Η Κατάρα του Σένγκαο (Κεφάλαιο 3)

Κάποιος φώναζε βοήθεια. Μέσα στη βουή των ανέμων και τον παφλασμό των νερών στα βράχια, μπορούσα να διακρίνω μια απεγνωσμένη φωνή να κραυγάζει για βοήθεια. Έπειτα από ένα ελαφρύ σκούντημα επανήλθα πλήρως από τον κόσμο των ονείρων. Τα μάτια μου αντίκρισαν τον αδερφό Λου Τσιεν ο οποίος προσπαθούσε να μου πει κάτι, μα μέσα στη ζάλη του ύπνου δεν καταλάβαινα τίποτα. Η φωνή εκείνη συνέχιζε ξανά και ξανά να φωνάζει και όσο τα λεπτά έτρεχαν, μπορούσα να τη διακρίνω καλύτερα. Πετάχτηκα έντρομος τη στιγμή που έδωσα όνομα στο άτομο˙ τη στιγμή εκείνη που το μυαλό μου μπόρεσε και ένωσε τα κομμάτια του παζλ. Ο Λου με βοήθησε να σηκωθώ στα πόδια μου και τρέξαμε μαζί στην πρύμνη του καραβιού μας. Προς μεγάλη μου έκπληξη όλα τα αδέρφια βρίσκονταν συγκεντρωμένα και παρακολουθούσαν πώς ο αδερφός Πο κουνούσε τα χέρια του προς τα ουράνια, με μάτια ορθάνοιχτα και βλέμμα άδειο από κάθε λογική.

«Φαίνεται πως τα έχασε» σχολίασε ένα από τα αδέρφια και δύο άλλοι απλά γέλασαν μαζί του.
«Γιατί, πότε ήταν στα καλά του; Δεν θυμάστε στις διδασκαλίες για τα στοιχειά πως γνώριζε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια; Ακόμα και οι δάσκαλοι είχαν τρομάξει μαζί του. Σωστά δε λέω, Γου Σι;». Γύρισαν να με κοιτάξουν. «Δηλαδή, δεν θέλει και πολύ να αποτρελαθεί κάποιος αν είναι ήδη πειραγμένος». Τα σκληρά του λόγια ακολούθησε μια κυκλική κίνηση του δείκτη του και έπειτα γέλασαν όλοι μαζί. «Μπα, άδικα χάνουμε τον ύπνο μας».


