Το Γαίμα (Κεφάλαιο 2)

Ντυμένος τη φορεσιά του πατέρα του, τη βράκα με το κόκκινο γελέκι και το μαύρο τσεμπεράκι δεμένο στο κεφάλι του, και ξυρισμένος μανιάτικα, με σκέτη τη λεπίδα, περνούσε ο Πιερράκος την πόρτα της κοινής εκκλησιάς του χωριού κείνο το κυριακάτικο πρωί για να λειτουργηθεί, λεβέντης ζηλευτός, γαμπρός μαθές. Άναψε κερί, προσκύνησε τις εικόνες, καλημέρισε τους χωριανούς και πήγε να σταθεί σε ένα μέρος. Κάμποση ώρα οι ψαλμουδιές τον απασχόλησαν, όμως ήρθε η στιγμή κι αφαιρέθηκε, κι έστρεψε τα μάτια του τριγύρω. Και τότε την είδε... Ναι, δεν τον γελούσανε, ήταν η πανώρια λυγερή που είχε αντικρίσει απ’ το κάρο του μπάρμπα - Τζανέτου να θερίζει με τη μάνα της στο χωράφι, στέκονταν εκεί κι οι δυο, κι η κόρη έλαμπε, ξεχώριζε απ' όλες τις χριστιανές με τη θωριά της, με το σπαθάτο της κορμί και το γραμμένο πρόσωπο, η καρδιά του χτύπησε άτακτα στο στέρνο του και οι αισθήσεις του παρέλυσαν, μόνο η όρασή του θαρρείς τού έμεινε, να τηρά την άγνωστη νεράιδα και να ζαλίζεται...

... Με το μπλε βελέσι της που ’χε ραμμένο πάνω το κόκκινο μπουγάζι και ένα καθαρό κίτρινο μαντήλι στα μαλλιά στεκόταν η Κατέρω δίπλα στη μάνα της, γλυκιά και σεμνή σαν Παναγιά. Βγήκε το Βαγγέλιο και έκανε με ευλάβεια τον σταυρό της γέρνοντας τον αυχένα, μα καθώς στράφηκε γύρω από τον εαυτό της για να βλέπει τον παπά Σαράντο, κατά πώς έπρεπε, το βλέμμα της σηκώθηκε, και αυτό που αντίκρυσε την έκανε να χάσει τον κόσμο, να πιαστεί η ανάσα της, γιατί στο μέρος των αντρών στεκότανε το παλικάρι εκείνο το ανέγνωρο, το αγγελικάτο, με το κυπαρισσένιο μπόι και τα πλατιά τα στήθη, και την κυττούσε, την κύτταζε κι εκείνος, μα πρώτη ντράπηκε για την αποκοτιά της η αγνή Μανιατοπούλα να στυλώνει επίμονα το βλέμμα σε ξένον άντρα και χαμήλωσε τα μάτια της...

«Τίνος θυγατέρα είναι αυτή, πατριώτη;» ρώτησε έναν συγχωριανό του ο Πιερράκος έπειτα, κι εκείνος του αποκρίθηκε τηρώντας τον σοβαρός:

«Γιε μου, αλάργα εσύ από αυτό το φηλυκό, που ’σαι Καχιάνος... Τούτη είναι η Κατέρω η Καπερναροπούλα, η δυχατέρα του Γιώργη του Καπερνάρου, οχτρή σου πα’ να πει...»

«Κατέρω... Κατέρω Καπερναροπούλα...» επανέλαβε μονάχος του ψιθυριστά ο νεαρός Μανιάτης κι οι δυο λέξεις του γλύκαναν και του πίκραναν μαζί το στόμα, γλύκα που ήξερε πια το όνομά της, μα πιο πολλή η πίκρα στη γλώσσα του και μέσα του που έμαθε ποια ήταν κι η γενιά της...

