Hel, του Τάσου Αναστασιάδη

(Καλώς Ήρθες στην Κόλαση)

Ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια μέχρι τον δεύτερο όροφο, με κίνδυνο να σκοντάψει και να πέσει με τα μούτρα στον σκοτεινό διάδρομο της οικοδομής όπου έμενε. Η αγωνία του ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να περιμένει δευτερόλεπτο παραπάνω. Ξεκλείδωσε την διπλοκλειδωμένη εξώπορτα, τη βρόντηξε πίσω του και πέταξε δίχως επιτυχία τα κλειδιά στο σταχτοδοχείο πάνω στη βιβλιοθήκη του σαλονιού. Το διαμέρισμα έζεχνε κλεισούρα και υγρασία, μιας και είχε να μπει φρέσκος αέρας στο σπίτι κοντά έναν μήνα. Άναψε το φωτιστικό δαπέδου δίπλα από τον σκονισμένο, μαύρο δερμάτινο καναπέ και έφερε μπροστά του το πολυπόθητο αντικείμενο για το οποίο είχε χάσει τον ύπνο του μια ολόκληρη εβδομάδα.

Με ένα ξυράφι που είχε αποκλειστικά για το άνοιγμα των διάφανων συσκευασιών των CD και των βινυλίων έσκισε με προσοχή αρχικά τη μια άκρη του προστατευτικού νάιλον και συνέχισε μέχρι την κάτω γωνία. Με τις άκρες των δαχτύλων του, σήκωσε στο κιτρινωπό φως τη μαύρη χάρτινη συσκευασία που αποτελούσε συνάμα και το εξώφυλλο του δίσκου. Ήξερε πολύ καλά ότι ο Νορβηγός φίλος του με το ψευδώνυμο Død –ή αλλιώς θάνατος– με τον οποίο τα τελευταία χρόνια συνομιλούσε και αντάλλαζε δίσκους από τα προσωπικά τους συγκροτήματα, αλλά και την υπόλοιπη underground σκηνή της κάθε χώρας, ήταν ένας ιδιαίτερος τύπος ανθρώπου.

Μυστήριος, μονόχνοτος, ψυχρός και σκοτεινός, όπως οι περισσότεροι βόρειοι λαοί της Ευρώπης, και έτσι δεν του έκανε καμία εντύπωση η επιλογή ενός ολόμαυρου εξώφυλλου. Για την ακρίβεια, το προτιμούσε από τα ξεκοιλιασμένα κουφάρια ζώων και τα αιμόφυρτα λάγνα κορμιά γυναικών που συνήθιζε να επιλέγει.

Έβγαλε τον δίσκο από τη χάρτινη συσκευασία και τον τοποθέτησε στο πικάπ. Έπιασε μια παγωμένη μπύρα απ’ το ψυγείο, κατέβασε τη βελόνα στην πρώτη σπείρα του βινυλίου και κάθισε στον αναπαυτικό δερμάτινο καναπέ γεμάτος ενθουσιασμό. Από την πρώτη κιόλας γουλιά, ένιωσε μέσα του την αγωνία να καταλαγιάζει. Τα δευτερόλεπτα πάνω στην οθόνη του ηχοσυστήματος περνούσαν το ένα μετά το άλλο, όμως, εκτός από τον συνηθισμένο θόρυβο του περιστρεφόμενου δίσκου, δεν μπορούσε να εντοπίσει κανέναν άλλο ήχο που να του θύμιζε οποιοδήποτε είδος μουσικής.

Μετακίνησε τη βελόνα παρακάτω. Καμία διαφορά. Κατέβασε και την τελευταία γουλιά της μπύρας αφήνοντας το γυάλινο μπουκάλι άδειο πάνω στο ένα από τα δύο θηριώδη ηχεία που ακουμπούσαν στα δρύινα σανίδια του σαλονιού.

«Μαλάκας Νορβηγός, τι περιμένεις; Σκάρτο πράγμα μού έστειλε. Πρέπει να κόψω μ’ αυτόν τον ηλίθιο» ξεφώνισε γεμάτος θυμό και απογοήτευση. Ο ψυχρός Νορβηγός τού είχε υποσχεθεί ότι αυτό που θα άκουγε στο καινούργιο του Demo θα ήταν ό,τι πιο συγκλονιστικό είχε ακούσει στη ζωή του. Απεναντίας, το μόνο που άκουγε ήταν τα παράσιτα του χαλασμένου βινυλίου. Δεν τον πείραξε ωστόσο το πενηντάρικο που είχε ξοδέψει μέσω e-banking. Οι εποχές που έστελναν τα χαρτονομίσματα κρυμμένα σε ανοιγμένες βιντεοκασέτες είχαν περάσει προ πολλού. Αυτό που τον πείραξε περισσότερο ήταν η χαμένη ευκαιρία να ακούσει κάτι πρωτότυπο, κάτι τόσο ακραίο που θα τον συγκλόνιζε, προσφέροντάς του μια μοναδική ακουστική εμπειρία. Του έκανε μεγάλη εντύπωση η απροσεξία του Død. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Αν και ιδιόρρυθμος άνθρωπος, η φερεγγυότητά του ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Ίσως τελικά να έπαθε κάποια ζημιά κατά τη μεταφορά, ξανασκέφτηκε δικαιολογώντας τον. Αυτό όμως σήμαινε ότι έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί του, ώστε να του ταχυδρομήσει εκ νέου τον δίσκο. Συν την αναμονή ακόμα μιας εβδομάδας.

