Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 7)

Στεκόταν ακίνητος, κρυμμένος στις σκιές.

Τις τελευταίες δυο ώρες παρακολουθούσε το κτίριο της φυλακής φροντίζοντας να κρατήσει μια απόσταση που του επέτρεπε να βλέπει καθαρά αλλά όχι αρκετά κοντά ώστε να θεωρηθεί ύποπτο. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι κάτοικοι του χωριού είχαν κλειστεί από ώρα στα σπίτια τους, ακόμα τρομοκρατημένοι από την πρόσφατη επίθεση. Οι άδειοι δρόμοι λούζονταν από το αχνό κιτρινωπό φως των φαναριών που κρέμονταν έξω από τα παράθυρα των σπιτιών και από τις φλόγες των πυρσών που έκαιγαν έξω από τις πόρτες των καταστημάτων, επιτρέποντας στους Κυνηγούς που περιπολούσαν να βλέπουν.

Τα καστανά μάτια του Έρικ εστίασαν στο μακρόστενο κτίριο στενεύοντας στην προσπάθεια τους να δουν καλύτερα μέσα στο ασθενικό φως. Η είσοδος παρέμενε ανοιχτή για να μπαίνει το δροσερό νυχτερινό αεράκι. Τόση σιγουριά πως κανείς δεν θα ξεγελούσε τους Κυνηγούς και θα κατάφερνε να δραπετεύσει.

Φυσικά, ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει καμία μάγισσα που να έχει έναν Κυνηγό που ήθελε να την βγάλει έξω.

Επανέλαβε το σχέδιο του μέσα στο μυαλό του. Το να ελευθερώσει μια κρατούμενη ήταν προδοσία. Θα έπαυε να είναι Κυνηγός και θα τον δίκαζαν, πιθανότατα θα τον κρέμαγαν.

Θα ήταν ψεύτης αν ισχυριζόταν πως δεν ανησυχούσε αλλά η σίγουρη αίσθηση ότι έκανε το σωστό υπερίσχυε. Η Σελίν ήταν αθώα, όχι το τέρας που ήθελαν να τον πείσουν πως είναι. Μακάρι να το είχε δει νωρίτερα. Δεν της άξιζε η μοίρα που είχαν αποφασίσει να της επιβάλουν και δεν θα τους επέτρεπε να το κάνουν. Οι ενοχές τον έτρωγαν αργά από μέσα επειδή εκείνος ήταν που είχε ξεκινήσει αυτή την ιστορία.

Και τώρα θα την τελείωνε.

Μια πέτρα εκτοξεύτηκε και πέρασε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Ο Έρικ παρακολούθησε τον Αλάρικ να βγαίνει έξω και παρόλο που δεν μπορούσε να δει την έκφρασή του ήξερε πως το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο από θυμό. Μια δεύτερη πέτρα πετάχτηκε προς το μέρος του και βρήκε στόχο το κεφάλι του. Ο φρουρός άρχισε να βρίζει και να καταριέται δυνατά ενώ οι πέτρες συνέχισαν να έρχονται σαν βροχή. Άφησε ένα οργισμένο γρύλισμα και όρμησε προς την κατεύθυνση από την οποία έρχονταν τα χαλίκια για να βρει τον περίεργο επιτιθέμενο.

Όχι ακόμα, είπε στον εαυτό του. Ένιωθε την προσμονή σαν κάτι ζωντανό που σερνόταν κάτω από το δέρμα του αλλά δε θα βιαζόταν ούτε θα έπεφτε στη παγίδα της απροσεξίας.

Ένας ήχος σαν κουκουβάγια που την στραγγαλίζουν ακούστηκε στα αριστερά του.

«Κοφ’ το, Τζέιμς» είπε χαμηλόφωνα.

«Ο Γουίλ είμαι». Το αγόρι εμφανίστηκε από τις σκιές. Το μαύρο παντελόνι και το σκούρο καφέ πουκάμισο που φορούσε του επέτρεπαν να γίνεται ένα με το σκοτάδι.