 

 ***

 

«Καλημέρα, Κατέρω!» φώναξε στο κορίτσι ο μπάρμπα - Τζανέτος, έχοντας αφήσει το κάρο του πιο πέρα και σιμώνοντας στην πεζούλα της. «Ήρθα να σε βοηθήσω να πας τα στάρια στο αλώνι, που μου μήνυσες...»

«Καλημέρα, μπάρμπα - Τζανέτο! Έννοια σου και θυμούμαι» χαμογέλασε εκείνη, σήκωσε ένα - ένα τα δεμάτια και τα έδωσε στον αγωγιάτη να τα βάλει στην καρότσα του.

«Ώπα!» αναφώνησε εκείνος, μόλις φόρτωσε και το τελευταίο. «Καλή σοδεία κάματε φέτος, κόρη μου...»

«Δόξα τω Θεώ» είπε πάλι μειδιώντας η Κατέρω και πατώντας γερά ανέβηκε πίσω στο κάρο, ο μπάρμπα - Τζανέτος χούγιαξε τη μούλα και ξεκίνησαν.

«Πώς και μόνη σου σήμερα στο χωράφι;» θέλησε να μάθει. «Έπαθε τίποτα η κυρά Θοδώρα;»

«Η μάνα καλά είναι... Μονάχα έμεινε στο σπίτι να παστρέψει, κι έστειλε εμένα αμοναχή να αλωνίσω...»

«Κατάλαβα...»

Το κάρο συνέχισε τον δρόμο του και για λίγο η Κατέρω έμεινε σιωπηλή. «Μπάρμπα Τζανέτο... Γιούρισε λέγει ο γιος της Σταυριανής της Καχιάναινας ο γιατρός, αλήθεια είναι;» ρώτησε έπειτα με δισταγμό, και ο ψαρομάλλης άντρας απέφυγε να της απαντήσει, μονάχα στύλωσε το βλέμμα του μακριά.

«Ε, μπάρμπα Τζανέτο!» τον σκούντηξε απαλά στον ώμο. «Σου μιλού... Πες μου, γύρισε στα αλήθεια;»

«Γιούρισε, ναι» ομολόγησε εκείνος, δίχως να την τηράει. «Ο Πιερράκος ο Κάσσης, εγώ τον έφερα... Ήταν το παλικάρι που είχα επιβάτη στην καρότσα μου τότε που σ’ αντάμωσα με τη μάνα σου να θερίζετε στην πεζούλα σας, ψέματα σας είπα πως είναι τάχα μου Μανιάτης από διπλανό χωρίο, γιατί...»

Σώπασε εκεί ο μπάρμπα - Τζανέτος, αλλά και να ’λεγε περσότερα, η Κατέρω δε θα τον άκουγε, το δάγκωμα που ένιωσε στα στήθια της τής βούλωσε τα αυτιά και της θόλωσε τα μάτια. «Πιερράκος Κάσσης...» ψέλλισε χαμένα, έσμιξε τα χείλια της και σφάλισε δυο στιγμές ερμητικά τα ματόφυλλα που τσούξανε, κακό παιχνίδι της έπαιζε η μοίρα της, έτσι ξηγιόταν που τον ξανάδε μπροστά της στην εκκλησιά, τον νιο που της είχε χαρίσει ξαφνικά ονείρατα τρελά κι ονειροπολήματα και μάθαινε μόλις το γλυκό του όνομα έπρεπε σύνταχα να τον λογιάσει για οχθρό της, να φυσήξει και να σβήσει τη σκέψη του απ’ τον νου της σάμπως το κεράκι και τη σπίθα του έρωτα που πήγε να ανάψει μέσα της να τη θάψει στη στάχτη του μίσους που χώριζε τις γενιές τους - όχι, δε μπορούσε, πόναγε, Θεέ μου, πόσο πόναγε...

