Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 4)

 

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μια εξαιρετικά ανήσυχη Νάγια πετάχτηκε έξω. «Τι συμβαίνει;»  

«Δεν ξέρω», απάντησε η Σελίν με τα μάτια της καρφωμένα ευθεία. Τα ουρλιαχτά δυνάμωσαν και φωτιές άναψαν σε διάφορα σημεία για να φωτίσουν τη νύχτα, ενώ ξεχώρισε και άλλους περίεργους ήχους που δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει.

Χωρίς άλλη καθυστέρηση, τα κορίτσια άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση της αναταραχής. Τα πρώτα σπίτια που προσπέρασαν ήταν ακόμα σκοτεινά αλλά όσο πλησίαζαν την πλατεία έβλεπαν καντήλια να ανάβουν φωτίζοντας τα παράθυρα και μάγους και μάγισσες που είχαν ξυπνήσει απότομα να τρέχουν στους δρόμους με τα νυχτικά τους. Έστριψαν προς την κεντρική πλατεία απ’ όπου ερχόταν ο περισσότερος θόρυβος. Το θέαμα που αντίκρισαν τις έκανε να παγώσουν εκεί που στέκονταν.

Μια ομάδα μάγων με επικεφαλής τον Άιζακ προσπαθούσε να περιορίσει τουλάχιστον δέκα πλάσματα. Δεν ήξερε πώς αλλιώς να τα περιγράψει. Έμοιαζαν με λύκους, αλλά είχαν δυο μέτρα ύψος και στέκονταν στα πισινά πόδια τους. Ένα λεπτό, σχεδόν διάφανο τρίχωμα κάλυπτε το σταχτί-ροζ δέρμα τους, που διατρεχόταν από μικρές μαύρες φλέβες. Το ρύγχος τους ήταν πιο κοντό από των συνηθισμένων λύκων αλλά τα μακριά κιτρινισμένα δόντια που ξεπρόβαλλαν από μέσα έδειχναν κοφτερά σαν ξυράφι.


Τα πλάσματα περπατούσαν καμπουριασμένα, με την πλάτη τους να σχηματίζει ένα τόξο που έκανε τη σπονδυλική τους στήλη να διαγράφεται κάτω από το δέρμα τους και τα μακριά μπροστινά άκρα τους σχεδόν να αγγίζουν το έδαφος, αλλά αυτό δεν μείωνε καθόλου την ταχύτητά τους. Σίγουρα είχαν έρθει από τα βαθύτερα σημεία του δάσους. Δεν υπήρχε τίποτα τόσο άσχημο και φριχτό σε αυτή τη πλευρά.

Όλοι οι Πρεσβύτεροι βρίσκονταν στο πλευρό του Άιζακ, ο Ελάιζα, η Αμάρα, ο Έτζεραν, η Έλντα, αλλά και ο Ρόραν. Η καρδιά της Σελίν κόντεψε να σταματήσει μόλις τον είδε. Φυσικά και θα στεκόταν δίπλα στον πατέρα του μια στιγμή σαν κι αυτή αλλά δεν μπόρεσε να μην επιπλήξει νοερά τον Άιζακ που τον είχε αφήσει να εκτεθεί στον κίνδυνο.

Είχαν σχηματίσει έναν σφιχτό κλοιό γύρω από τη μικρή αγέλη και μουρμούριζαν ξόρκια για να την κρατήσουν πίσω. Μια δεύτερη γραμμή από έμπειρους μάγους φύλαγε τα νώτα τους. 

Τα πλάσματα άρχισαν να οπισθοχωρούν, όταν ξαφνικά ένα πετάχτηκε μπροστά και όρμησε στα αριστερά του κύκλου. Τα γυμνωμένα σαγόνια του ήταν στραμμένα στον Ελάιζα, έτοιμα να κατασπαράξουν τον μάγο. Η Σελίν άκουσε μια γυναικεία κραυγή πίσω της. Το πλάσμα ήταν μόλις λίγα βήματα μακριά από τον Πρεσβύτερο όταν σταμάτησε απότομα και τα στρογγυλά μαύρα μάτια του πήραν την σκούρα καστανή απόχρωση των ματιών του Ελάιζα. Σαν να άλλαξε γνώμη έκανε μεταβολή και επιτέθηκε στους συντρόφους του. Χίμηξε σε έναν άλλο λύκο και τα δυο πλάσματα κυλίστηκαν στο χώμα δαγκώνοντας και γρατζουνώντας το ένα το άλλο, ξεσκίζοντας τις σάρκες τους με τα κοφτερά τους νύχια και δόντια. Η Σελίν κοίταξε εντυπωσιασμένη τον Ελάιζα που είχε μείνει ακίνητος σαν άγαλμα κοιτώντας το κενό. Πρώτη φορά έβλεπε κάποιον να χρησιμοποιεί τηλεπάθεια με αυτόν τον τρόπο. Στάλες εξάντλησης μαζεύτηκαν στο μέτωπο του. Έπεσε στα γόνατα μη μπορώντας να διατηρήσει άλλο το ξόρκι και το πλάσμα, ελεύθερο πια, έτρεξε τρομαγμένο προς το δάσος.

