Το Γαίμα (Κεφάλαιο 1)

Γύθειο, γύρω στα 1910

Το πλοίο είχε ρίξει άγκυρα αρόδου, στα ανοιχτά, και μια βάρκα μετέφερε στην ακτή καθισμένο στην πλώρη της έναν ταξιδιώτη, νέος άντρας κάτω από τριάντα ετών ήτανε, ψηλός και γεροδεμένος κι όμορφος, με γένια κοντά στα μάγουλα, που κουβαλούσε μαζί του έναν μεγάλο μπόγο και άλλες αποσκευές και καθώς ατένιζε τα σπίτια, τον λόφο του Γυθείου και την Κρανάη που λούζονταν στον πρωινό ήλιο, κάτι σαν νοσταλγία χρωμάτιζε το βλέμμα του.

«Φτάσαμε, παλικάρι!» ανακοίνωσε ο βαρκάρης, μόλις η κωπήλατη λέμβος πλεύρισε στην προκυμαία, και ο νέος πήδησε στη στεριά, απιθώνοντας κατάχαμα τα μπαγκάζια του.

«Φχαριστώ, καπετάνιο. Ορίστε, για τον κόπο σου» είπε, μετρώντας στη χούφτα του βαρκάρη μερικά νομίσματα, κι εκείνος τα καρπώθηκε χαμογελώντας πλατιά και αντευχαριστώντας. Το παλικάρι κοίταξε έπειτα μακριά, βάζοντας σκιάδι την παλάμη του στα μάτια, σαν κάτι να ’ψαχνε, και να που είδε ένα κάρο ζεμένο σε μουλάρι, με οδηγό έναν ψαρομάλλη άντρα να σιμώνει.

«Μπάρμπα Τζανέτο! Ε, μπάρμπα Τζανέτο!» φώναξε και σήκωσε το χέρι του σε νεύμα. «Εγώ είμαι, ο Πιερράκος ο Κάσσης, ο γιος της Σταυριανής!»

«Πιερράκο! Εσύ είσαι, μωρέ;» έκανε ο αγωγιάτης όλο έκπληξη, και μόλις έφτασε κοντά του προσγειώθηκε με σβελτάδα νεανική στο χώμα, πατώντας γερά στα μεσήλικα ποδάρια του, και τον παρατήρησε απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Αν δε μ’ έκραζες εσού, δε θα σε γνώριζα! Αμούστακο παιδί μας έφυγες, και γύρισες άντρας σωστός... Έλα, σάλτα στο κάρο, να πάμε στη μάνα σου που θα σε καρτεράει!» κατέληξε, κι ο Πιερράκος φόρτωσε τα πράγματά του στο αγώι, ανέβηκε κι ο ίδιος στην καρότσα του μπάρμπα Τζανέτου και πήραν σιγά σιγά τον δρόμο για το μανιάτικο χωριό απ’ όπου βαστούσε η ρίζα του, εκεί που στον πύργο των Καχιάνων η χήρα η Σταυριανή Καχιάναινα περίμενε εναγωνίως τη μηνυμένη επιστροφή του μοναχογιού της...


***



Ξύπνησε με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να της χαϊδεύουν το σταρένιο πρόσωπο. Σηκώθηκε, δίπλωσε το αχυρόστρωμα, έριξε νερό σε μια λεκάνη και νίφτηκε, να διώξει από τα μάτια της τα απομεινάρια του ύπνου, ύστερα έβγαλε τη νυχτιάτικη καμιζόλα και αφού ντύθηκε τα καθημερνά της έδεσε τα μαύρα της μαλλιά σε μια σφιχτή πλεξούδα και κατέβηκε γραπωμένη από την ξύλινη σκάλα στο μαγερειό, εκεί όπου βρισκόταν ήδη η μητέρα της και έψηνε καβουρντισμένο ρεβίθι στη χόβολη για να φτιάξει φτενό ρεβυθοκαφέ.