 

 

***

 

Καλό απόγευμα κοντά γύρισε η Κατέρω σπίτι της με το κάρο του μπάρμπα Τζανέτου από τ’ αλώνισμα, τα γυμνά της πόδια πονούσαν από τη μανία με την οποία πάταγε τα στάχυα για να χωρίσει η ήρα από το στάρι, προσπαθώντας να αρνηθεί τη σκέψη του Πιερράκου, τα ξέχασε όμως όλα με το που μπήκε και είδε τον Γιώργη στο ντιβάνι να βογκάει και τη Θοδώρα πλάι του ανήσυχη. «Μάνα, τι έγινε; Τι έπαθε ο πατέρας;» ρώτησε, πετώντας σχεδόν το σακί με το σιτάρι που κουβάλαγε στο πάτωμα, και σίμωσε αλαφιασμένη.

«Έπεσε απ’ το γαϊδούρι, Κατέρω μου, και θαρρού πως έσπασε το πόδι του και τα παγίδια του ο γιέρημος, σακατεύτηκε... Κι η κυρά Ποτούλα λείπει στην αξαδέρφη σου που γεννάει! Τι θα κάμουμε;» αποκρίθηκε η Θοδώρα κι η φωνή της έτρεμε. «Μπάρμπα - Τζανέτο!» απευθύνθηκε κατόπιν στον αγωγιάτη που τον είδε να στέκει στην πόρτα. «Φώναξε γιατρό, όποιον να ’ναι!»

«Κυρά μου, συμπάθα με, ο μόνος γιατρός που έχουμε σιμά μας είναι ο Πιερράκος ο Κάσσης, ο γιος της Σταυριανής της Καχιάναινας... Πώς θα τονε μπάσεις μες στο σπίτι σου;»

Όχι! ήταν έτοιμη να φωνάξει η Κατέρω. Όχι, μάνα, όχι αυτόν, καλύτερα να περιμένουμε την κυρά Ποτούλα, μα ο κόμπος στον λαιμό της δεν την άφησε να αρθρώσει ούτε συλλαβή κι η ντροπή τής χαλίνωσε γερά τη γλώσσα...

«Χριστιανέ μου, εδώ ο αφέντης μου υποφέρει, και θα με νοιάξει εμένα αν είναι ο γιος της Καχιάναινας ο γιατρός; Πήγαινε φερ’ τον, το ξέρεις πως εγώ μίσος δεν έχω για κανέναν...»

«Το σκέφτηκες καλά, Θοδώρα; Μήπως να πάω στην Τσίμοβα, στο Γύθειο; Όλο και κάποιος θα βρεθεί...»

«Πήγαινε στον γιο της Σταυριανής, μπάρμπα - Τζανέτο, και φερ’ τον... Απ’ το να σακατευτεί ο Γιώργης μου, κάλλιο να τον γιατροπορέψει ο οχτρός του» ξανάπε σταθερά η Καπερνάραινα. «Και θα φροντίσω γω να μην καταλάβει τίποτα...» συμπλήρωσε μουρμουριστά, αφού ο αγωγιάτης υποχώρησε και βγήκε από τη μπασία. Ύστερα, διέλυσε αφιόνι σε ένα ποτήρι νερό και το πλησίασε στα χείλη του καμαράδου της.

«Έλα, αφέντη μου, πιες» τον παρότρυνε και λίγο αφότου του χορήγησε το διάλυμα ο Γιώργης πήρε να ροχαλίζει, η Θοδώρα σταυροκοπήθηκε ανακουφισμένη, ζητώντας συγχώρεση από τον Θεό, και η Κατέρω έμενε γονατισμένη σαν άγαλμα πλάι στον πατέρα, με την καρδιά της να βαράει σαν ταμπούρλο, "μισή ματιά δε θα του ρίξω", ορκίστηκε, "καθόλου... Θα κάμω πως δεν τονε γνωρίζω" συμπλήρωσε, μα το μέσα της ψυχής της την περιγελούσε πικρά...

