Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 19)

Κίρα 

Βεβαιώθηκε ότι ο Ντέβαν κοιμόταν βαθιά δίπλα της και γλίστρησε από το κρεβάτι. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε αθόρυβα από την κρεβατοκάματα. Η ώρα ήταν προχωρημένη αλλά ήλπιζε ότι αυτός που ήθελε να δει ήταν ακόμα ξύπνιος.

Σταμάτησε και ρώτησε τον πρώτο φρουρό που είδε πού μπορούσε να βρει τη γιατρό του παλατιού.

Από το πρωί δεν αισθανόταν καλά, όμως όσο προχωρούσε η μέρα άρχισε να νιώθει μια δύσπνοια, ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος που της έκοβε την ανάσα και έκανε την όρασή της να θολώνει. Αλλά δεν ήταν συνεχόμενο, ερχόταν για λίγο και έφευγε, οπότε δεν παραπονέθηκε. Ίσως ήταν το άγχος των τελευταίων ημερών, έλεγε στον εαυτό της και μόλις ηρεμούσε λίγο θα περνούσε. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να ανησυχήσει τον Ντέβαν.

Όμως πριν από λίγο είχε ξυπνήσει επειδή δεν μπορούσε να ανασάνει. Φοβόταν πως αυτό που είχε κάνει τον Ντέβαν να καταρρεύσει είχε αρχίσει να την επηρεάζει και την ίδια.

Ο φρουρός φώναξε έναν από τους υπηρέτες και τον διέταξε να οδηγήσει την νεαρή αρχόντισσα στο αναρρωτήριο. Περπάτησαν αρκετά, καθώς βρισκόταν σε μια διαφορετική πτέρυγα του παλατιού και η Κίρα προσευχήθηκε να μην ξυπνήσει ο Ντέβαν ενώ εκείνη έλειπε.

«Η αρχίατρος μένει στο εργαστήριο μέχρι αργά» την ενημέρωσε ο υπηρέτης καθώς περνούσαν ανάμεσα στις σειρές των κρεβατιών του αναρρωτηρίου. «Μπορεί να είναι ακόμα ξύπνια». Κράτησε τη φωνή του χαμηλή για να μην ενοχλήσει τους ασθενείς που κοιμούνταν. Ευτυχώς, κανένας τους δε φαινόταν να βρίσκεται σε σοβαρή κατάσταση και η Κίρα σχεδόν ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Το τελευταίο που ήθελε να δει εκείνη τη στιγμή ήταν θάνατο να την περιτριγυρίζει.

Η αίθουσα δεν ήταν το καταθλιπτικό, γκρίζο μέρος που θα περίμενε κανείς από ένα αναρρωτήριο. Έμοιαζε περισσότερο με μια μακρόστενη αίθουσα χορού, με τεράστια παράθυρα που κατά τη διάρκεια της μέρας επέτρεπαν στον ήλιο και στον καθαρό αέρα να μπει. Περίπου τριάντα κρεβάτια, με μια καρέκλα και ένα μικρό τραπεζάκι το καθένα, ήταν τακτικά τοποθετημένα σε δυο σειρές και έπιαναν τα δυο τρίτα του χώρου, αφήνοντας ένα διάδρομο ανάμεσα τους. Δυο θεραπεύτριες με λευκές ποδιές τριγύριζαν ανάμεσα στα κρεβάτια για να βεβαιωθούν πως οι ασθενείς είχαν ό,τι χρειάζονταν και ότι ήταν άνετα, ενώ μια τρίτη καθόταν σε μια καρέκλα με το κεφάλι ακουμπισμένο στα κουρασμένα στα χέρια της, περιμένοντας να έρθει η αντικαταστάτριά της για να μπορέσει να πάει για ύπνο.

Τέσσερις κολόνες σε σχήμα ανθρώπου στήριζαν την ψηλή οροφή. Η Κίρα δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους στο μισοσκόταδο αλλά ήταν ξεκάθαρο πως οι μορφές ήταν γυναικείες, με ριχτά φορέματα και μακριά μαλλιά πιασμένα ψηλά.

«Πρόκειται για κόρες του Μπάλντουρ» της είπε ο υπηρέτης που παρατήρησε το ενδιαφέρον της για τα αγάλματα. «Είναι οι προστάτιδες των αρρώστων, αυτών που τραυματίστηκαν στη μάχη και των νεογέννητων παιδιών».

Διέσχισαν την αίθουσα και σταμάτησαν μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα από βελανιδιά. Ο υπηρέτης χτύπησε την πόρτα.

«Ποιος είναι;» ζήτησε να μάθει μια γυναικεία φωνή.

