Storm II (Κεφάλαιο 20)

Το κινητό της άρχισε να χτυπάει και πετάχτηκε από τον καναπέ όπου την είχε πάρει ο ύπνος εδώ και λίγη ώρα.

«Πού είσαι;» είπε η Κριστίν αγχωμένη από την άλλη γραμμή.

«Συγγνώμη… Με πήρε ο ύπνος» είπε η Έμιλι πιάνοντας το μέτωπό της.

«Έλα στο στούντιο τώρα. Έχει τρελαθεί».

«Έρχομαι. Σε ένα τέταρτο είμαι εκεί» είπε και βγήκε από το σπίτι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μπήκε ξανά στο σπίτι βρίζοντας και πήρε την τσάντα της.

 

Το στούντιο του μέντορά της βρισκόταν στο Beverly Hills. Άργησε παραπάνω και ήταν σίγουρη πως ο Κάιλ θα την έβριζε.

Μπήκε τρέχοντας στο στούντιο και πέταξε την τσάντα της στο πάτωμα.

«Κάιλ, συγγνώμη, είχε κίνηση. Χίλια συγγνώμη».

«Έμιλι!» είπε ενθουσιασμένος ο Κάιλ. «Ευτυχώς που ήρθες. Αυτή η άχρηστη δε με έχει βοηθήσει σε τίποτα».

«Είμαι εδώ και σε ακούω» είπε εκνευρισμένη η Κριστίν.

«Γιατί είσαι ακόμα εδώ εσύ; Φύγε, άντε» είπε ταραγμένος ο Κάιλ. Η Κριστίν ρουθούνισε εκνευρισμένη.

«Δεν είχα σκοπό να μείνω» είπε και πήγε για να πάρει τα πράγματά της. Η Έμιλι πήγε προ της Κριστίν.

«Συγγνώμη» της είπε ένοχα.

«Μη λυπάσαι, Έμς. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ίσα ίσα χάρη μου κάνεις. Πάω να δω το αγόρι μου».

«ΟΚ».

«Καλή τύχη με τον θεότρελο!» είπε και έφυγε.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Έμιλι τον Κάιλ.

«Έχω κολλήσει. Δεν έχω έμπνευση. Και θέλω να κάνω δώρο τον πίνακα στην κοπέλα μου» είπε.

Η Έμιλι πήγε μέσα στο στούντιο και κοίταξε τον πίνακα που ζωγράφιζε ο Κάιλ.  «Είναι μαύρος» είπε ξερά.

«Αυτή είναι η βάση του» είπε ο Κάιλ.

«Δηλαδή θες να πεις πως πέρα από τη βάση… Δεν έχεις ιδέα τι να ζωγραφίσεις;»

«Ακριβώς».

Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έχουμε πολλή δουλειά εδώ πέρα».

 

 

 

 

 

Δύο ώρες. Δύο ολόκληρες ώρες η Έμιλι και ο Κάιλ μιλούσαν. Το πρώτο πράγμα που έμαθε δίπλα στον Κάιλ ήταν: «αν χαθεί η έμπνευσή σου, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να μιλήσεις σε κάποιον. Η κουβέντα ξεκλειδώνει όλες τις κλειστές πόρτες του μυαλού».

Και μάλλον είχε δίκιο καθώς σιγά σιγά όλα ξεδιάλυναν στο μυαλό του Κάιλ.

«Έμς… Τι θα έκανα χωρίς εσένα;» ρώτησε ανακουφισμένος ο Κάιλ.

«Θα έμενες χωρίς κοπέλα υποθέτω» είπε η Έμιλι γελώντας. «Άντε πήγαινε να ζωγραφίσεις τώρα και να φύγω και εγώ».

«Α όχι! Δε θα φύγεις μέχρι να τελειώσω τον πίνακα».

«Έλα ρε, Κάιλ. Περιμένω κόσμο σήμερα. Μη μου το κάνεις αυτό» είπε η Έμιλι.

«Δε θα μου πάρει πολλή ώρα».

 

 

 

 

Δύο ώρες έκανε ο Κάιλ να τελειώσει τον πίνακα.

«Κάιλ… Αν δε φύγω τώρα, θα κάνω τον πίνακά σου κομφετί» είπε έξαλλη η Έμιλι.

