Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 14)

Δεν περίμενε να νιώθει τόση νευρικότητα, επειδή θα γύριζε στο σπίτι της. Είχε περάσει δεκαεφτά χρόνια από τη ζωή της σε αυτό το μέρος. Γιατί ξαφνικά την τρόμαζε;

Είχε πλησιάσει το κάστρο με την ανθρώπινη μορφή της και με την κουκούλα του μανδύα της σηκωμένη, ώστε να κρύβει τα χρυσά μαλλιά της και το πρόσωπό της. Σχεδόν κανείς δεν της έριξε δεύτερη ματιά. Ποιος θα το περίμενε ότι κάτω από τον ταλαιπωρημένο μανδύα, τα ταξιδιωτικά ρούχα και τις ψηλές δερμάτινες μπότες κρυβόταν η αρχόντισσα Νερίσσα Ντρόγκομιρ, που πάντα τριγυρνούσε φορώντας τα πιο εξαίσια μεταξωτά φορέματα και τα εντυπωσιακά κοσμήματα; Υπήρχαν μερικοί που την αναγνώρισαν, υπηρέτες και φρουροί που γνώριζε σε όλη της τη ζωή και δε γινόταν να μην το κάνουν, αλλά ένα σκληρό βλέμμα της τους έδινε να καταλάβουν ότι ήταν προς το συμφέρον τους να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και να συνεχίσουν τις δουλειές τους.

Στο κάστρο επικρατούσε αναταραχή, μπορούσε να το καταλάβει από τον τρόπο που όλοι έτρεχαν πάνω κάτω, τη βιασύνη στις κινήσεις τους. Προς στιγμή αναρωτήθηκε τι μπορεί να συνέβαινε, αλλά γρήγορα αποφάσισε ότι δεν την ενδιέφερε. Ό,τι κι αν ήταν, κρατούσε την προσοχή μακριά από εκείνη και αυτό ήταν το μόνο που την απασχολούσε.

Διέσχισε το μπροστινό προαύλιο και κοίταξε το κάστρο από μαύρη πέτρα και μάρμαρο που υψωνόταν περήφανο μπροστά της. Αναρωτήθηκε αν ο Άρχοντας Αίρυς είχε σφραγίσει το δωμάτιό της όταν έφυγε. Προσπάθησε να φέρει μια χαρούμενη ανάμνηση από αυτό το μέρος στο μυαλό της, ήξερε ότι υπήρχαν, αλλά τον τελευταίο καιρό κάθε φορά που προσπαθούσε να το κάνει ήταν λες και όλες είχαν σβηστεί, παραμερισμένες σε κάποια μικρή γωνιά της μνήμης της, διωγμένες από τις άσχημες εμπειρίες των τελευταίων χρόνων.

Σε αυτό το κάστρο οι θείοι της είχαν προσπαθήσει να πείσουν τη μητέρα της να εγκαταλείψει τον πατέρα της, επειδή στα μάτια τους δεν ήταν αρκετά καλός για μια Ντρόγκομιρ. Σε αυτό το μέρος ο Νάριαν υπόμενε χρόνια ταπεινώσεων, γιατί δεν ήταν ένας από τους πολύτιμους Μεταμορφιστές τους. Σε εκείνη την αίθουσα του θρόνου την είχαν δικάσει σαν να ήταν εγκληματίας, επειδή είχε σταματήσει τον Κλάους, κάτι που ήταν δική τους ευθύνη. Εκείνοι ήταν οι εγκληματίες.

Αντί να μπει μέσα στο κάστρο, έστριψε στα δεξιά και κατευθύνθηκε προς τους ανατολικούς κήπους. Ένιωθε τα πέτρινα μάτια των αγαλμάτων των δράκων που βρισκόντουσαν παντού καρφωμένα πάνω της, λες και γνώριζαν τι ετοιμαζόταν να κάνει και δεν το ενέκριναν. Αγνόησε ένα μικρό ρίγος που τη διαπέρασε και συνέχισε την πορεία της.