«Η αρχόντισσα Κίρα Σέλτιγκαρ» απάντησε ο νεαρός και άνοιξε την πόρτα. Άφησε την Κίρα να περάσει, υποκλίθηκε και την έκλεισε ξανά πίσω της.

Το δωμάτιο ήταν πολύ πιο μικρό και μάλλον χρησίμευε και ως αποθήκη, εκτός από εργαστήριο. Δυο μακρόστενα ξύλινα τραπέζια καταλάμβαναν το κέντρο του, γεμάτα μπουκαλάκια, μικρές χύτρες και εργαλεία που η Κίρα δεν μπορούσε να ονομάσει ούτε ήξερε σε τι χρησίμευαν. Κάποιος είχε αφήσει ένα ματσάκι με φασκόμηλο πάνω σε ένα ξύλο κοπής μαζί με ένα μαχαίρι αλλά δεν είχε ξεκινήσει να το τεμαχίζει. Παχιά βιβλία γεμάτα σελιδοδείκτες σου έδειχναν πώς να φτιάξεις αφεψήματα και αλοιφές για κάθε αρρώστια. Γυάλινα δοχεία στερεωμένα σε μεταλλικές ράβδους έβραζαν πάνω από χαμηλά κεριά. Τους τοίχους του δωματίου κάλυπταν ράφια ασφυκτικά γεμάτα με βάζα που περιείχαν κάθε λογής βότανα και σκόνες. Κάποια ήταν τόσο ψηλά που χρειαζόταν σκάλα για να τα φτάσεις.

«Τι είναι αυτό που χρειάζεσαι, νεαρή αρχόντισσα, και σε έκανε να έρθεις εδώ μέσα στη νύχτα;»

Η Κίρα κοίταξε τη γυναίκα που καθόταν στο γραφείο στη γωνία του δωματίου. Ήταν ένα ογκώδες έπιπλο γεμάτο μικρά τετράγωνα ράφια. Η Ναζλί της την είχε συστήσει την πρώτη μέρα που είχαν έρθει στο παλάτι. Το όνομά της ήταν Σαφίγια και μετρούσε τουλάχιστον σαράντα χειμώνες ζωής. Είχε ένα ιδιαίτερο πρόσωπο που έμενε στη μνήμη, με ψηλά, έντονα ζυγωματικά και έξυπνα μαύρα μάτια που περιεργάζονταν τα πάντα. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια και τις γωνίες του στόματός της πρόδιδαν μια γυναίκα που γελούσε πολύ και περνούσε πολλές ώρες στον ήλιο.

Η Κίρα είχε διαμαρτυρηθεί έντονα όταν της είχαν πει πως ήταν Αλχημίστρια. Αρνιόταν να εμπιστευτεί την υγεία του Ντέβαν στα χέρια κάποιας που, όσο καλή κι αν ήταν στη δουλειά της, δεν ήταν πραγματική Θεραπεύτρια. Να που όμως τώρα χρειαζόταν τη βοήθεια της.

«Μπορώ να σε εμπιστευτώ πως ό,τι πούμε δε θα βγει από αυτό το δωμάτιο;»

Η μάγισσα σήκωσε κουρασμένα το κεφάλι της από το γραφείο και την κοίταξε. Τα περισσότερα κεριά μέσα στο δωμάτιο ήταν σβηστά άρα την είχε πετύχει την ώρα που ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο. «Το κουτσομπολιό είναι ασχολία για τις κυράδες της Αυλής» αποκρίθηκε. Σίγουρα θα προτιμούσε να βρίσκεται στο κρεβάτι της εκείνη τη στιγμή. «Εγώ έχω σοβαρότερες δουλειές. Πες μου ποιο είναι το πρόβλημά σου και αν μπορώ θα σε βοηθήσω να το λύσεις».

Η Κίρα της εξήγησε την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούσε. «Όσο περνάει η ώρα το νιώθω να χειροτερεύει. Ακόμα και τώρα που μιλάω λαχανιάζω».

Η Σαφίγια την παρατηρούσε σκεπτική. «Ο άντρας σου δεν είχε συμπτώματα πριν το περιστατικό, σωστά;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ήταν απόλυτα υγιής».

Σηκώθηκε από το γραφείο και πήγε προς το μέρος της. Ήταν η πιο ψηλή γυναίκα που είχε δει ποτέ η Κίρα. Περνούσε ακόμα και τον Ντέβαν περίπου μισό κεφάλι. Κρατούσε την πλάτη της ολόισια και σε συνδυασμό με την έντονη παρουσία και το βλέμμα της, που δεν άφηνε τίποτα να ξεφύγει, έδειχνε αριστοκρατική και τρομαχτική ταυτόχρονα.

Ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλο της Κίρας. «Δεν έχεις πυρετό. Δώσε μου το χέρι σου».

Η Κίρα υπάκουσε. Τα μακριά δάχτυλα της μάγισσας έκλεισαν τον δεξιό καρπό της σαν να ήθελε να ελέγξει το σφυγμό της. Ένα έντονο συνοφρύωμα έκανε την ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της να φαίνεται πιο βαθιά.

«Τι έχω;» ρώτησε η Κίρα ξεροκαταπίνοντας. Αν υπήρχε έστω και μια ελπίδα πως η Σαφίγια θα της έλεγε ότι δεν είχε τίποτα και πως αντιδρούσε υπερβολικά, αυτή τη έκφραση την είχε γκρεμίσει.

«Δεν είμαι σίγουρη» της απάντησε, παίρνοντας το ουδέτερο ύφος που η Κίρα γνώριζε καλά από την Ντεσμέρα. Το βλέμμα της εστίασε στο κολιέ με το ζαφείρι. «Ενδιαφέρον κόσμημα» σχολίασε. «Μπορώ να το δω;»

Η Κίρα αντίκρισε διστακτικά το απλωμένο χέρι της.

«Μην ανησυχείς, θα στο επιστρέψω» τη διαβεβαίωσε.

Την κοίταξε περίεργα, αλλά ξεκούμπωσε το κολιέ από τον λαιμό της. «Δεν έχεις τίποτα να μου δώσεις;» τη ρώτησε και έβαλε το κολιέ στη χούφτα της Αλχημίστριας. Αν ήθελε να το κλέψει δε θα το επιχειρούσε με αυτόν τον τρόπο, αλλά και πάλι δεν της άρεσε που το αποχωριζόταν. «Ένα αφέψημα, ένα τονωτικό, κάτι».

«Μπορώ να σου δώσω κάτι για να μαλακώσει ο λαιμός σου και να διευκολύνει την αναπνοή σου, αλλά δε νομίζω πως αυτή είναι η λύση». Κράτησε το κολιέ μπροστά από το πρόσωπο της και το περιεργάστηκε για μερικές στιγμές. «Πολύ όμορφο πετράδι. Όποιος το έκοψε έκανε πολύ καλή δουλειά. Πόσο καιρό το έχεις;»

«Μια βδομάδα, κάπου εκεί» Την κοίταξε με απορία. «Γιατί;»

Η Σαφίγια πήρε το κολιέ και πήγε στο γραφείο. «Είναι δώρο;»

«Έχεις κάτι που μπορεί να με βοηθήσει ή όχι;» επέμεινε, έχοντας αρχίσει να εκνευρίζεται. Ο Ντέβαν μπορεί να ξυπνούσε από στιγμή σε στιγμή και θα αναστάτωνε ολόκληρο το παλάτι αν δεν την έβρισκε δίπλα του. Εκείνη προσπαθούσε να μην πανικοβληθεί μαθαίνοντας πως ό,τι κι αν είχε, η Αλχημίστρια μάλλον δεν μπορούσε να τη βοηθήσει και σπαταλούσε τον χρόνο της προσπαθώντας να της πιάσει την κουβέντα.

«Αυτή τη βδομάδα παρατήρησες κάποια αδιαθεσία;» τη ρώτησε, αγνοώντας τον εκνευρισμένο τόνο της και άφησε το κολιέ πάνω στο γραφείο. «Μπορεί να ήταν κάτι μικρό και να μη του δώσατε σημασία, όπως μια ζαλάδα».

«Όχι, όλοι ήμασταν καλά...» ξεκίνησε να λέει ανυπόμονα, θέλοντας να πάρει το κολιέ της και να φύγει. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Αλλά τότε θυμήθηκε κάτι. «Γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις;»

«Ξέρεις τη χρησιμότητα που έχουν για τους μάγους οι πολύτιμοι λίθοι;» τη ρώτησε, αποφεύγοντας να απαντήσει στην ερώτηση της. Άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια του γραφείου και έβγαλε από μέσα ένα τετράγωνο μπουκαλάκι με μια μαύρη σκόνη. «Τους χρησιμοποιούν για να αποθηκεύουν ενέργεια» της απάντησε.