«Συγγνώμη, γλυκιά μου, που σε κράτησα τόσο πολύ. Πήγαινε!»

«Ευχαριστώ!» είπε ανακουφισμένη η Έμιλι και έτρεξε προς το γραφείο παίρνοντας βιαστικά τα πράγματά της και έφυγε.

 

 

 

Έφτασε στο σπίτι της λίγη ώρα αργότερα. Έτρεξε προς την κουζίνα και άρχισε να μαγειρεύει. Τελειώνοντας το μαγείρεμα πήγε και έκανε ένα γρήγορο ντους. Βγαίνοντας από το μπάνιο βρήκε τον αρραβωνιαστικό της να ξεντύνεται.

«Πότε ήρθες;» τον ρώτησε αγκαλιάζοντας τον τρυφερά.

«Να υποθέσω πως δε με άκουσες όταν μπήκα, έτσι;» τη ρώτησε αφού πρώτα της έδωσε ένα γλυκό φιλί. «Κρίμα που τελείωσες το μπάνιο σου… Θα έμπαινα και εγώ να σου κάνω παρέα» της είπε πονηρά.

«Λοιπόν… Περιμένουμε καλεσμένους. Παρόλο που η πρότασή σου είναι τόσο δελεαστική θα πρέπει να την απορρίψω. Για αυτό πήγαινε να κάνεις μπάνιο… Μόνος».

«Ξέρεις να χαλάς τη στιγμή, έτσι δεν είναι;»

«Ένα από τα χιλιάδες χαρίσματά μου».

 

 

 

Φόρεσε ένα λευκό αραχνοΰφαντο κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα μαύρο παντελόνι και ίσιωσε τα μαλλιά της.

«Μωρό μου… Πήρες γλυκό, έτσι;» φώναξε.

«Ναι» της απάντησε μέσα από το δωμάτιο. Ο Τζον βγήκε από το δωμάτιο και πήγε στην κουζίνα.

«Το ξέρω πως ήταν δική μου η ιδέα για αυτό το δείπνο αλλά… είσαι σίγουρη ότι δε θα νιώσεις άβολα;»

«Αγάπη μου, δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσω άβολα».

«Είναι ο πρώην σου και θα έρθει με την αρραβωνιαστικιά του».

«Ο Μάικλ είναι φίλος μου πλέον. Έχουμε προχωρήσει και οι δυο στις ζωές μας. Ίσως εσύ να νιώθεις άβολα και να το προβάλεις σε εμένα». Ο Τζον γέλασε.

«Με αποκαλείς ζηλιάρη;»

«Ναι» του απάντησε η Έμιλι γελώντας. Ο Τζον την άρπαξε και την ανέβασε στον πάγκο.

«Είμαι εγώ ζηλιάρης;» τη ρώτησε φιλώντας τη στον λαιμό.

«Είσαι φοβερός ζηλιάρης» του απάντησε γελώντας.

«Ώστε έτσι, ε;» είπε φιλώντας τη στο στόμα.

«Λοιπόν… Υπάρχει τρόπος να μου αλλάξεις γνώμη».

«Α ναι;»

«Ω ναι!» του απάντησε και άρχισε να τον φιλάει.

Ήταν έξι χρόνια μαζί. Γνώρισε τον Τζον στο δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου. Ο Τζον ήταν στο τέταρτο έτος της Αρχιτεκτονικής. Πριν από ένα χρόνο αρραβωνιαστήκαν και μετακόμισαν στο Λος Άντζελες.

Το κουδούνι χτύπησε και η Έμιλι αναστέναξε λυπημένη.

«Μπορούμε να μην ανοίξουμε» είπε ναζιάρικα ο Τζον. Η Έμιλι τον κοίταξε αυστηρά.

«Πήγαινε να ανοίξεις» του ψιθύρισε.

Ο Τζον πήγε και άνοιξε την πόρτα.

«Τζον» είπε ο Μάικλ.

«Καλώς ήλθατε» είπε ο Τζον. Η Έμιλι πήγε και αγκάλιασε την αρραβωνιαστικιά του Μάικλ.

«Μάργκαρετ» είπε. «Πώς είσαι;»

«Μια χαρά Έμς. Εσύ;»

«Τέλεια».