«Δεν αναγνωρίζεις τον ίδιο σου τον αδελφό», είπε με τρόπο που θα ζήλευαν ακόμα και οι περιπλανώμενοι θεατρίνοι και ακούμπησε το χέρι του στη καρδιά του με μια δραματική κίνηση. Μια αρμαθιά κλειδιά κρεμόταν στα δάχτυλά του. «Με πλήγωσες».

Του πέταξε τα κλειδιά του Αλάρικ. Ο Έρικ τα έπιασε στον αέρα.

«Πώς…» ξεκίνησε να ρωτήσει αλλά κούνησε το κεφάλι του και σταμάτησε. «Δεν θέλω να ξέρω. Μπορείτε να τον κρατήσετε απασχολημένο για λίγο ακόμα;»

«Για λίγο ναι, αλλά αν χρειαστείς περισσότερο χρόνο θα αναγκαστούμε να τον ρίξουμε στο πηγάδι».

«Δεν είναι αστείο, Γουίλ».

«Δεν το είπα για αστείο».

Αν και θα έπρεπε να τον επιπλήξει επειδή είχε δηλώσει πρόθυμος να πετάξει έναν συγχωριανό τους μέσα σε ένα πηγάδι, κάτι ζεστάθηκε γύρω από την καρδιά του επειδή ήξερε πως τα αδέλφια του πράγματι θα το έκαναν για να τον προστατεύσουν.

«Καλύτερα να πάω στον Τζέιμς» δήλωσε ο Γουίλ. Στα δίδυμα δεν άρεσε να μένουν χωριστά για πολύ. «Με χρειάζεται για να κρατήσει απασχολημένο τον Αλάρικ και δεν είναι δίκαιο να διασκεδάζει μόνος του».

Έκανε να φύγει αλλά μια υποψία δισταγμού καθυστερούσε το βήματα. Γύρισε και κοίταξε τον μεγαλύτερο αδελφό του. «Μην τους αφήσεις να σε πιάσουν».

Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ο Έρικ διέκρινε μια χροιά φόβου στη φωνή του αδελφού του.

Ξαφνικά η κατάστασή τους έγινε πολύ πιο αληθινή. Η πιθανότητα να μη ξαναδεί την οικογένεια του κάθισε σαν ένα ασήκωτο βάρος πάνω στο στήθος του.

«Δεν θα τους αφήσω», τον διαβεβαίωσε.

Ο Γουίλ ένευσε και έφυγε για να βρει τον δίδυμο του. Ο Έρικ παρακολούθησε τη μορφή του να απομακρύνεται μέχρι που χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Παραμέρισε κάθε σκέψη από το μυαλό του και σήκωσε τη κουκούλα του μανδύα του βυθίζοντας το πρόσωπο του στις σκιές. Έτρεξε στη φυλακή και τράβηξε έναν από τους πυρσούς της εισόδου από τη σιδερένια βάση του. Χρησιμοποίησε τα κλεμμένα κλειδιά για να ανοίξει την πόρτα που οδηγούσε στα κελιά. Έπρεπε να βιαστεί. Το πίσω μέρος της φυλακής ήταν πιο σκοτεινό και από τη νύχτα έξω αφού εδώ δεν υπήρχε φεγγάρι ή αστέρια για να ρίξουν λίγο από το ασημένιο φως τους ούτε παράθυρα για να του επιτρέψουν να περάσει.

Το πύρινο φως του πυρσού έσπαγε το μαύρο και έριχνε μακριές σκιές στις κακοφωτισμένες γωνίες. Θυμόταν ποια ήταν η πόρτα του κελιού της Σελίν από την πρώτη φορά που την είχε φέρει το μεσημέρι και αργότερα όταν ξανάρθε το απόγευμα.

