«Είναι ζωντανή… Αναπνέει αλλά γιατί δε συνέρχεται;» σχολίασε μια άλλη φωνή.
Η Έμιλι άνοιξε τα μάτια της αργά. Το φως την τύφλωσε. Αυτό δεν το περίμενε! Ανασηκώθηκε μουγκρίζοντας.
«Έμς;» είπε η Ντέμυ ξαφνιασμένη.
«Ντι… Τι έγινε;» ρώτησε.
«Επέστρεψες» είπε η Ντέμυ ξέπνοα.
«Και άναψαν τα φώτα» προσέθεσε η Κλέρι.
«Πόσες ώρες είμαι αναίσθητη;» ρώτησε πιάνοντας το κεφάλι της.
«Σαράντα οκτώ» είπε η Κλέρι.
«Τι;» ρώτησε μπερδεμένη η Έμιλι.
«Έμς… Ήσουν αναίσθητη δύο μέρες» είπε ανήσυχα η Ντέμυ. «Τι συνέβη;»
«Προφανώς δεν πέθανα» απάντησε μπερδεμένη.
«Κοπελιά έχεις σπάσει όλους τους κανόνες που γνωρίζαμε μέχρι να έρθεις εδώ. Γιατί δε σε σκότωσε;» είπε η Κλέρι.
«Θέλει να του δώσω οικειοθελώς τις δυνάμεις μου. Θέλει να με λυγίσει» απάντησε εκείνη.
«Και πώς θα το πετύχει αυτό;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Με οράματα. Μου έχει ήδη δείξει μια εκδοχή από το μέλλον. Τον ειρωνεύτηκα όταν μου το είπε, αλλά ήταν τόσο αληθινό… Έμοιαζε πραγματικό. Υποθέτω πως ήταν τόσο επίπονο και για αυτό ήμουν αναίσθητη τόσες μέρες».
«Γιατί δεν παίρνει απλά τις δυνάμεις σου; Αυτό κάνει σε όλους» είπε μπερδεμένη η Κλέρι.
«Θεωρεί τις δυνάμεις μου ως βραβείο. Θέλει να τις κερδίσει».
Ένα χαχανητό ακούστηκε λίγα μέτρα πιο πέρα.
«Έμιλι Τόμσεν. Πάντα το βραβείο. Όλοι τη θέλουν. Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, έτσι δεν είναι;» σχολίασε η Κέιτ γεμάτη ειρωνεία.
«Όχι τόση όση έχεις εσύ» της απάντησε εκνευρισμένη η Έμιλι. «Τα φώτα πότε άναψαν;»
«Λίγο πριν σε φέρει λιπόθυμη ο Μέισον» απάντησε η Ντέμυ.
«Μας κοίταξε φοβισμένος νομίζω» είπε η Κλέρι.
«Γιατί να το κάνει αυτό;» αναρωτήθηκε η Έμιλι.
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω» είπε η Ντέμυ. «Ερχόταν κάθε πρωί και απόγευμα και κοιτούσε πώς είσαι».
«Εκείνος τον έστελνε. Μόλις δει πως έχω συνέλθει θα στείλει τον Ρέιμαν» είπε η Έμιλι αγχωμένη.
Οι ώρες πέρασαν αργά. Είχε βραδιάσει και κανένας δεν ήρθε για να την πάρει.
«Γιατί δεν έρχεται; Τι περιμένει;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Ίσως… Ίσως περιμένει να νιώσεις καλύτερα» είπε η Κλέρι.
«Δεν τον ενδιαφέρω εγώ… Τις δυνάμεις μου θέλει. Απλώς φροντίζει να μην πεθάνω πριν τις αντλήσει».
«Πάντως απ’ ότι φαίνεται δε θα έρθει απόψε. Κοιμήσου, Έμς… Πρέπει να ξεκουραστείς» είπε η Ντέμυ.
«Έχεις δίκιο. Αυτό θα κάνω» είπε η Έμιλι και ξάπλωσε κλείνοντας τα μάτια της.
Ξύπνησε από έναν δυνατό θόρυβο. Ο ύπνος τής έκανε καλό. Ένιωθε ακόμα καλύτερα. Μια φιγούρα καθόταν λίγα μέτρα μακριά της και την κοιτούσε. Όταν τα μάτια της ξεθόλωσαν είδε πως ήταν ο Μέισον.
«Σήκω» της είπε ξερά. Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα και ανακάθισε για λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα σηκώθηκε και τον ακολούθησε μέσα στο δωμάτιο. «Μείνε εδώ» της είπε και χάθηκε ξανά μέσα σε εκείνο το δωμάτιο όπου είχε πάει την προηγούμενη φορά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Γκρεγκ μπήκε μέσα. Έδειχνε αρκετά κουρασμένος.
«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε εξαντλημένος.