«Αρκετά». Ο ήρεμος τόνος και η παρουσία του Ντάε με ανακούφισε. Δεν θα μπορούσα να ακούω παραπάνω τα αδέρφια μου να μιλάνε με αυτόν τον τρόπο για τον Πο. Ναι, δεν ήταν ψέματα πως ήταν ιδιόρρυθμος χαρακτήρας ˙ οι γνώσεις του ήταν όντως αξιοζήλευτες, ιδιαίτερα για τα πλάσματα της Τρίτης Διάστασης, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να του συμπεριφερθώ με αυτόν τον τρόπο. Γύρισα και κοίταξα τον Ντάε. Όσο είχα χαθεί στις σκέψεις μου οι άλλοι τρεις είχαν γυρίσει στα κρεβάτια τους, όπως και αρκετοί από τις άλλες δύο βάρκες.
«Μήπως θα έπρεπε να-».
«Εσύ ήσουν που τον είδες τελευταία φορά, σωστά, Γου Σι;». Η ερώτησή του με ξάφνιασε. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και ο Ντάε έτριψε το πιγούνι του. «Πώς τον είδες;».
«Ψηνόταν στον πυρετό. Δεν μπορούσε να μιλήσει, πόσο μάλλον να ουρλιάξει έτσι. Αδερφέ, τι συμβαίνει; Γιατί δεν τον βοηθάμε; Χρειάζεται ανάπαυση και σίγουρα κάποιον να τον φροντίσει όσο θα είμαστε στην πόλη».
«Αδελφέ Ντάε! Φτάσαμε! Να’ τη!» φώναζε ο πλοηγός και για ακόμα μια φορά οι βάρκες γέμισαν με την παρουσία όλων μας. Επιτέλους. Είχαμε φτάσει. Η μικρή αυτή πόλη-λιμάνι ήταν ίσως η καταλληλότερη περιοχή για όποιον έψαχνε ένα ήσυχο μέρος να αναπαυθεί, με άφθονη καλλιεργήσιμη γη και νερά γεμάτα από ψάρια και ζωή. Δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο οι υπόλοιπες πόλεις και περισσότερο θύμιζε χωριουδάκι, μα δεν είχε τίποτα να ζηλέψει ούτε από τους κατοίκους των γειτονικών και πιο πλούσιων περιφερειών αλλά ούτε και από τις μεγαλουπόλεις. Εδώ οι άνθρωποι κατοικούσαν ήσυχα υπό τη σκιά των βουνών, ενώ λίγο πιο έξω βρισκόταν το Μοναστήρι του Αιθέρα, που επί αιώνες τους προστάτευε από κάθε κακόβουλο πνεύμα που κατέβαινε από τις κορυφές.
Πλησιάζαμε όλο και περισσότερο και παρά την περασμένη ώρα, οι άνθρωποι βρίσκονταν ήδη στο πόδι και είχαν γεμίσει τους δρόμους.
Ο Ντάε προχώρησε πρώτος και θα τον ακολουθούσα αν ένας δυνατός παφλασμός δεν είχε φτάσει στ’ αυτιά μου. Γύρισα τότε και, μα τους θεούς. μέχρι και σήμερα εύχομαι να μην το είχα κάνει. Ο Πο, έπειτα από μια μακρόσυρτη στιγμή σιωπής, είχε βουτήξει στα άστατα νερά του ποταμού και κολυμπούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση με τέτοια μανία που για μια στιγμή πίστεψα πως κάποιος τον είχε πάρει στο κατόπι. Αντέδρασα αμέσως.
«Αδερφέ!» Οι υπόλοιποι ήταν το ίδιο ξαφνιασμένοι αν όχι τρομοκρατημένοι. Ο Πο είχε βγάλει τα ρούχα του, τα είχε διπλώσει όπως συνηθίζαμε στη Σχολή και τα είχε παρατήσει στη βάρκα, βουτώντας γυμνός. Εκείνη τη στιγμή θα έπεφτα κι εγώ αλλά ο αδερφός Ντάε με συγκράτησε δίχως καν να κοιτάξει.
«Θα χαθείτε και οι δύο στην οργή του Μπάο Λαν. Ας είναι ένας μόνο αυτός που θα τον συναντήσει». Αποτραβήχτηκα και άρχισα να τον φωνάζω. Ίσως αν με άκουγε να συνερχόταν και να επέστρεφε σε εμάς. Μα οι θεοί είχαν άλλα σχέδια και ο Πο είχε ήδη φτάσει μακριά, ενώ τα νερά τον κατάπιναν. Μείναμε όλοι μας για αρκετή ώρα να κοιτάζουμε αποσβολωμένοι τον ορίζοντα και ανίκανοι να αρθρώσουμε την οποιαδήποτε λέξη. Ψίθυροι τότε κατέκλυσαν τη σιωπή γύρω μας. Ψίθυροι που έπαψαν όταν αράξαμε στο λιμάνι.