 

 

 ***

 

Επισκέψεις δεν περίμενε ο Πιερράκος και ξαφνιάστηκε σαν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα στο κτίσμα δίπλα από τον πύργο που το χρησιμοποιούσε για να απομονώνεται και να μελετάει τα ιατρικά βιβλία του. «Μπάρμπα - Τζανέτο, πώς κι από δω; Έχει κανένας χρεία, να έρθω;» ρώτησε τον αγωγιάτη, μόλις του άνοιξε, κι εκείνος κόμπιασε.

«Μπάρμπα, πες μου. Δουλειά μου είναι, να βοηθάω τους ανθρώπους, για αυτό ήρθα πίσω...»

«Ο Γιώργης ο Καπερνάρος, γιε μου» το ξεφούρνισε τέλος. «Στο σπίτι του ήμουνα πριν από λίγο, για κάποιο θέλημα...»

«Και; Τι έπαθε ο άνθρωπος;»

«Έπεσε απ’ το γαϊδούρι του και σακατεύτηκε, τον έχουσι στο στρώμα ξαπλωμένο, κι η κυρά Ποτούλα η μαμή λείπει σε γεννητούρια... Η Καπερνάραινα επέμενε να φέρω εσένα να τονε δεις και να τον γιατροπορέψεις, μα εγώ δίστασα...»

«Δίστασες; Γιατί;»

«Δεν ξέρεις; Οχτροί λογιέστε με τους Καπερναριάνους...»

«Όποιος χρειάζεται γιατρειά ποτέ δεν είναι οχτρός, μπάρμπα – Τζανέτο» αποκρίθηκε ο Πιερράκος, βάζοντας ήδη στη δερματένια σάκα του όσα νόμιζε χρειαζούμενα. «Σάμπως θα μου πετάξει λάδι καυτό και πίσσα από τις καταχύστρες άμα με δει μπροστά του, έτσι κατάκοιτος που είπες ότι είναι;» πρόσθεσε κάνοντας να αστειευτεί, μα ήξερε πως άλλο λάδι καυτό και πίσσα κινδύνευε να τον τσιτσιρίσουνε παράνομα περνώντας το κατώφλι του Καπερναριάνικου, χυμένα από τα μαύρα μάτια της Κατέρως...

«Εγώ σε νουθετού, γιε μου» μουρμούρισε ο αγωγιάτης. «Κι από κει και πέρα κάμε ο τι καταλαβαίνεις...»

«Πάμε, μπάρμπα - Τζανέτο... Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια!» κατέληξε αποφασιστικά ο Πιερράκος και άδραξε τη σάκα του, κι ο μεγάλος άντρας κούνησε το κεφάλι...

 

 ***


Με αγωνία πολλή καρτέραγε η Θοδώρα την έλευση του Πιερράκου, σμίγοντας και ξεσμίγοντας τα δάχτυλα, μην τύχει και περάσει η επήρεια του αφιονιού στον άντρα της. Τινάχτηκε ολόκληρη μόλις άκουσε τα βήματα στη μπασία, «ήρθασι!» ψέλλισε, έριξε γρήγορα μια κλεφτή ματιά στον Γιώργη για να σιγουρέψει ότι κοιμότανε ακόμα και σηκώθηκε όρθια από το σκαμνί όπου καθόταν, βλέποντας το παλικάρι να προχωράει με αργά διστακτικά βήματα προς το μέρος τους στο πλάι του μπάρμπα - Τζανέτου, ενώ η Κατέρω έσκυψε το κεφάλι, να αποφύγει όσο μπορούσε τη θωριά του...

«Καλησπέρα» είπε ο Πιερράκος, μόλις στάθηκε. «Είμαι...»