«Κάθε λίθος εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό. Δεν είναι όλοι το ίδιο. Τα ζαφείρια, τα σμαράγδια, και ο αμέθυστος είναι ''ψυχρά πετράδια'', αυτά που θα χρησιμοποιήσει μια μάγισσα για να κάνει ξόρκια που θα φέρουν συμφορά και κακοτυχία. Αντίθετα, τα πετράδια όπως τα ρουμπίνια χρησιμοποιούνται για ξόρκια και τελετές που έχουν να κάνουν με ζωή και ενέργεια». Άνοιξε το μπουκαλάκι και σχημάτισε έναν παχύ κύκλο με τη γκρίζα σκόνη γύρω από το κολιέ. Σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε. «Ένιωσα μαγεία στο αίμα σου. Μαγεία που δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Και ένιωσα και κάτι άλλο, μια ιδιαιτερότητα που έχουν μόνο τα παιδιά που γεννιούνται από γονείς μάγους αλλά τα ίδια δεν έχουν δυνάμεις».

«Ένας αγωγός» είπε η Κίρα, φέρνοντας στο μυαλό της αυτά που της είχε πει η εμπόρισσα στο παζάρι.

«Υπάρχουν πολλά ονόματα, αλλά αυτό το περιγράφει πιο απλά από όλα».

Η Κίρα κοίταξε τη μεγαλύτερη γυναίκα υψώνοντας τα φρύδια της. «Προσπαθείς να μου πεις πως υπάρχουν μάγια μέσα στο κολιέ μου; Αυτό είναι γελοίο. Από τη στιγμή που το αγοράσαμε δεν το έχω βγάλει σχεδόν καθόλου».

«Είσαι σίγουρη;»

«Μόνο όταν κοιμάμαι, αλλά αν είχε μπει κάποιος στο δωμάτιο για να καταραστεί το κολιέ την ώρα που κοιμόμασταν θα το είχα καταλάβει». Από τότε που είχε γεννηθεί ο Ραίγκαρ κοιμόταν πολύ ελαφριά. Ο παραμικρός θόρυβος την ξυπνούσε.

«Εμείς οι Αλχημιστές δεν έχουμε την ίδια σύνδεση με τη μαγεία όπως οι υπόλοιποι. Ίσως φταίει το γεγονός ότι βασιζόμαστε υπερβολικά στα φίλτρα μας. Αλλά νιώθω μια έντονη ενέργεια να έρχεται από αυτό το πετράδι. Καλή ή κακή, θα δείξει».

Προτού προλάβει να τη ρωτήσει τι σκόπευε να κάνει, η μάγισσα φώναξε: «Incedia!»

Το κολιέ και ο κύκλος της σκόνης τυλίχτηκαν στις φλόγες και η Κίρα έκλεισε το στόμα της με τα χέρια της για να πνίξει μια αγανακτισμένη κραυγή. Η Σαφίγια είχε βάλει φωτιά στο κολιέ της. Και όχι σε οποιοδήποτε κολιέ. αλλά αυτό που της είχε κάνει δώρο ο Ντέβαν! Αναρωτήθηκε πόσοι φρουροί θα προλάβαιναν να τρέξουν στο δωμάτιο μέχρι να της ξεριζώσει όλες τις τρίχες από τα μαλλιά της.

Οι φλόγες μειώθηκαν και τελικά έσβησαν χωρίς να αφήσουν σημάδι στο ξύλο και η Σαφίγια έπιασε το κολιέ. Η Κίρα περίμενε να τη δει να το πετάει κάτω ουρλιάζοντας και το σχέδιο από την καυτή αλυσίδα να έχει χαραχθεί στην παλάμη της.

«Άνοιξε το χέρι σου» της είπε με απόλυτη ηρεμία.

«Είσαι τρελή; Αυτό το πράγμα θα πρέπει να ζεματάει!»

«Άνοιξε το χέρι σου» τη διέταξε με έναν τόνο που δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις.

Η Κίρα υπάκουσε διστακτικά και έκλεισε τα μάτια της, προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τον καυτό πόνο που θα ακολουθούσε. Η Σαφίγια άφησε το κολιέ να πέσει μέσα στην παλάμη της αλλά ο πόνος δεν ήρθε ποτέ.

«Είναι... δροσερό» σχολίασε έκπληκτη η Κίρα.

«Φοβάμαι πως κάποιος θέλει το κακό σας. Υπάρχουν πολύ ισχυρά ξόρκια μέσα στο ζαφείρι. Μαύρη μαγεία. Εσύ είσαι αγωγός, οπότε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας περνούσε μέσα από το σώμα σου και πήγαινε στον Ντέβαν».

