Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 6)

Η Σελίν ήταν μάγισσα.

Το μυαλό του Έρικ δυσκολευόταν να επεξεργαστεί ότι το κορίτσι που ανυπομονούσε να δει ήταν ένα από εκείνα τα πλάσματα, σαν να ήταν μια ιδιότητα που αφορούσε κάποιον άλλο.

Πώς είχε επιτρέψει να τον ξεγελάσει έτσι; Ως Κυνηγός, δε θα έπρεπε να μπορεί να αναγνωρίζει τα πλάσματα που είχε ορκιστεί να πολεμάει; Σίγουρα του είχε κάνει κάποιο ξόρκι.

Όμως είχαν περάσει μέρες από τότε που την είχε παραδώσει στους Κυνηγούς και ακόμα τριγύριζε στις σκέψεις του. Τα μάγια της θα έπρεπε να είχαν εξασθενήσει μέχρι τώρα.

Ο Ντέμιαν και ο Τομ ήταν πολύ περήφανοι για εκείνον που είχε κατορθώσει να συλλάβει μια μάγισσα, παρόλο που ήταν Κυνηγός για μονάχα λίγες εβδομάδες. Ο Έρικ δε μπορούσε να νιώσει περηφάνια για τον εαυτό του. Το μόνο που ένιωθε ήταν ένα σφίξιμο στο στήθος του που μεγάλωνε κάθε μέρα που περνούσε, λες και είχε σφάλει κάπου. Η αίσθηση πως κάτι ήταν διαστρεβλωμένο και λάθος δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει όσο κι αν προσπαθούσε να διαβεβαιώσει τον εαυτό του ότι είχε κάνει το σωστό με το να την παραδώσει στους Κυνηγούς.

Κάθε φορά που την σκεφτόταν πλημμύριζε με θυμό και πικρία και έπειτα θύμωνε ακόμα περισσότερο με τον εαυτό του, επειδή δεν την σκεφτόταν ως η μάγισσα αλλά ως το κορίτσι που είχε καθίσει μαζί του στον λόφο και που είχαν μιλήσει για τις μητέρες τους.

Αφού γνώριζε πως ήταν Κυνηγός γιατί δέχθηκε να τον συναντήσει, τουλάχιστον εκείνη την πρώτη φορά και μετά όλες τις υπόλοιπες; Ποιος ήταν ο σκοπός όλων αυτών των ψεμάτων; Υπήρχε έστω μια στάλα αλήθειας στα λόγια της; Ο πόνος στα μάτια της όταν αναφέρθηκε στην μητέρα της δεν μπορεί να ήταν ψέμα. Γιατί είχε αποκαλύψει τις δυνάμεις της αφού ήξερε τι θα συμβεί; Αν την είχαν στείλει για να τους κατασκοπεύσουν και τον είχε επιλέξει επειδή πίστευε πως ένας νεαρός και άπειρος Κυνηγός ήταν ο ιδανικός στόχος για να μαζεύουν πληροφορίες γιατί τον είχε σώσει; Γιατί, γιατί, γιατί… Τα ερωτήματα τριγύριζαν στο μυαλό του και τον κρατούσαν ξάγρυπνο τις νύχτες. Δεν είχε βρει ακόμα το θάρρος να την δει και να απαιτήσει μια εξήγηση.

Ένα κομμάτι ψωμιού εκτοξεύτηκε από την αντίθετη πλευρά του τραπεζιού διακόπτοντας απότομα τις σκέψεις του. Σήκωσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του για να το προστατεύσει μουρμουρίζοντας μια βρισιά.

«Τι στο καλό;» είπε, στρέφοντας τη προσοχή του στα δίδυμα που κάθονταν απέναντι του και έπαιζαν με το φαγητό τους.

«Άστοχε» κορόιδεψε χαμηλόφωνα ο Γουίλ τον Τζέιμς, που είχε πετάξει στο ψωμί χτυπώντας τη γωνία του ματιού του αδελφού τους και όχι το μάτι.

«Για προσπάθησε εσύ» τον προκάλεσε και σταύρωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του μπροστά στο στήθος του.