Κοίταξε τον Μάικλ, του χαμογέλασε και τον αγκάλιασε όσο πιο θερμά μπορούσε. «Μάικ. Μου έλειψες».

«Έμς» της ψιθύρισε. «Κι εμένα μου έλειψες».

 

 

 

 

«Πώς τα περάσατε στο Μαϊάμι;» ρώτησε ο Τζον.

«Ήταν ΟΚ» απάντησε ο Μάικλ.

«Μόνο ΟΚ;» ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Τι ήθελες να πω; Σχεδόν κάθε καλοκαίρι στο Μαϊάμι είμαστε».

«Πώς και δεν επισκεφτήκατε το Λονδίνο να δεις και τους γονείς σου;» ρώτησε η Έμιλι την Μάργκαρετ. Η Μάργκαρετ ανασήκωσε τους ώμους της.

«Δεν ξέρω. Ήμασταν πολύ απασχολημένοι και είχαμε λίγες μέρες άδεια οπότε επιλέξαμε το Μαϊάμι. Εσείς;»

«Δύο εβδομάδες σε Πορτογαλία και Ισπανία. Εκεί είναι που της έκανα πρόταση γάμου» είπε ο Τζον.

«Ααα τι γλυκό! Και πότε παντρεύεστε;» είπε ενθουσιασμένη η Μάργκαρετ.

«Το καλοκαίρι» απάντησε η Έμιλι.

«Πού σκέφτεστε να κάνετε τον γάμο;» ρώτησε ο Μάικλ.

«Αυτό είναι ένα μεγάλο μπέρδεμα» αποκρίθηκε ο Τζον.

«Γιατί;» ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Λοιπόν…» είπε η Έμιλι. «Στην αρχή σκεφτήκαμε ο γάμος να γίνει στηνΝέα Υόρκη γιατί εκεί γνωριστήκαμε. Μετά όμως μας φάνηκε καλύτερο να παντρευτούμε εδώ, στο Λος Άντζελες, αλλά οι γονείς μου και οι γονείς του Τζον, οι οποίοι έχουν ξετρελαθεί με την ιδέα, θέλουν να κάνουμε τον γάμο στην πόλη μου».

«Αυτό είναι τέλειο. Μάικ να το κάνουμε και εμείς» είπε ενθουσιασμένη η Μάργκαρετ.

«Α όχι! Μην κλέβεις ιδέες!» είπε η Έμιλι γελώντας.

«Εγώ πάντως εξακολουθώ να της προτείνω να πεταχτούμε στο δημαρχείο και να παντρευτούμε χωρίς να χρειαστεί να μαλώσουμε για το χρώμα που θα έχουν τα λουλούδια».

«Μωρό μου» είπε η Έμιλι στον Τζον. «Ξέρεις πως δε θα αρέσει σε κανέναν αν κλεφτούμε. Άσε που τα κορίτσια θα σε κυνηγάνε». Ο Τζον γέλασε.

«ΟΚ. Έχεις δίκιο. Η Πένι να με κυνηγάει σε όλη τη χώρα είναι λιγάκι τρομακτικό».

«Μάικ… Τι λες; Δε θα ήταν τέλειο να κάνουμε και εμείς τον γάμο μας στην πόλη σου;» ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Όχι!» απάντησε ο Μάικλ.

«Τι;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Μάργκαρετ.

«Υπάρχουν πράγματα… Αναμνήσεις… Γεγονότα που δε θέλω να θυμάμαι. Όπου και αν πάω σε αυτή την πόλη μου τα θυμίζει όλα» απάντησε ο Μάικλ με έναν κόμπο στον λαιμό.

«Για τι πράγμα μιλάς;» ρώτησε μπερδεμένη η Μάργκαρετ.

«Όλο αυτό με τους Χαρισματικούς. Σωστά;» είπε ξαφνικά ο Τζον.

«Τους ποιους;» ρώτησε μπερδεμένη η Μάργκαρετ.

Η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ και την Μάργκαρετ μπερδεμένη.

«Είχαμε ένα συγκρότημα με τα παιδιά. Λεγόμασταν «Οι Χαρισματικοί». Αυτό» είπε απότομα ο Μάικλ.

«Δε μου το είχες πει αυτό» είπε η Μάργκαρετ.