 Η Αριάνα έτρεξε και γονάτισε δίπλα στον πατέρα της που βαριανάσαινε πεσμένος στο έδαφος. Τα υπόλοιπα πλάσματα γύμνωσαν απειλητικά τα δόντια τους και ξεχύθηκαν μπροστά αναγκάζοντας τους μάγους να χωριστούν στα δυο για να τα αποφύγουν, αλλά εκείνα αντί να τους επιτεθούν συνέχισαν να τρέχουν μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια τους.

Η Σελίν ετοιμάστηκε να τα ακολουθήσει αλλά ένα χέρι έπιασε τον καρπό της.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ζήτησε να μάθει η Νάγια.

«Πηγαίνουν προς το χωριό των ανθρώπων», είπε σιγανά η μάγισσα. «Πρέπει να τους προειδοποιήσουμε». Εκείνοι δεν είχαν ξόρκια για να αμυνθούν. Θα σφαγιάζονταν. Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Έρικ ή κάποιον…

Η Νάγια κάρφωσε τα μάτια της στα δικά της. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις», είπε σταθερά, κρατώντας τη φωνή της χαμηλή για να μη τις ακούσουν. «Είσαι μάγισσα. Ακόμα κι αν προλάβαινες να πας πριν από τους λύκους δεν θα πίστευαν τα λόγια σου και θα σε σκότωναν. Αλλά ακόμα κι αν δεν συνέβαινε αυτό θα ήταν προδοσία για τη Σύναξη».

«Ναι, μα…»

«Η Αριάνα –η φίλη μας- μας χρειάζεται».

Κοίταξε την Αριάνα που ήταν γονατισμένη δίπλα στον πατέρα της. Η Νάγια είχε δίκιο, τις χρειαζόταν, και όσο κι αν το μισούσε πράγματι δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να βοηθήσει τους ανθρώπους εκείνη τη στιγμή. 

Επικεντρώθηκε στην Αριάνα και μαζί με την Νάγια έτρεξαν κοντά της.

«Κάποιος να βρει την Αλθία!» φώναξε ο Ρόραν στο μικρό πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο γύρω τους.

«Δεν χρειάζεται», είπε σιγανά ο Ελάιζα. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα σαν να ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί ή να λιποθυμήσει. Αυτό συνέβαινε όταν χρησιμοποιούσαν ισχυρά ξόρκια, τα οποία κατανάλωναν πολλή από την ενέργεια τους.

«Φυσικά και χρειάζεται!» απάντησε πανικόβλητη η Αριάνα, με δάκρυα να έχουν μαζευτεί στα μάτια της. Η Σελίν την καταλάβαινε. Είχε χάσει τη μητέρα της όταν ήταν μωρό, έτσι τους είχε πει ο Ελάιζα μόλις είχε πρωτοέρθει στο χωριό με τη νεογέννητη κόρη του. Ο πατέρας της ήταν η μόνη οικογένεια που είχε.

Κάποιοι έτρεξαν να ειδοποιήσουν τη θεραπεύτρια της Σύναξης και η Σελίν γονάτισε δίπλα στη φίλη της. Τύλιξε τα χέρια γύρω της, νιώθοντας το λεπτοκαμωμένο σώμα της να τρέμει από λυγμούς που ετοιμάζονταν να βγουν στην επιφάνεια.

«Θα είναι μια χαρά», της είπε όσο πιο ήρεμα και καθησυχαστικά μπορούσε. «Είναι δυνατός. Δεν θα το είχε καταφέρει αυτό αν δεν ήταν».

Η Αριάνα ένευσε καταφατικά και έγειρε πάνω της, αλλά δεν ηρέμησε ώσπου είδε την Αλθία να καταφτάνει. Η ηλικιωμένη θεραπεύτρια άνοιξε δρόμο μέσα στο πλήθος και έσπευσε στο πλευρό του Ελάιζα.