«Σκατά» γρύλισε δίνοντας μια γερή κλωτσιά στο σκαμπό δίπλα του κάνοντάς το να αναποδογυρίσει. Το συνήθειο που είχε από μικρός να πιάνει συζήτηση με τον εαυτό του συνέχιζε να τον ακολουθεί ακόμη και στην ηλικία των σαρανταπέντε. Έκλεισε το ηχοσύστημα, ξεφορτώθηκε τη νοτισμένη από ιδρώτα μαύρη μπλούζα με το δυσανάγνωστο λογότυπο ενός αμερικάνικου Death Metal συγκροτήματος και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Γύρισε τη βρύση τέρμα αριστερά και το καυτό νερό, που έτρεξε με δύναμη, έπνιξε το στενάχωρο δωμάτιο του μπάνιου στους υδρατμούς. Ξεντύθηκε και χώθηκε κάτω από τη ντουζιέρα, απολαμβάνοντας τις καυτές σταγόνες που έσκαγαν στην πλάτη του σαν πύρινες βελόνες, ενώ η κάπνα από τη νικοτίνη έτρεχε σαν δηλητήριο από τα μακριά μαύρα μαλλιά του.

Η ώρα είχε περάσει. Αν και απόγευμα, το κρύο του φθινοπώρου είχε μπει για τα καλά στην καθημερινότητα. Πλησίαζε ο καιρός που η θέρμανση θα ήταν επιτακτική ανάγκη, μόνο που για έναν περίεργο λόγο ο θερμοστάτης του τοίχου έκανε μια απότομη βουτιά, δημιουργώντας αναπάντεχα μια ψυχρή ατμόσφαιρα. Δεν το αντιλήφθηκε αμέσως, μέχρι που το χέρι του άρχισε να τρέμει πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Φόρεσε μια πιο ζεστή μπλούζα στο αγαπημένο του μαύρο χρώμα και ολοκλήρωσε το μήνυμα που είχε ξεκινήσει να γράφει στο email. Πάτησε το πλήκτρο της αποστολής και αυτό πήρε τον δρόμο του για τη σκανδιναβική χερσόνησο. Στα νιάτα του μπορεί να χρειαζόταν να κάνει υπομονή ακόμη και ένα μήνα, για να λάβει απάντηση από κάποιον παραλήπτη στο εξωτερικό. Πλέον, η ειδοποίηση δεν έκανε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα. Αν και χαρακτηριζόταν από τις ιδιομορφίες του, είχε αποδεχθεί με ευγνωμοσύνη το επίτευγμα της άμεσης επικοινωνίας μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης.

Άναψε ένα από τα αγαπημένα του Prince και περίμενε με ανυπομονησία την απάντηση του Νορβηγού φίλου του. Διάλεξε ένα από τα εκατοντάδες CD της δισκοθήκης και το έχωσε στο CD player πατώντας το play. Κουδουνίσματα από μια αγέλη προβάτων γέμισαν το δωμάτιο. Μια βραχνιασμένη ανδρική φωνή πέρα από την ηχώ του νυχτερινού ανέμου ψιθύριζε μια επίκληση στους δαίμονες του Λεγεώνα. Ο ξέφρενος ρυθμός των τυμπάνων και ο δαιμόνιος καλπασμός των κιθαρών ηλέκτρισε κάθε σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Η πόρτα της ντουλάπας έτριξε και το πάτωμα δονούταν στον βρυχηθμό του κτήνους, που προσευχόταν μέσα από τους στίχους του τραγουδιού. Ασυναίσθητα, άρχισε να χτυπάει το χέρι του πάνω στο έπιπλο του γραφείου, ακολουθώντας τον ίδιο φρενήρη ρυθμό.

Ένα παράθυρο ξεπήδησε στην κάτω δεξιά γωνία της επιφάνειας εργασίας στην οθόνη του υπολογιστή, ειδοποιώντας τον για το νέο εισερχόμενο μήνυμα. Χαμήλωσε την ένταση στο στερεοφωνικό, αφήνοντας τους δαίμονες να συνεχίσουν να παλεύουν μέσα από τα ηχεία.



Φίλε μου,

Χαίρομαι που παρέλαβες τόσο γρήγορα το πακέτο μου. Σου εγγυώμαι ότι ο δίσκος δε φέρει κανένα απολύτως ελάττωμα. Με λίγη υπομονή και θέληση θα τον κάνεις να δουλέψει όπως πρέπει. Είσαι δικός μας άνθρωπος και είμαι σίγουρος ότι θα βρεις τον τρόπο.

Μετά τιμής, Død.

ΥΓ. Η λύση βρίσκεται μέσα του.



Η απάντηση του Νορβηγού κατάφερε να τον θυμώσει ακόμα περισσότερο. Συνήθιζε να μιλάει με γρίφους και υπονοούμενα, όμως αυτή τη φορά είχε ξεπεράσει κάθε όριο.

«Με δουλεύει το καθίκι. Στα τσακίδια και αυτός και ο δίσκος του».

