Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 4: Το Διαμάντι και η Άγνωστη Χώρα-3ο μέρος)

 «Έλα μέσα, πριν περάσει κάποιος άλλος Χιζέρκα».

Ο Μιχάλης, με το μυαλό του να έχει θολώσει, την ακολούθησε χωρίς να το σκεφτεί και πολύ. Το μαγαζί δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά θύμιζε πολύ τα καφενεία που υπήρχαν στο χωριό του Μιχάλη. Είχε μερικά ξύλινα τραπέζια που πλαισιώνονταν από ξύλινες καρέκλες, ενώ απέναντι από την είσοδο υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, πίσω από τον οποίο υπήρχε μία πόρτα στο κέντρο περίπου του τοίχου. Η γυναίκα υπέδειξε στον Μιχάλη να καθίσει σε ένα τραπέζι που βρισκόταν κοντά στον πάγκο, ενώ εκείνη πήγε πίσω του και προσπαθούσε να κάνει κάτι.

«Πώς βρέθηκες εδώ;»

Ο Μιχάλης κοίταξε για λίγο τη γυναίκα. Δεν ήξερε αν μπορούσε να την εμπιστευτεί, αλλά εκείνη τη στιγμή δε φαινόταν να έχει και ιδιαίτερη σημασία. Της εξήγησε σύντομα τι είχε συμβεί.

«Και έφτασες μέχρι εδώ;» φάνηκε σκεφτική εκείνη, «Ήσασταν κυνηγημένοι εσύ και ο φίλος σου και σας εντόπισαν οι Χιζέρκα;»

«Περίπου. Ήθελαν κάτι που είχαμε».

«Κατάλαβα. Οι Χιζέρκα έκαναν επιδρομές και στα δικά σας σπίτια εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι γονείς σας είναι στον πόλεμο. Είναι εντελώς αδίστακτοι πια, δε σέβονται ούτε τα παιδιά».

Ο Μιχάλης δεν καταλάβαινε σε τι αναφερόταν. Είχε αρχίσει να μπερδεύεται με όλα αυτά που έλεγε, αφού δεν είχε ακουστά ότι γινόταν κάπου πόλεμος εκείνη την περίοδο. Μάλλον τον είχε μπερδέψει με παιδί από άλλο μέρος. Τελικά, αντί να πάρει απαντήσεις στα ερωτήματά του σχετικά με εκείνο το μέρος και το πώς είχε βρεθεί εκεί, είχε αρχίσει να μπερδεύεται ακόμη περισσότερο.

Τις σκέψεις του όμως διέκοψε το άνοιγμα της ξύλινης πόρτας που υπήρχε πίσω από τον πάγκο, από την οποία ξεπρόβαλε ένας άνδρας μεγάλης ηλικίας, του οποίου του είχαν πέσει σχεδόν όλα τα μαλλιά, ενώ είχε αφήσει μια μικρή λευκή γενειάδα, και στηριζόταν σε ένα ομοιόμορφο μπαστούνι, περπατώντας με μεγάλη δυσκολία.

«Μην ανησυχείς άδικα, Άννα» είπε μόλις έφτασε αναφερόμενος στη γυναίκα που βρισκόταν πίσω από τον πάγκο. «Από εδώ απλά περνούσαν, δεν ήθελαν κάτι από εμάς».

Η φωνή του ήταν αργή και βραχνή, αλλά μιλούσε σαν να ήξερε αρκετά καλά τι γινόταν, ενώ η ηρεμία στο πρόσωπό του έκανε ακόμη και τον Μιχάλη απελευθερωθεί από την ανησυχία του για εκείνους τους ανθρώπους. Μετά κατευθύνθηκε προς την άκρη του πάγκου, μάλλον για να πάει κάπου αλλού.

«Δεν είμαι σίγουρη για αυτό» απάντησε η γυναίκα με κάποια νευρικότητα. «Και μόνο η παρουσία τους εδώ δεν είναι καλό σημάδι».

«Δε θα επιχειρούσαν κάτι εδώ» την καθησύχασε ο άνδρας, καθώς περπατούσε τώρα με αργό βηματισμό προς το μέρος του Μιχάλη. «Υπάρχει ένα πρόβλημα επάνω, πήγαινε να δεις».

Η γυναίκα όρμησε γρήγορα προς την πόρτα και την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί.

«Είσαι καλά, νεαρέ;» ρώτησε τον Μιχάλη ο ηλικιωμένος άνδρας, ενώ εκείνη τη στιγμή καθόταν σε μια καρέκλα του τραπεζιού, στο οποίο ήταν και το αγόρι.