Το χορτάρι είχε πάρει ένα καφετί χρώμα και τα δέντρα είχαν ρίξει τα φύλλα τους, και τα μακριά γυμνά κλαδιά τους της θύμιζαν σκελετωμένα χέρια που ήταν έτοιμα να την αρπάξουν. Τα περισσότερα λουλούδια είχαν πεθάνει από το κρύο -αν και η Νερίσσα μπορούσε να διακρίνει μια πιτσιλιά χρώματος εδώ κι εκεί- και τα αγκαθωτά κλήματα από τις τριανταφυλλιές που δε στολίζονταν πια από τα πανέμορφα άνθη σκαρφάλωναν πάνω στους πέτρινους τοίχους του κτίσματος που στεκόταν στο κέντρο των κήπων: την Κρύπτη του Δράκοντα, όπως αποκαλούσαν το μέρος όπου αναπαύονταν οι νεκροί Ντρόγκομιρ. Άνοιξε τη δίφυλλη καγκελόπορτα και μπήκε μέσα. Πυρσοί έκαιγαν κατά μήκος των διαδρόμων, μαγεμένοι, ώστε η φλόγα τους να μη σβήσει ποτέ, αλλά η Νερίσσα ένιωσε το κρύο να διαπερνάει τα ρούχα της και να κάθεται πάνω στο δέρμα της, πριονίζοντας τα κόκαλά της. Μια παγωμένη αίσθηση στο πίσω μέρος του λαιμού της της έλεγε πως δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κανείς δεν έπρεπε να διαταράσσει τον ύπνο των νεκρών. Όμως μέσα σε αυτή την κρύπτη βρισκόταν κάτι που χρειαζόταν.

Η κρύπτη είχε πολλά επίπεδα, ένα εκ των οποίων υπόγειο. Πέτρινοι δράκοι κοιμόντουσαν κουλουριασμένοι γύρω από κολόνες χοντρές σαν κορμούς βελανιδιάς που στήριζαν τα επίπεδα. Όσο προχωρούσες προς τα κάτω το κρύο και η υγρασία γινόταν πιο έντονα, οι πυρσοί λιγόστευαν καθώς διέσχιζες τους τάφους με τους παλιούς βασιλιάδες και τις βασίλισσες των Ντρόγκομιρ, ώσπου σε κάποιο σημείο έσβηναν τελείως, βυθίζοντας τον χώρο στο σκοτάδι. Τα πνεύματα που κατοικούσαν εκεί ήταν πολύ αρχαία για να τα ενοχλήσουν.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων, η Νερίσσα είχε ακούσει πολλούς από τους υπηρέτες που κρατούσαν τις κρύπτες καθαρές ή φρόντιζαν τον κήπο γύρω τους να ορκίζονται πως άκουσαν τα φαντάσματα να ψιθυρίζουν, αλλά ο πατέρας της την είχε διαβεβαιώσει ότι ήταν μονάχα ο άνεμος που περνούσε μέσα από τις πέτρες. Όταν εκείνη και τα ξαδέλφια της ήταν μικρά, έβαζαν στοιχήματα για το ποιος ήταν αρκετά γενναίος ώστε να πάει στα βαθύτερα επίπεδα ή να αντέξει μια ολόκληρη νύχτα μέσα στην κρύπτη. Μόνο η Κάλικ τα είχε καταφέρει, επειδή ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει τι υπήρχε εκεί μέσα και να τρομάξει.

Ο τάφος που αναζητούσε ήταν ένας από τους πιο νέους. Η πέτρα ήταν ακόμα λεία, καθώς δεν είχε προλάβει να αλλοιωθεί από τον χρόνο, και τα σκαλίσματα πάνω της ήταν ακόμα ευδιάκριτα. Η Νερίσσα στάθηκε και πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από τα γράμματα, διώχνοντας τη σκόνη για να φανεί το όνομα.

Νάριαν Ντρόγκομιρ… Είχαν θάψει τον αδελφό της δίπλα στον Κλάους, το ύπουλο κάθαρμα που τον δολοφόνησε. Άλλο ένα σημάδι της αδιαφορίας του Αίρυς…

«Κράτησα την υπόσχεσή μου… Δε σε ξέχασα» του είπε σιγανά, σαν να μην ήθελε να την ακούσει κανένα άλλο από τα πνεύματα που κατοικούσαν εκεί. Ο αδελφός της θα είχε μια δεύτερη ευκαιρία και ο Κάσσιαν θα τη βοηθούσε να το πραγματοποιήσει αυτό. Ακόμα προσπαθούσε να καταλάβει πως ένιωθε για τον νεαρό μάγο. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν ήταν αρκετά ανόητη για να τον εμπιστευτεί τυφλά. Υπήρχαν πολλά πράγματα για εκείνον που της ήταν άγνωστα, και η Νερίσσα ήθελε να ξέρει τι ανθρώπους είχε δίπλα της, αλλά δε σκόπευε να αφήσει αυτή την ευκαιρία να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια της. Ήλπιζε ο Κάσσιαν να είχε αρκετή σύνεση ώστε να μην επιχειρήσει να την εξαπατήσει.

