Σερφίστας του Art Lover

Το φορτωμένο τζιπάκι πάρκαρε στο ξέφωτο. Το κρύο ήταν αφόρητο, αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν συνηθισμένος σε αυτές τις συνθήκες. Άνοιξε την ομολογουμένως βαριά πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να φορέσει το σκουφί του. Ο βοριάς πάγωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Έβαλε τα γυαλιά ηλίου και κοίταξε προς τη θάλασσα.


Ο αέρας λυσσομανούσε. Γνώριζε πολύ καλά την πρόβλεψη. Το προηγούμενο βράδυ είχε διαβάσει τον καιρό σε διάφορες σελίδες στο ίντερνετ και έδινε 25 ως 35 κόμβους ταχύτητα αέρα και 0 βαθμούς θερμοκρασία όλοι την ημέρα. Μιλάμε για 7 με 8 μποφόρ. Έτριψε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο και ήπιε λίγο από τον καφέ εκστρατείας που είχε φτιάξει το πρωί. Καραβίσιο τον έλεγαν οι θαλασσόλυκοι· ο πιο γρήγορα ετοιμασμένος καφές του κόσμου. Η θάλασσα ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η καψούρα του. Δεν μπορούσε να ζήσει μακριά της και το γνώριζε πολύ καλά αυτό. Όσες φορές και αν προσπάθησε να μείνει μακριά της για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αισθηματικού ή εργασιακού περιεχομένου, του ήταν αδύνατο. Πάντα μετά από σύντομο χρονικό διάστημα επέστρεφε σε αυτή. Κάθε τόσο έπρεπε να παίρνει τη δόση του. Η μυρωδιά της, η στιφή γεύση του αλατιού στα χείλη του, ο αέρας που ανακάτευε τα μαλλιά του ήταν σαν ένα γνώριμο τραγούδι το οποίο επαναλαμβανόταν στο μυαλό του 24ώρες το 24ωρο. Του άρεσε να ξαπλώνει πάνω στην καυτή άμμο με τις ώρες δίχως να τον πειράζει η ζέστη και ο ήλιος. Το αντιηλιακό ήταν το πιο χρήσιμο αξεσουάρ του. Το τέλειο δώρο που θα μπορούσε να του κάνει μια γυναίκα ή ένας φίλος. Κιλά από αυτό χρησιμοποιούσε κάθε χρόνο. Χειμώνα-καλοκαίρι. Αυτή ήταν η ζωή του. Αυτό είχε επιλέξει και δεν ήθελε τίποτα άλλο μέχρι τα βαθιά γεράματα. Η ιστιοσανίδα -γνωστό ως Windsurfing- ήταν το αγαπημένο του άθλημα. Όχι, λάθος έκφραση· χόμπι θα λέγαμε καλύτερα. Πάλι λάθος έκφραση. Το πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε ότι το Windsurfing ήταν όλη του η ζωή. Να, τα καταφέραμε και βάλαμε τις λέξεις στη σωστή σειρά.

Ξανακοίταξε τη θάλασσα. Βαθιά μπορούσε να διακρίνει τις σπιλιάδες που δημιουργούσε ο αέρας πάνω στην επιφάνειά της. Μία καταγάλανη θάλασσα δίχως κυματισμό αλλά γεμάτη ρυτίδες. Σαν τις ρυτίδες που είχε ο ίδιος στο πρόσωπό του. Χρόνια κάτω από τον ήλιο και τις αντανακλάσεις του, το πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο με την πιο σκουρόχρωμη παλέτα χρωμάτων. Σμιλευμένο από τους πιο ταλαντούχους γλύπτες. Τον ήλιο και τον αγέρα. Δεν ήταν τυχαίο ότι οι φίλοι του τον αποκαλούσαν γιο του ανέμου.

Μπορούσε με μια ματιά στα αστέρια να σου πει τι καιρό θα κάνει και φυσικά πόσο δυνατά θα φυσάει την επόμενη μέρα. Γνώριζε απέξω και ανακατωτά τι θερμικούς βγάζει κάθε περιοχή. Όλοι του η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την ιστιοσανίδα, την ιστιοπλοΐα και τη θάλασσα.