Έκλεισε απότομα τον υπολογιστή πατώντας με δύναμη το κουμπί, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που μπορεί να δημιουργούσε στο λογισμικό αυτή του η κίνηση. Φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν του και βγήκε από το διαμέρισμα με σκοπό να καλμάρει τα νεύρα του, αναζητώντας κάποιον από τους φίλους του στα στέκια που ξημεροβραδιάζονταν αδειάζοντας κασόνια από μπίρες και αλκοόλ.

Η ώρα είχε περάσει δίχως να το συνειδητοποιήσει κανένας από την παρέα. Αν και ξημέρωνε Σάββατο, ημέρα δίχως δουλειές και υποχρεώσεις για κανέναν τους, η ευφορία από το υπερβολικό αλκοόλ δεν τους άφησε περιθώρια να συνεχίσουν την κραιπάλη στην αγαπημένη τους μπιραρία. Αποχαιρετίσθηκαν και ο καθένας ακολούθησε τη δική του κατεύθυνση. Οι σκοτεινοί δρόμοι μιας από τις πιο κακόφημης περιοχές της πόλης δεν του προκαλούσαν πλέον καμία αίσθηση. Γέννημα θρέμμα των δυτικών συνοικιών, είχε μάθει να ζει με κάθε κίνδυνο που ελλόχευε σε κάθε στροφή και απόμερο στενό της γειτονιάς του. Κλεφτρόνια, έμποροι ναρκωτικών, γυναίκες που εξέδιδαν το κορμί τους στο πεζοδρόμιο για ελάχιστα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα, μαστροπούς που πουλούσαν την ψυχή αθώων παιδιών στις ορέξεις αρρωστημένων τεράτων που κρύβονταν πίσω από την ανθρώπινη μάσκα μιας ακόμη πιο αρρωστημένης καθημερινότητας, νέους που τρυπούσαν το σώμα τους με σύριγγες, ακόμη και καταμεσήμερο, στο παγκάκι μιας παιδικής χαράς. Ανέκαθεν, οι δυτικές συνοικίες θεωρούνταν το χωνευτήρι της πόλης. Οτιδήποτε περνούσε από το μυαλό σου μπορούσες κάλλιστα να το εντοπίσεις και να το εξαγοράσεις σ’ αυτά εδώ τα σοκάκια.

Διέσχισε την τελευταία πλατεία πριν από το οικοδομικό τετράγωνο όπου έμενε. Παραδόξως, οι περισσότερες από τις λάμπες του δήμου ήταν αναμμένες. Σε ένα από τα παγκάκια, ένα παράνομο ζευγάρι ανακούφιζε τις ερωτικές του ορέξεις, αφήνοντας πνιχτές κραυγές και ερωτικά επιφωνήματα. Το προτιμούσε από τα πρεζόνια που συνήθως αναγκαζόταν να αντικρίσει, καθώς επέστρεφε από τις εξόδους του. Κατέβασε το κεφάλι από ντροπή και συνέχισε για τη γκαρσονιέρα όπου έμενε τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια της ζωής του και δεν έλεγε να την αποχωριστεί όσο στενάχωρη και μίζερη και αν έμοιαζε. Η αλήθεια ήταν ότι και να ήθελε, δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Η οικονομική του κατάσταση ήταν σε ακόμη πιο στενάχωρη και μίζερη θέση. Έτσι, συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι τα γεράματα θα τον έβρισκαν σ’ αυτό το παλιό, σκοτεινό και στενό διαμέρισμα. Μόνος, αγκαλιά με τα αγαπημένα του βιβλία τρόμου και επικής φαντασίας και με την αγαπημένη του συλλογή από βινύλια και CD να παίζει στο τέρμα από τα ηχεία τους στερεοφωνικού. Ήταν πεπεισμένος ότι κάποια μέρα θα κουφαινόταν παντελώς.

Στην οικοδομή επικρατούσε ησυχία. Η θολούρα από τη περιεκτικότητα του αλκοόλ μέσα στις φλέβες του τον υποχρέωσε ν’ αναζητήσει τον διακόπτη του κοινόχρηστου φωτισμού. Δε θα έπαιρνε το ρίσκο να σωριαστεί στα σκαλοπάτια των διαδρόμων. Μια τέτοια κακοτυχία θα τον καθήλωνε ξαπλωμένο στο παγωμένο βρόμικο μωσαϊκό μέχρι το ξημέρωμα του Σαββάτου και θα ένιωθε ευτυχής εάν κάποιος από τους παράξενους γείτονές του ενδιαφερόταν για την κατάστασή του. Παραπατώντας, κατάφερε εν τέλει να φτάσει –μετά κόπων και βασάνων– στον δεύτερο όροφο. Ψαχούλεψε τις τσέπες του αναζητώντας τα κλειδιά. Κάποια κέρματα έπεσαν στο πάτωμα αναστατώνοντας τη νεκρική σιωπή των διαδρόμων της οικοδομής. Χούφτωσε το μπρελόκ με τα κλειδιά και αγωνίστηκε να βρει το κατάλληλο για την κλειδαριά της εξώπορτας. Κουτούλησε αρκετές φορές στην πόρτα, όμως έπειτα από μερικές προσπάθειες κατάφερε να ζευγαρώσει την κλειδαριά με το κατάλληλο ταίρι της. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει την πρώτη στροφή με τον καρπό του και ακουστεί το πρώτο χαρακτηριστικό κλακ, η λάμπα του διαδρόμου έσβησε, επιδεινώνοντας τη σύγχυση και τις ήδη εξασθενημένες αισθήσεις του.