«Αυτό ήταν μια προειδοποίηση, Άιζακ!» φώναξε ο Ελεαζάρ, άλλο ένα μέλος του Συμβουλίου. «Η Μπαστιάνα θέλει τις Θυσίες».

Μπαστιάνα.

Η αναγνώριση γαργαλούσε τις άκρες του μυαλού της αλλά η Σελίν δεν μπορούσε να θυμηθεί πού είχε ακούσει αυτό το όνομα.

    Κοίταξε τον Ρόραν. «Τι λένε;»

«Ελεαζάρ!» τον προειδοποίησε η Αμάρα. «Όχι εδώ».

Ο Άιζακ τον πλησίασε. «Αυτό δεν είναι το μέρος για τέτοια συζήτηση». Ο τόνος του ήταν ήπιος για να μη τραβήξει πάνω τους περισσότερη προσοχή, όμως τον κοίταζε σαν να ήθελε να τον χτυπήσει που είχε ξεστομίσει κάτι τέτοιο μπροστά σε όλους.

«Νομίζεις ότι τελείωσε; Θα συνεχίσει μέχρι να της δώσουμε αυτό που θέλει. Όσο καθυστερείς να πάρεις μια απόφαση μας θέτεις όλους σε κίνδυνο!»

«Αρκετά!» φώναξε ο Άιζακ.

Ο Ρόραν έπιασε το χέρι της Σελίν και την βοήθησε να σηκωθεί όρθια. Η κοπέλα δεν ήθελε να φύγει από το πλευρό της Αριάνα αλλά ο Ελάιζα είχε όλη τη φροντίδα που χρειαζόταν και έπρεπε να βεβαιωθεί πως και ο Ρόραν ήταν αβλαβής. Τον άφησε να την απομακρύνει από την πλατεία και να την οδηγήσει πίσω από ένα κοντινό σπίτι. Εδώ δεν υπήρχαν αναμμένες φωτιές και τα πάντα ήταν τυλιγμένα στις σκιές.

«Είσαι καλά;» την ρώτησε ο Ρόραν.

«Με κοροϊδεύεις; Εγώ θα έπρεπε να το ρωτάω αυτό! Πώς σου ήρθε να πας εκεί; Αν κάποιο από αυτά τα πλάσματα…»

«Κάποια μέρα θα γίνω ο επικεφαλής αυτής της Σύναξης», την διέκοψε. «Θα πρέπει να τους οδηγώ, όχι να τους αφήνω να διακινδυνεύουν τις ζωές τους ενώ εγώ κάθομαι πίσω σαν δειλός».

Τον αγκάλιασε σφιχτά και έκρυψε το πρόσωπο της στη καμπύλη του λαιμού του. Μύριζε πεύκο και ζεστασιά και σπίτι και όλα όσα την έκαναν να νιώθει ασφαλής. «Δεν ξέρω τι θα έκανα αν πάθαινες κάτι». Ξαφνικά οι ενοχές την κατέτρωγαν επειδή είχε πάει να συναντήσει τον Έρικ. Τι θα έκανε αν έχανε τον Ρόραν;

«Δεν θα πάθω τίποτα», την καθησύχασε και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Στο υπόσχομαι».

Όταν ένιωσε λίγο πιο ήρεμη τον άφησε και έκανε ένα μικρό βήμα πίσω, προσπαθώντας να δει το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι. «Ποια είναι η Μπαστιάνα;» Ψίθυροι πίσω από κλειστές πόρτες αναδύθηκαν από τα βάθη της μνήμης της αλλά τίποτα συγκεκριμένο.

Το αγόρι ξεφύσηξε σιγανά. «Θα σου πω μόνο και μόνο επειδή ξέρω πως δεν θα σταματήσεις να ρωτάς αν δεν μάθεις, αλλά πρόσεξε, δεν πρέπει να σου ξεφύγει λέξη μπροστά στον πατέρα μου».

Ένευσε καταφατικά, παρόλο που κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορούσε να δει τη κίνηση. «Σου δίνω τον λόγο μου».

«Η Μπαστιάνα ζούσε στο χωριό μας πριν από χρόνια και αν αυτά που άκουσα αληθεύουν ήταν παιδική φίλη του πατέρα μου. Ήταν μια πολύ ταλαντούχα μάγισσα».