«Νερίσσα;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να λέει το όνομά της, με τρόπο που αντήχησε μέσα στην πέτρινη κάμαρα, και σήκωσε το βλέμμα της για να αντικρίσει τον εισβολέα.

«Τι δουλειά έχεις εδώ, Ορόρα;»

«Περπατούσα στον κήπο και μου φάνηκε πως είδα κάποιον να μπαίνει μέσα στην κρύπτη» είπε εκείνη και προχώρησε προς το μέρος της ξαδέλφης της, φροντίζοντας ωστόσο να κρατήσει μια απόσταση.

«Γύρισες στο σπίτι;» την ρώτησε, κοιτώντας την με ελπίδα.

«Όχι για πολύ… Ήρθα να πάρω κάτι που χρειάζομαι και θα φύγω» της απάντησε ψυχρά, και το βλέμμα της Ορόρας εστίασε στον τάφο του Νάριαν.

«Δεν πιστεύω να...»

«Πίστεψέ το» τη διέκοψε. «Τηρώ την υπόσχεση που έδωσα στον Νάριαν, στη μόνη πραγματική μου οικογένεια».

 «Είσαι σίγουρη πως αυτό είναι το σωστό;» την κοίταξε προβληματισμένη αλλά και ανήσυχη η Ορόρα. «Μόνο οι Θεοί αποφασίζουν για την ζωή και τον θάνατο, Νερίσσα. Αυτές είναι δυνάμεις με τις οποίες οι θνητοί δεν πρέπει να ανακατεύονται»

 «Αν εσύ ήσουν στη θέση μου και μέσα σε αυτόν τον τάφο βρισκόταν ο Ντέβαν, τι θα έκανες; Δεν έχεις το δικαίωμα να με κρίνεις όταν κι εσύ θα έκανες ακριβώς το ίδιο» ακούμπησε το χέρι της στην κρύα πέτρα η Νερίσσα και την κοίταξε κατάματα. Η Ορόρα έμεινε για μια στιγμή σιωπηλή, κι έπειτα ξεροκατάπιε νευρικά.

 «Μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;» ρώτησε, αλλά οι τύψεις ήταν αυτές που την έκαναν να ξεστομίσει αυτά τα λόγια και όχι το ενδιαφέρον. Η Νερίσσα ετοιμάστηκε να της πει πως είχε κάνει ήδη αρκετά αφού εκείνη είχε βοηθήσει να μπει ο Νάριαν μέσα στο μνήμα εξαρχής, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε.

«Για την ακρίβεια, υπάρχει κάτι…»

«Πες μου».

«Θέλω να μου φέρεις το κολιέ που έδωσε ο άρχοντας πατέρας σου ως γαμήλιο δώρο στη μητέρα σου…»

Το είχε δει πολλές φορές μέσα στην κοσμηματοθήκη της Ορόρας. Ήταν ένα βαρύ, ογκώδες κόσμημα από μαύρο μέταλλο, σφυρηλατημένο σε μικρά λεπτά κλήματα που συγκρατούσαν αμέθυστους και το μεγαλύτερο ρουμπίνι που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Η Ντεσμέρα το είχε αφήσει πίσω, όταν αποφάσισε να τα διαγράψει όλα και να πάει να ξεκινήσει μια νέα ζωή κοντά στις μάγισσες.

«Τι θα το κάνεις;» συνοφρυώθηκε η Ορόρα.

«Αν θες να βοηθήσεις τον Νάριαν, φέρε το κολιέ και μην πεις λέξη σε κανέναν. Αλλιώς φύγε και άσε με να κάνω αυτό που πρέπει»

«Όχι, θα το κάνω» είπε βιαστικά, αλλά δεν ακουγόταν και τόσο σίγουρη. Μέχρι να επιστρέψει, η Νερίσσα είχε ήδη πάρει τα κόκαλα του Νάριαν και τα είχε τοποθετήσει προσεχτικά μέσα σε έναν πορφυρό βελούδινο σάκο. Το μυαλό της αδυνατούσε να σκεφτεί πως αυτά τα κιτρινωπά οστά ήταν ο αδελφός της.