«Ο Ντέμιαν με έστειλε να ανανεώσω τη λοβελία στο νερό της μάγισσας», είχε πει στον φρουρό, δείχνοντας του το μαντίλι που περιείχε το βότανο για να αποδείξει τα λεγόμενα του. Ο Αλάρικ τον είχε αφήσει να περάσει αλλά δεν έλεγξε αν όντως έριξε το βότανο στο φρέσκο νερό που έβαλε στη πήλινη κανάτα.

Δοκίμασε μερικά από τα κλεμμένα κλειδιά μέχρι που βρήκε αυτό που άνοιγε τη πόρτα του κελιού της. Η γλυκόξινη μυρωδιά της λοβελίας είχε εξασθενήσει από το μικρό δωμάτιο. Η Σελίν κοιμόταν πάνω στη μακρόστενη σανίδα, ακριβώς όπως την είχε αφήσει πριν από ώρες. Το κεφάλι της τιναζόταν ελαφρά από κάποιο όνειρο που έβλεπε. Δεδομένης της μέρας που είχε, ο Έρικ στοιχημάτιζε πως ήταν εφιάλτης.

Την σκούντηξε απαλά στον ώμο. «Σελίν».

Η μάγισσα συνέχισε τον ανήσυχο ύπνο της. Καταράστηκε τον εαυτό του που είχε μελετήσει μονάχα πόση λοβελία έπρεπε να δώσει σε μια μάγισσα για να εξαφανίσει τις δυνάμεις της και όχι για πόσο διαρκούσαν οι επιπτώσεις της.

Γονάτισε στο παγωμένο δάπεδο και άφησε τον πυρσό πάνω στη πέτρα. «Σελίν, πρέπει να ξυπνήσεις» της είπε και τη σκούντηξε πιο δυνατά. Από στιγμή σε στιγμή ο Αλάρικ θα κουραζόταν να κυνηγάει τους αδελφούς του και θα επέστρεφε ή ένας άλλος Κυνηγός θα ερχόταν για να πάρει τη θέση του. Και όταν θα συνέβαινε αυτό και θα ανακάλυπταν πως η μάγισσα είχε εξαφανιστεί δεν θα υπήρχε αμφιβολία για το ποιος τη βοήθησε.

Η Σελίν μισάνοιξε τα βαριά βλέφαρά της και το θολό βλέμμα της εστίασε πάνω του. Σύρθηκε αδύναμα μακριά του μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε τον τοίχο.

«Δεν θα σου κάνω κακό», προσπάθησε να την διαβεβαιώσει, αλλά συνειδητοποίησε πως τα λόγια του δεν είχαν καμία αξία από τη στιγμή που εκείνος την είχε ρίξει εκεί μέσα. «Ήρθα για να σε βγάλω από εδώ. Μπορείς να σταθείς;»

Η μάγισσα δεν αντέδρασε αλλά τουλάχιστον δεν αντιστάθηκε όταν την σήκωσε όρθια. Έλυσε τη πόρπη του μανδύα του και τον έριξε γύρω από τους ώμους της σκεπάζοντας το κατεστραμμένο φόρεμα της. Η κίνηση ακουγόταν απλή αλλά ήταν πολύ πιο δύσκολη όταν έπρεπε να χρησιμοποιήσεις μόνο το ένα χέρι και ταυτόχρονα να στηρίζεις κάποιον.

Με το ένα του χέρι γύρω από την μέση της και το άλλο στο μπράτσο της ξεκίνησαν να περπατάνε προς τη πόρτα. Όλο το βάρος της έπεφτε πάνω του και τα βήματά της ήταν μικρά και ασταθή, αλλά δόξα τω Θεώ ήταν σε θέση να προχωρήσει. Αναρωτήθηκε αν μπορούσε να τον αναγνωρίσει ή αν ήταν ακόμα παγιδευμένη μέσα στον κόσμο των ονείρων χωρίς να έχει αντίληψη του περιβάλλοντος γύρω της. Σήκωσε τη κουκούλα του μανδύα για να κρύψει το πρόσωπό της –λες και μια φιγούρα καλυμμένη με μανδύα μέσα στη μέση της νύχτας δεν θα τραβούσε καθόλου τη προσοχή– και μαζί βγήκαν από τη φυλακή.

Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε όταν θα επέστρεφαν οι δυνάμεις της και τι θα σήμαινε αυτό για εκείνον.

Δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν πολύ όταν άκουσε τον συναγερμό. Η πρώτη σκέψη του ήταν πως κάποιος τους ανακάλυψε. Αλλά δεν είχαν συναντήσει κανέναν καθώς έφευγαν από τη φυλακή, ήταν σίγουρος. Κρύφτηκε βιαστικά πίσω από ένα κοντινό σπίτι σέρνοντας μαζί του τη Σελίν. Η μάγισσα δεν ήταν καθόλου συνεργάσιμη και είχε σταματήσει να περπατάει. Αναρωτήθηκε αν αποκοιμήθηκε ή αν έχασε τις αισθήσεις της. Όταν την κοίταξε πιο προσεχτικά κατάλαβε πως ήταν ξύπνια, απλά πολύ ζαλισμένη. Τράβηξε τη προσοχή του από πάνω της και κοίταξε προς το μέρος της φυλακής. Δεν είδε Κυνηγούς να τρέχουν κατά πάνω τους με τα σπαθιά στα χέρια ή ετοιμάζοντας τα τόξα και τις βαλλίστρες τους. Άλλωστε, αν είχαν αντιληφθεί την απουσία της μάγισσας θα έτρεχαν να την βρουν, δεν θα σπαταλούσαν χρόνο χτυπώντας τις καμπάνες.

Κάτι άλλο συνέβαινε.

Ο ήχος γρήγορων βημάτων πάνω στο χώμα ήρθε από τα αριστερά του. Ο Έρικ γύρισε απότομα και μπήκε μπροστά στη Σελίν κρύβοντας τη με το σώμα του. Ένα κύμα ανακούφισης τον πλημμύρησε όταν είδε τον Γουίλ και τον Τζέιμς.

«Τα κατάφερες;» ρώτησε ο Τζέιμς.

«Πού είναι;» ρώτησε ο Γουίλ προτού ο Έρικ έχει την ευκαιρία να τους απαντήσει και τέντωσε τον λαιμό του για να δει την κοπέλα που κρυβόταν πίσω του. «Δεν έχω ξαναδεί μάγισσα».

«Δεν είναι κανένα εξωτικό πουλί», τον επέπληξε ο Τζέιμς, αν και τα δικά του μάτια προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν την κοπέλα μέσα στις σκιές με την ίδια περιέργεια.

Οι καμπάνες συνέχισαν να χτυπάνε και σύντομα ο ήχος από φωνές και κραυγές ενώθηκε μαζί τους.

«Πρέπει να φύγουμε» τους είπε ο Έρικ. «Τώρα».

Το χωριό τους είχε βυθιστεί στο χάος. Πανικόβλητοι άνθρωποι έτρεχαν έξω από τα σπίτια τους κρατώντας τα παιδιά τους στα χέρια τους για να σωθούν. Φωτιές ξεπηδούσαν παντού μετατρέποντας τη νύχτα σε μέρα. Κυνηγοί πάλευαν να περάσουν μέσα από το πλήθος που ούρλιαζε, κρατώντας τα όπλα τους στα χέρια τους σε ετοιμότητα. Ο Ντέμιαν και μερικοί άλλοι φώναζαν πασχίζοντας να δώσουν διαταγές και να βάλουν το πλήθος σε μια τάξη, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατον.

