε ότι ο Ντέβαν είχε καταλάβει ότι εννοούσε τη Ναβίντια.

Ένευσε καταφατικά. «Αύριο το πρωί θα αρχίσουμε να μαζεύουμε τα πράγματά μας και μεθαύριο θα ξεκινήσουμε. Αλλά προς το παρον μπορούμε να απολαύσουμε τη μέρα».

«Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου;» τον ρώτησε πονηρά. Ο Ντέβαν έβαλε τα χέρια του στη μέση της και τη σήκωσε μέσα στο νερό, βάζοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του. «Τι σύμπτωση» είπε η κοπέλα. «Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν».

Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του και ο κόσμος γύρω της σταμάτησε να υπάρχει. Τα πάντα έγιναν ασήμαντα και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το πόσο ταίριαζε το σώμα της με το δικό του. Δε χρειαζόταν να σκεφτεί τίποτα άλλο. Αυτό που είχε σημασία ήταν πως αυτός ο άντρας ήταν δικός της και μόνο δικός της.




«Την επόμενη φορά που θα πάμε για κολύμπι να πάρουμε και τον Ραίγκαρ μαζί» είπε η Κίρα. Τα μαλλιά της είχαν σχεδόν στεγνώσει μέχρι να φτάσουν στο σπίτι. Είχε λατρέψει εκείνο το μέρος και ήθελε να πάνε τουλάχιστον άλλη μια φορά πριν φύγουν από το Νιέζντιελ, αυτή τη φορά μαζί με το μωρό τους.

Ένιωθε ξεκούραστη και χαλαρή, και θα είχε περάσει όλη τη μέρα στις λίμνες αν δεν της έλλειπε το μωρό της. Ο γιος της είχε κάνει το πρώτο του βήμα σήμερα, θυμήθηκε και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Πώς γινόταν κάτι τόσο μικρό να τη γεμίζει με τόση χαρά;

«Μόλις ξεκίνησε να περπατάει και εσύ σκέφτεσαι ήδη να του μάθεις κολύμπι» σχολίασε ο Ντέβαν καθώς άνοιγε την πόρτα για να περάσουν, αλλά κι εκείνος χαμογελούσε.

«Βασικά, σκεφτόμουν να μας μάθεις εσύ και τους δυο» του απάντησε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και ετοιμάστηκε να τον φιλήσει, αλλά η γλυκιά μυρωδιά που ερχόταν από την κουζίνα την έκανε να τον αφήσει και να απομακρυνθεί από κοντά του για να βρει την πηγή της. Ο Ντέβαν έβγαλε ένα παραπονεμένο επιφώνημα και την ακολούθησε.

Μέσα στην κουζίνα, η Μελάρα έβγαζε τις καυτές τάρτες από τον ξυλόφουρνο και τις άφηνε προσεχτικά πάνω στο τραπέζι. Τα λερωμένα μπολ και τα μαχαίρια είχαν εξαφανιστεί, πλυμένα και σκουπισμένα δίπλα στη σκάφη που είχε ακόμα νερό με σαπουνάδα μέσα. Η θέα των φρεσκοψημένων γλυκών έκανε το στομάχι της Κίρα να διαμαρτυρηθεί. Η έκπληξη του Ντέβαν την είχε κάνει πολύ ευτυχισμένη και την είχε αφήσει πολύ πεινασμένη.

Μια ξεθωριασμένη πορτοκαλί λινή κουβέρτα ήταν στρωμένη στο πάτωμα δίπλα στο τραπέζι. Ο Ραίγκαρ καθόταν πάνω της και έπαιζε με τους τρεις ξύλινους δράκους που είχε σκαλίσει ο Ντέβαν. Τους είχαν ξεκρεμάσει από την κούνια του και τους είχαν πάρει μαζί τους όταν έφυγαν, αφού ήταν τα αγαπημένα παιχνίδια του Ραίγκαρ. Υπήρχαν κι άλλα παιχνίδια σκορπισμένα γύρω του, ένας γκρίζος λούτρινος λύκος που του είχε δώσει η Ορόρα, μια πολύχρωμη μπάλα που ήταν δώρο της Κάλικ, και μια κουδουνίστρα με ρούνους για ευτυχία και προστασία από την Ντεσμέρα που κάποτε ανήκε στα παιδιά της. Ο Ραίγκαρ αγνοούσε όλα τα υπόλοιπα και έπαιζε μονάχα με τους δράκους του. Η Κίρα δεν ξαφνιαζόταν που τους λάτρευε τόσο. Εξάλλου, ήταν μισός Ντρόγκομιρ.