Έγειρε το μουδιασμένο κεφάλι του στη πόρτα, έκλεισε τα –έτσι και αλλιώς– νυσταγμένα και ασήκωτα βλέφαρά του και αφέθηκε στο ξελόγιασμα του θεού Μορφέα. Μια παγωμένη ανάσα χάιδεψε το πίσω μέρος του λαιμού του. Μια παράξενη αίσθηση, λες και χιλιάδες μικροσκοπικά τριχωτά αρθρόποδα σκαρφάλωναν προς την πλάτη του καταφέρνοντας να διαπεράσουν την μπλούζα και τα εσώρουχά του. Ανατρίχιασε σύγκορμος. Ο παγωμένος ιδρώτας, που τον περιέλουσε σαν το καλύτερο αναλγητικό, απέβαλε στη στιγμή κάθε παραπανίσια ποσότητα οινοπνεύματος από μέσα του. Κάτι σκληρό και συνάμα επώδυνο, όπως ένα ακονισμένο μαχαίρι, τον πίεσε στα πλευρά από τη μεριά του τοίχου. Μία, δύο, τρεις. Σύνολο πέντε σουβλιές κατάφερε να μετρήσει. Τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα πόνου, ενώ η ανάσα του σταμάτησε για κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι δεν επρόκειτο για κάποιο δολοφονικό όπλο, όπως αρχικά πίστευε, αλλά για ανθρώπινα νύχια που πίεζαν όλο και περισσότερο σε κάθε του εκπνοή. Νύχια, που περισσότερο έφερναν σε αρπακτικού παρά σε γυναικεία. Κοφτερά σαν ξυράφια. Δολοφονικά σαν της λύκαινας. Και αυτή η μυρωδιά... Η απίστευτη νεκρική μυρωδιά παλιού χωνεμένου χώματος που κατάφερνε να καλύψει την ήδη βαριά μυρωδιά κλεισούρας που αναδυόταν από το υπόγειο. Το άσθμα του είχε χειροτερέψει από τότε που θυμόταν τον εαυτό του να μετακομίζει σ’ αυτό το αχούρι που κάποιοι χαρακτήριζαν ως σπίτι για ανθρώπους, και όμως, εκείνη η μόνιμη βαριά μυρωδιά έμοιαζε με γαλλικό άρωμα αρίστης ποιότητας μπροστά σ’ αυτό που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα τούτη τη στιγμή.

Δυο χείλη, στεγνά από ψυχή και φαιά ουσία, χάιδεψαν το αυτί του.

Du er min. Velkommen til Helvete».

Ο ψίθυρος διαπέρασε το ακουστικό του νεύρο σαν ψυχρό ρεύμα αέρα, εισέβαλε στο εσωτερικό του εγκεφάλου του και από εκεί, μέσω της καρωτίδας, στο μυοκάρδιο, παγώνοντας κυριολεκτικά κάθε ρανίδα αίματος που ωθούταν προς το εσωτερικό του κυκλοφορικού του συστήματος. Ένιωσε την καρδιά του να επιβραδύνει τους χτύπους της, τα μάτια του να βαραίνουν και το σώμα του να παραλύει. Ο συριστικός ψίθυρος τρύπησε τον εγκέφαλό του σαν μαινόμενο ερπετό. Με μια τελευταία ανάσα κατάφερε να ολοκληρώσει και τη δεύτερη περιστροφή του κλειδιού. Η γλώσσα του μηχανισμού τραβήχτηκε στο εσωτερικό. Έριξε όλο του το βάρος μπροστά ανοίγοντας την πόρτα διάπλατα και σύρθηκε μέχρι τον δερμάτινο καναπέ. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Ένα δυνατό ρεύμα αέρα σηκώθηκε από το πουθενά παρασύροντας την πόρτα πίσω του και την έκλεισε με δύναμη. Από το τράνταγμα, κομμάτια σοβά έπεσαν στο πάτωμα, ενώ το φωτιστικό του διαδρόμου ταλαντεύτηκε, όμοια με εκκρεμές. Κατάφερε να βγάλει από πάνω του το δερμάτινο μπουφάν που τόση ώρα τον έπνιγε σαν περισταλτικός μανδύας φρενοκομείου. Είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα, το στήθος του ανεβοκατέβαινε διαολεμένα, την αριστερή πλευρά του δεν την ένιωθε καθόλου από το μούδιασμα. Όλα τα συμπτώματα τού θύμισαν εξιστορήσεις ανθρώπων που είχαν περάσει κάποιο επεισόδιο εμφράγματος του μυοκαρδίου. Μόνο που αυτός ένιωθε ότι είχε ζήσει κάτι πολύ χειρότερο.

Το φωτιστικό του διαδρόμου, για κάποιον περίεργο λόγο, ήταν αναμμένο. Αναλογίστηκε εάν όντως είχε κλείσει όλα τα φώτα του σπιτιού φεύγοντας, όμως η σύγχυση που ένιωθε δεν του επέτρεπε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Παρακολούθησε την κίνησή του από δεξιά στ’ αριστερά γύρω από τη θέση ηρεμίας. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Η ταλάντωση του φωτιστικού σώματος λειτούργησε ως ανασταλτικό φράγμα των αισθήσεών του μέσα από το υποσυνείδητο. Και ύστερα χάθηκε στον κόσμο των ονείρων.