«Και τι σχέση έχει με τις Θυσίες;»

«Η Μπαστιάνα ήταν ισχυρή και η δύναμη μπορεί να διαφθείρει ένα άτομο. Ήθελε εξουσία, πίστευε πως ήταν δικαίωμα της, αλλά το χωριό δεν ήταν διατεθειμένο να της την δώσει. Την εξόρισαν στα βαθύτερα σημεία του δάσους, εκεί όπου ζουν τα φαντάσματα και οι αποστάτες. Δυστυχώς δεν είχε πει την τελευταία της λέξη και από τότε ζητάει έναν μάγο ή μια μάγισσα κάθε χρόνο. Δεν ήξερα με ποιον τρόπο εξανάγκαζε τη Σύναξη να υπακούσει το θέλημα της –άλλωστε είναι μονάχα ένα άτομο– αλλά μετά το αποψινό αρχίζω να καταλαβαίνω». 

Ο Ελάιζα είχε ελέγξει ένα από εκείνα τα πλάσματα και είχε σχεδόν καταρρεύσει. Αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να ελέγξει μια μικρή αγέλη για τόσο μεγάλο διάστημα και από τόσο μακριά… Φοβόταν να σκεφτεί πόση δύναμη είχε στα χέρια του αυτό το άτομο και για τι άλλο θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει.

Θυμήθηκε αυτό που είχε πει ο Ελεαζάρ. «Ο Άιζακ καθυστερεί τις Θυσίες;»

«Όσο αυστηρός κι αν είναι ή όσο παράλογες κι αν βρίσκεις μερικές φορές τις αποφάσεις του, δεν είναι εύκολο να επιλέξει έναν δικό του και να τον στείλει στον θάνατο. Κανονικά θα έπρεπε να είχε πάρει την απόφαση εδώ και βδομάδες».

«Πιστεύεις πως η Μπαστιάνα μπορεί να δει τι συμβαίνει μέσα στη Σύναξη;» Ένα μικρό ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της.

«Αυτό έχουν αφήσει να εννοηθεί. Αλλά μη νομίζεις πως ο πατέρας μοιράζεται όλες του τις ανησυχίες μαζί μου. Μονάχα αυτά γνωρίζω. Έλα», ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της για να την οδηγήσει. «Ας επιστρέψουμε στο σπίτι».

«Θέλω να μείνω με την Αριάνα απόψε». Μπορεί ο Ελάιζα να μην τη συμπαθούσε, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, αλλά η Αριάνα ήταν πολύ ταραγμένη και δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της μια τέτοια στιγμή.

«Θα είναι η Αλθία μαζί τους», της είπε ο Ρόραν καθώς προχωρούσαν ξανά προς την πλατεία. 

Η Σελίν έκανε μια μικρή ειρωνική γκριμάτσα. «Η Αλθία μπορεί να είναι εξαιρετική θεραπεύτρια αλλά είναι και σχεδόν εκατό χρονών. Αν την πάρει ο ύπνος και συμβεί κάτι δεν πρόκειται να ξυπνήσει. Και, επιπλέον, εγώ θα είμαι καλύτερη συντροφιά για την Αριάνα».

«Ας είναι, αλλά έλα στο σπίτι νωρίς το πρωί. Δεν νομίζω πως θα καταφέρω να κλείσω μάτι ενώ ανησυχώ για εσένα».

Επέστρεψαν στην πλατεία όπου η νύχτα είχε γίνει μέρα από τους αναμμένους πυρσούς και τα φανάρια. Το πλήθος είχε μειωθεί αλλά δεν είχε διαλυθεί. Όπου κι αν κοίταζε έβλεπε τρομαγμένα πρόσωπα και άκουγε ανήσυχα μουρμουρητά. Κανένας δεν θα έκλεινε μάτι απόψε. 

«Μην ανησυχείς για ‘μένα, μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου».

Το βλέμμα του Ρόραν έπεσε πάνω της και ύψωσε ένα καστανόξανθο φρύδι με απορία. «Γιατί φοράς αυτό το φόρεμα;»

Θυμήθηκε σαστισμένη πως φορούσε το λευκό φόρεμα που της είχε χαρίσει η Αλίρα κάτω από τον μανδύα της, κάτι που δεν ήταν πολύ λογικό αφού υποτίθεται πως είχε πάει να κοιμηθεί στην Νάγια.

«Η Νάγια το είδε στο μπαούλο μου και επέμεινε να το δοκιμάσω», του εξήγησε ενώ προσευχόταν να μη θυμηθεί πως η Νάγια δεν είχε ανέβει καθόλου στο δωμάτιό της την προηγούμενη μέρα, αλλά είχε καθίσει με τον Άιζακ στο γραφείο του. «Ξέρεις… Επειδή είναι άσπρο και μοιάζει με νυφικό».

«Ω!» αναφώνησε ξαφνιασμένος, έχοντας ξεχάσει ό,τι άλλο μπορεί να είχε στο μυαλό του.