«Ναι, μια χαρά».

Ο άνδρας μετά τον κοίταξε με ήρεμο βλέμμα για λίγο, αν και ο Μιχάλης θα ορκιζόταν πως για μια στιγμή διέκρινε έκπληξη στο πρόσωπο του άνδρα.

«Άκουσα πως ακολουθούσες κάποιους Χιζέρκα» του είπε μετά από λίγο. «Τι συνέβη και τους κυνηγούσες;»

«Άρπαξαν ένα φίλο μου χωρίς κανένα λόγο και ήθελα να τον βοηθήσω».

«Δεν κάνουν πράγματα αναίτια αυτοί» του απάντησε εκείνος, με τον ήρεμο τόνο της φωνής του, εκπλήσσοντάς τον. «Κάποιο λόγο θα είχαν για να τον αιχμαλωτίσουν και μάλλον εσύ τον γνωρίζεις».

Ο Μιχάλης είχε μείνει έκπληκτος από τα λόγια του άνδρα, ο οποίος είχε καταλάβει ότι έλεγε ψέματα. Φαινόταν αρκετά έξυπνος και δύσκολα θα μπορούσε να τον ξεγελάσει.

«Φαίνεται ότι φοβάσαι να μου μιλήσεις» είπε ο άνδρας βγάζοντάς τον και πάλι από τις σκέψεις του. «Μπορούμε όμως να κάνουμε μια συμφωνία, αν δεν έχεις αντίρρηση. Θα μου πεις την αλήθεια, εγώ θα σου πω όσα ξέρω για αυτούς τους άνδρες και πού πηγαίνουν τον φίλο σου, για τα οποία προφανώς ενδιαφέρεσαι. Τι λες;»

Έμεινε να κοιτάει τον ήρεμο ηλικιωμένο σκεφτικός για λίγη ώρα. Διαπιστώνοντας πως δεν είχε και ευχέρεια επιλογών, δέχτηκε τη συμφωνία, ελπίζοντας να μάθει επιτέλους κάποια πράγματα.

Διηγήθηκε περιληπτικά τι είχε συμβεί από τη στιγμή που άκουσε τους δύο άνδρες να συζητούν μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε έξω από το καφενείο, αναφερόμενος και στο γεγονός ότι ο Δημήτρης του έδωσε να φυλάει ένα διαμάντι.

Όση ώρα ο Μιχάλης διηγιόταν το περιστατικό, εκείνος τον άκουγε πολύ προσεκτικά. Δε φάνηκε να εκπλήσσεται με τίποτα από αυτά. Μόλις τέλειωσε ο Μιχάλης, έμεινε για λίγη ώρα σκεφτικός, πριν μιλήσει ξανά.

«Ενδιαφέρον. Ξέρεις μήπως και τι είναι αυτό το αντικείμενο;»

Ο Μιχάλης τότε δίστασε. Είχε σκεφτεί να μην αποκαλύψει το διαμάντι, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να το αποφύγει. Η συμφωνία ήταν να πει την αλήθεια.

«Ένα μαύρο διαμάντι».

Ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του τότε.

«Αν κατάλαβα καλά, δε γνωρίζεις τίποτα για τον τόπο στον οποίο βρίσκεσαι, έτσι δεν είναι;»

«Α, ναι» απάντησε ο Μιχάλης, που συνειδητοποίησε πως είχε δίκιο, αλλά είχε ξεχάσει προς στιγμήν αυτό το πρόβλημα εξαιτίας της αγωνίας που είχε για τον Δημήτρη και το διαμάντι.

«Θα είμαι σύντομος, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αυτός ο τόπος ονομάζεται Ζερκαλία και είναι μία χώρα διαφορετική από αυτές που γνωρίζεις. Προέρχεται από την ένωση δύο λέξεων μια αρχαίας γλώσσας που έχει εξαφανιστεί, της λέξης Ζέρκα, που σημαίνει μάγος, και της λέξης Αλία, που σημαίνει χώρα. Η Ζερκαλία είναι ουσιαστικά η χώρα των μάγων, ένα μέρος που κατοικείται αποκλειστικά από μάγους και δεν έχει σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο των θνητών, στον οποίο ζούσες εσύ».

Ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει, γιατί πρόσεξε μάλλον την έκπληξη στο πρόσωπο του Μιχάλη. Εκείνος είχε μείνει παγωμένος στη θέση του, να τον κοιτάζει σαστισμένος, μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που του έλεγε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί την ύπαρξη μάγων, αφού αυτά ήταν απλά δημιουργήματα της φαντασίας των ανθρώπων. Ο ηλικιωμένος άνδρας ή τον κορόιδευε ή έλεγε πραγματικά την αλήθεια, κάτι που μπορούσε να συμπεράνει με μία δεύτερη σκέψη. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για όλα τα περίεργα που συνέβησαν.