«Αν υπάρχει κάτι άλλο που να μπορώ να κάνω...» είπε η Ορόρα, όταν επέστρεψε, δίνοντάς της το κολιέ. Η Νερίσσα διέκρινε έναν δισταγμό στα μάτια της. Ήταν σχεδόν αστείο. Από τη μια έλεγε για τo πόσο απεχθανόταν τη μητέρα που την είχε εγκαταλείψει και από την άλλη κρατούσε για χρόνια κάτι που της ανήκε και δυσκολευόταν να το αποχωριστεί.

«Αυτό είναι αρκετό» τη βεβαίωσε, πήρε το κολιέ από τα χέρια της και το έβαλε μέσα στον σάκο. Είχε τα υλικά της. Τώρα ήταν η ώρα για την τελετή…

 

Έπρεπε να ομολογήσει ότι ένιωσε μια μικρή ανακούφιση όταν ο στρουμπουλός πανδοχέας την ενημέρωσε ότι ο Κάσσιαν βρισκόταν ακόμα εκεί, και ένας τυφλός μπορούσε να δει ότι ο νεαρός μάγος δεν ήταν το είδος ατόμου που εξέπεμπε αξιοπιστία. Διέσχισε την ταβέρνα του πανδοχείου, αγνοώντας τα πεινασμένα βλέμματα των μεθυσμένων που καρφωνόντουσαν πάνω της, και ανέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα δωμάτια, κρατώντας τον βελούδινο σάκο με τα κόκαλα του Νάριαν και το κολιέ της Ορόρας πάνω στη δεξιά πλευρά του σώματός της προστατευτικά, λες και μέσα του βρισκόταν ο πιο πολύτιμος θησαυρός όλου του κόσμου...

Τα σκαλιά έτριζαν ελαφρά με κάθε βήμα της. Ο πανδοχέας τής είχε πει ότι το τρίτο δωμάτιο στα αριστερά ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε ο μάγος τις τελευταίες πέντε μέρες. Βρήκε την πόρτα και την άνοιξε χωρίς να χτυπήσει, εν μέρει επειδή ανυπομονούσε να ξεκινήσουν την τελετή και εν μέρει επειδή δεν είχε συνηθίσει να χτυπάει πόρτες. Για την ακρίβεια, όλη της τη ζωή είχε υπηρέτες που περίμεναν να τις ανοίξουν για χάρη της. Αλλά ίσως αυτή τη φορά έπρεπε να χτυπήσει, επειδή δεν ήξερε πως ακριβώς να αντιδράσει, όταν είδε τον Κάσσιαν – ο μάγος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα χέρια του χαλαρά τοποθετημένα κάτω από το κεφάλι του, σαν να μην είχε ούτε μια έννοια στον κόσμο, και χωρίς πουκάμισο….

 «Απολαμβάνεις τη θέα;» τη ρώτησε, σηκώνοντας το καστανόξανθο φρύδι του, και παρά τη θέληση της, τα μάγουλα της Νερίσσας κοκκίνισαν.

«Για την ακρίβεια, προσπαθώ να καταλάβω γιατί σε πληρώνω ενώ εγώ είμαι αυτή που κάνει όλη τη δουλειά»  παραπονέθηκε τάχα. Δεν υπήρχε περίπτωση να παραδεχθεί ότι ένα μικρό μέρος του μυαλού της ήθελε να σηκώσει το βλέμμα της και να κοιτάξει τον γυμνό κορμό του νεαρού μάγου. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, έπρεπε να αναγνωρίσει ότι ο Κάσσιαν ήταν ένας όμορφος άντρας, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε.

«Έφερα αυτά που ζήτησες. Γι' αυτό σήκω και μάζεψε τα πράγματά σου, φεύγουμε αμέσως για το Δάσος των Ψιθύρων» τον πρόσταξε και του έδειξε τον σάκο με τα οστά του Νάριαν, αλλά ο μάγος δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ούτε καν για να πάει να ντυθεί, αντιθέτως, βολεύτηκε καλύτερα και έκλεισε τα μάτια του. Ο τρόπος που σχεδόν αγνοούσε την παρουσία της την τρέλαινε.