«Έχω μια τάση να ειρωνευτώ. Εσύ;»
«Πεινάω. Θα έρθεις;»
«Πού;»
«Μαζί μου. Νομίζω πως και οι δυο μας έχουμε ανάγκη από λίγο φαγητό, δε νομίζεις; Λοιπόν; Θα έρθεις;»
Η Έμιλι τον ακολούθησε σιωπηλά. Βγήκε σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με τραπεζαρία. Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Μόνο ένα μεγάλο τραπέζι με μερικές καρέκλες.
«Κάθισε» της είπε δείχνοντάς της τις καρέκλες.
Η Έμιλι κάθισε δύσπιστα σε μια καρέκλα. Ήταν περίεργη να ανακαλύψει τι σκάρωνε.
Ο Γκρεγκ εμφανίστηκε κρατώντας στα χέρια του δυο πιάτα με cheese burgers και πατάτες. Άφησε το ένα πιάτο μπροστά της και έπειτα κάθισε απέναντί της.
«Για ρομαντικό δείπνο με έφερες ή για να με λυγίσεις;» τον ρώτησε εντελώς μπερδεμένη.
«Πρέπει να φας. Είσαι εξαντλημένη».
«Κοίταξες τα μούτρα σου στον καθρέφτη; Είσαι πιο χάλια από εμένα».
«Δεν το είχα επιχειρήσει πιο πριν αυτό με τα οράματα. Δεν ήξερα πως θα ήταν τόσο επίπονη η διαδικασία και για τους δυο μας».
«Ήμουν αναίσθητη για δυο μέρες. Δε νομίζω πως ήσουν χειρότερα από εμένα».
«Ξύπνησα σήμερα το πρωί. Προσπάθησα να μπω στο μυαλό σου χωρίς να το επιχειρήσω άλλη φορά. Το κατάφερα αλλά ήταν μια κόλαση. Όπως εσείς οι Χαρισματικοί χρειάζεστε εξάσκηση έτσι συμβαίνει και με εμάς τους Μάγους» είπε αρπάζοντας μια πατάτα και τη δάγκωσε.
Η Έμιλι κοίταξε το πιάτο της δύσπιστα. Πεινούσε αλλά κάτι της έλεγε να μη φάει.
«Δε θα φας;» τη ρώτησε ο Γκρεγκ.
«Δελεαστική η προσφορά σου, αλλά δε σε εμπιστεύομαι. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δεν έχεις ρίξει κάποιο δηλητήριο;»
Ο Γκρεγκ ρουθούνισε εκνευρισμένος και πήρε μια πατάτα από το πιάτο της και την έφαγε.
«Πρέπει να φας. Δε θα μπορέσω αλλιώς να σου δώσω κάποιο όραμα».
«Μη μου δίνεις και άλλο λόγο για να μη φάω».
«Αποδέχτηκες την πρόκλησή μου. Θα κάνεις πίσω τώρα;» Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Όχι. Έχω ένα αίτημα». Ο Γκρεγκ γέλασε.
«Αίτημα ε; Είμαι όλος αυτιά!»
«Θέλω όλοι να έχουν την ίδια μεταχείριση με εμένα. Θέλω να τους δίνεις φαγητό κάτι που δεν κάνεις».
«Τους δίνω νερό. Αυτό δεν τους φτάνει;»
«Θα αποφασίσεις ή όχι;» είπε ανυπόμονα η Έμιλι.
«Εντάξει» είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Καινούργιε;» φώναξε. Ο Μέισον εμφανίστηκε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Πήγαινε στην πόλη και πήρε φαγητό για τους Χαρισματικούς» του είπε ξερά.
«Μάλιστα» είπε ο Μέισον και έφυγε.
«Το αίτημά σου πραγματοποιήθηκε. Λοιπόν; Θα φας τώρα;»
«Εντάξει».
Αφού τελείωσαν το φαγητό η Έμιλι σταύρωσε τα χέρια της και τον κοίταξε εκνευρισμένη.
«Ικανοποιημένος;»
«Πάμε» της είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα.
Η Έμιλι ακολούθησε τον Γκρεγκ. Δεν πήγαν όμως στο δωμάτιο με το χειρουργικό κρεβάτι. Βγήκαν έξω. Είδε πολλές αποθήκες τριγύρω της και πολλά αγριόχορτα.
«Να υποθέσω πως δε θα με αφήσεις να φύγω, σωστά;» ρώτησε μπερδεμένη.
«Μπορεί να φαίνομαι κακός, αλλά δεν είμαι τόσο πολύ όσο νομίζεις».
«Όχι, δεν είσαι κακός. Τρελός είσαι».
«Γιατί θες να ζεις έτσι; Θες να σε κυνηγάνε όλοι;»
«Ο μόνος που με κυνηγάει είσαι εσύ και με έπιασες».
