Ο καιρός περνάει. Η αποστολή τους γίνεται πιο πιεστική από ποτέ καθώς ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και τις δυνάμεις τους. Στον δρόμο που έχουν διαλέξει οι ισορροπίες είναι λεπτές. Στο δεύτερο μέρος της Γης των Αμόλυντων, το ταξίδι στη χερσόνησο Ίστεν συνεχίζεται. Τα αρχαία κειμήλια καλούν τον Κάυλ, τη Λίβυ και τον Ντάρον σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά, καθώς μια σκιά ετοιμάζεται να καλύψει τα πάντα…
Πριν όμως περάσουμε στην παρουσίαση του δεύτερου μέρους, πάμε να θυμηθούμε τι έγινε στο πρώτο;
Παρουσίαση Πρώτου Βιβλίου
Γη των Αμόλυντων βλέπω στον τίτλο και λέω ΟΧ, θα είναι για τον κόβιντ! Ζοφεροί καιροί, μολυσματικές ασθένειες… Κάτι και το PTSD από τις καραντίνες, δεν ήθελα και πολύ για να φρικάρω. Αλλά φυσικά (και ευτυχώς για την ψυχική μου ηρεμία) το βιβλίο δεν είχε καμία σχέση με τα παραπάνω. Αντίθετα, ήταν μια επική θα έλεγα περιπέτεια σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας. Παρότι δεν ήμουν φαν του high fantasy, μπορώ να πω ότι έχω αλλάξει εντελώς άποψη εξαιτίας μερικών νέων ταλαντούχων συγγραφέων, ανάμεσά τους και ο Βαγγέλης Ιωσηφίδης.
Μετά από όλα αυτά τα αχρείαστα, πάμε στο ζουμί.
Η ιστορία ξεκινά στο χωριό Χόρμορ, το οποίο μαστίζεται από μια περίεργη νόσο, που θερίζει τους κατοίκους. Ο θάνατος έχει αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή στο μικρό χωριό, μέχρι που μια μάγισσα εμφανίζεται και τα αλλάζει όλα. Το αντίτιμο όμως υψηλό: δε θα φύγει μόνη της, αλλά με τρία νέα παιδιά. Και ενώ στην αρχή η Αλύσσα φαίνεται… περίεργη θα πω, και εγώ είμαι ήδη έτοιμη να τη μισήσω, εκείνη εξελίσσεται σε μέντορας και φίλη, που όχι μόνο δε μισώ, αλλά υπεραγαπώ. Γενικά τίποτα από ό,τι πίστευα για αυτό το βιβλίο δεν ισχύει (ανατροπές παντού). Και κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω γιατί σπόιλ (να ξέρετε πεθαίνω να πω και άλλα).
Αυτό που μου άρεσε πολύ στο συγκεκριμένο βιβλίο, πέρα από την κοσμοπλασία που θα αναφέρω παρακάτω, ήταν το πώς χειρίστηκε ο συγγραφέας το θέμα της μαγείας. Τι είναι, ποιος έχει μαγικές δυνάμεις, τι δυνάμεις, πώς τις αποκτά, πώς εξελίσσονται. Μπορώ να πω ότι αυτό το κομμάτι ήταν από τα πιο πρωτότυπα του βιβλίου.
Πάμε τώρα στην κοσμοπλασία. Παρότι πρόκειται για έναν κόσμο που έπρεπε να γνωρίσω από το μηδέν, δεν ένιωσα ότι ο συγγραφέας με πέταξε στα βαθιά και μου φώναξε να κολυμπήσω γελώντας σατανικά. Οι πληροφορίες ήταν όσες έπρεπε για να μπω στον κόσμο αλλά όχι να πελαγώσω. Οι περιγραφές ήταν ιδιαίτερα ευχάριστες και η εικόνα του κόσμου ξεκάθαρη στο μυαλό μου, παρότι ζορίζομαι να ξεχωρίσω απλές έννοιες όπως βορράς και νότος.