«Καλημέρα, μάνα! Σχώρα με που άργησα» τη χαιρέτησε, και το ρουφηγμένο πρόσωπο της μεγαλύτερης γυναίκας που το είχαν κιόλας σκάψει ρυτίδες φωτίστηκε βλέποντας τη δροσερή φιγούρα της κόρης της, κοπέλα ως είκοσι δυο χρονώ ψηλή και βεργολυγερή, μελαχρινή νεράιδα...

«Καλή σου μέρα, Κατέρω μου! Έλα, κάθισε εδώ να πιεις το γάλα σου, τώρα πριν λίγο άρμεξα τη γίδα μας, σου ’χω φυλάξει και δυο τηγανίδες που σ’ αρέσουσι» της είπε ζεστά και της έδειξε τη γεμάτη κούπα πάνω στον σοφρά και το πιάτο με τα λαλάγγια. Χαμογέλασε η Κατέρω, κάθισε στο σκαμνί και ρούφηξε μια γουλιά, ενώ σύγκαιρα ήρθε πλάι της κι η μάνα, έχοντας χύσει τον μισό ρεβυθοκαφέ σε ένα φλυτζανάκι και έχοντας βάλει σε ένα σκουτελικό πήλινο δυο φραγκόσυκα περιχυμένα με το λάδι. Όσο τρώγανε το λιτό τους πρωινό οι δυο γυναίκες, έκανε την εμφάνισή του κι ο αφέντης του σπιτιού, ο Γιώργης Καπερνάρος, μέτριος στο ύψος, σωματώδης και βαρύθυμος, που πάλευε ακόμη να ξεφύγει απ’ τα χέρια του Μορφέα.

«Καλημέρα, πατέρα» ξεστόμισε σαν δειλά η Κατέρω κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε με μισό μάτι, δίχως να δώσει απάντηση, περιφρονητικά - έτσι όπως τηνε θωρούσε από λεχούδι τη θυγατέρα του, απ’ όταν έμαθε απ’ το στόμα της μαμής το φύλο της κι ότι δε θα ’ρχονταν ξοπίσω της σερνικά παιδιά, γιατί τα μέσα της συμβίας του είχανε πάθει βλάβη πάνω στη γέννα και ίσα που είχε γλυτώσει από του Χάρου τα δόντια...

«Θοδώρα, καφέ» μούγκρισε μονάχα. «Και ετοίμασέ μου να πάω στις ελίες να δω τι γίνονται, τώρα που δεν έχει ψηλώσει ο ήλιος ακόμα...»

«Αμέσως, Γιώργη μου... Εδώ σ’ τον έχω, έτοιμο» έσκυψε το κεφάλι η Θοδώρα η Καπερνάραινα, ρίχνοντας μια αδύναμη συμπονετική ματιά στη μοναχοκληρονόμισσά της, και βιάστηκε να σηκωθεί να σερβίρει τον υπόλοιπο ρεβυθοκαφέ στον άντρα της, προτού σώσουν και φύγουν κι εκείνες για την πεζούλα τους, να πάνε να θερίσουν το λιγοστό σταράκι τους... 


***




«Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, την ψυχήν του δούλου σου Σώτερ ανάπαυσον, φυλάττων αυτήν εις την μακαρίαν ζωήν την παρά σοι, φιλάνθρωπε... Εις την κατάπαυσίν σου Κύριε, όπου πάντες οι άγιοί σου αναπαύονται, ανάπαυσον και την ψυχήν του δούλου σου, ότι μόνος υπάρχεις αθάνατος...»

Ο παπά - Σαράντος, αδελφός της Σταυριανής Καχιάναινας και θείος του Πιερράκου, έψελνε το τρισάγιο πάνω από τον τάφο του γαμπρού του, στο κοιμητήρι της γενιάς των Καχιάνων δίπλα από την οικογενειακή εκκλησία. Η αδελφή του η χήρα έστεκε στο πλάι, ντυμένη στα ολόμαυρα, σοβαρή, αγέρωχη, μαντιλωμένη, με τα μάτια σκαλωμένα στον σταυρό του μνήματος που έγραφε το όνομα και τα συνόρατα της ζωής του άντρα της: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΣΣΗΣ, 185... - 188...