«Αν σηκωθώ…» γρύλισε απειλητικά ο Έρικ.

«Φωνάξαμε το όνομά σου δυο φορές και δεν απάντησες» του είπε ο Γουίλ.

«Κάπως έπρεπε να τραβήξουμε την προσοχή σου» συμπλήρωσε ο Τζέιμς και βούτηξε το μαχαίρι του μέσα στο βάζο με το μέλι. Άπλωσε μια παχιά στρώση πάνω στη φέτα ψωμιού που κρατούσε.

«Τι με ρωτήσατε;» Προσπάθησε να ακουστεί λες και όλα ήταν φυσιολογικά. Δεν ήθελε να καταλάβουν οι άλλοι πόσο τον είχε επηρεάσει αυτή η ιστορία.

«Σε ρωτήσαμε για τη μάγισσα που έπιασες» απάντησε ο Τζέιμς και γέμισε το στόμα του με μια τεράστια μπουκιά ψωμί. «Σε ξαναρωτήσαμε και χθες, και προχθές…»

«…και τη μέρα πριν…» συνέχισε ο Γουίλ. «…και πιο πριν, αλλά δε μας έχεις απαντήσει».

Ολόκληρο το σώμα του τσιτώθηκε, επειδή το τελευταίο που ήθελε να κάνει ήταν να μιλήσει για την Σελίν. «Τι έγινε με αυτήν;» είπε απότομα, αν και δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει αυτόν τον τόνο με τα αδέλφια του. Αμέσως ένιωσε τύψεις, ένα συναίσθημα που τον συντρόφευε συχνά τελευταία.

Ο Τζέιμς κατάπιε με ένα ηχηρό γκλουπ. «Γιατί την συλλάβατε;»

«Τι ερώτηση είναι αυτή;» Ο θυμός στη φωνή του δεν προοριζόταν για τα αδέλφια του. «Επειδή είναι μάγισσα! Χρησιμοποίησε μαγεία και πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό!»

Δεν ήξερε με ποιον ήταν θυμωμένος. Με τους αδελφούς του που είχαν κάνει την ερώτηση, με την Σελίν που ήταν μάγισσα, ή με τον εαυτό του;

Αλλά γιατί να είναι θυμωμένος με τον εαυτό του;

Τα γαλάζια μάτια του Τζέιμς καρφώθηκαν πάνω του, το βλέμμα του τόσο έντονο και εξεταστικό που ο Έρικ άρχισε να νιώθει άβολα. «Τι μαγικό έκανε;» τον ρώτησε ήρεμα σαν να μην είχε προσέξει το ξέσπασμα του, σαν να ήξερε.

Μου έσωσε τη ζωή.

Ο Έρικ σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι. «Πρέπει να φύγω» δήλωσε και βγήκε βιαστικά από το σπίτι προτού τα δίδυμα προλάβουν να πουν τίποτα. Ξαφνικά ασφυκτιούσε, οι τοίχοι του σπιτιού συρρικνώνονταν και τον έπνιγαν. Χρειαζόταν αέρα.

Ήταν ώρα να πάρει μια εξήγηση από τη νεαρή μάγισσα. Ήλπιζε πως αυτό θα κατεύναζε την ανησυχία που τον βασάνιζε.

Κατευθύνθηκε προς την φυλακή του χωριού και επιτάχυνε το βήμα του, όταν είδε το κτίριο να ξεπροβάλει στην άκρη του χωριού. Η φυλακή ήταν ένα μακρόστενο κτίριο φτιαγμένο από γκρίζα πέτρα, σχετικά μικρό αφού δεν συνήθιζαν να κρατούν φυλακισμένους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι δράστες αδικημάτων όπως κλοπές και βιαιοπραγίες οδηγούνταν στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως το Γκρέυταουν και δικάζονταν εκεί, οπότε οι Κυνηγοί δεν είχαν συχνά φυλακισμένους για περισσότερες από μερικές νύχτες. Όμως όταν είχαν, οι δίκες ήταν γρήγορες και σχεδόν πάντα κατέληγαν σε εκτέλεση. Αυτό το κτίριο ουσιαστικά προοριζόταν μονάχα για τις μάγισσες που συλλάμβαναν. Ήταν κρύο και στενάχωρο, με ένα μικρό παράθυρο και μονάχα μια είσοδο που οδηγούσε στον πικρό προθάλαμο όπου φρουρούσε πάντα ένας Κυνηγός. Τα κελιά ήταν στο πίσω μέρος, εκεί όπου δεν υπήρχαν παράθυρα και το φως και η ζεστασιά του ήλιου δεν μπορούσαν να φτάσουν.