Τα μάτια του Έρικ άνοιξαν διάπλατα. Λυκόμορφα πλάσματα, περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να μετρήσει, είχαν ξαμοληθεί στους δρόμους. Οι Κυνηγοί πάλευαν να τα περιορίσουν αλλά ήταν πάρα πολλά. Τα πλάσματα κατασπάραζαν όποιον βρισκόταν στο διάβα τους. Οι πόρτες τον περισσότερων σπιτιών είχαν ξηλωθεί από τους μεντεσέδες τους, λύκοι είχαν εισβάλει μέσα από τις κατεστραμμένες εισόδους και σπασμένα παράθυρα. Οι δρόμοι ήταν διάσπαρτοι με πτώματα. Ζεστό αίμα κυλούσε μέσα από τις ξεσκισμένες σάρκες τους βάφοντας το χώμα κόκκινο. Ο Έρικ δεν τόλμησε να κοιτάξει τα πρόσωπα τους από φόβο ότι θα αναγνώριζε κάποιον.

Ένας λύκος αλύχτησε κάπου κοντά τους και τα δίδυμα στάθηκαν τρομαγμένα πίσω από τον μεγαλύτερο αδελφό τους. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τη τελευταία φορά που είχε δει τον Τζέιμς και τον Γουίλ φοβισμένους.

Στράφηκε προς το μέρος τους υιοθετώντας μια ήρεμη έκφραση για χάρη τους. «Πρέπει να γυρίσουμε σπίτι και να πάρουμε τον πατέρα και την Άλις». Είχαν ένα υπόγειο κελάρι. Αν κλείνονταν εκεί θα ήταν ασφαλείς.

Μα το σπίτι είναι στην άλλη μεριά του χωριού», είπε ο Τζέιμς που οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί από τον φόβο. Το μαύρο είχε καταπιεί το γαλάζιο που είχε γίνει ένα λεπτό δαχτυλίδι γύρω από την κόρη. «Δε μπορούμε να περάσουμε από αυτό», είπε δείχνοντας τη σφαγή που εκτυλισσόταν μπροστά τους.

Η Σελίν ανασάλεψε πίσω του και σήκωσε αδύναμα το χέρι της προς το μέρος των διδύμων. Τα δυο αγόρια εξαφανίστηκαν από τα μάτια του χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους. Η Σελίν έπεσε άτονα πάνω στη πλάτη του. Πέρασε και τα δυο του χέρια γύρω από τη μέση της για να την στηρίξει. Ολόκληρο το σώμα της έτρεμε.

«Γουίλ!» φώναξε πανικόβλητος. «Τζέιμς!»

«Σταμάτα να φωνάζεις σαν τρελός» άκουσε την φωνή του Τζέιμς να τον προειδοποιεί.

Θέλεις να κάνεις εκείνα τα πράγματα να έρθουν προς τα ‘δω;»

Κοίταξε μπερδεμένος τον άδειο χώρο μπροστά του. «Πού είστε;»

«Μπροστά σου» του είπε ο Τζέιμς λες και ήταν τρελός.

«Δεν μπορώ να σας δω».

Μια μικρή σιωπή επικράτησε, πέρα από τα ουρλιαχτά και τα απόκοσμα γρυλίσματα, και στη συνέχεια τα δίδυμα φώναξαν με μια φωνή «Απίθανο!»

Η Σελίν ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του Έρικ σαν έτοιμη να αποκοιμηθεί.

Οι δυνάμεις της επέστρεφαν.

«Αν είμαστε αόρατοι και αυτά τα τέρατα δεν μπορούν να μας δουν…» ξεκίνησε να λέει ο Γουίλ.

«… τότε δε θα μας φάνε», αποτελείωσε την φράση ο Τζέιμς.

Κοίταξε με δέος την Σελίν. Όμως ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε κάνει δεν επεκτεινόταν πάνω του. Ένα από τα πλάσματα σήκωσε το κεφάλι του και οσμίστηκε τον αέρα στρέφοντας τη προσοχή του πάνω του και στη Σελίν που ήταν ακόμα ορατοί. Ο λύκος άρχισε να τρέχει.