Είμαι ένα απαίσιο, απαίσιο άτομο, σκέφτηκε η Σελίν.

«Όμως τώρα δε μπορώ να το φορέσω επειδή το έχεις δει», πρόσθεσε άβολα. «Είναι κακοτυχία», είπε, αν και ήξερε πως δεν θα έφερνε το φόρεμα κακοτυχία στον γάμο της αλλά το γεγονός ότι ένας άλλος άντρας εισέβαλε στη σκέψη της. Όμως όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τον Έρικ ή να ανησυχεί για εκείνον.



«Σταμάτα να χαμογελάς σαν ηλίθιος», του είπε ο Τομ από το απέναντι κρεβάτι.

«Πώς με βλέπεις μέσα στο σκοτάδι;» ρώτησε με απορία ο Έρικ.

«Σε ακούω να στριφογυρνάς πάνω στο στρώμα, οπότε ξέρω πως είσαι ξύπνιος. Το χαμόγελο ήταν μια τυχερή μαντεψιά. Έχει να κάνει με την κοπέλα από τη γιορτή;»

Ο Έρικ ανασηκώθηκε και στηρίχθηκε στον δεξί του αγκώνα κοιτώντας προς το μέρος του Τομ. Μπορούσε να ξεχωρίσει το περίγραμμά του αλλά όχι τις λεπτομέρειες. 

«Είσαι μάντης, αδελφέ, και μου το κρύβεις τόσα χρόνια; Πώς ξέρεις για εκείνη;»

Τον άκουσε να γελάει σιγανά. «Μην το πεις αυτό για τον μάντη μπροστά σε κανέναν άλλο. Το τελευταίο που μου χρειάζεται είναι να κατηγορηθώ για μαγεία. Σε είδα να χορεύεις με κάποια στη γιορτή, όπως και το μισό χωριό επίσης. Είναι όμορφη;»

Ο Έρικ ένιωσε αμήχανα με την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. Δεν συνήθιζε να κουβεντιάζει τέτοιου είδους θέματα με τον μεγαλύτερο αδελφό του, ούτε ασχολούνταν ιδιαίτερα με τα κορίτσια του χωριού. Η εκπαίδευσή του ήταν η προτεραιότητα του και εκεί είχε εστιάσει.

Δε μπορούσε να καταλάβει πού είχε βρει το θάρρος να ζητήσει από την Σελίν να συναντηθούν. Όταν συνήλθε το πρωί ντρεπόταν ακόμα και να σκεφτεί τη γνώμη που θα είχε σχηματίσει για εκείνον. Ωστόσο είχε πάει στην βελανιδιά παρόλο που πίστευε πως δεν θα ερχόταν. Όμως όταν την είδε…

«Ναι, είναι» απάντησε τελικά. 

Μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια πλαισιωμένα από σκούρες, μακριές βλεφαρίδες. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν μαύρα αλλά στο φως της μέρας είδε πως είχαν ένα βαθύ ζαφειρένιο χρώμα όπως ο ουρανός τη στιγμή που η μέρα έδινε τη θέση της στη νύχτα. Το δέρμα της ήταν λείο και λαμπερό σαν την χλωμή σελήνη, τα χείλη της είχαν το χρώμα των ώριμων κερασιών, και τα μαλλιά της έπεφταν σαν ένας απαλός καταρράκτης από σκουροκάστανες μπούκλες πάνω στην πλάτη της.

Ήταν μια οπτασία.

«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο Τομ. «Το κρασί τα κάνει όλα να φαίνονται όμορφα».

«Δεν ήμουν μεθυσμένος!» διαμαρτυρήθηκε το αγόρι. «Τουλάχιστον όχι την δεύτερη φορά».

«Από πιο χωριό είναι;»

«Δεν ξέρω», παραδέχθηκε. «Δε μιλάει πολύ για τον εαυτό της. Γενικά δε μιλάει πολύ». 

Το μόνο που ήξερε για εκείνη ήταν ότι είχε αδέλφια. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα πρόθυμη να μοιραστεί πράγματα για τον εαυτό της, αν και αυτό το είχε καταλάβει από την γιορτή. Αλλά αυτό το μυστήριο που την περιέκλειε τον τραβούσε, τον έκανε να θέλει να ανακαλύψει περισσότερα για εκείνη. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του τόσο επιπόλαιο ώστε να θαμπωθεί απλά με ένα όμορφο πρόσωπο.

«Μια γυναίκα που δε μιλάει;» έκανε δήθεν εντυπωσιασμένος ο Τομ. «Τρέχα γρήγορα να την ζητήσεις από τον πατέρα της».