Και αυτή τη στιγμή μόνο ένα χρησιμοποιούταν.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή αφού το μικροσκοπικό παράθυρο δεν αρκούσε για να διώξει τη ζέστη του καλοκαιριού που πρόσφατα είχε πέσει σαν πυρωμένο κύμα πάνω στο χωριό. Δεν ανησυχούσαν για αποδράσεις. Κανείς δεν είχε καταφέρει να το σκάσει από αυτή τη φυλακή. Ο Αλάρικ, ένας από τους μεγαλύτερους Κυνηγούς, καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα μπροστά στη βαριά πόρτα που έβγαζε στον στενό διάδρομο που οδηγούσε στα κελιά, με τα δάχτυλα του πλεγμένα πάνω στο στομάχι του και τα μάτια του κλειστά.

Ο Έρικ ξερόβηξε για να του τραβήξει τη προσοχή.

«Άκουσα τα βήματά σου, δεν είναι ανάγκη να βήχεις» του είπε ο μεγαλύτερος Κυνηγός χωρίς να ανοίγει τα μάτια του, με μια ελαφριά ενόχληση να τρυπώνει στη φωνή του –που ήταν εντελώς ξύπνια– επειδή είχε διακόψει την ανάπαυση του.

Ο Έρικ ίσιωσε την πλάτη του και με όση επισημότητα μπορούσε να βάλει στη φωνή του είπε: «Θέλω να δω τη μάγισσα».

Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε κάνει η Σελίν για να αποκαλυφθεί και κανένας δεν νοιάστηκε να ρωτήσει. Το γεγονός ότι είχε χρησιμοποιήσει μαγεία ήταν αρκετό για να την ρίξουν σε ένα από τα σκοτεινά κελιά. Μονάχα ο Τομ γνώριζε την αλήθεια και τον είχε προειδοποιήσει να μην αποκαλύψει ποτέ σε κανέναν πως η μάγισσα είχε χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της για να τον θεραπεύσει. Όλοι θα τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία και θα αμφισβητούσαν ποια ήταν η πραγματική του σχέση με εκείνη.

«Ατύχησες» αποκρίθηκε μονοκόμματα ο Αλάρικ. «Η μάγισσα δεν είναι εδώ».

Ο Έρικ τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «Και πού μπορεί να είναι;»

Ο Αλάρικ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του δηλώνοντας ότι ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε. Ξέροντας πως δεν θα έπαιρνε απαντήσεις από τον Κυνηγό, ο Έρικ έκανε μεταβολή και έφυγε.

Ελάχιστα άτομα μπορούσαν να βγάλουν κρατούμενους από τα κελιά. Ένα άβολο αίσθημα που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει απλώθηκε μέσα του. Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα.

Άκουσε τις φωνές και τα γέλια των Κυνηγών πριν δει το σπίτι. Η κατοικία του Ντέμιαν και ανεπίσημο αρχηγείο των Κυνηγών ήταν χτισμένο σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές του χωριού, ώστε οι άνθρωποι να μην ενοχλούν τα συμβούλια και τις υποθέσεις τους. Το σπίτι δεν άνηκε στον Ντέμιαν και την οικογένειά του αλλά στον αρχηγό των Κυνηγών. Αν ο Ντέμιαν πέθαινε ή αποσυρόταν δεν θα περνούσε στους κληρονόμους του αλλά σε αυτόν που θα εκλεγόταν ως νέος αρχηγός.