«Πρόσεχε!» φώναξαν τα αδέλφια του.

Η Σελίν τσιτώθηκε στην αγκαλιά του.

Το πλάσμα σταμάτησε μερικά βήματα μακριά τους και έμεινε ακίνητο. Τα στρογγυλά μαύρα μάτια του άρχισαν να αλλάζουν χρώμα και πήραν το σκούρο μπλε του ουρανού πριν την ανατολή. Ο Έρικ ανοιγόκλεισε τα μάτια του σίγουρος πως το μυαλό του τού έπαιζε παιχνίδια. Δεν ήταν δυνατών το τέρας να είχε τα μάτια της Σελίν.

Ο λύκος έκανε μεταβολή και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Τα μάτια της Σελίν γύρισαν προς τα πάνω και τα γόνατά της λύγισαν σαν μαριονέτα που της έκοψαν τα σχοινιά. Ο Έρικ την κράτησε εμποδίζοντας τη να σωριαστεί στο έδαφος.

«Τι στο καλό ήταν αυτό;» μουρμούρισε κοιτάζοντας το χλωμό πρόσωπο της αναίσθητης μάγισσας.

Θα το σκεφτόταν αργότερα, όταν εκείνος και τα αδέλφια του δεν θα κινδύνευαν να γίνουν το δείπνο τεράτων που είχαν ξεπηδήσει μέσα από τους χειρότερους εφιάλτες τους.

«Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι αμέσως». Τώρα που η Σελίν είχε χάσει τις αισθήσεις της ποιος ξέρει για πόσο ακόμα θα διαρκούσαν τα μάγια της;

«Δε μπορείς να έρθεις σπίτι μαζί μας» του είπε ο Τζέιμς. Ήταν τόσο περίεργο να τον ακούει αλλά να μην τον βλέπει. «Αν έρθεις μαζί μας θα τη βρουν και θα τη σκοτώσουν».

Ήταν αλήθεια. Αν την έκρυβε στο σπίτι του και από κάποιο θαύμα δεν την ανακάλυπταν οι Κυνηγοί τότε σίγουρα θα την έβρισκε ο Τομ και θα την παρέδιδε. Και αν από κάποιο μεγαλύτερο θαύμα έπειθε τον αδελφό του να μην τους καταδώσει θα ήταν αδύνατον να την φυγαδεύσει επειδή οι Κυνηγοί θα έψαχναν παντού για εκείνη.

«Θα είμαστε μια χαρά», του είπε ο Γουίλ και αυτή τη φορά ακούστηκε λες και εκείνος προσπαθούσε να καθησυχάσει τον Έρικ. «Δεν μπορούν να μας δουν. Θα πάρουμε τον πατέρα και την Άλις και θα αμπαρωθούμε στο κελάρι. Θα είμαστε ασφαλείς».

Υπήρχαν δυο αγκίστρια κάτω από τα πλευρά του Έρικ που τον τραβούσαν προς δυο διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μία κάθε ένστικτο του τού φώναζε να τρέξει κοντά στην οικογένεια του, να μπει ανάμεσα στα αδέλφια του και τα τέρατα και να βεβαιωθεί πως τα δίδυμα, ο πατέρας του, ο Τομ, και η ανιψιά του ήταν ασφαλείς. Από την άλλη, αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία της Σελίν.

Της χρωστούσε τη ζωή του –δυο φορές τώρα– και πιθανότατα και τις ζωές του Τζέιμς και του Γουίλ.

Δεν μπορούσε να την προδώσει ξανά.

«Πάρτε τους πίσω δρόμους για να αποφύγετε τους λύκους, αλλά όχι τα στενά. Πηγαίνετε κατ’ ευθείαν στο σπίτι χωρίς στάσεις και να είστε πολύ προσεχτικοί. Μου το υπόσχεστε;»

Αόρατα χέρια τον αγκάλιασαν.