Μια πρωινή ηλιαχτίδα ξέφυγε από τα κλειστά παντζούρια, καταφέρνοντας να βρει τον στόχο της, ακριβώς πάνω στα κλειστά βλέφαρά του. Τραντάχτηκε από το βίαιο ξύπνημα. Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Μέσα στο μισοσκόταδο, κατάφερε να ξεχωρίσει τη βιβλιοθήκη που καταλάμβανε ολόκληρο τον απέναντι τοίχο μέχρι το ταβάνι. Κάποια από τα ράφια είχαν πάρει επικίνδυνη κλίση προς τα κάτω εξαιτίας του βάρους των εκατοντάδων βιβλίων που μάζευε από τα εφηβικά του χρόνια. Τακτοποιημένα σε πλήρη στοίχιση, ανά κατηγορία και συγγραφέα και με τους τίτλους στις ράχες τους να κοιτάζουν όλοι προς την ίδια κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις του κάθε εκδοτικού οίκου. Στα μεσαία ράφια, αυτά που βρίσκονταν στο ύψος των ματιών, δέσποζε η τεράστια συλλογή του Stephen King και οι ανθολογίες των H. P. Lovecraft και Edgar Allan Poe. Με την ίδια λογική ήταν ταξινομημένα τα βινύλια και τα CD παραδίπλα. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού, όπου επικρατούσε πανδαιμόνιο, η βιβλιοθήκη, η δισκοθήκη και το γραφείο του με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή βρίσκονταν πάντα στην εντέλεια.

Σηκώθηκε από τον καναπέ τρίβοντας τα μάτια του σε μια προσπάθεια να διώξει από πάνω του την όποια θολούρα τον ακολουθούσε από το χθεσινοβραδινό ξενύχτι. Κοίταξε το ρολόι τοίχου πάνω από το γραφείο, συνειδητοποιώντας έκπληκτος ότι ο μικρός δείκτης είχε περάσει στο δεύτερο μισό της ημέρας εδώ και αρκετές ώρες. Το κεφάλι του το ένιωθε ασήκωτο, τα μηνίγγια του πονούσαν οικτρά και ένα περίεργο κάψιμο στ’ αριστερά των πλευρών του τον τραβούσε σε κάθε του κίνηση. Δε θυμόταν και πολλά από την προηγούμενη βραδιά. Για την ακρίβεια, δε θυμόταν τίποτα από τη στιγμή που έφτασε στον διάδρομο έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Όλη η διαδικασία, από το ξεκλείδωμα της πόρτας μέχρι την κατάληξή του στον καναπέ του σαλονιού, παρέμενε ένα μυστήριο μέσα στις σκέψεις του. Ένιωθε εξαντλημένος παρά τον δεκάωρο ύπνο, λες και όλη του η ενέργεια είχε χαθεί δια μαγείας. Τέντωσε τα χέρια, για να ξεκλειδώσει τις αρθρώσεις του, και τότε κατάλαβε ότι το κάψιμο στα πλευρά δεν ήταν τόσο ασήμαντο όσο νόμιζε. Το τσούξιμο επέμενε και γινόταν όλο και πιο ανυπόφορο. Πέταξε τη λερωμένη μπλούζα που φορούσε από την προηγούμενη μέρα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξεχείλιζε μέχρι επάνω και έζεχνε οινόπνευμα και ξινισμένη μπύρα. Γύρισε τη γυμνή του πλάτη στον καθρέφτη. Παρέκαμψε με το βλέμμα του το τατουάζ με το σύμβολο της πεντάλφας και τον τραγόμορφο δαίμονα στο κέντρο της, που είχε χτυπήσει προ διετίας στην ωμοπλάτη, και επικεντρώθηκε στις βαθιές ουλές λίγο πιο κάτω. Πέντε βαθιές, νωπές γρατζουνιές στόλιζαν το αριστερό του πλευρό, αποκαλύπτοντας από κάτω το βαθυκόκκινο της σάρκας του, ενώ το ξεραμένο αίμα που είχε τρέξει αρχικά, καθώς στέγνωσε, δημιούργησε γύρω από αυτές μια μαύρη αποκρουστική κρούστα. Το κιτρινωπό πύον, που είχε τρέξει, γυάλιζε ακόμα στην αντανάκλαση του καθρέφτη. Το καινούργιο αποτύπωμα στο κορμί του του θύμιζε επίθεση από κάποιο αρπακτικό, μόνο που τα αρπακτικά συνήθιζαν να έχουν τέσσερα νύχια και όχι πέντε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού το είχε κληρονομήσει, μιας και είχε πολύ καιρό να μπλεχτεί σε κάποιον σοβαρό καβγά. Πέρασε δειλά το δεξί του χέρι πάνω από τις πληγές και ένιωσε αμέσως ένα απερίγραπτο τσίμπημα στα δάχτυλα, σαν, να είχε μόλις αγγίξει κάποιο ακανθώδες άγριο φυτό που έσταζε δηλητήριο από τις λεπτές, αόρατες βελόνες του. Άνοιξε τη βρύση και έχωσε το χέρι του στο τρεχούμενο νερό, ώστε να απαλύνει το τσούξιμο.