«Η Ζερκαλία δεν υπήρχε πάντα» άρχισε και πάλι ο άνδρας μόλις είδε πως ο Μιχάλης επικέντρωσε την προσοχή του σε εκείνον ξανά «αλλά δημιουργήθηκε πριν πολλά χρόνια στην περίοδο σκοτεινών χρόνων, στα οποία συνέβησαν πολλά και οι μάγοι αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από τους άλλους ανθρώπους και να κρύψουν την ύπαρξή τους, δημιουργώντας έτσι αυτό το μέρος. Αν δεν κάνω λάθος, εκείνη την περίοδο την ονομάζουν Μεσαίωνα οι θνητοί. Δεν μπορώ να αναφερθώ όμως αναλυτικότερα σε αυτά, γιατί δεν προλαβαίνουμε. Η χώρα αυτή, λοιπόν, είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνες που γνωρίζεις εσύ, όμως αυτή τη στιγμή δεν μπορείς να καταλάβεις πού βρίσκεται στη Γη ή πού οφείλεται το μέγεθός της, γιατί δε γνωρίζεις τον τρόπο λειτουργίας της μαγείας. Ίσως κάποτε, μετά από καιρό, να τα καταλάβεις όλα αυτά». Σταμάτησε και πάλι, δίνοντας την ευκαιρία στον Μιχάλη να σκεφτεί όλα όσα του είπε. «Όσον αφορά την κοινωνία των μάγων, στηριζόμαστε στα πρότυπα της εποχής που ζούσαμε ακόμη με τους θνητούς, αν και έχουμε βελτιώσει αρκετά τον τρόπο ζωής μας. Υπάρχει ένας βασιλιάς, ο οποίος επιλέγεται κάθε πέντε χρόνια από όλους τους μάγους, και, μαζί με μια συμβουλευτική επιτροπή που συντελεί ο ίδιος, είναι αρμόδιος για την κυβέρνηση και όσα αφορούν τη Ζερκαλία. Τα τελευταία όμως χρόνια έχουν αποκτήσει μεγάλη δύναμη οι Χιζέρκα, μια συγκεκριμένη κατηγορία μάγων, υπό την ηγεσία των Ηγετών, τριών ιδιαίτερα ικανών μάγων που αποσκοπούν να πάρουν τη διακυβέρνηση της χώρας μέσω πολεμικής επικράτησης. Έχουν αποκτήσει μεγάλη δύναμη πια και αυτή τη στιγμή υπάρχει πόλεμος ανάμεσα στις δύο πλευρές για την κυριαρχία. Είναι μεγάλη ιστορία και δυστυχώς άσχημη».

Τον άφησε λίγο να τα σκεφτεί όλα αυτά, με τον Μιχάλη να διαπιστώνει πως ταίριαζαν μεταξύ τους.

«Ελπίζω να μη σε κούρασα με αυτές τις πληροφορίες» άρχισε και πάλι εκείνος μετά από λίγο «αλλά έπρεπε να ξέρεις αυτά τα βασικά πράγματα για να καταλάβεις τι συμβαίνει με τον φίλο σου και το διαμάντι το οποίο σας έκλεψαν οι Χιζέρκα. Αυτό που φύλαγες ήταν το ιερό διαμάντι, ένα πολύτιμο πετράδι με πολλά και βαθιά μυστικά, το οποίο χρησιμοποιούταν για τη διατήρηση της ισορροπίας στη Ζερκαλία. Για αυτό υπάρχει ένας φύλακας, ένας μάγος συνήθως από την κατηγορία των Ζέρκα, ο οποίος αναλαμβάνει την ασφάλεια του διαμαντιού, αλλά και τον έλεγχο της δύναμής του. Ο τελευταίος φύλακας του διαμαντιού ήταν ο φίλος σου, για αυτό και έφτασε στα χέρια σου. Το ιερό διαμάντι το θέλουν οι Ηγέτες για να αυξήσουν τη δύναμή τους, για αυτό και κυνηγούν εδώ και πολλά χρόνια τους φύλακές του για να το πάρουν, με αποτέλεσμα να έχουν σκοτώσει πολλούς. Δεν τα είχαν καταφέρει όμως… Μέχρι σήμερα. Εδώ είναι λοιπόν που χρειάζομαι τη βοήθειά σου, αν συμφωνείς φυσικά». 

Παναγιώτης Βαβαλος