Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 6: Η Συμμορία του Έκτορα)

Αν και τον είχαν μόλις πετάξει μέσα σε ένα κλουβί, ένιωσε λίγο καλύτερα αφού μπορούσε ξανά να κινήσει τους μύες του. Κάτι τέτοιο ήταν δείγμα πως είχε περάσει η επίδραση της μαγείας, που είχε χρησιμοποιήσει πάνω του εκείνος που τον αιχμαλώτισε. Αλλά αυτό ήταν το μόνο καλό. Έφερε στο μυαλό του κουβέντες των ανδρών· περισσότερη εντύπωση του είχε κάνει ότι «θα έβγαζαν πολλά από αυτόν». Δεν άργησε να καταλάβει ότι οι συγκεκριμένοι μάγοι έπιαναν ανθρώπους και τους πουλούσαν λογικά σαν δούλους, ή για άλλους, ακόμη χειρότερους σκοπούς.


Παρόλο όμως που αυτό αποτελούσε βασικό πρόβλημα, δεν ήταν ο λόγος για τον οποίον ανησυχούσε περισσότερο. Το γεγονός πως είχε αιχμαλωτιστεί κατέστρεφε την αποστολή του.

«Τι έγινε;» ακούστηκε ξαφνικά μία αδύναμη και τρεμάμενη φωνή, από την άκρη του κλουβιού μέσα στο οποίο βρισκόταν ο ίδιος.

«Άλλος ένας περιπλανώμενος πιάστηκε στα δίχτυα τους» απάντησε κάποιος από το ίδιο σημείο.

«Γιατί σε αποκάλεσε μικρό ο Άρων; Πόσο είσαι;» ρώτησε ο δεύτερος που είχε μιλήσει, λογικά ο νεότερος. «Και τι γύρευες στην έρημο;» ρώτησε μόλις ο Μιχάλης απάντησε.



«Πήγαινα στη μάχη».

«Τόσο μικρός στη μάχη; Έχω ακούσει, φυσικά, για κατάλληλα εκπαιδευμένα παιδιά στον στρατό των Ηγετών, αλλά δε νομίζω κάποιο από αυτά να κατέληγε αιχμάλωτο από περιπλανώμενη συμμορία».

«Μετέφερα μία πληροφορία» εξήγησε βιαστικά, καθώς δεν ήθελε να τον μπερδέψουν με κάποιον ακόλουθο αυτών των Ηγετών.

«Χμ… έξυπνο. Δύσκολα θα υποψιαζόταν κανείς ότι κάποιος της ηλικίας σου θα ήταν αγγελιοφόρος του βασιλιά. Κρίμα, όμως, που πιάστηκες από τη συμμορία του Έκτορα. Αυτοί θα σε παραδώσουν κατευθείαν στους Χιζέρκα. Ξέρουν ότι είσαι αγγελιοφόρος;»

«Όχι». Τότε άρχισε να ανησυχεί ακόμη περισσότερο.

«Άρα απλά είσαι πολύ άτυχος».

«Υπάρχει τρόπος να αποδράσουμε;» ρώτησε, αν και ήξερε ήδη την απάντηση.

«Νομίζεις ότι αν μπορούσαμε, δε θα το είχαμε κάνει;»

«Γιατί δεν μπορείτε;» Είχε ήδη χάσει την ψυχραιμία του, ενώ ο φόβος για αυτό που τον περίμενε, τον κατέκλυζε.

«Καλά, δεν έχεις ακούσει ποτέ σου για τη συμμορία του Έκτορα; Όποιον πιάνουν τον οδηγούν στους Χιζέρκα σαν δούλο, με αντάλλαγμα μεγάλα χρηματικά ποσά. Ειδικά τώρα, στον πόλεμο, κυνηγούν τους μάγους του βασιλιά και τους παραδίδουν στον στρατό των Ηγετών για να κερδίσουν την εύνοιά τους. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτήν τη συμμορία· είναι άριστοι στον συγκεκριμένο τομέα, δυστυχώς».

Δε χρειαζόταν να ακούσει κι άλλα για να πειστεί ότι δεν είχε άλλες ελπίδες. Όχι μόνο ναυάγησε η αποστολή του, αλλά τώρα πια κινδύνευε κι η ζωή του. Το επερχόμενο κακό ήταν μάλλον αναπόφευκτο. Μπορούσε, πια, να απελπιστεί.

«Καλύτερα να κοιμηθείς τώρα, γιατί έχουμε πολύ δρόμο ακόμα και το πρωί δε θα σε αφήνουν να ξεκουραστείς» τον συμβούλεψε ο άλλος λίγο αργότερα.

Τα λόγια του άνδρα έμοιαζαν με αστείο· πώς θα μπορούσε να κοιμηθεί όταν γνώριζε ότι τον οδηγούσαν στον θάνατό του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποφύγει; Κοίταζε τον νυχτερινό ουρανό, διαπιστώνοντας πως ήταν μια από τις τελευταίες βραδιές που τον έβλεπε. Αυτό τον έκανε να τον θαυμάζει ακόμη περισσότερο. Λίγη ώρα αργότερα, παραδόθηκε στην κούραση και αποκοιμήθηκε.