«Να γυρίσεις πίσω γρήγορα» άκουσε τη φωνή του Γουίλ. Παρόλο που δεν ήταν ερώτηση ακούστηκε σαν ικεσία. «Και αν ο Ντέμιαν δεν θέλει να σε αφήσει θα τον ρίξουμε στο πηγάδι».

«Μαζί με οχιές» πρόσθεσε με απόλυτη σοβαρότητα ο Τζέιμς.

Ο Έρικ γέλασε, αλλά η καρδιά του βούλιαξε μέσα στο στήθος του. Ήθελε να τους πει πως θα χώριζαν μονάχα για λίγο και πως θα τους ξανάβλεπε σύντομα, αλλά όλοι τους γνώριζαν πως αυτή η υπόσχεση θα ήταν κούφια. Δεν ήθελε να σκέφτεται πως ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε την οικογένεια του, πως δεν είχε προλάβει να αποχαιρετήσει τον πατέρα του ούτε είχε δώσει μια εξήγηση στον Τομ.

«Γρήγορα. Βιαστείτε» τους είπε, ελπίζοντας ενδόμυχα πως δεν θα αναγκαζόταν να είναι εκείνος ο πρώτος που θα απομακρυνόταν.

Τα χέρια του Γουίλ και του Τζέιμς γλίστρησαν από πάνω του. Ο Έρικ δεν μπορούσε να νιώσει ούτε άκουγε τα αδέλφια του πια.

Σήκωσε τη Σελίν στα χέρια του και επικεντρώθηκε μονάχα σε εκείνη και πως θα την έπαιρνε μακριά από εκεί. Αν επιζούσαν, θα σκεφτόταν όλα τα υπόλοιπα αργότερα.

Είχε κλέψει ένα άλογο από τους στάβλους των Κυνηγών και το είχε αφήσει δεμένο ανάμεσα στα πρώτα δέντρα του δάσους. Αναρωτήθηκε αν οι λύκοι το είχαν συναντήσει καθώς κατευθύνονταν προς το χωριό του και το είχαν ξεσκίσει.

Γιατί αυτά τα πλάσματα ερχόντουσαν ξανά και ξανά προς τα χωριά των ανθρώπων; Ήταν σαν τις αγέλες των κανονικών λύκων που μετακινούνταν ψάχνοντας για νέους κυνηγότοπους ή κάποιος τα πρόσταζε να το κάνουν;

Ευτυχώς το άλογο ήταν ακόμα εκεί όπου το είχε δέσει, ζωντανό αν και χλιμίντριζε ανήσυχα. Έλυσε τα χαλινάρια από τον λεπτό κορμό του νεαρού δέντρου και ανέβασε την Σελίν στη σέλα, παίρνοντας στη συνέχεια τη θέση πίσω της. Έριξε μια τελευταία ματιά στο χωριό του πριν κεντρίσει τα πλευρά του αλόγου και χαθεί μέσα στο δάσος. Το μέρος που αποκαλούσε σπίτι καιγόταν, πυκνοί μαύροι καπνοί γέμιζαν τον ουρανό κρύβοντας τα αστέρια. Ήταν ένας δειλός, ένας άνανδρος που εγκατέλειπε την οικογένεια και τους ανθρώπους του σε μια ώρα κρίσης σαν κι αυτή.

Ίππευαν για αρκετές ώρες ώσπου έγινε ξεκάθαρο πως το άλογο είχε ανάγκη από ξεκούραση. Ήταν παρακινδυνευμένο να ιππεύει στα σκοτεινά, μέσα σε ένα δάσος που του ήταν άγνωστο, αλλά ήθελε να βάλει όσο το δυνατών περισσότερη απόσταση ανάμεσα τους και σε πιθανούς διώκτες. Αλλά αν το άλογο παραπατούσε και έσπαγε ένα πόδι ή αν το σκότωνε από την εξάντληση δεν θα βοηθούσε τη κατάσταση. Έπρεπε να σταματήσουν.