Η ώρα περνούσε. Άρχισε να λύνει τους ιμάντες που συγκρατούσαν τις σανίδες και τα πανιά πάνω στο αμάξι του. Άρχισε να τα τοποθετεί με τάξη στο χορτάρι. Φυσικά όλα ήταν τελευταίας τεχνολογίας, από υλικό κάρμπον, πανάλαφρα και αγωνιστικά. Του άρεσε η ταχύτητα. Θόλωνε το μυαλό του. Ήταν η νιρβάνα του σαν έπιανε υψηλές ταχύτητες πάνω στο σανίδι του ακούγοντας μόνο το φινάκι να σφυρίζει έναν όμορφο σκοπό ως άλλες σειρήνες του Οδυσσέα. Αίσθηση μοναδική, σας βεβαιώνω. Έλεγξε για μια τελευταία φορά τον αέρα βαθιά μέσα στη θάλασσα, ώστε να επιλέξει τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μέγεθος σανίδας, μέγεθος πανιού και φυσικά τι φιν θα φορέσει στο σανίδι.

Πάντα, μα πάντα, οι σφυγμοί του ανέβαζαν ρυθμό, η καρδιά του έστελνε περισσότερο αίμα και το σώμα του βρισκόταν σε ετοιμότητα για τη μάχη που θα έδινε με τον αέρα, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος του σύμμαχος αλλά και αντίπαλος ταυτόχρονα. Άρχισε να τριμάρει το πανί του με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν μία ιεροτελεστία κάθε φορά που θα έμπαινε στο νερό. Ένα εκατοστό πάνω ή κάτω μπορούσε να κάνει τη διαφορά στη συμπεριφορά του εξοπλισμού του. Έπρεπε όλα να είναι σωστά ζυγισμένα και να λειτουργούν τέλεια. Το σώμα και το πνεύμα του πάνω απ’ όλα έπρεπε να βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, ώστε να ανταπεξέλθει στις εκάστοτε δύσκολες συνθήκες. Η αδρεναλίνη άρχιζε να ρέει πριν καν βρεθεί έξω στο θαλάσσιο στίβο. Σιγά σιγά ένιωθε να κυλάει στο κορμί του. Ήταν μία γλυκιά αίσθηση. Πάντα υπήρχε μια ανησυχία πριν βγει στη θάλασσα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν η αναμονή πριν τη μάχη; Ήταν το άπειρο της θάλασσας; Πάντα ένιωθε μικρός και ανυπεράσπιστος μπροστά στα στοιχεία της φύσης. Ίσως αυτός να ήταν και ο πιο σημαντικός λόγος που προτιμούσε να βγαίνει μεσοπέλαγα πάντα με παρέα.

Ο κανόνας ήταν ένας και σαφής: ποτέ μόνος χειμώνα μεσοπέλαγα. Η υποθερμία καραδοκούσε έτσι και χαλούσε κάτι από τον εξοπλισμό. Ακόμα χειρότερα αν κάποιος χτυπούσε και έμενε μεσοπέλαγα. Η επιθυμία όμως σήμερα να μπει στο νερό ήταν μεγαλύτερη από τους εκάστοτε κανόνες. Δυστυχώς σήμερα ήταν μόνος -πρώτο λάθος-, αφού κανείς από τους κολλητούς του δεν μπορούσε να πάει μαζί του. Έκανε τον τελευταίο έλεγχο στον εξοπλισμό και έβαλε τη στολή του σερφ. Ήταν έτοιμος για άλλη μία εξόρμηση στο απέραντο γαλάζιο. Ο αέρας είχε δυναμώσει αρκετά. Ήταν η μόνη φορά που δεν είχε πει σε κάποιον φίλο ή γνωστό ότι θα πήγαινε για σερφ -δεύτερο λάθος. Φυσικά είχε το κινητό του τηλέφωνο μαζί. Πάντα φορτισμένο και σε αδιάβροχη θήκη. Πήρε το σανίδι και το πανί και μπήκε. Η αίσθηση του νερού ήταν κρύα. Αμέσως τα κάτω άκρα των ποδιών του πάγωσαν. Ήξερε ότι σε λίγο δε θα είχε πολύ καλό έλεγχο των κάτω άκρων, αλλά έτσι και αλλιώς δε χρειαζόταν. Τα περνούσε μέσα στις δέστρες και η δουλειά γινόταν μια χαρά.