«Κοντεύει απόγευμα. Αν ξεκινήσουμε τώρα, η νύχτα θα μας πιάσει μέσα στο δάσος. Βολέψου σε ένα δωμάτιο και θα φύγουμε το πρωί» πρότεινε, ανοίγοντας τα βλέφαρά, του και τα πράσινα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στα δικά της. «Εκτός φυσικά κι αν προτιμάς να περάσεις τη νύχτα στο δικό μου…»

«Υποθέτω ότι χρειάζεσαι τη γλώσσα σου για να κάνεις το ξόρκι. Ίσως και τα χέρια σου. Αναρωτιέμαι όμως, θα έχει κάποια διαφορά αν σου κόψω τα αυτιά; Ούτως ή άλλως δεν τα χρησιμοποιείς. Είπα ότι θα φύγουμε τώρα».

«Ξέρεις τι έχω καταλάβει για εσένα; Είσαι πολύ σφιγμένη και έχεις πολλά νεύρα» στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια του ο Κάσσιαν και ανασηκώθηκε, στηριζόμενος στους αγκώνες του. «Αν δεν μάθεις πως να χαλαρώνεις λίγο, θα πεθάνεις πρόωρα».

«Αν δεν σηκωθείς αυτή τη στιγμή εσύ θα πεθάνεις πρόωρα» του αντιγύρισε επιθετική. Μετά από κάμποση ώρα και πολλές απειλές από τη μεριά της Νερίσσας και διαμαρτυρίες από τον Κάσσιαν, μάζεψαν τα πράγματά τους, πήραν τα άλογά τους και έφυγαν από το πανδοχείο. Η Νερίσσα προς μεγάλη της ευχαρίστηση ότι ο Κάσσιαν είχε φροντίσει το άλογο της όπως του είχε ζητήσει. Η γκρίζα φοράδα χλιμίντρισε χαρούμενα μόλις την είδε, κι η Νερίσσα χάιδεψε τον λαιμό της και χαμογέλασε. Είχε αρχίσει να το συμπαθεί αυτό το ζώο, λίγο ακόμα και θα έπρεπε να του βρει όνομα...

Η νύχτα τους βρήκε στο δάσος, Άναψαν μια φωτιά και ξάπλωσαν στο έδαφος, έτσι ώστε να μη χάσουν χρόνο διανυκτευρεύοντας σε πανδοχείο, αλλά να ξεκινήσουν για το Ξέφωτο των Ρόδων αμέσως μόλις θα ξυπνούσαν. Η Νερίσσα ωστόσο δε μπορούσε να ησυχάσει,

Αύριο θα έβλεπε τον αδελφό της. Μετά από σχεδόν ενάμισι χρόνο θα ξαναέβλεπε τον Νάριαν... Τα χέρια της έτρεμαν από την ανυπομονησία και με δυσκολία δε σηκωνόταν όρθια για να αρχίσει να βηματίζει άσκοπα πάνω-κάτω, αλλά οι δάσκαλοί της την είχαν μάθει πως αυτή δεν ήταν συμπεριφορά που άρμοζε σε μια αρχόντισσα, έτσι έμεινε ακίνητη πάνω στις κουβέρτες της κι ας ήξερε πως δεν θα έκλεινε μάτι όλη τη νύχτα. Δυστυχώς ο Κάσσιαν δεν συμμεριζόταν την καλή της διάθεση και δεν είχε σταματήσει να γκρινιάζει ούτε λεπτό. Λίγες ώρες μαζί του στο δάσος και η Νερίσσα προσευχόταν οι Θεοί να ρίξουν έναν κεραυνό πάνω του, ώστε να μπορέσει να θυμηθεί πως ήταν ο γλυκός ήχος της ησυχίας.

«Ποιος τρελός διαλέγει να περάσει τη νύχτα στο δάσος, πάνω στο σκληρό κρύο χώμα, ενώ μπορεί να κοιμηθεί στο ζεστό δωμάτιο ενός πανδοχείου;»

«Σταμάτα να παραπονιέσαι για τα πάντα» του είπε η Νερίσσα και του γύρισε την πλάτη. «Τι είδους άντρας είσαι;»

«Καλομαθημένος. Ξέρεις πόσα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν οι άνθρωποι για τις υπηρεσίες ενός μάγου; Ξέρεις σε τι κάστρα με έχουν φιλοξενήσει;»

«Δεν έδινες αυτή την εντύπωση, όταν σε βρήκα στην ταβέρνα».