Ο νους της Κίρα δούλευε πυρετωδώς προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτά που άκουγε. «Γι' αυτό αρρώστησε ξαφνικά». Και όταν απέφευγε να την αγγίξει επειδή φοβόταν να μην την κολλήσει η κατάστασή του βελτιώθηκε. Το αίμα της πάγωσε μέσα στις φλέβες. «Ο Ραίγκαρ έκλαιγε κάθε φορά που εγώ τον κρατούσα...» είπε τρομοκρατημένη, περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά της. Ο λαιμός της άρχισε να κλείνει και οι ανάσες της έβγαιναν γρήγορες και κοφτές. Αν πάθαινε κάτι το μωρό της εξαιτίας της θα τρελαινόταν.

«Αν το παιδί σου έχει μαγικές ικανότητες είναι πιθανό να το ένιωσε».

«Κινδυνεύει ο γιος μου;» τη ρώτησε, με την υστερία να έχει αρχίσει να εισβάλει στη φωνή της. Καλύτερα να πέθαινε εκείνη τη στιγμή παρά να του προκαλούσε κακό. Δεν τον κρατούσε όταν έκλαιγε, αλλά αν...

«Αφού δεν έχει αρρωστήσει μέχρι τώρα δεν το νομίζω» απάντησε η Σαφίγια και οι τρελοί χτύποι της καρδιάς της Κίρα επιβράδυναν λίγο αλλά δε γύρισαν στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους. «Πιστεύω πως το χειρότερο μέρος του ξορκιού πήγε σε εσένα και τον νεαρό Ντρόγκομιρ. Η μαγεία επιδρά πιο αργά σε εσένα επειδή το σώμα σου δεν προορίζεται να κρατάει μαγεία μέσα του αλλά να τη διοχετεύει, όμως έχει αρχίσει να σε επηρεάζει».

«Αλλά η ζημιά μπορεί να διορθωθεί;»

«Σταμάτα να το φοράς και θα είστε εντάξει. Πού το βρήκες αυτό το κολιέ;»

«Στο παζάρι».

Θυμήθηκε την εμπόρισσα. Εκείνη της είχε εξηγήσει τι ήταν ένας αγωγός και τους είχε πάει στο εργαστήριό της για να τους δώσει το συγκεκριμένο κολιέ. Όποιος κι αν ήταν αυτός που την είχε βάλει τους ήξερε αρκετά καλά για να γνωρίζει τι ήταν η Κίρα ή έστω είχε τις πληροφορίες που χρειαζόταν για να το υποθέσει. Και δεδομένου ότι οι Σέλτιγκαρ δεν είχαν εχθρούς εκτός από τους Ντρόγκομιρ και οπωσδήποτε όχι τόσο μακριά από την πατρίδα, ήταν κάποιος που ήξερε τον Ντέβαν. Επίσης, θα πρέπει να είχε ανθρώπους για να τους παρακολουθούν και να ξέρουν το πρόγραμμά τους ώστε να φροντίσει να ρίξει την εμπόρισσα και το κολιέ στον δρόμο τους.

«Μπορείς να περιγράψεις αυτόν που σου το πούλησε; Θα στείλουμε φρουρούς να τον φέρουν στο παλάτι και να τον ανακρίνουν».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Λυπάμαι, δε θυμάμαι ποιος ήταν» είπε ψέματα. Θυμόταν πολύ καλά πώς έμοιαζε η εμπόρισσα και πώς να τη βρει.

Το βασικό ερώτημα που απασχολούσε το μυαλό της ήταν γιατί να προσπαθήσει κάποιος να σκοτώσει εκείνη και τον Ντέβαν με αυτόν τον τρόπο; Υπήρχαν πολλοί πιο γρήγοροι τρόποι να σκοτώσεις κάποιον με μαγεία. Και αν το κολιέ ήταν το σχέδιο τότε γιατί να στείλει και τους άντρες στο σπίτι της Μελάρα; Υπήρχαν πολλά κενά σε αυτή την υπόθεση. Ήταν σαν να μιλούσαν για δυο ξεχωριστούς άγνωστους εχθρούς.

Το μόνο που είχε καταφέρει το ζαφείρι ήταν να κάνει τον Ντέβαν να αρρωστήσει. Όμως τους είχε αφήσει περιθώρια για να αναζητήσουν έγκαιρα βοήθεια και ενδεχομένως κάποια θεραπεία. Αν εκείνη ήθελε να σκοτώσει κάποιον θα το έκανε άμεσα και χωρίς να του δώσει το περιθώριο να αντιδράσει. Ο Ντέβαν δεν είχε αρρωστήσει αρκετά για να κινδυνεύσει η ζωή του...

...αλλά αρκετά για να τον εμποδίσει να ταξιδέψει. Αρκετά για να τους κρατήσει στο Νιέζντιελ. Και μόνο ένας άνθρωπος είχε συμφέρον για να κάνει κάτι τέτοιο.

Η Ναζλί.

Φαίη