Οι άκρες του στόματος του δύσμοιρου ζώου είχαν γεμίσει αφρούς. Κατέβηκε από τη ράχη του και στη συνέχεια κατέβασε προσεχτικά την Σελίν από τη σέλα, αφήνοντας τη πάνω στο χλωρό χορτάρι. Είχαν μπροστά τους μερικές ώρες μέχρι την ανατολή. Θα έστηνε μια πρόχειρη κατασκήνωση αλλά δεν θα ρίσκαρε να ανάψει φωτιά, όχι απόψε. Έλυσε τον δερμάτινο σάκο με τις προμήθειες που είχε μαζέψει και έπιασε τα χαλινάρια για να δέσει το ζώο σε κάποιο κοντινό δέντρο. Κοίταξε γύρω του. Το δάσος πύκνωνε με κάθε βήμα που έκαναν, μια έκταση ατελείωτη και εντελώς άγνωστη.

Τι θα έκανε; Αν επέστρεφε στο χωριό του θα τον έριχναν στη φυλακή και θα τον δίκαζαν ως συνεργό των μαγισσών. Αν η Σελίν ξυπνούσε και οι δυνάμεις της επέστρεφαν μάλλον θα του έκανε κάτι χειρότερο. Αν την εγκατέλειπε στην κατάσταση που βρισκόταν δεν θα επιβίωνε μόνη της μέσα στο δάσος. Κατά βάθος ήξερε τι έπρεπε να κάνει και η ιδέα δεν του άρεσε καθόλου.

Έπρεπε να την πάει πίσω στους δικούς της.

Αλλά πώς; Οι Κυνηγοί έψαχναν εδώ και γενιές τις μάγισσες χωρίς να κατορθώσουν να τις βρουν. Και ακόμη κι αν κατάφερνε να τις εντοπίσει ήταν σίγουρος πως δε θα χαιρόντουσαν ιδιαίτερα αν έβλεπαν έναν Κυνηγό –έστω και αυτοεξόριστο– στην πόρτα τους.

Το θρόισμα από μικρά κλαδιά και ξερά φύλλα που θρυμματίζονταν τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι και να κοιτάξει πίσω του. Η Σελίν είχε συνέλθει και προσπαθούσε να σηκωθεί αλλά τα πόδια της την πρόδωσαν και έπεσε ξανά στο έδαφος. Προσπάθησε να συρθεί μακριά, οι παλάμες της γδάρθηκαν στις κοφτερές πέτρες και τα αγκάθια και γέμισαν αίματα.

Το άλογο χλιμίντρισε ταραγμένο και άρχισε να τρέχει. Έτσι όπως η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού, ο Έρικ δεν πρόλαβε να σφίξει τα χαλινάρια προτού γλιστρήσουν μέσα από το χέρι του και το ζώο χάθηκε μέσα στο δάσος.

Καταράστηκε δυνατά και πήγε κοντά στη Σελίν. Γονάτισε δίπλα της και προσπάθησε να την κρατήσει ακίνητη προτού τραυματίσει περισσότερο τον εαυτό της. Η νεαρή μάγισσα άρχισε να χτυπιέται προσπαθώντας να διώξει τα χέρια του από πάνω της.

«Δε θα σου κάνω κακό».

Η κοπέλα τον κοίταξε με θολά μάτια γεμάτα φόβο, σαν ζώο στριμωγμένο από τον θηρευτή που ετοιμαζόταν να το κατασπαράξει. Η αναπνοή της ήταν ρηχή και γρήγορη. Το κορίτσι με τα φωτεινά σκούρα μπλε μάτια από τον λόφο είχε χαθεί αφήνοντας πίσω ένα τσακισμένο πλάσμα και όλα αυτά εξαιτίας του.

«Δε θα σου κάνω κακό» επανέλαβε, αλλά οι λέξεις ακούστηκαν κενές στα αυτιά του.

Τι έχω κάνει;
 
Φαίη