Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 4: Το Διαμάντι και η Άγνωστη Χώρα-2ο μέρος)

Για να μάθει πληροφορίες για αυτό το μαύρο διαμάντι έπρεπε να ψάξει για τον Δημήτρη. Ο μόνος που τον γνώριζε ήταν ο φίλος του ο Αντώνης, τον οποίο καλύτερα να μην ανακάτευε σε αυτή την ιστορία. Γι’ αυτό προτίμησε να περιμένει να τον βρει εκείνος, όπως συνέβη και την προηγούμενη φορά.


Μην μπορώντας λοιπόν να κάνει και τίποτε άλλο, άνοιξε την τηλεόραση και άρχισε να παρακολουθεί μία ταινία. Μόλις τελείωσε, έμεινε ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια, χωρίς να σκέφτεται κάτι.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας θόρυβος που τον έκανε να ανοίξει απότομα τα μάτια του. Ερχόταν από τα υπνοδωμάτιά τους, αλλά δεν ήταν πολύ δυνατός, σαν να πρόσεχε αυτός που τον προκαλούσε. Αρχικά, υπέθεσε πως είχε έρθει η αδερφή του και προσπαθούσε να μην τον ξυπνήσει. Ο θόρυβος όμως έμοιαζε να έρχεται από το δικό του δωμάτιο και απόρησε με αυτό, δηλαδή με το τι μπορεί να έψαχνε η Αφροδίτη εκεί. Σηκώθηκε και πήγε προς τα εκεί, αλλά είδε πως τα φώτα ήταν σβηστά. Η Αφροδίτη θα είχε ανάψει τα φώτα αν είχε έρθει, άρα δεν ήταν εκείνη.

Ο Μιχάλης πάγωσε στη θέση του. Εκείνοι που προκαλούσαν τον θόρυβο ήταν μάλλον κλέφτες, οι οποίοι βρίσκονταν στο δωμάτιό του! Κινδύνευε πάρα πολύ και απόρησε αν τον είχαν πάρει είδηση. Λογικά είχαν μπει από την είσοδο χωρίς εκείνος να τους καταλάβει και τον είχαν δει. Για ποιον λόγο όμως δεν του επιτέθηκαν και τον άφησαν εκεί, ενώ μετά πήγαν στο δωμάτιό του; Υπήρχε φυσικά η περίπτωση να τον είχαν δει και να προσπάθησαν απλά να κλέψουν χωρίς να υπάρξουν θύματα.

Δεν ήταν όμως ώρα να προσπαθεί να καταλάβει τι ήθελαν εκείνοι. Έπρεπε να προφυλαχτεί ο ίδιος. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να φύγει ήσυχα από την πόρτα και να καλέσει μετά την αστυνομία, κάτι που επιχείρησε να κάνει την επόμενη στιγμή.

«Το βρήκα» ακούστηκε ξαφνικά μία φωνή μέσα από το δωμάτιο του Μιχάλη, κάνοντάς τον να παγώσει ξανά στη θέση του.

«Είναι σίγουρα το αληθινό;» άκουσε μία δεύτερη φωνή.

«Ναι, νιώθω τη δύναμή του».

«Ωραία. Πάμε».

«Περίμενε. Με τον φύλακα τι θα γίνει;»

«Θα τον πάρουμε μαζί μας, ίσως να του χρειαστεί».

«Σωστά. Ας μην το ρισκάρουμε να νευριάσει κι αυτός μαζί μας».

Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που βρήκαν στο δωμάτιό του. Ούτε και να το σκεφτεί πρόλαβε όμως, καθώς άκουσε βήματα να κατευθύνονται προς το σημείο που βρισκόταν ο ίδιος, με τους δύο άνδρες να κινούνται προς την έξοδο. Χωρίς να χάσει χρόνο, βούτηξε πίσω από τον ένα καναπέ του σαλονιού, ο οποίος τον κάλυπτε από το σημείο της εισόδου.

Λίγες στιγμές μετά από τον διάδρομο που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια του σπιτιού ξεπρόβαλαν δύο άνδρες, τους οποίους μπορούσε να διακρίνει χάρη στο φως που έμπαινε στο σπίτι από τα παράθυρα. Τα μάτια του είχαν άλλωστε συνηθίσει μέχρι τότε το σκοτάδι. Δεν πρέπει να φορούσαν τίποτα που θα μπορούσε να καλύψει τα πρόσωπά τους, πράγμα πολύ περίεργο για κλέφτες. Το μόνο που είδε ήταν πως ο ένας από τους δύο κρατούσε στο ένα του χέρι κάτι μικρό, με τη σκέψη πως ήταν το διαμάντι να καρφώνεται στο μυαλό του. Οι άνδρες δε φάνηκε να τον είχαν αντιληφθεί και την επόμενη στιγμή άνοιξαν την πόρτα και έφυγαν, κλείνοντάς τη πίσω τους.