«Αγάπη μου… Ένα συγκρότημα από λυκειόπαιδα ήμασταν. Τίποτα το ιδιαίτερο».

«Τέλος πάντων» είπε η Μάργκαρετ και του έδωσε ένα γλυκό φιλί. Το κινητό της άρχισε να χτυπά. «Συγγνώμη πρέπει να το σηκώσω» είπε και βγήκε στο μπαλκόνι κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Η Έμιλι έριξε μια ματιά στην Μάργκαρετ που μιλούσε στο τηλέφωνο.

«Σοβαρά τώρα… Δεν της έχεις πει τίποτα;» του είπε εκνευρισμένη. Ο Μάικλ κοίταξε τον Τζον.

«Γιατί του το είπες;»

«Γιατί τον εμπιστεύομαι» απάντησε η Έμιλι.

«Το ξέρεις πως είναι επικίνδυνο να ξέρει κανείς ότι υπήρχαμε».

«Όπως είπες και εσύ Μάικλ… Υπήρχαμε… Δεν υπάρχουμε πια. Δεν έχει μείνει κανένας Χαρισματικός. Γιατί δεν της είπες τίποτα;»

«Ο Γκρεγκ μάς έκανε αρκετά σαφές πως οι λέξεις «Χαρισματικός», «Δυνάμεις» και «Στοιχείο» δεν πρέπει να βγουν από το στόμα μας γιατί θα μας πάρει ο διάολος».

«Το ξέρω». Ο Μάικλ κοίταξε την Έμιλι καχύποπτα.

«Του ζήτησες την άδεια, έτσι δεν είναι;» Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να πείσει τον Μάικλ ότι πρέπει να μιλήσει στην Μάργκαρετ για το παρελθόν του. «Φυσικά και ζήτησες την άδειά του. Ήσουν η ευνοούμενή του».

«Μάικ, το παρατραβάς!» είπε εκνευρισμένη. Για μια στιγμή ήθελε τις δυνάμεις της πίσω για να τον κάνει να σκάσει.

«Ξέρεις γιατί δε θέλω να μάθει η Μάργκαρετ για όλα αυτά; Θέλω να την κρατήσω μακριά από αυτόν. Θέλω να είναι ασφαλής. Νομίζεις πως ο Τζον θα είναι ασφαλής από τον Γκρεγκ;»

Ακούγοντας τα λόγια του Μάικλ η Έμιλι κατάλαβε πως είχε δίκιο. Ο Τζον δε θα ήταν ασφαλής.

«Έχεις δίκιο που δε μιλάς στην Μάργκαρετ για αυτό. Είχα ξεχάσει όσα έγιναν».

«Δεν πειράζει» είπε ο Μάικλ γεμάτος κατανόηση.

 

 

 

 

 

Είχαν τελειώσει το δείπνο. Η Έμιλι με τον Μάικλ πήγαν να πλύνουν τα πιάτα και η Μάργκαρετ με τον Τζον πήγαν στο σαλόνι για να διαλέξουν ταινία.

«Πιστεύεις πως πρέπει να της το πω;» ρώτησε ο Μάικλ που έβαζε τα πιάτα στο πλυντήριο.

«Δεν ξέρω. Όταν μίλησα στον Τζον για τους Χαρισματικούς θεώρησα πως έκανα το σωστό. Αλλά τώρα ξέρω πως ήταν λάθος να το κάνω. Έχεις δίκιο. Ο Γκρεγκ άνετα μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή και να τον σκοτώσει».

«Είπα ψέματα».

«Για ποιο πράγμα;»

«Ότι θέλω να αφήσω τη ζωή μου σαν Χαρισματικός πίσω. Ότι θέλω να τα ξεχάσω όλα».

«Και γιατί είπες ψέματα;»

«Γιατί αυτό που θέλω δεν το έχω». Η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ μπερδεμένη. Τι θέλει να πει; σκέφτηκε. «Δεν έχω εσένα» είπε ο Μάικλ απότομα.

«Μάικλ… Μην το κάνεις αυτό».

«Μια σου λέξη… Μια λέξη και θα τα παρατήσω όλα. Θέλω να είμαι μαζί σου».

«Μάικλ, νόμιζα πως αυτά τα είχαμε λύσει εδώ και χρόνια» του είπε λιγάκι εκνευρισμένη.