Ο Μεγάλος Αδερφός μαζί με τους Λου, Γιάν Φέι και Πάι Λα ρώτησαν τους ντόπιους για το πού θα μπορούσαν να βρουν τον φαρμακοποιό της πόλης. Όταν τους δόθηκαν οι οδηγίες κατευθύνθηκαν προς τα εκεί χωρίς καθυστέρηση. Η εξασθενημένη ενέργεια ήταν ακόμα μεγάλο πρόβλημα για όλους μας, που έπρεπε να επιλυθεί προτού ξεκινήσουμε για το δεύτερο κομμάτι του ταξιδιού. Συνεννοηθήκαμε, λοιπόν, να βρεθούμε όλοι στο πανδοχείο πριν τη δύση. Εγώ ακολούθησα τα υπόλοιπα αδέρφια προς το πανδοχείο. Κανείς μας δεν είχε την όρεξη να κάνει βόλτες τριγύρω ή και να δοκιμάσει κάποιους λαχταριστούς μεζέδες από τους πωλητές. Θέλαμε απλά να κλειστούμε στα δωμάτιά μας και να ξεκουραστούμε.
Οι περαστικοί μας έριχναν κλεφτές ματιές και πάντα κάτι μουρμούριζαν μεταξύ τους. Σίγουρα θα είχαν ακούσει από τους ψαράδες για το τι συνέβη στο ποτάμι και φυσικά θα γνώριζαν τον λόγο που είχαμε βρεθεί στην πόλη τους. Έχοντας το Μοναστήρι του Αιθέρα να τους προστατεύει, η παρουσία τρίτων στην περιοχή τους ήταν σπάνιο φαινόμενο. Έτσι, δεν ήταν δύσκολο ακόμα και για έναν άστεγο να καταλάβει πως ο σκοπός της άφιξής μας ήταν το βουνό Σένγκαο και ό,τι κατοικούσε εκεί πάνω. Μα, μπορούσα να διακρίνω πως δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με αυτήν την τροπή. Τα βλέμματά τους έσταζαν δηλητήριο και μας αντιμετώπιζαν ως παραβάτες, με το να μας αποφεύγουν και να μην δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα μας.
Ταλαιπωρηθήκαμε στην αρχή, μα στο τέλος βρήκαμε το πανδοχείο στο οποίο θα αναπαυόμασταν για εκείνο το βράδυ. Μεγάλο και πλούσιο, μοσχοβολούσε μαγειρευτό φαγητό και γλυκό κρασί. Στην είσοδο είχαν τοποθετηθεί χαμηλά τραπέζια, έτοιμα να υποδεχτούν τους πελάτες, ενώ διάσπαρτα υπήρχαν κάθε λογής φυτά με ανθισμένα μπουμπούκια. Αν δεν μας βάραινε ο θάνατος του Πο, θα στεκόμουν για λίγη ώρα να θαυμάσω τόσο την εξωτερική διακόσμηση όσο και τις ολοζώντανες ζωγραφιές στο εσωτερικό του κτιρίου. Ο πανδοχέας μας υποδέχτηκε με μία κοφτή υπόκλιση. Ήταν ένας μεσήλικας άνδρας, κοντός, όχι ιδιαίτερα παχουλός, με αραιά μαλλιά και μουστάκι στο άνω χείλος του. Με ροδαλά μάγουλα και ένα χαμόγελο άξιο αμφισβήτησης, μας ενημέρωσε πως είχε λάβει το γράμμα από τον Άρχοντα Άραϊ, Κύριο της Σχολής και Μέγα Δάσκαλο, και είχε φροντίσει να κρατήσει ελεύθερα όλα τα δωμάτιά του για αυτό το βράδυ. Τον ευχαριστήσαμε θερμά και μας έδειξε τον δρόμο. Αφού μας μίλησε με κάποια αυστηρότητα για τις ώρες που σέρβιραν το φαγητό, μας επέτρεψε να αποσυρθούμε.
Τα δωμάτια ήταν ικανοποιητικά. Τα δύο κρεβάτια είχαν ένα πολύ βολικό στρώμα και τα μαξιλάρια ήταν επενδυμένα με χρωματιστό μετάξι. Ακόμα, υπήρχε ένα τραπέζι με δύο καρέκλες, μια ντουλάπα στην οποία βρίσκονταν δύο αλλαξιές ρούχων και κουβέρτες για τις τσουχτερές ώρες της νύχτας. Οι τοίχοι από την άλλη, ήταν γεμάτοι από μεταξωτούς πίνακες που απεικόνιζαν τοπία της Περιφέρειας και όμορφες δεσποσύνες. Κοντοστάθηκα για να περιεργαστώ τόσο την τεχνική του καλλιτέχνη όσο και τα μελαγχολικά πρόσωπα των κοριτσιών. Η τέχνη μπορούσε ανέκαθεν να μου προσφέρει λίγη γαλήνη στη ψυχή. Μα εκείνη την ημέρα ήταν αδύνατο. Όσο παρατηρούσα τις ζωγραφιές, τόσο περισσότερο ξαναζούσα τη στιγμή εκείνη που ο Πο είχε χάσει τα λογικά του κι έπειτα την ίδια του τη ζωή. Έπρεπε να ξαπλώσω. Έβγαλα από πάνω μου τις βρώμικες ρόμπες της Σχολής και ντύθηκα με τα καθαρά ρούχα που πρόσφερε το πανδοχείο. Ύστερα χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα και αφέθηκα στις τρικυμίες των ονείρων μου. 

 

Kristi Osima