«Ότι συ ει η ανάστασις, η ζωή και η μακαρία ανάπαυσις του κεκοιμημένου δούλου σου Κυριάκου, Χριστέ ο Θεός, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων... Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ ημών... Αιωνία η μνήμη, αιωνία η μνήμη, αιωνία αυτού η μνήμη...»

Ολοκλήρωσε ο γέροντας ιερέας το τρισάγιο και σταύρωσε τρεις φορές τον τάφο που σκέπαζε τον γαμπρό του, κι η Σταυριανή σταυροκοπήθηκε μαζί του και του ασπάστηκε τη δεξιά.

«Ο Θεός να τον αναπαύει, καφή» της ευχήθηκε, εκείνη τον ευχαρίστησε, και κοιτάζοντάς την καλύτερα διέκρινε κάτι σαν ανεπαίσθητο μειδίαμα στα χείλη της.

«Χαίρεσαι, Σταυριανή...»

«Και τι θες να κάνω, Σαράντο; Να μη χαίρομαι; Αύριο γυρνάει ο γιος μου, το μοναχοπαίδι μου, ο δικιωτής μου...» αποκρίθηκε η γυναίκα περήφανα, κι ο αδελφός της αναστέναξε:

«Αχ, καημένη Σταυριανή! Ακόμα γυρεύεις γδικιωμό; Τόσο γαίμα που χιούθηκε εξήντα χρόνους τώρα δε σου φτάνει, που πολεμά η γενιά του μακαρίτη του άντρα σου τους Καπερναριάνους;...»

«Όσο ζω θα γυρεύω γδικιωμό για τον Κυριάκο, παπά μου! Γροικάς; Το ξεύρεις κι εσύ καλά πως το γαίμα με γαίμα ξεπλένεται μονάχα!» αντέτεινε η σκληρή Μανιάτισσα υψώνοντας το πιγούνι της. «Χίλιοι απ’ αυτούς τους άισκιους να χαλαστούν δε μου φτάνουσι, μέχρι να ιδώ τον υγιό μου να δικιώνεται τον αφέντη του με τα ίδια του τα χέρια, τον αφέντη του που μου τον σκοτώσανε σαν ήταν χρονιάρικο παιδί ο Πιερράκος μου και μ' άφησαν να τον αναστήσω μονάχη, την κατάρα μου να 'χουσι οι μαγαριλάδες!»

Χαμήλωσε τη λευκόμαλλη κορυφή του ο παπά - Σαράντος στο γεμάτο μίσος και οργή ξέσπασμα της καφής του, και προσευχήθηκε νοερά για τον ανιψιό του. Ο ίδιος σκέφτηκε να του στείλει γραφή για να τον μεταπείσει, να μη γυρίσει στη Μάνη και τον πατρογονικό τον πύργο, να μείνει μακριά από τη γη αυτή που μύριζε αίμα, μα τώρα ήταν αργά, το παλικάρι είχε πάρει την απόφασή του, αύριο θα έφτανε, κι ο Θεός κι ο Άγιος Πέτρος βοηθοί του με την εμμονή της μάνας που τον γέννησε να τον δει φονιά και εκδικητή του αίματος του πατέρα του...