«Έτσι νόμιζα και εγώ… Σ’ αγαπάω ακόμα».

«Το έχεις καταλάβει πως είσαι αρραβωνιασμένος με την Μάργκαρετ;»

«Δεν την αγαπάω. Μου τη δίνει στα νεύρα. Δε με καταλαβαίνει. Όχι όπως εσύ».

«Σ’ αγαπάει».

«Θα το ξεπεράσει! Εντάξει; Λύθηκαν τα προβλήματά μας τώρα;»

«Όχι, Μάικ… Δε λύθηκαν!» είπε απότομα η Έμιλι.

Μα τι έχει πάθει; σκέφτηκε.

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε μπερδεμένος. Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Αγαπάω τον Τζον».

«Δεν τον αγαπάς όσο αγάπησες εμένα».

«Ακριβώς! Σε αγαπούσα, Μάικ… Παρελθόν! Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, αλλά δεν νιώθω έτσι για εσένα πλέον. Σε αγαπάω σαν φίλο. Μην τα χαλάσεις όλα για κάτι που μπορεί απλά να είναι στο μυαλό σου».

«Στο μυαλό μου ε; Νομίζεις απλά ότι είμαι μπερδεμένος».

«Έχουμε δυο εξαιρετικούς ανθρώπους στις ζωές μας. Τον αγαπάω τον Τζον. Τον αγαπάω πάρα πολύ. Και είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρη πως και εσύ αγαπάς τη Μάργκαρετ. Απλά είσαι μπερδεμένος». Ο Μάικλ κοίταξε επίμονα την Έμιλι.

«ΟΚ» της είπε ξερά.

«Εσείς οι δυο έχετε ποτέ σκοπό να τελειώνετε με τα πιάτα;» φώναξε η Μάργκαρετ.

«Ερχόμαστε!» απάντησε η Έμιλι.

 

 

 

 

Η Μάργκαρετ και ο Μάικλ είχαν φύγει εδώ και αρκετή ώρα. Η Έμιλι μάζεψε όλα τα υπόλοιπα και κάθισε εξαντλημένη στον καναπέ δίπλα στον Τζον. Εκείνος την τύλιξε στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο.

«Πώς σου φάνηκε το αποψινό; Ένιωσες άβολα;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.

«Δε θα σταματήσεις ποτέ, έτσι δεν είναι;» της είπε γελώντας.

«Μπα!» είπε η Έμιλι γελώντας.

Σκεφτόταν αυτό που έγινε πριν στην κουζίνα.

Αν του το πω δεν θα σταματήσει ποτέ να νιώθει πως απειλείται από τον Μάικλ, σκέφτηκε.

«Τζον;» είπε τελικά.

«Τι;»

«Θέλω να σου πω κάτι».

«Πες μου».

«Έγινε κάτι στην κουζίνα με τον Μάικλ».

«ΟΚ… Τι ακριβώς έγινε; Γιατί αυτή τη στιγμή περνάνε πολλά από το μυαλό μου» είπε κάνοντας τη λίγο στην άκρη για να μπορεί να την κοιτάξει.

«Άρχισε να φέρεται παράξενα και μου είπε ότι αν το θέλω θα αφήσει την Μάργκαρετ». Ο Τζον κοίταξε την Έμιλι μπερδεμένος.

«Θα πρέπει να ανησυχώ;»

«Αν ήθελα να σε αφήσω για τον Μάικλ θα είχα ήδη φύγει».

«Αυτό υποτίθεται πως πρέπει να με καθησυχάσει; Μπορεί να περιμένεις μέχρι τον γάμο και να με παρατήσεις στα σκαλιά της εκκλησίας. Μπορεί να με αφήσεις μια μέρα πριν τον γάμο. Μπορεί να με παρατήσεις στο αεροδρόμιο πριν φύγουμε για τον μήνα του μέλιτος».

«Μπορείς να σταματήσεις;» του είπε γλυκά.

«Είμαι ανασφαλής. Συγχαρητήρια. Πέτυχες το καλύτερο είδος άντρα!»

«Πάλι καλά που ξέρω πώς να καθησυχάσω έναν ανασφαλή άντρα».

«Α ναι; Και πώς θα το πετύχεις αυτό;» Η Έμιλι τον κοίταξε πονηρά.