«Ίσως το κάνω». Βέβαια δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας της αλλά ήξερε τουλάχιστον ότι είχε έρθει από τα δυτικά, ίσως από το Κάρχολντ ή το Γκρέυταουν.

Είδε τον Τομ να ανασηκώνεται και να στρέφει το κεφάλι του προς το μέρος του. 

«Μιλάς σοβαρά, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του είχε μετατραπεί σε ένα μίγμα σοβαρότητας και ανησυχίας.

«Γιατί όχι; Η Μάγκι ήδη προσπαθεί να μου προξενέψει κάποια από τις κόρες της και είμαι δεκαεννιά χρονών». 

Όλοι του έλεγαν πως είχε έρθει η ώρα να φτιάξει τη δική του οικογένεια. Έβλεπε τα βλέμματα που του έριχναν τα κορίτσια του χωριού και τα σιγανά χαχανητά τους όταν περνούσε και πολλά σπίτια θα ήθελαν να συγγενέψουν με μια οικογένεια που είχε δυο Κυνηγούς. Μέχρι τώρα είχε επιλέξει να τα αγνοήσει. Θα παντρευόταν μια μέρα, απλά δεν ήταν μέσα στα άμεσα σχέδιά του. Αν όμως έβρισκε την κατάλληλη κοπέλα, γιατί όχι;

«Θα σου δώσω μια συμβουλή μικρέ αδελφέ, και σε παρακαλώ να την ακούσεις προσεκτικά: μη βιαστείς να δώσεις σε κάποιον τη καρδιά σου, γιατί οι καρδιές είναι εύθραυστα πράγματα και αν ραγίσουν δεν είσαι ποτέ ξανά ίδιος. Μη το κάνεις επιπόλαια». 

Ο Έρικ ήξερε πως δεν μιλούσε μονάχα για την Σελίν, αλλά και για την Κέιτλυν. Πράγματι, ο αδελφός του δεν ήταν ίδιος μετά τον θάνατο της. Δεν γελούσε πια –τουλάχιστον αληθινό γέλιο–, είχε κλειστεί στον εαυτό του και είχε αφιερωθεί στο τάγμα των Κυνηγών αφήνοντας όλους τους άλλους απ’ έξω.

Δεν ήξερε τι να του απαντήσει σε αυτό. Ο Τομ απέφευγε να μιλάει για την Κέιτλυν, οι μνήμες ήταν πολύ φρέσκες ακόμα. Ίσως γι’ αυτό είχε αφήσει την φροντίδα της Άλις στον πατέρα τους και στα δίδυμα. Αγαπούσε την κόρη του αλλά του θύμιζε πολύ την μητέρα της.

Οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να χτυπάνε σχίζοντας την σιωπή της νύχτας.

Συναγερμός.

Τα δυο αδέλφια πετάχτηκαν πάνω. Ο Έρικ φόρεσε βιαστικά ένα γιλέκο πάνω από το άσπρο πουκάμισο του και άρπαξε το σπαθί του που ήταν αφημένο στην άκρη του κρεβατιού. Με τον Τομ να τον ακολουθεί, έτρεξε στον κάτω όροφο. Ο πατέρας τους είχε ήδη σηκωθεί.

   «Τι συμβαίνει;» τους ρώτησε.

«Μείνετε μέσα!» του φώναξε ο Τομ χωρίς να σταματήσει και οι δυο αδελφοί έτρεξαν έξω.

Αυτό που αντίκρισαν ήταν ένα χάος. Άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι μέσα στα σπίτια τους ενώ μερικοί πιο ψύχραιμοι άναβαν τους πυρσούς που ήταν στερεωμένοι έξω από τις πόρτες των καταστημάτων και κρεμούσαν φανάρια για να βοηθήσουν τους Κυνηγούς που έτρεχαν έξω να δουν.

«Τι στο διάολο είναι αυτά;» έβρισε ο Τομ, κοιτάζοντας με ορθάνοιχτα μάτια τα λυκόμορφα τέρατα που σκορπούσαν την καταστροφή. Μερικοί Κυνηγοί με σπαθιά στα χέρια προσπαθούσαν να τα κρατήσουν πίσω περιμένοντας ενισχύσεις. Ελάχιστοι είχαν προλάβει να φορέσουν τις πανοπλίες τους.