«Τι διάολο…» σιχτίρισε, κοπανώντας τον νιπτήρα από τα νεύρα του.

Πότισε με ιώδιο ένα κομμάτι βαμβάκι, που βρήκε ξεχασμένο στο ντουλάπι πίσω από τον καθρέφτη του μπάνιου, και καθάρισε όσο καλύτερα μπορούσε τις βαθιές πληγές. Η στιγμή του πόνου που είχε νιώσει από τις νυχιές το προηγούμενο βράδυ στον σκοτεινό διάδρομο ξεπήδησε από το υποσυνείδητό του σαν ξεχασμένος παιδικός εφιάλτης. Τα χαμένα κομμάτια του πάζλ είχαν αρχίσει, ένα προς ένα, να συμπληρώνουν το κενό μνήμης του. Απόρησε με τον εαυτό του για την απαλοιφή ενός τόσο δυνατού συναισθήματος, όπως ο πόνος από τη συνείδησή του. Έζωσε το πλευρό του με ένα κομμάτι επιδέσμου, διάλεξε μια καθαρή μαύρη μπλούζα από τη ντουλάπα και κάθισε στο γραφείο μπροστά από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Για καλή του τύχη, η τελευταία βίαιη απενεργοποίηση δεν είχε δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στην εκκίνησή του. Δίπλα στην οθόνη υπήρχε ένα ανοιγμένο αλουμινένιο τενεκεδάκι της αγαπημένης του μπύρας. Το έφερε στα χείλη του και η πικρόξινη γεύση τού ανακάτεψε το άδειο στομάχι.

«Σκατά» αναφώνησε αηδιασμένος, με κάθε διάθεση για αλκοόλ να εξαφανίζεται οριστικά.

Το γνωστό παράθυρο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ξεπρόβαλλε στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης, ειδοποιώντας τον για ένα καινούργιο email. Το όνομα του Νορβηγού φίλου του εμφανίστηκε στη θέση του αποστολέα.



Μέρα, φίλε μου,

Έμαθα ότι είχατε την πρώτη σας συνάντηση. Εύχομαι να μη φοβήθηκες πολύ ως πρώτη φορά. Όσο ακούς το βινύλιο που σου έστειλα, θα γίνεται όλο και πιο ωραίο.

Ο αδελφός σου, Død.

ΥΓ. Ελπίζω να ανακάλυψες το μυστικό που κρύβεται μέσα του. Τα πράγματα θα αποκτήσουν περισσότερο ενδιαφέρον, το υπόσχομαι.



Τι διάολο εννοεί «συνάντηση»; Είχα ραντεβού με κάποιον και δεν το θυμάμαι;

Έξυσε το κεφάλι του προβληματισμένος μήπως η άνοια τού χτυπούσε πρόωρα την πόρτα και αυτός αδιαφορούσε για τα συμπτώματα.

«Νορβηγικές μαλακίες» σιχτίρισε συγχυσμένος και εκσφενδόνισε με το πόδι του την καρέκλα προς τα πίσω, καθώς πεταγόταν σαν μαινόμενος ταύρος έτοιμος για τη μοιραία κούρσα της ζωής του. Άρπαξε στα χέρια του την κατάμαυρη θήκη του βινυλίου πάνω από το γραφείο. Με αντίθετες κινήσεις, αρχικά την άνοιξε στα δύο. Ήθελε να διαπιστώσει, προτού τη σκίσει σε χίλια κομμάτια, τι ακριβώς εννοούσε ο ιδιόμορφος Νορβηγός, επισημαίνοντάς του συνεχώς την έκπληξη που έκρυβε το εσωτερικό της συσκευασίας. Η συσκευασία ήταν κενή.

«Όπως ακριβώς το περίμενα» ξέσπασε σε νευρικά γέλια.

Για έναν απροσδιόριστο λόγο, μια αναπάντεχη έκρηξη κομμάτιασε το άδειο – ξεχασμένο από την προηγούμενη ημέρα– μπουκάλι μπύρας, σκορπώντας αδιάκριτα τα αιχμηρά δολοφονικά κομμάτια του σ’ ολόκληρο το δωμάτιο. Ένας οξύς πόνος ξεκίνησε από το μέτωπό του και κατέληξε στον λαιμό και τα χέρια. Πορφυρές κηλίδες είχαν ραντίσει το πάτωμα. Το βαθύ κόκκινο είχε δώσει μια αλλοπρόσαλλη απόχρωση στο μαύρο μπλουζάκι του, ενώ από το μέτωπό του συνέχιζε να στάζει αίμα στο χλωμό δέρμα των χεριών. Το κόκκινο υγρό πότισε την ολόμαυρη θήκη του βινυλίου που συνέχισε να σφίγγει με τρεμάμενα δάχτυλα και τότε εμφανίστηκαν στην επιφάνειά του τυπωμένα γράμματα μιας παράξενης γλώσσας. Με το σκάσιμο κάθε νέας σταγόνας πάνω στο μαύρο ιλουστρασιόν χαρτί αποκαλύπτονταν καινούρια σύμβολα και γράμματα. Η υγρασία, όσο απλωνόταν παντού, ολοκλήρωνε το μοτίβο αυτού του περίεργου σκοτεινού κειμένου, που αποτύπωνε το εσωτερικό ενός δαιμόνιου νορβηγικού μυαλού.