Το θέαμα που αντίκρισε έκανε το αίμα στις φλέβες του να παγώσει.

Οι Κυνηγοί είχαν σχηματίσει έναν μεθυσμένο κύκλο, κρίνοντας από τις δυνατές φωνές και τα γέλια, στην αυλή του σπιτιού. Ο Άντριου κρατούσε την Σελίν που έδειχνε ανίκανη να σταθεί στα πόδια της ή να διατηρήσει το κεφάλι της ψηλά και να εστιάσει το βλέμμα. Την έσπρωξε προς έναν άλλον άντρα που την έπιασε σαν να ήταν παιχνίδι πριν την σπρώξει κι αυτός με την σειρά του σε κάποιον άλλο. Τα πόδια της ήταν γυμνά και λερωμένα, ενώ το άλλοτε όμορφο πράσινο φόρεμα της τώρα ήταν βρώμικο και κουρελιασμένο. Το αριστερό μανίκι είχε ξηλωθεί και κρεμόταν, αφήνοντας τον λευκό ώμο της εκτεθειμένο.

Ο Έρικ έτρεξε προς το μέρος τους. Ο πάγος μέσα στις φλέβες του μετατράπηκε σε καυτή λάβα, Οργή και αηδία κόχλαζαν μέσα του για αυτό που έβλεπε. Αυτοί ήταν οι σπουδαίοι Κυνηγοί που υπερασπίζονταν εκείνους που είχαν ανάγκη και που θαύμαζε ολόκληρη τη ζωή του;

Η Σελίν κατέληξε στα χέρια του Φίλιπ ενώ οι υπόλοιποι γύρω τους συνέχιζαν να γελάνε και να πίνουν από τα κύπελλα που κρατούσαν στα χέρια τους, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του ότι ήταν μεθυσμένοι. Δεν εντόπισε τον Ντέμιαν ανάμεσά τους αλλά δεν έτρεφε αυταπάτες ότι δεν γνώριζε τι συνέβαινε στον κήπο του.

Η Σελίν σήκωσε απότομα το χέρι της και ο αγκώνας της συγκρούστηκε με το πρόσωπο του Φίλιπ. Ο Κυνηγός πισωπάτησε κρατώντας την ματωμένη μύτη του, αφήνοντας έναν άλλο άντρα να πιάσει την κοπέλα και να κρατήσει τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Αίμα έσταξε στο στόμα του και έβαψε τα δόντια του κόκκινα. Την χαστούκισε με τέτοια αγριότητα που θα είχε πέσει στο έδαφος αν δεν την κρατούσαν. Το κάτω χείλος της σχίστηκε και λαμπερό, όμοιο με το χρώμα που έχει το ρουμπίνι, αίμα κύλησε προς το πιγούνι της. Το κεφάλι της έγειρε άτονα στο πλάι σαν να ανήκε σε άψυχη κούκλα.

Κόκκινο έβαψε τα πάντα στο οπτικό του πεδίο. Τράβηξε το σπαθί του από τη ζώνη του και χωρίς να νοιαστεί πώς θα φαινόταν αυτό που θα έκανε στη συνέχεια στους υποτιθέμενους συντρόφους του ακούμπησε τη λεπίδα στον λαιμό του Φίλιπ. Οι φωνές και τα γέλια σταμάτησαν. Ο Κυνηγός που κρατούσε την Σελίν την άφησε και η νεαρή μάγισσα σωριάστηκε πάνω χώμα.

«Έτσι φέρεστε σε μια κρατούμενη;» φώναξε οργισμένα ο Έρικ. «Αυτή είναι η τιμή των Κυνηγών;»

Οι άντρες γύρω του είχαν παγώσει στις θέσεις τους. Κανένας δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει καθώς πήγε κοντά στη μάγισσα και τη σήκωσε στα χέρια του. Απομακρύνθηκε από το πλήθος χωρίς να κοιτάξει πίσω του, νιώθοντας ντροπή που άνηκε κι ο ίδιος σε αυτό.