«Νομίζω πως ξέρω τον τρόπο» είπε δίνοντάς του ένα φιλί.

«Χμ… Για συνέχισε» της είπε πονηρά. Η Έμιλι τον φίλησε ξανά. «Κάτι κάνεις» της είπε και την άρπαξε κολλώντας την πάνω στο σώμα του.

 

 

 

 

Ήταν τυλιγμένη στην αγκαλιά του. Ένιωθε ασφαλής. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν όντως Χαρισματική πριν τόσα χρόνια. Έμοιαζε τόσο μακρινό.

«Τζον;» του είπε χαϊδεύοντας τον λαιμό του.

«Ναι;»

«Σ’ αγαπάω» του είπε.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω».

«Μπορώ να τον απομακρύνω αν το θες».

«Δε χρειάζεται. Απλά… Αν συμβεί ξανά θα του σπάσω τα μούτρα». Η Έμιλι γέλασε.

«Ξέρεις κάτι; Δεν θέλω να περιμένω».

«Ανυπομονείς να του σπάσω τα μούτρα;»

«Ας το κάνουμε».

«Θες να πάμε να του σπάσουμε τα μούτρα;»

«Τζον, συγκεντρώσου!» του είπε γελώντας. «Δε θέλω να περιμένω μέχρι το καλοκαίρι. Θέλω να παντρευτούμε σήμερα».

«Το δημαρχείο έχει κλείσει»

«Σε περίπτωση που του έχεις ξεχάσει, εγώ χαλάω τις στιγμές σε αυτή τη σχέση».

«Ναι, αλλά το δημαρχείο είναι κλειστό. Δηλαδή δεν μπορούσες να το σκεφτείς τρεις ώρες πριν που το δημαρχείο ήταν ακόμα ανοιχτό;»

«Τώρα που το σκέφτομαι…»

«Όχι που δε θα το ξανασκεφτόσουν…»

«Θα προλάβει η Ντέμυ και τα κορίτσια να έρθουν αύριο;»

«Αυτό σε προβλημάτισε;»

«Ε, ναι. Καταρχάς χρειαζόμαστε μάρτυρες. Δε θα βάλω για μάρτυρα στον γάμο μου τον οποιονδήποτε. Θα παντρευτούμε αύριο με πολιτικό και το καλοκαίρι θα κάνουμε και τον θρησκευτικό».

«Δεν τον γλυτώνουμε τον καυγά για τα λουλούδια, δηλαδή».

 

 

 

 

«Την έπεισες τελικά να κάνετε πολιτικό» είπε δυσοίωνα η Πένι.

«Χαλάρωσε… Θα κάνουμε και θρησκευτικό το καλοκαίρι» είπε η Έμιλι.

«Και τότε γιατί μας φέρατε από την άλλη άκρη της Πολιτείας; Για πλάκα;» είπε εκνευρισμένη η Πένι.

«Η κλασική Φαίη. Δε χάνεις ευκαιρία να το παίξεις drama queen!» είπε η Φαίη.

«Είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε ανυπόμονα ο Τζον.

«Όχι. Η Ντέμυ δεν έχει έρθει ακόμα» είπε η Πένι.

«Έμς… Μην παντρευτείς. Έρχομαι» φώναξε απεγνωσμένα μια φωνή από το βάθος του διαδρόμου.

Ήταν η Ντέμυ που έτρεχε λαχανιασμένη με τον Άλεξ να την ακολουθεί.

«Αποφασίσατε να κλεφτείτε. Και καλά κάνατε δηλαδή… Έπρεπε όμως να κάνετε τον γάμο δέκα ώρες αφού το αποφασίσατε; Παραλίγο να πεθάνουμε από την αγωνία. Θα φτάναμε εγκαίρως;» είπε λαχανιασμένος ο Άλεξ.

«Χίλια συγγνώμη, παιδιά» είπε η Έμιλι.

«Μετά είμαστε εμείς!» είπε ο Τζον.

«Επιτέλους!» είπε ανακουφισμένη η Έμιλι.

 

 

 

 

 

«Έμς;» ψιθύρισε ο Τζον κατά τη διάρκεια της τελετής.

«Χμ;» είπε η Έμιλι.