Παρακολούθησε ένα τέρας να ορμάει σε έναν άντρα και να τον ρίχνει κάτω, βυθίζοντας τα δόντια του στην εκτεθειμένη κοιλιά του. Ο Κυνηγός ούρλιαξε, αίμα και σπλάχνα σκορπίστηκαν στο έδαφος γύρω του. Λίγες στιγμές μετά τα ουρλιαχτά του σώπασαν και έμεινε ακίνητος. Ένα βέλος έσκισε τον αέρα δίπλα στο αυτί του Έρικ, κάνοντας το τύμπανο του να πονέσει, και καρφώθηκε ανάμεσα στα μικρά, στρογγυλά μάτια του τέρατος. Γύρισε και είδε τον Άντριου να στέκεται λίγο πιο πέρα έχοντας ήδη περάσει ένα νέο βέλος στο τόξο του.

«Πρόσεχε!» τον προειδοποίησε. Ο σκοπός ήταν να πετύχει τους λύκους, όχι το κεφάλι του.

Κυνηγοί με βαλλίστρες ξεχύθηκαν στους δρόμους ενώ οι τοξότες με πιο παραδοσιακά τόξα ανέβηκαν στις στέγες των γύρω σπιτιών.

«Κάντε όλοι πίσω!» τους φώναξε ο Ντέμιαν ώστε οι τοξότες να έχουν πιο καθαρό πεδίο βολής.

Δυστυχώς δεν είχαν όλοι το ταλέντο του Άντριου. Τα περισσότερα βέλη έβρισκαν τα πλάσματα στο σώμα αλλά τα τέρατα δεν επιβράδυναν λες και δεν ένιωθαν πόνο. Τα σπαθιά δεν προσέφεραν μεγαλύτερη βοήθεια. Τα νύχια των λύκων ήταν σαν δρεπάνια που τίναζαν λυσσασμένα και τα μανιασμένα σαγόνια τους ορμούσαν σε όποιο εκτεθειμένο σημείο έβρισκαν. Οι άντρες που βρισκόντουσαν στον δρόμο τους κατέληγαν αιμόφυρτοι. Το πιο ασφαλές στοίχημα ήταν τα βέλη.

Ο Έρικ κοίταξε γύρω του για τον Τομ αλλά ο αδελφός του ήταν άφαντος. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον γέρο-Νεντ που ως συνήθως είχε γείρει μεθυσμένος έξω από την ταβέρνα. 

«Πήγαινε μέσα», του είπε επιτακτικά, αλλά ο γέρος δεν φάνηκε να τον ακούει. Τον έπιασε από το μπράτσο για να τον βοηθήσει να σηκωθεί –αν έμενε εκεί θα ήταν εύκολο γεύμα για τα τέρατα– και τότε η προσοχή του έπεσε πάνω στο μπουκάλι που κρατούσε μέσα στα ρυτιδωμένα χέρια του. Ήταν γεμάτο με ένα σκουρόχρωμο υγρό που δεν έμοιαζε με κρασί, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Μια ιδέα άνθισε στο μυαλό του. Άρπαξε το μπουκάλι και το πέταξε με δύναμη πάνω σε ένα από τα πλάσματα. Το γυαλί έγινε κομμάτια και το ποτό έβρεξε τη γούνα του τέρατος που γύρισε εξαγριωμένο προς το μέρος τους.

«Έι!» διαμαρτυρήθηκε καθυστερημένα ο γέρο-Νεντ.

Ο Έρικ τον αγνόησε και γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Άντριου!» φώναξε.

Ο ξανθός Κυνηγός έσκισε ένα κομμάτι από το μανίκι του πουκαμίσου του και το τύλιξε γύρω από την αιχμή του βέλους του. Ο λύκος γρύλισε απειλητικά και έτρεξε προς το μέρος του Έρικ. Σήκωσε το σπαθί του έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τον γέρο-Νεντ, παρόλο που αυτό δεν είχε βοηθήσει ιδιαίτερα τους συντρόφους του που κείτονταν στο χώμα. Ο Άντριου έβαλε την άκρη του βέλους μέσα σε έναν από τους πυρσούς και το ύφασμα πήρε φωτιά. Σημάδεψε και άφησε ελεύθερο το βέλος.

Καρφώθηκε στα πλευρά του λύκου και το πλάσμα τυλίχτηκε στις φλόγες βγάζοντας έναν σπαραχτικό ήχο που γρατζούνισε τα αυτιά τους.