«Σε παρακαλώ» ψιθύρισε αδύναμα η Σελίν. Ολόκληρο το σώμα της έτρεμε σαν το φύλλο. «Θέλω να πάω σπίτι». Τα μάτια της έκλεισαν και το κεφάλι της έγειρε άτονα πάνω στο στήθος του.

Ο Έρικ πάντα ακολουθούσε τους κανόνες. Έβαζαν τη ζωή του σε μια τάξη και τον καθοδηγούσαν. Πίστευε πως οι Κυνηγοί έκαναν κάτι καλό, ότι προστάτευαν τους αθώους και επέβαλαν την δικαιοσύνη. Ήθελε να γίνει μέλος τους για να συμβάλει και εκείνος στο έργο τους να προστατεύσουν τους ανθρώπους από τις μάγισσες για να μη μείνει άλλο παιδί ορφανό όπως εκείνος και τα αδέλφια του. Όμως κοιτάζοντας την αναίσθητη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια του δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πως εκείνη ήταν που χρειαζόταν προστασία από αυτούς.

Ξαφνικά όλοι οι κανόνες που είχε μάθει και ακολουθούσε δεν έβγαζαν νόημα.

Μπήκε στο κτίριο της φυλακής όπου ο Άλαρικ καθόταν ακόμα στην καρέκλα του ακριβώς όπως τον είχε αφήσει. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το αγόρι που κρατούσε στα χέρια του την λιπόθυμη μάγισσα σηκώνοντας ένα παχύ μαύρο φρύδι. Σίγουρα αυτό δεν ήταν ένα θέαμα που έβλεπε κάθε μέρα. Σηκώθηκε και τράβηξε μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά από τη ζώνη του για να ανοίξει την βαριά ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στα κελιά.

Κάτι δεν πήγαινε καλά, σκέφτηκε ο Έρικ και κοίταξε την Σελίν. Μέσα στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά πόσο χλωμό ήταν το δέρμα της ή τις βαθιές γκρίζες σκιές που είχαν σχηματιστεί κάτω από τα μάτια της αλλά θα μπορούσε να ορκιστεί πως ένιωθε τα πλευρά της κάτω από το κατεστραμμένο ύφασμα του φορέματος της.

«Τι την ταΐζετε;» ρώτησε.

«Ψωμί» απάντησε ο φύλακας και ξεκλείδωσε την πόρτα του κελιού της. Του έκανε νόημα να περάσει μέσα.

«Πόσες φορές τη μέρα;»

Ο στενός χώρος μύριζε υγρασία και μούχλα, ανακατεμένα με την γλυκόξινη μυρωδιά της λοβελίας. Δεν υπήρχε κρεβάτι, μονάχα μια μακριά ξύλινη σανίδα που κρεμόταν στον τοίχο από αλυσίδες, και ένα μικρό τραπεζάκι με μια πήλινη κανάτα πάνω. Η μυρωδιά της λοβελίας ερχόταν έντονη από εκεί.

«Μια» απάντησε ο Αλάρικ.

«Μια;» επανέλαβε εμβρόντητος. «Τα αδέσποτα σκυλιά έξω από τη ταβέρνα τρώνε καλύτερα!»

«Δεν υπάρχει λόγος να χαραμίζουμε φαγητό σε κάποια που σε λίγες μέρες θα ανταμώσει την κρεμάλα».

«Δεν το ξέρεις αυτό» του είπε και άφησε την Σελίν. «Η δίκη δεν έχει γίνει ακόμα».

Ο Αλάρικ έβγαλε έναν μικρό υποτιμητικό ήχο λες και ο Έρικ είχε πει κάτι παιδιάστικα ανόητο. «Η δίκη είναι για τα μάτια του κόσμου. Κάτι τυπικό. Δεν υπάρχει άλλη ετυμηγορία για μια μάγισσα πέρα από την αγχόνη».