Ο Μιχάλης είχε μείνει ακίνητος πίσω από τον καναπέ μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που είχε μόλις δει και μην ξέροντας τι να κάνει. Στη συνέχεια, χωρίς να το καλοσκεφτεί, τινάχθηκε και πήγε στο δωμάτιό του και, αφού ήλεγξε πως όντως το διαμάντι ήταν αυτό που είχε κλαπεί, έβαλε τα ρούχα του αστραπιαία, και βγήκε από το σπίτι προσπαθώντας να εντοπίσει πού είχαν πάει οι κλέφτες. Ευτυχώς, εκείνοι δεν είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ, καθώς φαίνονταν αρκετά μέτρα πιο πέρα. Κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος τους, για να μην τους χάσει από τα μάτια του. Ο φόβος του είχε εξαφανιστεί και είχε κυριευτεί από μία επιθυμία να πάρει πίσω το διαμάντι.

Οι άνδρες που είχαν πάρει τον πολύτιμο λίθο συνέχισαν για λίγη ώρα ακόμη, μέχρι που σταμάτησαν σε ένα στενάκι και μπήκαν σε αυτό. Ο Μιχάλης τούς ακολούθησε μέχρι εκεί και μόλις έφτασε στην άκρη του, κρυφοκοίταξε με το ένα μάτι. Έκπληκτος, είδε τον Δημήτρη να βρίσκεται εκεί, εντελώς ακίνητος σαν να είχε παραλύσει, ενώ ο ένας άνδρας τον κρατούσε όρθιο από την μπλούζα, πίσω ακριβώς από τον σβέρκο του. Έτσι, ο Δημήτρης έμοιαζε με μαριονέτα την οποία χειριζόταν ο ένας από τους δύο άνδρες.

Την ίδια στιγμή, ο άλλος ύψωσε το χέρι του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένα φως εμφανίστηκε πάνω από αυτό. Το φως δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα καλύπτοντας τους δύο άνδρες και τον Δημήτρη. Εκείνος ήταν λιπόθυμος, ενώ οι δύο άνδρες κοιτούσαν προς το φως. Εκείνη τη στιγμή ο Μιχάλής παρατήρησε πως τα ρούχα τους θύμιζαν παλαιότερη εποχή.

Το δυνατό λευκό φως την επόμενη στιγμή σκέπασε και τους τρεις, οι οποίοι εξαφανίστηκαν. Ο Μιχάλης έμεινε ακίνητος, ανήμπορος να πιστέψει αυτό που είχε μόλις συμβεί. Το φως μετά άρχισε να χάνεται και πιθανότατα θα εξαφανιζόταν. Χωρίς να έχει χρόνο να σκεφτεί, έτρεξε απλώς προς το φως, και λίγο πριν αυτό χαθεί εντελώς πήδηξε μέσα του.

Ένιωσε να του κόβεται η ανάσα, καθώς μια δύναμη τον τραβούσε μπροστά. Γύρω του υπήρχε σκοτάδι και το μόνο που ξεχώριζε ήταν κάτι γαλάζιες φωτεινές γραμμές που διαγράφονταν μπροστά του δημιουργώντας διάφορα σχήματα, ενώ όσο τις πλησίαζε αυτές περνούσαν γύρω του χωρίς να τον χτυπούν ή να τον ακουμπάνε. Μετά από λίγο ένιωσε να τον χτυπά δυνατός αέρας και έκλεισε τα μάτια του ασυναίσθητα. Το επόμενο που αισθάνθηκε ήταν να προσγειώνεται σε κάτι μαλακό και να σωριάζεται εκεί.

Πήρε βαθιές ανάσες προσαθώντας να αναπνεύσει. Αφού ένιωσε να ανακουφίζεται από τις βαθιές αναπνοές, άνοιξε τα μάτια του να δει πού είχε βρεθεί. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στην άμμο, σε ένα μέρος που έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Στα αριστερά του υπήρχε μία έρημος, της οποίας δεν μπορούσε να διακρίνει το τέλος, ενώ στα δεξιά του υπήρχε ένα μέρος που έμοιαζε με χωριό, αφού μερικά σπίτια και άλλου είδους κτίρια παλαιάς εποχής ήταν μαζεμένα εκεί.

Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί εκεί, από την πόλη του δηλαδή σε ένα άγνωστο μέρος. Κοντά στην Αλεξανδρούπολη δεν υπήρχε κάποια έρημος, άρα εκείνο το μέρος ήταν αρκετά μακριά από εκεί που έμενε. Αν υπολόγιζε και τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρθηκε εκεί, η εξήγηση της τηλεμεταφοράς ήταν η μόνη λογική.

Δεν είχε όμως χρόνο για ερωτήσεις και αναζητήσεις γιατί είχε βρεθεί εκεί για να βοηθήσει τον Δημήτρη. Προς τη μία πλευρά, όπου ανοιγόταν η έρημος, δε φαινόταν κανένας, άρα μάλλον είχαν περάσει από εκείνο το χωριό δεξιά του. Φυσικά, δεν ήξερε πόση ώρα πριν είχαν φτάσει εκεί οι άνδρες, ούτε καν αν είχαν βρεθεί στο ίδιο σημείο, αλλά αυτό το σενάριο ήταν το τελευταίο που ήθελε να σκέφτεται ο Μιχάλης.

Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Εκεί το έδαφος καλυπτόταν από πέτρες, οι οποίες ήταν στρωμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται όλες στο ίδιο ύψος, όπως ήταν και η άσφαλτος στους δρόμους που ήξερε ο Μιχάλης. Το θέαμα ήταν ωραίο, σαν μωσαϊκό. Τα σπίτια έμοιαζαν με εκείνα στο χωριό του Μιχάλη, μόνο που αντί για στέγη από κεραμίδια είχαν ξύλινες σκεπές. Όλα εκεί θύμιζαν παλαιότερη εποχή, σαν να μην είχε φτάσει η τεχνολογία σε εκείνο το μέρος.

Κοιτούσε δεξιά και αριστερά καθώς προχωρούσε στο χωριό, μα εκείνο έμοιαζε έρημο. Δεν υπήρχε κανείς στους δρόμους, ούτε φαινόταν και κανένας στα παράθυρα των σπιτιών. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το μέρος μάλλον ήταν έρημο. Εκεί που πήγε να απογοητευτεί και να φύγει, διέκρινε ένα μέρος που έμοιαζε με καφενείο, το οποίο ήταν ανοιχτό και μέσα υπήρχαν δύο άνθρωποι. Χωρίς να χάσει χρόνο, έτρεξε προς τα εκεί για να ρωτήσει αν είχαν δει τους άνδρες και τον Δημήτρη.

Μόλις έφτασε στην πόρτα είδε έναν άνδρα να κάθεται στο πάτωμα δίπλα της, με ένα ξύλινο μπουκάλι στα χέρια του, το οποίο κατάλαβε γρήγορα από τη μυρωδιά ότι ήταν κάποιο ποτό. Εκείνος βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, με κουρελιασμένα και σκισμένα ρούχα και με απεριποίητα μαλλιά και γένια, τα οποία είχαν ασπρίσει αρκετά, δείχνοντας πως ο τύπος ήταν μεγάλης ηλικίας. Δεν έμοιαζε άνθρωπος που μπορούσε να βοηθήσει, αλλά ο Μιχάλης ήταν σε απελπιστική κατάσταση.

«Συγγνώμη, μήπως είδατε δύο άνδρες με ένα αγόρι να περνούν από εδώ;» τον ρώτησε.

Εκείνος γύρισε με αργές κινήσεις και κοίταξε εξετασττικά τον Μιχάλη, από πάνω μέχρι κάτω, σαν να ήταν κάτι περίεργο, και στη συνέχεια κάτι πήγε να πει, αλλά σταμάτησε γιατί έβηξε.

«Τα τσιράκια των Ηγετών κατευθύνονταν προς τα εκεί» κατάφερε να πει μετά από λίγο, δείχνοντας με το αριστερό του χέρι στα δεξιά του Μιχάλη.

«Τα τσιράκια των ποιων;»

«Των Ηγετών» επανέλαβε με πιο δυνατή φωνή ο άνδρας. «Κουφός είσαι;» προσέθεσε και μετά ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι που κρατούσε.

Ο Μιχάλης κοιτώντας τον διαπίστωσε πως είχε δύο επιλογές. Ή να τον εμπιστευτεί ή να μην τον πάρει σοβαρά, γιατί ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι έλεγε. Με τον χρόνο να τον πιέζει, διάλεξε τελικά το πρώτο και κινήθηκε προς τα εκεί που του έδειξε.

«Περίμενε» ακούστηκε ξαφνικά μια αυστηρή, γυναικεία φωνή από πίσω του.

«Γιατί;» ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Έχεις τρελαθεί; Θα ακολουθήσεις τους υπηρέτες των Ηγετών;»

«Έχουν ένα φίλο μου». Αμέσως κίνησε βιαστικά να φύγει.

«Δεν μπορείς να τα βάλεις μόνος σου με αυτούς τους Χιζέρκα! Είσαι μικρό παιδί ακόμη» τον πρόλαβε πριν να ξεκινήσει. «Άλλωστε θα έχουν φτάσει πια στο κάστρο του Ερυθρού Ηγέτη κι εκεί δεν μπορείς να μπεις. Και να μπορούσες δηλαδή, θα ήταν μεγάλη ανοησία να έμπαινες εκεί μέσα».

Ο Μιχάλης την κοίταξε πάλι παραξενεμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτά που του έλεγε. Ποιοι ήταν δηλαδή αυτοί οι Χιζέρκα, ποιος ήταν ο Ερυθρός Ηγέτης και πού ήταν το κάστρο του; Για το τελευταίο πίστευε πως θα ήταν κάπου κοντά, αν οι άνδρες είχαν κιόλας φτάσει εκεί. Σαστισμένος, παρέμεινε εκεί πέρα, προσπαθώντας να βρει τι έπρεπε να κάνει. Υπήρχε όμως όντως κάτι που να μπορούσε να κάνει;

Παναγιώτης Βαβαλος