Ξαφνικά, ένιωσε να εκτινάσσεται στον αέρα· έπειτα, χτύπησε με δύναμη στα ξύλινα κάγκελα του κλουβιού στο οποίο βρισκόταν. Ζαλίστηκε από το δυνατό χτύπημα κι έκανε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε και πώς βρέθηκε εκεί. Αισθανόταν μια μεγάλη δύναμη να τον πιέζει από πίσω, όπου βρίσκονταν τα κάγκελα στα οποία ήταν κολλημένος μετά το χτύπημα. Στα αυτιά του έφτανε ένας επαναλαμβανόμενος ήχος, που όπως κατάλαβε μετά από λίγη ώρα ήταν άλογα που έτρεχαν. Άργησε να συνειδητοποιήσει ότι το κλουβί ήταν δεμένο σε άλογα, τα οποία έτρεχαν με πολύ μεγάλη ταχύτητα- μεγαλύτερη από αυτή που γνώριζε ότι μπορούσαν. Ξεπερνούσε ακόμη κι εκείνες των αυτοκινήτων στα οποία είχε βρεθεί.

Άνοιξε τα μάτια του παρατηρώντας το κλουβί και τους άλλους κρατούμενους σ’ αυτό. Πράγματι υπήρχαν δύο άνδρες στην άλλη πλευρά του: ο ένας ήταν αρκετά γέρος με ασπρισμένα μαλλιά και γένια, ενώ το πρόσωπό του ήταν σε κακή κατάσταση από χτυπήματα. Ο άλλος, αντίθετα, ήταν αρκετά πιο νέος, με έντονο μαύρο χρώμα στα μαλλιά και στα μάτια του και με πολλές μελανιές στο πρόσωπο. Τα ρούχα και των δύο ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτοί εκεί. Στην αριστερή άκρη, κοντά στη μέση του κλουβιού, υπήρχε ένα νεαρό κορίτσι, λίγο μικρότερο σε ηλικία από τον Μιχάλη. Ήταν ξαπλωμένο και κρατιόταν με μεγάλη δυσκολία από τα κάγκελα, για να μην παρασυρθεί όπως εκείνος από την επιτάχυνση και χτυπήσει πίσω. Το μόνο που ξεχώριζε από τον μαύρο μανδύα, που κάλυπτε όλο της το σώμα, ήταν τα μαύρα, ατημέλητα, μακριά μαλλιά της. Με μια δεύτερη ματιά, μπόρεσε να δει πως υπήρχαν μελανιές στο χέρι με το οποίο κρατιόταν απ’ τα κάγκελα.

Οργίστηκε με εκείνους τους ανθρώπους, που ήταν γνωστοί ως συμμορία του Έκτορα. Αυτοί ευθύνονταν για την κατάσταση στην οποία οι ίδιοι βρίσκονταν μέσα στην ξύλινη φυλακή.

Η ταχύτητα μετά από λίγο σταθεροποιήθηκε. Ο Μιχάλης άρχισε να κινείται προς το μέρος των δύο ανδρών κρατώντας τα κάγκελα, προκειμένου να μην παρασυρθεί ξανά.

«Είχες άσχημο ξύπνημα» του είπε ο νεότερος άνδρας, με τον οποίο είχε μιλήσει και χθες, πλησιάζοντάς τον. «Αλλά η μέρα σου θα γίνει ακόμη χειρότερη σε λίγο».

«Γιατί;»

«Αν δεν κάνω λάθος, πηγαίνουμε στο Πένταλο, ένα χωριό που είναι λίγο πιο πέρα από ‘δω. Εκεί θα σε βάλουν να κάνεις δουλειές γι’ αυτούς, κι αν δεν κάνεις ό,τι ακριβώς ζητήσουν, σε βασανίζουν».

«Τι δουλειές δηλαδή;»

«Αυτό δυστυχώς δεν μπορώ να το προβλέψω. Έχουν κάθε φορά και κάτι διαφορετικό στο μυαλό τους».

Η απάντηση αυτή ήταν ακόμη χειρότερη από εκείνη που περίμενε να ακούσει. Άρχισε να δημιουργεί με το μυαλό του διάφορες σκηνές, όπου αυτός μετέφερε αντικείμενα που ήθελαν να κλέψουν οι μάγοι της συμμορίας και διάφορα άλλα.

«Εκείνη είναι καλά;» τον ρώτησε μετά από λίγο, δείχνοντάς τού το κορίτσι που ήταν πεσμένο στο πάτωμα λίγο πιο πέρα.

«Μάλλον όχι. Αρνήθηκε να κάνει αυτό που τής ζήτησαν και τη χτύπησαν άσχημα. Εδώ και δυο μέρες είναι έτσι».

«Δεν μπορείτε να τη βοηθήσετε;»

«Δυστυχώς όχι» απάντησε εκείνος, γέρνοντας το κεφάλι του απογοητευμένος προς τα κάτω, «η αποδυνάμωση του κλουβιού μάς έχει αχρηστέψει τελείως».