«Ξέρω, παιδί μου... Ξέρω» τον πρόλαβε σοβαρή η γυναίκα, μα με ένα αχνό μειδίαμα καλοσύνης να χαράζει στο στόμα της. Τη μιμήθηκε αμήχανος, προσπαθώντας μάταια να μη ρίχνει με τους κανθούς των ματιών του κλεφτές ματιές στην κόρη της, που παρέμενε καθισμένη πλάι στον τραυματισμένο της πατέρα. Θε μου, γιατί με παιδεύεις έτσι; αναρωτήθηκε μονάχος του, καθώς σίμωνε, η Κατέρω ευθύς αποτραβήχτηκε, παλεύοντας κι αυτή να μην προδοθεί, και το βλέμμα  της που πρόλαβε να αντικρίσει μπήχτηκε μαχαιριά κρυφή μες την καρδιά του... Κατάπιε ωστόσο τα αισθήματα που φούντωναν να τον πνίξουν, έσκυψε πάνω από τον Γιώργη και πήρε να εξετάζει τα λαβωμένα του πλευρά και το τσακισμένο πόδι.

«Του ’δωκα αφιόνι, να κοιμάται... Να μην τονε δει και να μην τονε νιώσει» εξήγησε την ίδια ώρα ψιθυριστά η Θοδώρα στον μπάρμπα - Τζανέτο, βιαστικά, και στέναξε. «Το ξέρω, αμαρτία να γελού τον αφέντη μου, μα...»

«Δυο δεξιά πλευρά σπασμένα και κάταγμα στο πόδι, ευτυχώς όχι πολύ βαρύ» αποφάνθηκε την επόμενη στιγμή ο Πιερράκος. «Θα χρειαστεί χρόνο, αλλά θα γιάνει... Εγώ θα του τα δέσω τώρα, να αρχίσουν να θρέφουν, και μερικά καταπλάσματα θα του κάνουν επίσης καλό…»

«Δόξα τω Θεώ! Σ’ ευχαριστούμε πολύ, γιατρέ μου!» αναφώνησε συγκρατημένα η Θοδώρα. «Η Παναγιά μαζί σου, να σ’ έχει πάντα καλά να βοηθάς τον κοσμάκη όλο, νικλιάνους κι αχαμνόμερους...»

«Παρακαλώ, κυρά Καπερνάραινα... Και καλά κάνατε και του δώσατε τη νάρκωση του άντρα σας, θα πόναγε πολύ έτσι που τον ψηλαφούσα, αν ήταν τελείως ξύπνιος» τόνισε ο νεαρός γιατρός κι εκείνη ντράπηκε. «Καλή ανάρρωση εύχομαι, και για ο τι χρειαστείτε να με ειδοποιήσετε... Πάμε, μπάρμπα - Τζανέτο!»

«Εντάξει, παιδί μου! Στο καλό, καλό δρόμο...» αντιχαιρέτησε η Θοδώρα, πήγε μέχρι την ξύλινη πόρτα για να ξεπροβοδίσει τον αγωγιάτη τους και τον Πιερράκο κι έπειτα στράφηκε κοντά στον Γιώργη και τη θυγατέρα της.

«Καλό παλικάρι αυτός ο γιος της Καχιάναινας, ο γιατρός, τίμιο και άξιο...  Τι πα’ να πει που είναι Καχιάνος; Όλοι οι Μανιάτες εδώ καλοί είμαστε, άμα δε μας χαλά το μίσος κι η έχθρητα... Άτιμο πράγμα, μαυρίζει τις καρδίες και τα λογικά κι έπειτα το γαίμα δεν έχει σωσμό...» στοχάστηκε, και η Κατέρω την άκουγε με έναν κόμπο στο λαιμό. Πόσο δίκιο είχε η μάνα, που το σόι της ποτέ δεν έμπλεξε σε γδικιωμούς και που δε θέλανε στην αρχή να τη δώσουν οι δικοί της νύφη στον συγχωρεμένο τον παππού της για τον υγιό του, να μη γεννήσει σερνικά και της τα φάει η βεντέτα, και που κρυφομακάριζε την τύχη της που δεν της χάρισε τουφέκια, παρά μόνο το γραμμάτιο της! Και πόσο πιο πολύ σιχαινόταν κι η ίδια αυτό το ματοβαμμένο παρελθόν της γενιάς του αφέντη της, ακόμη περισσότερο από πριν, τώρα που στην καρδιά της φόραγε αγκάθινο στεφάνι ο έρωτας και την τρύπαγε, κι ήταν τα αγκάθια του τα μάτια του Πιερράκου...