***

Είχε μεσημεριάσει πλέον την ώρα που το κάρο του μπάρμπα - Τζανέτου με τον Πιερράκο επιβάτη ζύγωνε προς το χωριό και ο ιδρώτας τώρα έτρεχε ποτάμι από το μέτωπο και το σβέρκο του παλικαριού, που είχε ξεμάθει στην κάψα της Μάνης, κάνοντάς τον να γυρεύει συχνά πυκνά το μαντήλι του για να τον σπογγίσει και το φλασκί με το νερό για να το φέρει στο στόμα του και να σβήσει λίγο τη δίψα του. Κάποια στιγμή, το κάρο στάθηκε και δυο γυναίκες που θέριζαν σε μια πεζούλα κοντά στην άκρη του δρόμου με τα δρεπάνια τους τράβηξαν την προσοχή του. Η μία ήταν μεγάλη, ταλαιπωρημένη η όψη της από ήλιους, αέρηδες και βάσανα, μα η άλλη ήταν νέα, το πρόσωπό της σταράτο, καθαρό και αψεγάδιαστο, στο κέντρο του δυο μάτια σαν ώριμες ελιές από τη Μακαρία Κοιλάδα και απ’ το μαντήλι της ξέφευγε μια τούφα μαλλιά σκούρα σαν το βρεγμένο χώμα...

«Ώρα καλή, κυρά Θοδώρα! Κι εσύ, Κατέρω!» άκουσε τον αγωγιάτη να τις προσφωνεί κι η πιο μεγάλη γυναίκα, η μάνα είκασε πως ήταν ο Πιερράκος κι η άλλη η θυγατέρα της, αντιχαιρέτησε:

«Καλή σου ώρα κι εσένα, μπάρμπα - Τζανέτο! Το παλικάρι πού το πας;»

«Σ' ένα χωριό εδώ κοντά» απάντησε μισή αλήθεια - μισά ψέματα εκείνος, μετά από μια στιγμή σιωπής, κοιτώντας τον Πιερράκο. «Δικός μας είναι, Μανιάτης, κι ήρθε να δει τους δικούς του...»

Έγνεψε η Θοδώρα με το κεφάλι, σημάδι ότι κατάλαβε, κι αφού χαιρετήθηκαν ξανά και αντάλλαξαν ευχές έσκυψε να συνεχίσει τη δουλειά, η Κατέρω ωστόσο δεν τη μιμήθηκε, παρά έμεινε να κοιτάει προς τη μεριά που χανότανε το αγώι και μαζί του το όμορφο παλικάρι που κουβαλούσε πάνω του, αυτόν που συντοπίτη τους τον αποκάλεσε ο μπάρμπα - Τζανέτος, μα που τόσο πολύ διέφερε απ’ όλους τους σερνικούς που είχε δει ως τότε, νεώτερους και μεγαλύτερους...

«Έλα, δυχατέρα, τι στάθηκες; Δούλευγε!» τη συνέφερε η φωνή της Θοδώρας, «δουλεύγω, μάνα» τη βεβαίωσε, και βάζοντας την εικόνα του άγνωστου νέου παράμερα στον νου της πήρε ξανά να κόβει με το δρεπάνι της τα ώριμα στάχυα...


***

Μπήκαν στο χωριό ο μπάρμπα - Τζανέτος με τον Πιερράκο κι ο αγωγιάτης οδήγησε αργά το μουλάρι του μέσα από τα λιθόστρωτα καλντερίμια, ώσπου έφτασαν έξω απ' τον πύργο των Καχιάνων. Εκεί, τράβηξε τα γκέμια για να σταματήσει το ζώο κι ο Πιερράκος σάλταρε στο χώμα και περιεργάστηκε το ογκώδες πέτρινο κτίσμα, προσπαθώντας να ανασκαλέψει τη μνήμη του.

«Κυρά Σταυριανή, σ’ τον έφερα! Καλώς τα δέχτηκες!» ανήγγειλε μεγαλόφωνα ο μπάρμπα - Τζανέτος στην πυργοδέσποινα, καθώς περνούσαν το κατώφλι της μπασίας, κι εκείνη πρόβαλε μπροστά τους αρχοντική και αυστηρή, όπως τη θυμότανε ο γιος της, μα με ένα ολοφάνερο χαμόγελο στα χείλη της, άνοιξε την αγκαλιά της και τον γέμισε παινέματα όλο νόημα, φιλώντας τον σταυρωτά στα μάγουλα:

«Καλώς τον υγιό μου... Πιερράκο μου εσού, γκρα μου! Κάλλιε μου, αστάκι της γενιάς μου!»