«Μπορεί να πάθει κάτι χειρότερο;»

«Δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη θα αντέξει. Τα χτυπήματα ήταν πολύ άσχημα».

Ο Μιχάλης δεν ήθελε να ακούσει άλλα. Έφυγε από εκείνο το σημείο με αργές και σταθερές κινήσεις και πλησίασε το κορίτσι που βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένο. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί με τίποτα πως εκείνη ενδεχομένως να μην άντεχε, ενώ ο ίδιος και οι άλλοι δύο άνδρες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.

Μόλις έφτασε κοντά της πέρασε από την άλλη μεριά για να δει το πρόσωπό της, ώστε να καταλάβει εάν ήταν ακόμη ξύπνια. Είχε κλειστά τα μάτια της, οπότε εκείνος τη σκούντηξε ελαφρά με το δεξί του χέρι στον ώμο, ενώ με το άλλο κρατιόταν από τα κάγκελα. Άνοιξε αργά τα μάτια της και τον κοίταξε. Στο βλέμμα της μπορούσε να διακρίνει κανείς πόνο και εξάντληση. Παρόλο που πρέπει να πονούσε, στα ανοιχτά, καστανά μάτια της διέκρινε ένα γλυκό βλέμμα. Τού χαμογέλασε ανεπαίσθητα.

«Πώς είσαι; Πονάς πολύ;» τη ρώτησε μετά από λίγο.

Εκείνη απλά κούνησε το κεφάλι της με δυσκολία. Ήταν, όμως, εμφανές ότι πονούσε από το βλέμμα και τον τρόπο που έσφιγγε το χέρι της γύρω από το κάγκελο.

«Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σε βοηθήσουμε» δήλωσε μετά από λίγο ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της. Κι’ αυτός φυσικά ήταν καλυμμένος, όπως και όλο της το σώμα, από τον μαύρο μανδύα. «Καλύτερα να ξεκουραστείς τώρα».

Εκείνη του χαμογέλασε για μία ακόμη φορά, σαν να του έλεγε πως εκτιμούσε αυτό που έκανε, και μετά έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε μια φωτιά να καίει στο στήθος του και να ρέει σε όλο του το σώμα. Κάποια στιγμή έφτασε στο χέρι και στην πληγή του, η οποία ακουμπούσε τον ώμο της κοπέλας. Η αίσθηση αυτή τού θύμισε έντονα τη μαύρη φωτιά που τον έκαιγε σε εκείνον τον παράξενο εφιάλτη του.

Τρομαγμένος τινάχθηκε όρθιος, αλλά αυτή η αίσθηση είχε εξαφανιστεί την επόμενη στιγμή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί ένιωθε έτσι, αλλά σκέφτηκε πως μάλλον ήταν μία ψευδαίσθηση.

«Σε λίγα λεπτά θα έχουμε φτάσει» του είπε ο σχετικά νέος άνδρας, μόλις ο Μιχάλης κάθισε ξανά κοντά του.

«Πάντα με τέτοια ταχύτητα κινούνται;» τον ρώτησε μετά από λίγο το αγόρι, ενώ κράτησε το κάγκελο με δύναμη.

«Απ’ όσο ξέρω, ναι. Μάλλον για να μην μπορούν να τους εντοπίσουν οι Προστάτες».

Ο Μιχάλης δεν άργησε να καταλάβει ότι «Προστάτες» πιθανώς αποκαλούσαν τους μάγους που κυνηγούσαν τους κακοποιούς, δηλαδή τους αστυνομικούς σε εκείνη τη χώρα.

Πριν προλάβει όμως να ρωτήσει κάτι άλλο, έκοψαν απότομα ταχύτητα. Δε χρειάστηκε να αναρωτηθεί τον λόγο για τον οποίο σταμάτησαν, αφού διαπίστωσε πως βρίσκονταν ακριβώς έξω από ένα χωριό. Τού έμοιαζε αρκετά με εκείνο στο οποίο είχε βρεθεί στην αρχή. Είχαν φτάσει λογικά στο Πένταλο, το χωριό που του είχε αναφέρει προηγουμένως ο άνδρας.

Μετά από λίγο εμφανίστηκαν τέσσερις άνδρες, ένας από τους οποίους ήταν ο Άρων· εκείνος που είχε βρει τον Μιχάλη και τον είχε οδηγήσει στο μέρος που βρισκόταν η συμμορία, βάζοντάς τον στην ξύλινη φυλακή. Οι άλλοι τρεις ήταν ντυμένοι σαν κι αυτόν, με λεπτές, ξύλινες πανοπλίες και το ίδιο άγριο βλέμμα στο πρόσωπό τους. Έφτασαν και οι τέσσερις μπροστά στην πόρτα, την οποία άνοιξε μετά από λίγο ο Άρων με το κλειδί που είχε στην τσέπη του.

«Εμπρός, βγείτε, έχουμε δουλειά».

 

Παναγιώτης Βάβαλος