«Περνούσα μια άσχημη μέρα. Οι άνθρωποι έχουν και τέτοιες, πριγκίπισσα. Ή στην περίπτωσή σου, μόνο τέτοιες. Είσαι πανέμορφη, πέτα αυτή την έκφραση μισώ τους πάντες γύρω μου και άσ' το να φανεί. Έχω συναντήσει βελανίδια που είναι πιο γοητευτικά από εσένα».

«Μου έκανες κομπλιμέντο ή με προσέβαλες μόλις τώρα;» τον κοίταξε, γυρνώντας πλευρό.

«Θέλεις να σου κάνω κομπλιμέντα;» την προκάλεσε, και εκείνη αγνοώντας την ερώτηση – παγίδα τον παρατήρησε σιωπηλή, προσπαθώντας να καταλάβει σε τι είδους άνθρωπο είχε εμπιστευτεί τη μοίρα του αδελφού της και την δική της. Η φωτιά έριχνε κόκκινες και κεχριμπαρένιες σκιές που χόρευαν πάνω στο πρόσωπο και στα μαλλιά του, κάνοντας τα χαρακτηριστικά του να φαίνονται πιο έντονα και απόκοσμα. Θα μπορούσε να είναι ένας από τους Πρίγκιπες της Φωτιάς, για τους οποίους τους έλεγε παραμύθια η Ντεσμέρα όταν ήταν μικρά, που κατέκτησαν τον κόσμο ιππεύοντας τους δράκους τους και που η σύνδεσή τους με τα μυθικά πλάσματα ήταν τόσο μεγάλη, που λίγη από τη μαγεία τους πέρασε σε εκείνους, και έτσι οι απόγονοι τους ήταν οι πρώτοι Μεταμορφιστές που μπορούσαν να πάρουν αυτή τη μορφή.

«Αν απολάμβανες τόσες ανέσεις, όσες λες, τότε γιατί δέχθηκες να με βοηθήσεις;»

«Για τον χρυσό φυσικά. Όσος περισσότερος, τόσο καλύτερα. Μπορεί μια μέρα να αποφασίσω να αποσυρθώ και να μείνω σε ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα. Πρέπει να έχω εξασφαλίσει τα γεράματά μου…»

«Όμως αρνήθηκες τον χρυσό μου στην αρχή» του υπενθύμισε. «Άλλαξες γνώμη, όταν σου είπα πως προσπαθούσα να αναστήσω τον αδελφό μου. Μη νομίζεις ότι δεν το πρόσεξα… Γιατί σε εξόρισαν από τη Σύναξή σου;»

Ο Κάσσιαν γύρισε ανάσκελα, έτσι ώστε το μισό του πρόσωπο να φωτίζεται από τη φωτιά και το άλλο μισό να κρύβεται μέσα στο σκοτάδι. «Αυτή δεν είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να κάνεις, πριγκίπισσα. Δεν σου έμαθαν πως είναι αγένεια να κάνεις προσωπικές ερωτήσεις στους άλλους;» της είπε, και η ελαφρότητα και η πειραχτική διάθεση είχαν χαθεί από τη φωνή του και στη θέση τους είχε εμφανιστεί κάτι πιο βαθύ και σκοτεινό.

«Σε πληρώνω, άρα μπορώ να ρωτήσω ό,τι στις Εφτά Κολάσεις θέλω»

«Με πληρώνεις για τις υπηρεσίες μου. Όχι για το παρελθόν μου...»

Γύρισε ξανά προς το μέρος της και την κοίταξε. Τα πράσινα μάτια του έκαιγαν περισσότερο κι από τα κάρβουνα μέσα στη φωτιά.

«Αλλά αφού είσαι τόσο περίεργη, θα σου πω» συνέχισε. «Δολοφόνησα δεκατέσσερις μάγους εν ψυχρώ, ανθρώπους που ήξερα όλη μου τη ζωή κι όμως δεν δίστασα να τους κόψω τον λαιμό και να τους κοιτάξω κατάματα καθώς ξεψυχούσαν. Σοκαρίστηκες, πριγκίπισσα;»

