Εξόριστοι (Κεφάλαιο (Επίλογος)

Drite

 Η Drite έφτασε λαχανιασμένη στον σταθμό τον λεωφορείων κοιτάζοντας συνεχώς πίσω της. Είχε ξεγλιστρήσει αθόρυβα μέσα στην προστασία που της προσέφερε το σκοτάδι. Έτρεμε ολόκληρη, η ανάσα της έβγαινε κοφτή, με δυσκολία.

Κάθισε στο ξεβαμμένο μεταλλικό παγκάκι και κοίταξε τριγύρω της. Δεν την ακολούθησε κανείς, ίσως για λίγο να την είχε γλυτώσει. Έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα, μα σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η στιγμή που θα έπρεπε να επιδείξει τη μεγαλύτερη ψυχραιμία.

Ξαφνικά το τηλέφωνό της χτύπησε, ξαφνιάστηκε. Το έβγαλε από την τσέπη της και είδε πως ήταν ο θείος της. Έκλεισε το στόμα με την παλάμη της για να πνίξει μια αυθόρμητη τσιρίδα. Κοίταξε πάλι γύρω της ένοχα, νόμιζε για μια στιγμή χιλιάδες μάτια την κοιτούσαν παράξενα.

Απέρριψε την κλήση και απενεργοποίησε το κινητό της.

Σηκώθηκε με αποφασιστικότητα, πέταξε το κινητό της σε ένα καλάθι σκουπιδιών που ήταν δίπλα της και προχώρησε στο πρώτο γκισέ που βρήκε μπροστά της. Έκοψε ένα εισιτήριο χωρίς να ρωτήσει τον προορισμό του.

Ανέβηκε στο λεωφορείο που της υπέδειξε ο υπάλληλος και κάθισε στις τελευταίες θέσεις, κουλουριασμένη σαν να κρυβόταν. Έσφιγγε με δύναμη την τσάντα στα χέρια της κοιτώντας από το σκονισμένο παράθυρο. Έβγαλε το βιβλίο που έκρυβε μέσα, τον μικρό πρίγκιπα, το βιβλίο που της είχε χαρίσει ο Φάνης. Χάιδεψε με θλίψη το δερματόδετο εξώφυλλο και μετά το έσφιξε πάνω στο στήθος της.

Το λεωφορείο τραντάχτηκε απότομα, ένας ήχος θαρρείς σαν από λιοντάρι που βρυχιόταν ακούστηκε και ξεκίνησε μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο καυσαερίων. Η Drite είδε τον ήλιο που ξεπρόβαλλε δειλά δειλά πίσω από τα βουνά. Πήγαινε ανατολικά.

 

Φάνης

Ο Φάνης έμεινε για αρκετή ώρα καθισμένος στο πάτωμα, απέναντι από τον πατέρα του που είχε γείρει το κεφάλι του στα αριστερά με μια ηλίθια έκφραση στο πρόσωπό του. Ήταν ακόμα σε κατάσταση σοκ. Τα χέρια του είχαν αίματα, τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Ένιωθε λύτρωση και απέχθεια ταυτόχρονα. Ήταν μουδιασμένος, νόμιζε πως δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Ξάφνου όλα του φάνηκαν καθαρά. Σε μια στιγμή διαύγειας, μάζεψε όσα αποθέματα αυτοκυριαρχίας είχε και σηκώθηκε. Έτρεξε στο μπάνιο, έπλυνε τα χέρια και καθάρισε όσο πιο καλά μπορούσε το όπλο από τα αποτυπώματα του. Έβγαλε τα ρούχα του και τα έβαλε σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Πήγε δίπλα στον πατέρα του και τοποθέτησε το όπλο στο δεξί του χέρι. Του ήρθε να ξεράσει μα κρατήθηκε, κοιτούσε το στημένο σκηνικό της αυτοκτονίας με αποστροφή μα και με μια δόσης διαστροφικής ευχαρίστησης.

Βγήκε από το σπίτι με τη σακούλα στο χέρι προσέχοντας να μην τον δει κανείς. Ευτυχώς η κάπως απομακρυσμένη μονοκατοικία του προσέφερε ασφάλεια από το να είχε ακούσει κάποιος περίεργος γείτονας τον πυροβολισμό.

Έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε με γοργό βήμα. Πέταξε τα πειστήρια του εγκλήματος σε ένα κάδο τρία τετράγωνα πιο κάτω χωρίς κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Έβγαλε το κινητό και κάλεσε τον αριθμό της Drite. Μια μονότονη γυναικεία φωνή τον ενημέρωσε πως το τηλέφωνό της ήταν απενεργοποιημένο και αυτό κατά ένα παράξενο τρόπο τον έκανε να νιώσει ανακούφιση.

Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ώρα να πάει στο σχολείο, να δημιουργήσει το άλλοθί του. Καθώς προχωρούσε, έβαλε το χέρι του αντήλιο, ο ήλιος που έβγαινε πάνω από το βουνό απέναντί του τον τύφλωνε.

 

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή έφτασε ως το αστυνομικό τμήμα και μόλις που πρόλαβε να καθίσει στην καρέκλα του αξιωματικού υπηρεσίας. Όλο το τμήμα σηκώθηκε στο πόδι, καθώς την είδαν με τα ματωμένα ρούχα. Το βλέμμα της ήταν αλλοπρόσαλλο, χαμένο και για λίγη ώρα δε μιλούσε, παρά μόνο κοίταζε το κενό μπροστά της σαν υπνωτισμένη.

Ο αρχιφύλακας της προσέφερε μια κούπα με ζεστό καφέ και μόνο αφού ήπιε μια γουλιά τα μάγουλά της πήραν μια κόκκινη απόχρωση. Ακούμπησε το φλιτζάνι πάνω στο γραφείο και άρχισε να διηγείται τα γεγονότα με αργή, ήρεμη φωνή χωρίς διακυμάνσεις.

Τους τα είπε όλα. Για τον Θάνο, τη Λίλιαν, για την προδοσία. Τους μίλησε και για εκείνον και μόνο τότε τα μάτια της δάκρυσαν και το πρόσωπό της έμοιαζε να ζωντανεύει ξανά. Αφού είπε ότι είχε να πει, έσκυψε το κεφάλι και πρόσθεσε στο τέλος πως δήλωνε ένοχη. Όχι για τον θάνατό του που ήταν ένα τραγικό ατύχημα, μα ήταν ένοχη γιατί τον αγάπησε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.

Καθώς οδηγούνταν στα κρατητήρια, κοντοστάθηκε μια στιγμή και κοίταξε έξω από το καγκελόφραχτο παράθυρο. Ο ήλιος είχε πάρει να ανατέλλει. Ξημέρωνε επιτέλους.

 

Πέτρος

Η μέρα είχε προχωρήσει αρκετά, ο ήλιος έφτανε στο ναδίρ της πορείας του στο στερέωμα του ουρανού. Ο Πέτρος κρατούσε την απογευματινή εφημερίδα στα χέρια του και έφριττε με αυτά που διάβαζε. Αυτοκτονία ενός παρασημοφορημένου αστυνομικού που μόλις τέθηκε σε διαθεσιμότητα, ένα άγριο έγκλημα έξω από γυμναστήριο από ύποπτα κυκλώματα της νύχτας που μάλλον πουλούσαν προστασία και ένα τραγικό ατύχημα με θύμα έναν ιερωμένο.

Αναστέναξε. Πώς είχε καταντήσει έτσι αλήθεια ο κόσμος! Έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του, τον έτσουζαν. Σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε στη βιτρίνα. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν βιαστικός, σκυφτός, βυθισμένος στις σκέψεις τους.

Γύρισε και κοίταξε τα βαρυφορτωμένα ράφια. Χαμογέλασε. Τελικά, η ζωή είναι απλά ένα βιβλίο. Κάθε μέρα μια καινούργια σελίδα, κάθε βιβλίο και μια διαφορετική ιστορία. Μερικές φορές δραματική, άλλες αστυνομική, κοινωνική, ακόμα και κωμωδία. Μπορεί να είναι ευχάριστα βιβλία, σκοτεινά, ίσως και στενάχωρα, μα εκεί έγκειται και η γοητεία της ζωής. Κάθε φορά που γυρνάς σελίδα, δεν ξέρεις τι σε περιμένει.

Αναστέναξε. Από το ραδιόφωνο άκουγε τη φωνή του Σαββόπουλου να του τραγουδά:

«Και τι ζητάω, τι ζητάω,

μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω…»

Τέλος

 Ηλίας Στεργίου