«Διάολε…» ψιθύρισε σαστισμένος.

Προσπάθησε να διαβάσει το δυσνόητο κείμενο που είχε εμφανιστεί μπροστά στα μάτια του. Ήταν σχεδόν αδύνατον. Ένας κυκεώνας από ανεστραμμένα γράμματα, παγανιστικά σύμβολα και ιερογλυφικά δημιουργούσαν ένα ποιητικό σύνολο που έφερνε πιο πολύ σε ψαλμωδία κάποιας αρχαίας, ξεχασμένης θεότητας. Ένα κάλεσμα, μια τελετουργική προσευχή.

Ο ξεχασμένος δίσκος βινυλίου ξεκίνησε να περιστρέφεται μέσα στο πικάπ. Μια αόρατη δύναμη ώθησε τη βελόνα επάνω του. Μια καινούργια αυλάκωση άρχισε να χαράσσεται στ στιλπνή του επιφάνεια, αφήνοντας πίσω μια λεπτή, συνεχόμενη, κόκκινη γραμμή αίματος. Λες και το άψυχο, νεκρό αυτό αντικείμενο, που είχε φτιαχτεί για να χαρίζει μελωδίες κάθε είδους, απέκτησε ξαφνικά ανθρώπινη υπόσταση και ξεκίνησε να αιμορραγεί. Αιμορραγούσε σε σπειροειδή σχηματισμό, αργά και βασανιστικά. Σχεδόν σαδιστικά.

Ακατάληπτοι ψίθυροι ξεπήδησαν από τα ηχεία. Μια θρηνωδία. Ένα μοιρολόι σε μια γλώσσα αρχαία, ξεχασμένη, βγαλμένη από τα σπλάχνα της κολάσεως. Μεθυστική. Ένιωσε την καρδιά του να παγώνει, το σώμα του να μουδιάζει. Η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή τρεμόπαιξε. Σκοτείνιασε μέχρι που μαύρισε και στο βάθος της ζωντάνεψε μια αποτρόπαιη εικόνα ενός βασιλείου κάποιου άλλου, παράλληλου κόσμου, όπου κυριαρχούσε το κρύο και το σκότος της αέναης νύχτας.

Το πάτωμα του δωματίου άρχισε να σείεται. Τα γόνατά του κόπηκαν, το δωμάτιο περιστρεφόταν γύρω του με ιλιγγιώδη ρυθμό. Οι τέσσερις τοίχοι σκίστηκαν σαν τρίχινοι σάκοι και άρχισαν να αιμορραγούν ανεξέλεγκτα καθώς από μέσα τους ξεπηδούσαν αιμοβόρες, αλλόκοσμες σκιές. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Ένα ανατριχιαστικό, σπαρακτικό αλύχτισμα σκόρπισε τον τρόμο στα βάθη της ψυχής του. Οι έρπουσες σκιές άρχισαν να τον τραβολογούν, πότε δεξιά πότε αριστερά. Έπαιζαν μαζί του και τον περιγελούσαν σαν να ήταν μια αχυρένια παιδική κούκλα. Τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι στις κόγχες των ματιών του. Συνάντησαν τα πορφυρά ρυάκια των πρόσφατων πληγών του λαιμού του και ενώθηκαν σε έναν ορμητικό αιμάτινο χείμαρρο που χύθηκε στα λευκά πλακάκια του παγωμένου πατώματος όπου κυλιόταν ουρλιάζοντας. Ένας συριστικός ήχος στα δεξιά του του έκοψε τη χολή. Άκουγε το σούρσιμο ολοένα να τον πλησιάζει από τις σκοτεινές γωνιές. Ένα ολόμαυρο φίδι με πύρινες φλόγες για μάτια χάιδεψε το πόδι του. Οι καυτές του φολίδες κατέκαιγαν στο άγγιγμά τους κάθε πτυχή του γυμνού του δέρματος, καθώς περνούσε κάτω από το παντελόνι και κατευθυνόταν προς τα πάνω. Είχε μουδιάσει ολόκληρος. Μονάχα η καρδιά του χτυπούσε ακόμη, αλλά και αυτή σιγά σιγά εξασθενούσε.

Το μοιρολόι έπαψε απότομα. Βροντές και κρότοι τράνταξαν τα ηχεία και το πάτωμα. Τα πηνία άναψαν και τυλίχτηκαν στις φλόγες, φλόγες βγαλμένες από τα σπλάχνα της κολάσεως. Ένα γυναικείο χέρι ξεπήδησε από τον αιμόφυρτο τοίχο απέναντί του, σαν μια καταραμένη μήτρα που ήταν καταδικασμένη να γεννοβολάει δαίμονες, πλάσματα του σκότους και θάνατο. Έπειτα, ακόμα ένα χέρι, ώσπου αντίκρυ του ορθώθηκε μια γυναικεία μορφή. Η θερμοκρασία του δωματίου έπεσε κατακόρυφα. Το χνώτο του έπαιρνε μορφή μπροστά του. Η γυναίκα άρχισε να βηματίζει στο μέρος του. Όσο πλησίαζε αποκάλυπτε περισσότερο την παράξενη μορφή της. Τη μια της πλευρά στόλιζε η πεντάμορφη μελαχρινή πριγκίπισσα με το απαλό λευκό δέρμα και τη σαγηνευτική ματιά της, κόρη του Loki και της Angrbody. Η άλλη της πλευρά, μια αποτρόπαιη σκελετωμένη μορφή που μοίραζε φρίκη και απέχθεια σε όποιον αντίκριζε τις ξεσκισμένες σάρκες της και τη σήψη που ανάβλυζε από τα βάθη του Κάτω Κόσμου όπου ήταν καταδικασμένη να κουβαλάει.