Το πρώτο εικοσάλεπτο πάντα ήταν για προθέρμανση. Πήγαινε μέσα έξω, όχι πολύ βαθιά, ώστε να μπορέσει να πάρει τις κατάλληλες αναπνοές, να στείλει η καρδιά το αίμα σε ολόκληρο το σώμα και φυσικά για να ελέγξει τις ρυθμίσεις στον εξοπλισμό. Οι συνθήκες ήταν τέλειες παρά το τσουχτερό κρύο. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που δεν υπήρχε ψυχή στην παραλία. Μία τόσο κρύα μέρα όλοι είχαν προτιμήσει να κάτσουν σπίτι μπροστά στο τζάκι, παρά να βγουν για μια παραθαλάσσια βόλτα. Ο αέρας ξύριζε.

Όσο περνούσε η ώρα ένιωθε πιο ζεστός, πιο ανάλαφρος και είχε αρχίσει να κάνει μεγαλύτερες διαδρομές -τρίτο λάθος. Είχε αρχίσει να ξεμακραίνει. Οι ταχύτητα που έπιανε τώρα ήταν πάνω από 70 χλμ την ώρα. Πήγαινε σφαίρα και το χαιρόταν σαν μικρό παιδί που παίζει με το αγαπημένο του παιχνίδι. Κοίταξε το ρολόι του. Κοντά 5 μ.μ. και είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Έριξε μια ματιά προς τα έξω και ίσα που έβλεπε την ακτή. Είχε απομακρυνθεί αρκετά και αποφάσισε να κάνει την τελευταία ανοιχτή γρήγορη πλαγιοδρομία και αμέσως μετά ορτσάροντας να γυρίσει πίσω.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός ήχος κάτω από το σανίδι σαν να βρήκε σε κάποιο βράχο και ο Μαξ (αα, ναι, δε σας είπα το όνομά του) από φουλ ταχύτητα βρέθηκε να φεύγει μπροστά με τα πόδια εγκλωβισμένα στις δέστρες. Χτύπησε το κεφάλι του στο άλμπουρο (κατάρτι του πανιού) και το σώμα του έσκασε με δύναμη πάνω στη σανίδα. Ένας φοβερά δυνατός πόνος διαπέρασε το κορμί του. Το πρώτο πράγμα που έκανε, αν και ζαλισμένος, ήταν να πιαστεί από τη σανίδα. Ένιωθε τον αυχένα του χίλια κομμάτια.

Ωχ, έβγαλε μία κραυγή πόνου και άρχιζε τα Γαλλικά. Πήγε να γυρίσει το κεφάλι αλλά δεν μπορούσε. Μουδιασμένος ο αυχένας.

«Αααα, γαμώτο» φώναξε. Με την άκρη του ματιού του είδε τον ένοχο για τη βίαιη πρόσκρουσή του να τον κοιτάει στα μάτια. Είναι τεράστια, σκέφτεται. Μία θαλάσσια χελώνα με διάμετρο κοντά στα 2 μέτρα. Εντάξει, ίσως να είμαι λίγο υπερβολικός. Πάντως είναι μεγάλη, με Μ κεφαλαίο.

Σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται από τη ζάλη. Διάφοροι άλλοι πόνοι τον επισκέφτηκαν. Είδε το σανίδι κομμένο στη μέση και τη μία δέστρα σπασμένη. Σήκωσε το αριστερό του πόδι με δυσκολία έξω από το νερό.

«Όχι, ρε γαμώτο» φώναξε και άρχισε εκ νέου τα Γαλλικά. Η διαπίστωση ήταν μία: το πόδι του κρεμόταν από τον αστράγαλο και κάτω. Δυστυχώς. Είχει σπάσει τον αστράγαλο. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τη ζημιά, άλλος ένα πόνος έκανε την εμφάνισή του. «Ωχ, άντε πάλι» ξαναείπε. Τον πονούσε η κλείδα του. Κατέβασε λίγο το κεφάλι και είδε ένα εξόγκωμα. Πήγε να κουνήσει το δεξί του χέρι αλλά πονούσε αφόρητα. Κατάλαβε. Την έχει σπάσει και αυτή με την πρόσκρουση στο σανίδι. Ήξερε ότι έτσι γίνεται. Σιγά και βασανιστικά έρχονται οι επίπονοι επισκέπτες όταν είσαι παγωμένος και η θερμοκρασία του νερού είναι στους 6-7 βαθμούς. Όλα παγώνουν. Φυσικά και ο πόνος.