Η Μελάρα άφησε την τελευταία τάρτα δίπλα στις άλλες και σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά που ήταν δεμένη γύρω από τη μέση της. Η Κίρα παρατήρησε ένα αλευρωμένο αποτύπωμα από μικρά χεράκια που ίσα που ξεχώριζε πάνω στα λευκά μαλλιά της, και άλλο ένα πιο εμφανή στην δεξιά πλευρά του σαγονιού της.

«Ελπίζω να υπάρχει σοβαρός λόγος που δυο νέοι σαν κι εσάς δεν μπορούν να μείνουν μισή μέρα έξω από το σπίτι. Θα αρχίσω να πιστεύω πως δε με εμπιστεύεστε για να προσέχω το μωρό» τους είπε με μια δήθεν ενοχλημένη έκφραση και ακούμπησε τα χέρια της πάνω στους γοφούς της, αλλά ο τόνος της ήταν ελαφρύς.

«Είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχει μείνει μόνη μαζί του, χωρίς εμάς, για τόση ώρα» την ενημέρωσε ο Ντέβαν και η Κίρα ένευσε συμφωνώντας.

Τις πρώτες βδομάδες μετά τη γέννησή του, η Κίρα δεν άφηνε κανέναν να τον κρατήσει εκτός από τον Ντέβαν, ούτε καν την Ορόρα. Το ήξερε ότι μπορούσε να την εμπιστευτεί και ένιωθε τύψεις που τη στεναχωρούσε -αν και η Ορόρα δεν είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο- αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο Ντέβαν αναγκαζόταν να περιμένει μέχρι να αποκοιμηθεί και να πάρει κρυφά το μωρό από δίπλα της για να το δώσει στην Ορόρα και την Ντεσμέρα. Είχε χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να ξεπεράσει τους φόβους της. Ευτυχώς ο Αίρυς δεν είχε ζητήσει ποτέ να κρατήσει το μωρό.

«Τότε νιώθω πολύ υπερήφανη» απάντησε εύθυμα η ηλικιωμένη και έπιασε ένα κόσκινο με ζάχαρη. «Οι τάρτες καίνε ακόμα αλλά σε λίγο θα έχουν κρυώσει. Έπρεπε να ήσασταν από μια μεριά και να βλέπατε όταν έδωσα την κουτάλα στον Ραίγκαρ και άρχισε να ανακατεύει την κρέμα» γέλασε. «Βέβαια, δεν ήταν τόσο αστείο τη στιγμή που βούτηξε τα χέρια του μέσα στο μπολ και άρχισε να πασαλείβει το τραπέζι, αλλά όταν έχεις μικρά παιδιά συμβαίνουν αυτά».

«Συγνώμη για την ταλαιπωρία» είπε απολογητικά η Κίρα. Έσκυψε και σήκωσε τον γιο της από την κουβέρτα. Ο Ραίγκαρ άγγιξε με περιέργεια τη βρεγμένη άκρη μιας τούφας των μαλλιών της και τράβηξε το χέρι του πίσω. «Έπρεπε να τα αφήσεις και θα τα καθάριζα εγώ».

«Τι είναι αυτά που λες; Αυτό το παιδί με κάνει να νιώθω ξανά νέα».

Σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι, πήρε το γράμμα της Ορόρας από το τραπέζι. «Έχω ακόμα τα γράμμα σου» είπε στον Ντέβαν.

«Το είχα ξεχάσει τελείως» είπε το αγόρι και μετά κοίταξε την Κίρα. «Μην το πεις αυτό στην Ορόρα. Ο θάνατός μου θα είναι αργός και επώδυνος».

Άπλωσε το χέρι του για να το πάρει αλλά πριν προλάβει να το κάνει ένας δυνατός βρόντος από το σαλόνι και ο θόρυβος από γυαλιά που σπάνε τράβηξε την προσοχή τους. Ενστικτωδώς, η Κίρα έσφιξε τον Ραίγκαρ στην αγκαλιά της. Ο Ντέβαν άνοιξε ένα συρτάρι και πήρε από μέσα ένα μακρύ μαχαίρι.

«Μείνετε εδώ» είπε στις δυο γυναίκες και πήγε προς το σαλόνι.

Αλλά η Κίρα δεν μπορούσε να τον αφήσει μόνο ενώ δεν ήξεραν τι είχε συμβεί. Και η Μελάρα τούς ακολούθησε, από ανησυχία ή περιέργεια, δεν ήξερε.