Η Νερίσσα τον κοίταξε σιωπηλή για μερικές στιγμές, προσπαθώντας να καταλάβει πως ένιωθε για αυτή την αποκάλυψη. «Όχι ιδιαίτερα… Ο ξάδελφός μου δολοφόνησε τον αδελφό μου. Εγώ έκοψα τον ξάδελφό μου στα δυο με τα δόντια μου, και πίστεψε με, δεν έχασα τον ύπνο μου ούτε μια φορά για αυτό. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι που να μπορεί να με σοκάρει πια. Όποιος κι αν είναι ο λόγος που τους σκότωσες, είμαι σίγουρη πως είναι σοβαρός, γιατί -χωρίς παρεξήγηση- δεν μου μοιάζεις με στυγνό δολοφόνο, ή γενικά με κάποιον που μπορεί να κρατήσει μαχαίρι, και πάλι, χωρίς παρεξήγηση…» αποκρίθηκε τελικά, και το μπερδεμένο συνοφρύωμα στο πρόσωπο του νεαρού άντρα μαρτυρούσε πως δεν περίμενε αυτή την αντίδραση.

«Λοιπόν; Γιατί τους σκότωσες;» Τον ξαναρώτησε, και ο Κάσσιαν γύρισε ξανά ανάσκελα και κάρφωσε το βλέμμα του στα λιγοστά αστέρια που ξεπρόβαλλαν μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων.

«Ξέρεις, εμείς οι δυο δε διαφέρουμε πολύ».

«Αμφιβάλλω» σχολίασε η ξανθιά Ντρόγκομιρ και έβαλε τα χέρια της κάτω από το κεφάλι της για να βολευτεί καλύτερα.

«Κι όμως έχουμε κάτι κοινό. Θα κάναμε τα πάντα για τα αδέλφια μας».

«Έχεις αδέλφια;»

«Είχα» απάντησε, κι ο πόνος στη φωνή του ήταν κάτι που και η ίδια η Νερίσσα γνώριζε καλά. «Μια μικρή αδελφή. Ήταν το πιο αξιολάτρευτο πλάσμα στον κόσμο. Μεγάλος μπελάς, αλλά της είχα υποσχεθεί πως θα την προστάτευα πάντα, ό,τι κι αν συμβεί. Ήταν εφτά χρονών όταν πέθανε»

«Πως;»

«Πυρετός. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον προκάλεσε, η Θεραπεύτρια της Σύναξης δεν μπορούσε να την κάνει καλά».

«Οπότε προσπάθησες να τη φέρεις πίσω…»

«Όταν μου είπαν πως πέθανε, ήταν σαν να έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τρέξω στην αρχηγό της Σύναξης μου και να της ζητήσω βοήθεια. Την ικέτεψα να με αφήσει να κάνω το ξόρκι, αλλά είπε πως ήταν ενάντια στους νόμους της Φύσης να φέρεις πίσω μια ζωή που έχει ήδη χαθεί, οπότε πήρα τα πράγματα στα χέρια μου. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν μια πηγή ενέργειας»

«Η δύναμη από τη θυσία δεκατεσσάρων μάγων…» άρθρωσε η Νερίσσα, και ο νεαρός ένευσε καταφατικά.

«Ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω την τελετή, όταν με βρήκαν και με έδιωξαν από τη Σύναξη. Και αυτό που με τρελαίνει είναι πως, αν ήμουν λίγο πιο γρήγορος, τουλάχιστον η Άννα θα ήταν ζωντανή. Αλλά τώρα όλα έγιναν για το τίποτα».

«Γι' αυτό δέχθηκες να με βοηθήσεις; Επειδή η ιστορία μου σου θύμιζε την αδελφή σου;»

«Και για το χρυσάφι» είπε, προσπαθώντας να κάνει την ατμόσφαιρα πιο ανάλαφρη. Η Νερίσσα ανακάθισε και τον κοίταξε.

 «Λυπάμαι που η αδελφή σου χάθηκε τόσο πρόωρα... Ξέρω τον πόνο που νιώθεις, αλλά αν καταλάβω πως με κοροϊδεύεις και σκοπεύεις να πάρεις την ενέργεια από το ξόρκι για να τη φέρεις πίσω, θα σε σκοτώσω!»

«Όχι, δε θα το κάνεις. Με συμπαθείς».

«Θα σε κλάψω αφότου σε σκοτώσω… Κοιμήσου τώρα. Θα ξεκινήσουμε αμέσως μόλις ανατείλει ο ήλιος και δεν με νοιάζει αν θα κουτουλάς πάνω στα δέντρα από τη νύστα» του είπε, ξάπλωσε, σκεπάστηκε με την κουβέρτα της, έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε, στην προσπάθεια να φανταστεί την αυριανή μέρα...

 

 Φαίη