Κυνηγοί που παρακολουθούσαν έτρεξαν μέσα στην ταβέρνα και βγήκαν έξω κρατώντας όσα περισσότερα μπουκάλια χωρούσαν στα χέρια τους. Άρχισαν να τα πέταξε στα τέρατα ενώ οι υπόλοιποι στέκονταν μπροστά τους με τα σπαθιά στα χέρια. Πύρινα βέλη πέταξαν από τις οροφές σαν μια βροχή από πεφταστέρια λαμπαδιάζοντας όποιον λύκο ήταν καλυμμένος με το εύφλεκτο υγρό. Ο νυχτερινός αέρας γέμισε με τη μυρωδιά του καμένου κρέατος.

«Έρικ!» ακούστηκε στα αριστερά του και το αγόρι γύρισε για να δει. Κάποιος του πέταξε μια ασπίδα, που στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο μια ξύλινη σανίδα που της είχαν προσαρμόσει μια λαβή, και ο Έρικ την έπιασε αντανακλαστικά στον αέρα. 

Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε ένας λύκος του όρμησε και τον έριξε στο έδαφος. Η σύγκρουση έδιωξε όλον τον αέρα από τα πνευμόνια του. Τα γαμψά νύχια του τέρατος καρφώθηκαν πάνω στο ξύλο και το  βάρος του τον κράτησε καρφωμένο κάτω. Σάλια έτρεχαν από το στόμα του. Πλησίασε τα κοφτερά του δόντια στο πρόσωπό του γρυλίζοντας, η καυτή του ανάσα που βρωμούσε σάπιο κρέας τον χτύπησε σαν χαστούκι, και ετοιμάστηκε να δαγκώσει αλλά εκείνη τη στιγμή ένα ξίφος έπεσε με δύναμη πάνω στον λαιμό του ξεκολλώντας το κεφάλι του από το σώμα του. Αίμα πιτσίλισε το πρόσωπο του Έρικ και το άψυχο σώμα του λύκου έπεσε πάνω του συνθλίβοντας τον με το βάρος του.

Κάποιος έσπρωξε το κουφάρι και ο Έρικ σύρθηκε από κάτω του για να ελευθερωθεί.

«Μπράβο, αδελφέ», του είπε πειραχτικά ο Τομ και του έδωσε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. «Το απασχόλησες μέχρι να το σκοτώσω. Καλή δουλειά».

Ετοιμάστηκε να του απαντήσει κάτι όχι και τόσο κόσμιο αλλά εκείνη τη στιγμή τους πλησίασε ο Ντέμιαν, οπότε συγκράτησε τη γλώσσα του.

Οι Κυνηγοί σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από τον αρχηγό τους.

«Πόσοι νεκροί;» ρώτησε.

«Πέντε».

Ο Ντέμιαν κοίταξε σκεπτικός τους άντρες του. «Θα χωριστούμε σε σκοπιές», ανακοίνωσε με δυνατή φωνή για να τον ακούσουν όλοι. «Αυτά τα πλάσματα μπορεί να επιστρέψουν. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης να πάνε στην εκκλησία. Αν είναι όλοι μαζεμένοι σε ένα μέρος θα μπορούμε να τους προστατεύσουμε καλύτερα».

«Θα τους προστατεύσουμε καλύτερα αν σκοτώσουμε τις μάγισσες!» φώναξε ο Κρίστιαν και ένα πλήθος από φωνές ενώθηκε με τη δική του. «Αυτές έστειλαν τα τέρατα!»

«Να είστε βέβαιοι πως αυτή η επίθεση δεν θα μείνει ατιμώρητη», είπε ο Ντέμιαν. «Αλλά δεν μπορούμε να μπούμε στο δάσος απροετοίμαστοι. Οι μάγισσες είναι ύπουλα πλάσματα και ξέρουν πώς να κρύβονται. Το χωριό τους είναι κρυμμένο με ξόρκια και το ίδιο το δάσος είναι μια παγίδα που μπορεί να σκοτώσει αυτούς που περιπλανιούνται μέσα του».

Τότε στείλε μια ομάδα να εξερευνήσει το δάσος», πρότεινε ο Έρικ. «Να μάθει τους κινδύνους και τα αδύναμα σημεία. Μόλις βρουν το χωριό των μαγισσών θα στείλουν σήμα για να ειδοποιήσουν τους υπόλοιπους και θα απαλλαγούμε από αυτήν την απειλή μια για πάντα. Προσφέρομαι να πάω».

Ο Ντέμιαν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του. «Είναι άλλο πράγμα να πιάνεις τις μάγισσες έξω από το δάσος και άλλο να τις κυνηγάς στην περιοχή τους. Μέσα στο δάσος έχουν το πλεονέκτημα. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθεις πριν να είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Θα πας, αλλά όχι ακόμα. Σύντομα όμως», υποσχέθηκε.


Φαίη