«Θες να είσαι για πάντα στο κέντρο των επιθέσεων των Φωτεινών και των Σκοτεινών;»
«Αυτό δεν είναι δικό σου πρόβλημα για να σε απασχολεί. Με έχουν κουράσει και οι Φωτεινοί και οι Σκοτεινοί, αλλά ποτέ δεν έχω σιχαθεί τις δυνάμεις μου» του είπε εκνευρισμένη.
«Όταν μπήκα στο μυαλό σου..»
«Τι;»
«Τα μάτια σου… Έγιναν μαύρα… Όπως όταν χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου».
«Ε και;» του είπε ακόμα εκνευρισμένη.
Ο Γκρεγκ έμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα. Είναι σκληρό καρύδι. Θα είναι πολύ δύσκολο να τη λυγίσω, σκέφτηκε.
«Ποιος είναι ο Μάικλ;» ρώτησε ξαφνικά σπάζοντας τη σιωπή.
«Ορίστε;» ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Ποιος είναι ο Μάικλ;»
«Ο πρώην μου».
«Εκείνος που μου είχες πει στο κλαμπ όταν γνωριστήκαμε;»
«Ναι» απάντησε ξερά η Έμιλι ενώ θυμόταν το βράδυ που γνώρισε τον Γκρεγκ. Έμοιαζε τόσο μακρινό.
«Τι έγινε και χωρίσατε;»
«Με απάτησε… Έγινα Σκοτεινή. Αυτά»
«Μάλιστα. Σε απάτησε αλλά γιατί στο όραμά σου μιλούσες με όμορφα λόγια για εκείνον;»
«Γιατί τον έχω συγχωρήσει. Έχουμε περάσει πολλά μαζί».
«Και γιατί δεν τα ξαναβρίσκετε;»
«ΟΚ. Τώρα αρχίζεις να με εκνευρίζεις. Δεν έχω όρεξη για κουβεντούλα και δέσιμο. Αν δεν έχεις αντίρρηση, εγώ θα πάω μέσα. Ελπίζω να έρθεις να κάνεις τα ηλίθια μαγικά σου. Εντάξει;» είπε και μπήκε μέσα. Ο Γκρεγκ δεν άργησε να την ακολουθήσει.
«Θέλεις να τελειώνουμε με αυτό; Τέλεια» είπε αρπάζοντας την από το ένα της χέρι τραβώντας τη δυνατά. «Δε βλέπω την ώρα να λυγίσεις και να πάρω τις πολυαγαπημένες σου δυνάμεις. Και πίστεψέ με… Αυτό θα γίνει σύντομα».
Με το που έφτασαν στο δωμάτιο την άφησε δίπλα στο χειρουργικό κρεβάτι. Η Έμιλι ξάπλωσε και ο Γκρεγκ έδεσε τα χέρια και τα πόδια της.
Μια πόρτα άνοιξε.
«Δεν υπάρχει άλλος χώρος σε αυτό το δωμάτιο» είπε μια κοπέλα γύρω στην ηλικία της Έμιλι.
Η Έμιλι αντιλήφθηκε πως η πόρτα απ’ όπου μπήκε η κοπέλα ήταν ακόμα ανοιχτή. Με την ελπίδα πως ίσως βρει κάποιο στοιχείο η Έμιλι γύρισε αργά το κεφάλι της προς την πόρτα για να κοιτάξει. Δε βρήκε κάποια διέξοδο. Το μόνο που είδε ήταν ένα μισοσκότεινο δωμάτιο στο οποίο υπήρχαν πολλά άτομα ξαπλωμένα στο πάτωμα και κοιμόντουσαν.
Όχι, όχι! Δεν κοιμούνται! σκέφτηκε καθώς παρατήρησε πως κανένας δεν ανέπνεε. Είναι νεκροί! σκέφτηκε σοκαρισμένη. Νεκροί Χαρισματικοί! Η ανάσα της κόπηκε απότομα και προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμη. Ο Γκρεγκ μπήκε ανάμεσα στην Έμιλι και στην πόρτα.
«Αυτό δεν έπρεπε να το δεις».
«Κι όμως το είδα».
«Δεν είσαι σαν αυτούς. Πρέπει να το θυμάσαι αυτό».
«Είμαι σαν και αυτούς. Είμαι μια από αυτούς. Άντε. Προχώρα. Μπες στο μυαλό μου. Δημιούργησε μια ακόμα ψευδαίσθηση».
Ο Γκρεγκ βρέθηκε πάνω από το κεφάλι της και το ακινητοποίησε με τα χέρια του. «Όπως επιθυμείς» της είπε δυσοίωνα.
Ο ίδιος ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο της το σώμα και το σκοτάδι την τύλιξε για μια ακόμα φορά.
Rene Rafael