 

 

 

 

Γυρνώντας στον πύργο τον οικογενειακό το ίδιο δείλι ο Πιερράκος από το Καπερναριάνικο, είδε να βγαίνει από την πόρτα τους μια ξένη γυναίκα, σχεδόν γριά, τη μάνα του να τη χαιρετάει εγκάρδια και παραξενεύτηκε. «Μάνα, ποια ήταν αυτή η κυρά που έφυγε;» ρώτησε τη Σταυριανή κι εκείνη χαμογέλασε αινιγματικά προτού του απαντήσει.

«Η προξενήτρα μας ήταν, γκρα μου. Αχ, τόσους χρόνους λείπεις και μας ξέχασες όλους...»

«Προξενήτρα;» απόρησε το παλικάρι, νιώθοντας να μυρμηγκιάζει ξάφνου σ’ όλο του το σώμα. «Και τι έλεγες μαζί της;»

«Τι μπορεί να έλεγα, γιε μου; Για σένα, για τον γάμο σου...»

«Για τον γάμο μου;»

«Ναι, για τον γάμο σου... Δε θα στεφανωθείς κάποια στιγμή, έτσα θα μείνεις; Καιρός σου είναι... Της είπα να αρχίσει να ψάχνει από τώρα, να βρει την καλύτερη νύφη για σένα...»

«Μάνα, σύνελθε... Ακόμα δε γύρισα στο χωριό και εσύ με παντρολογάς; Με ρώτησες αν θέλω;»

«Τι θα πει αν θέλεις, Πιερράκο; Χρέος σου είναι να πάρεις γιουναίκα δικιά μας, να κάμεις παιδία σερνικά και το πρώτο να το πεις Κυριάκο, να αναστήσεις τον αφέντη σου τον αδικοχαμένο και να συνεχίσεις τη γενιά σου, τουφέκια να της δώσεις να μη φυράνει, να ξεκληρίσουσι τους άισκιους ολότελα και να τους στείλουσι στον διάβολο, Θε μου σχώρα με...»

«Μάνα, φτάνει! Πολλά είπες... Είμαι κουρασμένος» την έκοψε με ένα νεύμα, μπήκε μέσα και ανέβηκε αργά την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο του πύργου, όπου βρισκόταν το δωμάτιό του, και μόλις έφτασε έβγαλε το πουκάμισο και τα παπούτσια του, έριξε νερό στο πρόσωπο, το κεφάλι και τον λαιμό του από το λαβομάνο για να δροσιστεί και με τις στάλες του νερού να κυλούν στο γυμνό του στέρνο στάθηκε μπροστά στο παραθύρι, τηρώντας το φεγγάρι που ανέτελλε πάνω απ’ τις κορφές του Σαγγιά.

«Κατέρω...» άρθρωσε, και το πύρωμα του έρωτα τον λάγγεψε ολόκληρο, σφίξανε τα λαγόνια του και βόγκηξε, ζαλίστηκε, και ψηλαφώντας με το χέρι του την πέτρα του τοίχου και ακουμπώντας πάνω της τα χείλη του φαντάστηκε την κόρη πως φιλούσε και πως χάιδευε, και ριγούσαν κι ανατρίχιαζαν θαρρείς μαζί του τα σκληρά κοτρώνια τα μανιάτικα κι έφριτταν, πως μπλέχτηκε ο νιος αφέντης τους σε τέτοιον πόθο δυνατό για την οχτρή του...

 

Μαρία Παπαθεοδώρου