Όσον αφορά τους χαρακτήρες, πιστεύω ότι υπήρξε εξέλιξη, και θα υπάρξει ακόμα περισσότερη σε μελλοντικά βιβλία. Αυτό είναι ίσως ένα στοιχείο που μου έλειψε, αφού το βιβλίο είχε να κάνει περισσότερο με την πλοκή και τον κόσμο και λιγότερο με τον συναισθηματικό κόσμο τους. Και μιας και είπα πλοκή. Γενικότερα, το συγκεκριμένο βιβλίο μου είχε γρήγορη πλοκή, αρκετές μάχες και εναλλαγές στο τοπίο κλπ, κάτι που θεωρώ θα εκτιμήσουν οι λάτρεις του είδους.
Παρουσίαση Δεύτερου Βιβλίου
Πάω να πιάσω το δεύτερο βιβλίο, που λέτε, μίνι κρίση πανικού γιατί λέω εδώ δε θυμάμαι τι έφαγα χτες, θα θυμάμαι τι έγινε στο πρώτο βιβλίο που το διάβασα πριν από έξι μήνες; Καλά, ονόματα δε θυμάμαι έτσι και αλλιώς, οπότε…
Τελικά, ανησυχία χωρίς λόγο, γιατί ήταν τόσο ομαλή η μετάβαση που δεν είχα πραγματικά κανένα πρόβλημα. Στο δεύτερο, λοιπόν, μέρος της τετραλογίας (;), συναντάμε ξανά τον Κάυλ, τη Λίβυ και τον Ντάρον μερικούς μήνες μετά τα γεγονότα στο τέλος του πρώτου. Από την αρχή γίνεται σαφές ότι έχουν μεγαλώσει και ωριμάσει. Είναι πιο σίγουροι για τις ικανότητές τους, έχουν διαλέξει, θα λέγαμε, στρατόπεδο και θα τιμήσουν αυτή την απόφαση μέχρι τέλους, όχι μόνο επειδή έχουν κάτι να κερδίσουν, αλλά επειδή νοιάζονται για αυτό το βασίλειο και τους ανθρώπους του. Ο πόλεμος πλησιάζει και οι 3 μάγοι είναι έτοιμοι να ηγηθούν. Το ταξίδι στη χερσόνησο Ίστεν συνεχίζεται.
Και κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω, για να μην κάνω κανένα σπόιλ (που είναι κάπως η ειδικότητά μου).
Ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του βιβλίου ήταν και πάλι το σύστημα μαγείας. Οι χαρακτήρες σε αυτό το βιβλίο αρχίζουν και ανακαλύπτουν καινούριες δυνάμεις. Κάποιοι δουλεύουν καλύτερα το πρωταρχικό τους στοιχείο, ενώ άλλοι πειραματίζονται με περισσότερα. Κατανοούν σε μεγαλύτερο βάθος και εξελίσσονται ξεχωριστά και διαφορετικά πλέον, αφού οι ισορροπίες ταράζονται.
Η αποστολή τους γίνεται πιο πιεστική όσο ο Κάυλ, η Λίβυ και ο Ντάρον αναζητούν τα αρχαία κειμήλια. Οι 3 μάγοι θα ταξιδέψουν και οι αναγνώστες θα γνωρίσουν νέα μέρη και ανθρώπους με δικές τους συνήθειες και πιστεύω. Η κοσμοπλασία στο δεύτερο μέρος ήταν φανταστική – με όλες τις έννοιες της λέξης.
Η φιλία πρωταγωνιστεί, θα έλεγα, και σε αυτό το βιβλίο, όπως και η μαγεία και αυτό το αίσθημα του καθήκοντος που παρακινεί τους χαρακτήρες. Για μένα, η πλοκή υπερκαλύπτει και πάλι την εξέλιξη των χαρακτήρων. Γίνονται τόσα πολλά που θεωρώ πως σε μερικά σημεία δε δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος, για να «μπούμε» στο μυαλό των 3 μάγων. Βέβαια, στο τέλος του βιβλίου, ο Βαγγέλης Ιωσηφίδης παίρνει μια «συγγραφική απόφαση» η οποία θεωρώ θα το αλλάξει αυτό στο τρίτο μέρος, δίνοντας χώρο και χρόνο σε κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά (ανυπομονώ).
Συνολικά, η ανάγνωση της Γης των Αμόλυντων ήταν ξεκούραστη και ευχάριστη, ο κόσμος δουλεμένος και οι χαρακτήρες προσιτοί. Είμαι περίεργη να μάθω τι μας επιφυλάσσει η συνέχεια.
Έλενα Παπαδοπούλου