«Πώς σε λύγισε;»

«Τι;»

«Ο Γκρέγκ. Πώς σε λύγισε;»

Η Έμιλι χαμήλωσε το κεφάλι της.

Πώς με λύγισε; Πώς το κατάφερε; αναρωτήθηκε. Γιατί δε θυμάμαι τίποτα;

«Τζον Άλαν Μάικλς, δέχεσαι την Έμιλι Τόμσεν για γυναίκα σου;» ρώτησε ο Δήμαρχος.

«Δέχομαι» είπε ο Τζον χαρούμενος.

«Έμιλι Τόμσεν, δέχεσαι τον Τζον Άλαν Μάικλ για άντρα σου;»

Πώς με λύγισε; Γιατί δε θυμάμαι τίποτα;

«Έμιλι;» είπε ο Δήμαρχος.

«Πώς σε λύγισε Έμιλι;» ξανά ρώτησε ο Τζον.

«Έμιλι, δέχεσαι τον Τζον για άντρα σου;» είπε ξανά ο Δήμαρχος.

Ο Τζον χαμογέλασε διαβολικά.

«Έλα τώρα, Έμιλι… Μη μου πεις πως δε θυμάσαι πώς σε λύγισε ο Γκρεγκ».

Ανάμεσα στη φωνή του τρεμόπαιζε και σε μια άλλη.

«Έμιλι… Ο χρόνος περνά. Τικ τακ! Τικ τακ! Πες μου, Έμιλι… Πώς σε λύγισα;» είπε ξανά ο Τζον.

Όλα γύρω της άρχισαν να γυρίζουν και να τρέμουν.

«Έμιλι» είπε μια φωνή από ένα απροσδιόριστο σημείο. «Σύνελθε. Έμιλι, ξύπνα». Ήταν ο Γκρεγκ. Όχι! Δεν πρόκειται να τον αφήσω να με χρησιμοποιεί έτσι σκέφτηκε θυμωμένη. «Έμιλι, πρέπει να ξυπνήσεις. Έμιλι!» ούρλιαξε ο Γκρεγκ.

Πετάχτηκε από το χειρουργικό κρεβάτι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και άρχισε να βήχει.

«Μην κάνεις απότομες κινήσεις» είπε εξαντλημένος ο Γκρεγκ. Ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα και έπιανε το κεφάλι του γεμάτος πόνο.

«Τέρμα με τις ανοησίες σου. Δεν πρόκειται να πετύχεις τίποτα με τα ηλίθια οράματά σου» είπε η Έμιλι με τρεμάμενη φωνή.

«Δεν πιστεύω αυτό».

«Α, ναι;» Ο Γκρεγκ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε δυσοίωνα την Έμιλι.

«Αυτό που βλέπεις το βλέπω και εγώ. Δάκρυσες όταν είδες τον Μάικλ στο όραμά μου. Σου έδειξα αυτό που ήθελες». Η Έμιλι γέλασε όσο πιο πειστικά μπορούσε.

«Καλή προσπάθεια, αλλά ποτέ δε θα με λυγίσεις. Δυστυχώς δε μου έδειξες αυτό που ήθελα. Το μόνο που δείχνεις είναι ψέματα. Είσαι ερασιτέχνης. Δεν υπάρχει περίπτωση να αντλήσεις τις δυνάμεις μου και να επιβιώσω. Οπότε άντλησε τις δυνάμεις μου να τελειώνουμε».

«Όχι, Έμιλι… Δεν θα γίνει με τον εύκολο τρόπο. Είδα την έκφραση του προσώπου σου την ώρα που είδες τον Μάικλ στο όραμά σου. Βρήκα την αδυναμία σου. Το τρωτό σου σημείο. Ο Μάικλ είναι η αχίλλειος πτέρνα σου. Θα σε λυγίσω».

«Μέχρι τότε θα απολαύσω τις λίγες ώρες που μου απομένουν μακριά σου. Συνέχισε να ονειρεύεσαι» είπε η Έμιλι και κατέβηκε από το κρεβάτι πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Ρέιμαν!» φώναξε.

Ο Μέισον εμφανίστηκε και της άνοιξε την πόρτα.

Δεν πρέπει να τον αφήσω να με λυγίσει σκέφτηκε. Ό,τι και να μου δείξει θα πρέπει να μείνω δυνατή.   

 

Rene Rafael