Το κρύο του κελιού πότισε το δέρμα του και κύλισε στις φλέβες του. Οι δίκες των μαγισσών ήταν στημένες, συνειδητοποίησε και τα μάτια του καρφώθηκαν στην ακίνητη μορφή της Σελίν. Την είχε καταδικάσει σε θάνατο την στιγμή που πάτησαν στο χωριό. Και γιατί; Επειδή του είχε σώσει τη ζωή.

Αυτή η σκέψη ήταν όμοια, σαν να του είχαν πετάξει ένα κουβά παγωμένο νερό.

Η Σελίν θα πέθαινε επειδή τον είχε σώσει.

Βγήκε από την φυλακή με το κεφάλι του έτοιμο να εκραγεί. Ήταν λες και ολόκληρος ο κόσμος του είχε καταρρεύσει και τα πιστεύω του είχαν γκρεμιστεί μέσα σε μια στιγμή, εγκαταλείποντας τον να προσπαθεί να καταλάβει τι θα έκανε με το χάος που είχε απομείνει.

Δεν ήξερε τίποτα πλέον, αλλά για ένα πράγμα ήταν απόλυτα σίγουρος: δεν θα επέτρεπε να ανταλλάξει η Σελίν τη ζωή της με τη δική του.

Είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος αλλά ορκίστηκε ότι θα το διόρθωνε.

Μια νέα αποφασιστικότητα τον κατέκλυσε και τον έκανε να τρέξει στο σπίτι του. Ο πατέρας του έλλειπε αλλά ο Τομ καθόταν δίπλα στο σβηστό τζάκι κρατώντας στην αγκαλιά του την Άλις που κοιμόταν. Ο Έρικ δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε αν είχε δει τον αδελφό του ανάμεσα στο μεθυσμένο πλήθος που κακομεταχειριζόταν την μάγισσα.

«Πού είναι τα δίδυμα;» ρώτησε, προσπαθώντας να καταπνίξει τον επείγοντα τόνο στη φωνή του.

Ο Τομ γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε περίεργα. «Στο δωμάτιό τους. Είσαι καλά;»

«Εξαίσια» απάντησε και ανέβηκε τη σκάλα πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο.

Σκόπευε να κάνει κάτι τρελό.

Προδοσία.

Μπήκε στο δωμάτιο των διδύμων και έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω του. Ο Γουίλ και ο Τζέιμς, που κάθονταν στο ένα από τα δυο κρεβάτια του δωματίου και κάτι σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους, σήκωσαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν τον μεγαλύτερο αδελφό τους με απορία.

«Ό,τι κι αν συνωμοτείτε, ξεχάστε το» τους είπε ο Έρικ και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει την λαχανιασμένη αναπνοή του μετά από όλο αυτό το τρέξιμο.

«Γιατί;» τον ρώτησε ο Γουίλ στενεύοντας καχύποπτος τα μάτια του. Πλέον δεν έμπαιναν καν στον κόπο να αρνηθούν ότι συνωμοτούσαν για κάτι. Άλλωστε ποιος θα τους πίστευε;

«Επειδή χρειάζομαι τη βοήθειά σας». Περπάτησε προς το μέρος τους και χαμήλωσε τη φωνή του. Κανείς δεν έπρεπε να ακούσει τι σκόπευε να κάνει, διαφορετικά το σχέδιό του θα κατέρρεε προτού ξεκινήσει. «Αλλά δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν».

«Φάρσα;» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Γουίλ, τρίβοντας τα χέρια του. «Σε παρακαλώ πες μου πως είναι στον Τζάσπερ. Εγώ και ο Τζέιμς σκεφτόμασταν…»

Ο Τζέιμς τον χτύπησε δυνατά στον ώμο. «Μην αποκαλύπτεις τα σχέδιά μας, ανόητε!»

Σε άλλη περίπτωση ο Έρικ θα είχε στριφογυρίσει ειρωνικά τα μάτια του. Μόνο τα αδέλφια του χαίρονταν στην ιδέα να κάνουν άλλους ανθρώπους έξαλλους.

Και αυτό που σκόπευε να κάνει θα εξόργιζε πολλούς.

«Θα βγάλουμε κάποιον από τη φυλακή».



Φαίη