«Du er min. Velkommen til Helvete» γρύλισε με αλλόκοσμη φωνή.

Η ανάμνηση μιας ξεχασμένης συνάντησης ολοκλήρωνε το πάζλ της προηγούμενης βραδιάς. Τα κομμάτια, που είχαν χαθεί κατά την επιστροφή του στο σπίτι, μόλις είχαν ολοκληρωθεί. Το ψιθύρισμα στο σκοτάδι, οι νυχιές που του έσκισαν τη σάρκα, το παγωμένο δηλητήριο που χύθηκε στις φλέβες του, το αποτρόπαιο συναίσθημα που βεβήλωσε για πάντα την ψυχή του.

«Αυτή... Αυτή είναι! Θεέ μου... Ήρθε να με πάρει... Να με πάρει στο βασίλειό της! Στην κόλαση!» ούρλιαζε ανήμπορος.

Το σαλόνι του σπιτιού είχε μετατραπεί σε ένα παγωμένο καζάνι του ένατου υπόκοσμου, εκείνου που κατέληγαν άδοξα οι βασανισμένες ψυχές, εκείνου που κυβερνούσε η βασίλισσα Hel.

Η θεά του θανάτου.

Η ίδια η Κόλαση.

Πλησίαζε με σπασμωδικές κινήσεις, με βήμα αργό και αποφασιστικό. Το μισό της πρόσωπο σε σαγήνευε με την ομορφιά του. Απέφυγε να κοιτάξει το υπόλοιπο μισό της. Στο χέρι της κρατούσε ένα τριαντάφυλλο. Αν και αποξηραμένο, η ευωδία του σκέπαζε κάθε δυσωδία σήψης και θειαφιού που τη συνόδευε στο πέρασμά της.

Είχε φτάσει πια μπροστά του. Πέταξε από πάνω της τη μαύρη, ασημοκέντητη κάπα και γονάτισε, ρίχνοντας πάνω του το φιλήδονο γυμνό κορμί της. Κάθε ίχνος πόνου εξαφανίστηκε μεμιάς από μέσα του. Ηδονή πλημμύρησε όλο του το είναι, σαν μέθη από κάποιο αμαρτωλό γλυκό πιοτό του Κάτω Κόσμου. Το μαύρο ερπετό σύρθηκε έξω από τον καβάλο του παντελονιού του, τυλίχτηκε στο γυμνό κορμί της θεάς και έγινε ένα με το άλλο της μισό, αυτό της αποστροφής και της αποσύνθεσης.

«Du er min».

Είσαι δικός μου, ψέλλισε για ύστατη φορά. Το αίμα του είχε πλέον παγώσει ολοκληρωτικά. Η καρδιά του είχε πετρώσει σε ένα κομμάτι παγωμένης μάζας. Του άνοιξε διάπλατα το στόμα με τα σκελετωμένα της δάχτυλα. Ξεδίπλωσε τη διχαλωτή, φιδίσια γλώσσα της, αποκαλύπτοντας την πραγματική απάνθρωπη υπόστασή της. Φτύνοντάς τη μέσα του, το δηλητήριο που έσταξε κατέκαψε τις σάρκες του, αλλά δεν πονούσε διόλου πια. Κατάπιε με λαιμαργία κάθε απόσταγμα ζωής. Η ψυχή του είχε παραδοθεί ολότελα στη βασίλισσα των νεκρών. Ικανοποιημένη, άφησε το άψυχο κουφάρι να σκάσει στο πάτωμα.

«Du er fri». Είσαι ελεύθερος, ψιθύρισε και αποχώρησε χορτασμένη στα έγκατα του βασιλείου της, πίσω από τους αιμόφυρτους τοίχους της επίγειας ματαιοδοξίας. Το άψυχο σώμα είχαν ήδη αρχίσει να κατασπαράζουν τα αχόρταγα, ασπόνδυλα τέκνα που έσπερνε σε κάθε της βήμα.

Ένα νέο μήνυμα αναδύθηκε στην επιφάνεια εργασίας της οθόνης του υπολογιστή, με τον χαρακτηριστικό ήχο των εισερχομένων μηνυμάτων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.



Αποστολέας: Død

Θέμα: Velkommen til Helvete

Φίλε μου,

Σ’ ευχαριστώ θερμά για την υποστήριξη και την εμπιστοσύνη που μου έδειξες όλα αυτά τα χρόνια.

Έκανα ό,τι μπορούσα. Δυστυχώς όμως για σένα, η βασίλισσα ήταν ανένδοτη. Είχες επιλεχθεί από την πρώτη στιγμή.

Ο δίσκος ήταν η φωνή της. Ο ύμνος, το κάλεσμά της. Το αίμα από τις φλέβες σου, το συμβόλαιο.

Εις το επανιδείν.

Καλώς ήρθες στην Κόλαση.


Τάσος Αναστασιάδης 

Επιμελητής: Γιάννης 

Τελικός έλεγχος: Έλενα Παπαδοπούλου