Η επόμενη σκέψη του ήταν… υποθερμία. Γνώριζε ότι έρχεται γρήγορα τον χειμώνα και ας φορούσε στολή. Ευτυχώς η θάλασσα δεν είχε κυματισμό λόγο στεριανού αέρα και ήταν εύκολο να κρατηθεί από το σανίδι χωρίς υπερπροσπάθεια. Κοίταξε στο δεξί του μπράτσο που είχε τη θήκη με το κινητό του. Ώρα να καλέσω το λιμενικό, σκέφτηκε. Σάστισε. Τώρα είχε αρχίσει να αγχώνεται τρελά. Προσπάθησε να κρατήσει τον αυτοέλεγχό του. Είχε ξαναβρεθεί σε δύσκολες καταστάσεις. Για άλλη μια φορά έβγαλε μια κραυγή. Όχι… Πάει το κινητό. Κατά την πτώση, κόπηκε το λουράκι της θήκης και τώρα λογικά βρίσκεται σε βάθος τριάντα μέτρων, ίσως και σαράντα, θα σας γελάσω. Πάντως, είναι στον πάτο της θάλασσας.

«Όχι ρε, δε μπορεί να συμβαίνει αυτό» φώναξε. «Πονάω». Γύρισε το κεφάλι του δεξιά. Τίποτα. Αριστερά πάλι κενό. Προσπάθησε να καταλάβει πόσο μακριά από τη στεριά βρισκόταν. Το κεφάλι του ίσα που εξείχε από την επιφάνεια της θάλασσας. Δεν είχε καλή ορατότητα. Πουθενά στεριά. Μόνο το βαθύ, απέραντο γαλάζιο. Έκανε μια κίνηση μήπως και μπορέσει να καβαλήσει τη μισή σανίδα. Δε γινόταν τίποτα. Η σανίδα βούλιαζε και αυτός πέθαινε από τους πόνους σε κλείδα και αστράγαλο. «

Ωχ, την έχω βάψει» είπε. Είχε ήδη περάσει μία ώρα και είχε αρχίσει να κρυώνει. Τώρα πια τον είχε καταβάλει πανικός γιατί είχε νυχτώσει και δεν έβλεπε τίποτα. Τα πόδια και τα χέρια του κοκαλωμένα. Ιδίως τα πόδια του… Δεν μπορούσε να τα κουνήσει πια. Τουλάχιστον δεν αισθανόταν τον πόνο στον αστράγαλο. Το δεξί του χέρι γαντζωμένο στη σανίδα είχε κουραστεί. Δεν ήξερε πόση ώρα θα μπορούσε να την κρατάει ακόμα. Τα μάτια του έκλειναν σιγά σιγά. Περίεργο, σκέφτηκε. «Πώς γίνεται να νυστάζω;» Κατάλαβε ότι η υποθερμία ήταν ένας αξιόμαχος αντίπαλος και θα ήταν δύσκολο να τη νικήσει. Τα μάτια του έκλειναν. Τα δάχτυλά του δεξιού χεριού είχαν παγώσει και άρχισαν να ανοίγουν. Έκανε μια ύστατη, τελευταία προσπάθεια να κρατηθεί. Όχι. Δεν μπορούσε. Είναι ώρα να φύγω, σκέφτηκε. Εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Η μητέρα του. Ο πατέρας του. Ένας λαμπερός κόκκινος ήλιος. Δε στεναχωριόταν. Ένιωθε ότι το μυαλό του είχε παγώσει. Δεν είχε δάκρυα να δώσει. Είχαν παγώσει και αυτά. Το χέρι του γλίστρησε και ο Μαξ είπε το τελευταίο αντίο μέσα του.

Μα τι συμβαίνει; Κάτι γράπωσε δυνατά το μπράτσο του και τον τράβηξε επάνω. Ίσα που μπόρεσε να ανοίξει το ένα του μάτι. Είδε ένα ηλικιωμένο ψαρά με μια τεράστια μουστάκα να τον σηκώνει και να τον ακουμπά πάνω στο καΐκι.

«Βαγγέλη, είναι ζωντανός. Φέρε κουβέρτες να τον σκεπάσουμε και μία κούπα από τον ζεστό καφέ». Του έβγαλε τη στολή και τον μετέφερε μέσα που ήταν πιο ζεστά. Δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα, σκέφτεται ο Μαξ. Να πίνω καραβίσιο ζεστό καφέ με ένα μουστακαλή που με γδύνει και χαμογελά…

Art Lover 
 
 
Διαβάστε επίσης από τον ίδιο συγγραφέα το διήγημά του: Ομηρία στο Λούνα Πάρκ.