Και καθώς τον παίνευε, τον κοίταζε με περηφάνεση και άστραφταν τα μάτια της. Ανύποπτος ο Πιερράκος για το τι πραγματικά έκρυβαν οι λέξεις της, πήρε το χέρι της και το ασπάστηκε κι αυτός με σέβας:

«Καλώς σε βρήκα, μάνα μου! Δεν ξέρεις πόσο μου ’λειψες, πάνε τόσα χρόνια...»

«Κι εμένα μου ’λειψες, κορώνα μου, πολύ, πάρα πολύ... Αγόρι μου, να σε χαρού! Άντρας σωστός μου έγινες» είπε η Σταυριανή κι ένας τόνος συγκίνησης χρωμάτιζε τη φωνή της. «Άντε, πέρνα μέσα, να βολευτείς κι ύστερα να ’ρθεις να φάμε, έχω φτιάξει κούρο καπαμά και τυρόπιτα, για σένανε... Γιορτή έχουμε σήμερα, μου γροικάς; Γιορτή!»




***



«Έχω μαντάτα, άσχημα» έκανε ο Γιώργης σκοτεινιασμένος, ενώ μαζί με τη Θοδώρα και την Κατέρω τσιμπούσαν λίγο ψωμί με ελιές και σφέλα κείνο το βράδυ, γύρω απ’ το φως του κεριού.

«Άσχημα;» σάστισε η Θοδώρα. «Γιατί;»

«Γύρισε ο γιος της γριάς κουκουβάγιας, της Καχιάναινας...»

«Της Καχιάναινας; Πότε, ποιος σ’ το είπε;»

«Πέρασα απ’ το καφενείο και μου το ’πασι... Ανάθεμα την ώρα!» μούγκρισε, και χτύπησε τη γροθιά του στον σοφρά. Η Κατέρω κοίταξε και τους δυο γονείς της, αμίλητη.

«Μα αυτός... δε σπούδαζε στην Αθήνα; Δεν είχε γίνει γιατρός;» πήρε ξανά τον λόγο διστακτικά η μάνα της.

«Είχε... Ποιος διάολος τον έβαλε και γιούρισε δεν ξέρω!» αποκρίθηκε ο Γιώργης και κατέβασε μονορούφι το ποτηράκι το ρακί, όπως έκανε συνήθως όταν συγχυζόταν.

«Είναι... νέος αυτός ο γιος της Καχιάναινας;» τόλμησε τώρα να σπάσει τη σιωπή της η κοπέλα.

«Ούτε τριάντα χρονώ δε θα 'ναι... Γιατί ρωτάς;» την έκοψε απότομα ο Γιώργης.

«Έτσα, από περιέργεια...»

«Για τους άισκιους μήτε κουβέντα! Γροικάς;» αγρίεψε ο πατέρας της. Έγνεψε υπάκουα η Κατέρω, γιατί να την ένοιαζε εξάλλου για έναν άγνωστο που θεωρούταν και εχθρός της; Παρότι η ίδια δε συμμερίστηκε ποτέ της τη βεντέτα και τη σιχαινόταν, εξαιτίας της μεγάλωσε μες στην κατήφεια και τους θρήνους κι είδε ξαδέλφια της να μένουν ορφανά... Έδιωξε αμέσως όμως τις μαύρες θύμησες απ' το μυαλό της, και διάλεξε να φέρει στη σκέψη της κλεφτά το όμορφο παλικάρι πάνω στο αγώι - ένας τέτοιος νιος θα ήθελε να την πάει νύφη στην εκκλησιά, αν ήταν ποτέ τυχερή, μα τούτος ήταν σαν όνειρο άπιαστο που σβήνει το πρωί, ούτε τον ήξερε ούτε και θα τον γνώριζε ποτέ...

Μαρία Παπαθεοδώρου