Η πόρτα του σπιτιού είχε ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες της και τα παράθυρα του σαλονιού ήταν σπασμένα, με τις κουρτίνες τους να κυματίζουν στο ζεστό αεράκι. Σκλήθρες και σπασμένα γυαλιά ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, αλλά το βλέμμα της Κίρα είχε εστιάσει πάνω στους άντρες που είχαν εισβάλει μέσα στο σπίτι.

Όχτώ, μέτρησε, ντυμένοι από την κορυφή ως τα νύχια με μαύρα ρούχα, μαύρες μπότες, και μαύρα γάντια. Μαύρες λωρίδες υφάσματος κάλυπταν τα κεφάλια και τα στόματά τους, αφήνοντας εκτεθειμένα μόνο τα μάτια τους. Αλλά αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή της Κίρα ήταν τα σπαθιά με τις μακριές κυρτές λεπίδες που κρατούσαν στα χέρια τους.

«Δεν υπάρχει τίποτα για να κλέψετε σε αυτό το σπίτι» τους προειδοποίησε ο Ντέβαν, κρατώντας γερά το μαχαίρι. «Φύγετε τώρα πριν τα πράγματα γίνουν άσχημα».

Όμως παρά τη σιγουριά στην φωνή του ήξερε το ίδιο καλά με την Κίρα πως οι κακοποιοί που εισέβαλλαν σε ένα σπίτι κατά τη διάρκεια της μέρας αντί να περιμένουν την κάλυψη της νύχτας δεν ερχόντουσαν ούτε για να κλέψουν, ούτε για να πάρουν αιχμαλώτους.

Ερχόντουσαν για να σκοτώσουν.

Τα λόγια του δεν τρόμαξαν τους κακοποιούς που έκαναν ένα βήμα μπροστά. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ότι ο Ντέβαν Ντρόγκομιρ ήταν ένας εξαιρετικός πολεμιστής, αλλά ένα κουζινομάχαιρο δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα σπαθιά. Ο χώρος ήταν πολύ μικρός για να μεταμορφωθεί και το σπαθί του ήταν στο δωμάτιό τους στον επάνω όροφο.

Ο Ραίγκαρ ανασάλεψε στην αγκαλιά της και η Κίρα τον κράτησε σφιχτά πάνω στο στήθος της σαν να προσπαθούσε να τον κρύψει από το βλέμμα των κακοποιών που πλησίαζαν απειλητικά προς το μέρος τους. Δεν την ένοιαζε αν κρατούσαν σπαθιά ή όχι, αν προσπαθούσαν να βλάψουν τον γιο της ή τον Ντέβαν θα τους σκότωνε, ακόμα κι αν το μόνο όπλο που είχε ήταν τα δόντια και τα νύχια της.

Οι λαβές των σπαθιών των μαυροντυμένων αντρών άρχισαν να λάμπουν με ένα έντονο πορτοκαλί χρώμα. Ένας ένας πέταξαν τις καυτές λεπίδες στο πάτωμα βγάζοντας πνιχτά, πονεμένα μουγκρητά. Η Κίρα κοίταξε έναν στην άκρη που κρατούσε το χέρι του. Μια τρύπα είχε σχηματιστεί στο κέντρο του μαύρου γαντιού του. Το ύφασμα κάπνιζε και το δέρμα από μέσα ήταν κόκκινο και φουσκιασμένο. Οι εισβολείς αντάλλαξαν ένα βλέμμα και συνειδητοποιώντας πως είχαν χάσει το πλεονέκτημα το έβαλαν στα πόδια, φεύγοντας από τη σπασμένη πόρτα. 

Προτού η Κίρα προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί, εκείνοι είχαν χαθεί. Ο Ντέβαν κατέβασε το μαχαίρι και κοίταξε τα πεσμένα σπαθιά με μια έντονα προβληματισμένη έκφραση. Η πορτοκαλί λάμψη άρχισε να ξεθωριάζει λες και η φωτιά που τη συντηρούσε είχε σβήσει. 

Η Μελάρα δίπλα τους μουρμούρισε κάτι που κανείς τους δεν κατάλαβε και στη συνέχεια είπε: «Οι Θεοί τιμώρησαν τους αχρείους που τόλμησαν να καταπατήσουν το ιερό καταφύγιο του σπιτιού».

«Δε νομίζω πως ήταν οι Θεοί» είπε η Κίρα.

Τα μάτα όλων καρφώθηκαν πάνω στον Ραίγκαρ που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στην καμπύλη του λαιμού της, κοιτάζοντας ήρεμα γύρω του σαν να ήξερε πως δεν υπήρχε πλέον καμία απειλή.



Φαίη