Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 7: Το κρυμμένο γράμμα)

Μόλις έλαβαν τη διαταγή να βγουν από το κελί, οι δύο φυλακισμένοι άνδρες που βρίσκονταν δίπλα στον Μιχάλη κίνησαν προς την πόρτα με αργό βηματισμό. Το κορίτσι που ήταν μαζί τους σηκώθηκε με δυσκολία και κατευθύνθηκε με επίσης αργές κινήσεις προς το άνοιγμα του κελιού. Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει για λίγη ώρα τους τέσσερις άνδρες, νιώθοντας απέχθεια γι’ αυτούς και ευχόμενος από μέσα του να ήταν μάγος και να τους κατατρόπωνε. Έφτασε γρήγορα δίπλα στο κορίτσι κι έπιασε το μπράτσο της, ώστε να τη βοηθήσει να περπατήσει και να μην πέσει.


«Άφησέ με καλύτερα, κινδυνεύεις μ’ αυτό που κάνεις» την άκουσε να τού ψιθυρίζει με δυσκολία.

«Όχι» αρνήθηκε εκείνος. «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να συνεχίσεις μόνη σου, δε θα αντέξεις για πολύ».

Οι δύο συγκρατούμενοι, που ήταν μπροστά τους, πήδηξαν από το κλουβί με τον νεότερο να βοηθά τον γερασμένο. Ο Μιχάλης έκανε το ίδιο. Κατέβηκε πρώτος και στη συνέχεια έπιασε από τη μέση την κοπέλα, βοηθώντας τη να κατέβει. Εντυπωσιάστηκε από το πόσο εύκολα τα κατάφερε, αφού δε θυμόταν να έχει τόση δύναμη, ώστε να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο με αυτήν την ευκολία. Σκέφτηκε, όμως, ότι ίσως ήταν ο θυμός και η αποφασιστικότητά του που τον βοήθησαν να δυναμώσει εκείνην τη στιγμή.



Εν τω μεταξύ, οι τέσσερις άνδρες της συμμορίας κοιτούσαν με απέχθεια τον ίδιο και τους άλλους αδύναμους φυλακισμένους, χωρίς να λένε τίποτα ή έστω να προσπαθούν να τους βοηθήσουν.

«Την επόμενη φορά δε θα ανεχτούμε τέτοια καθυστέρηση» του είπε ο Άρων, εξοργίζοντας τον Μιχάλη. «Τέλειωσαν τα αστεία. Εσείς οι δύο θα ψάξετε στο χωριό για εφόδια» είπε απευθυνόμενος στους άλλους κρατούμενους. «Εσύ, ο καινούργιος, θα ψάξεις σε όλα τα σπίτια για αντικείμενα από χρυσό και θα τα φέρεις εδώ» διέταξε ύστερα τον Μιχάλη. «Κι εσύ θα ψάξεις για κάποιο κρυμμένο γράμμα στα σπίτια. Κοίτα να τα καταφέρεις αυτήν τη φορά» τόνισε τέλος αναφερόμενος στην κοπέλα.

«Δεν μπορεί να πάει, είναι εξαντλημένη» του είπε ο Μιχάλης πριν προλάβει να σταματήσει τον εαυτό του.

Ο Άρων τότε έσκυψε για να φέρει το πρόσωπό του ακριβώς απέναντι από εκείνο του Μιχάλη· τα μάτια τους ευθυγραμμίστηκαν. Μπορούσε πια να μυρίσει τη βρομερή ανάσα του άνδρα και να διακρίνει τα καστανά μάτια του. Μία πληγή ήταν επίσης φανερή, μέσα στο αριστερό του μάτι, δίπλα στην ίριδα, θέαμα που τον έκανε να ανατριχιάσει.

«Εσύ να μην ανακατεύεσαι, γιατί θα το πληρώσεις πολύ ακριβά».

Τον χτύπησε με το χέρι δυνατά στο στήθος, με αποτέλεσμα ο ίδιος να σωριαστεί την επόμενη στιγμή στο έδαφος. Ευτυχώς ήταν καλυμμένο από άμμο, αλλιώς σίγουρα θα είχε χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι. Την τελευταία στιγμή μπόρεσε να τραβήξει το χέρι του από τον ώμο της κοπέλας, για να μην παρασύρει κι εκείνη στην πτώση του. Αυτή και οι δύο συγκρατούμενοί τους γύρισαν ξαφνιασμένοι για να δουν αν ήταν καλά, ενώ οι άλλοι τρεις άνδρες της συμμορίας γέλασαν με αυτό που έγινε.

Αμέσως μετά τινάχθηκε όρθιος και βρέθηκε πάλι να στηρίζει την κοπέλα, που κόντευε να πέσει από την εξάντληση. Σκέφτηκε πως έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία του κι έκλεισε τα μάτια για λίγο, ώστε να ηρεμήσει. Όταν τα άνοιξε διαπίστωσε ότι όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους επάνω του. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και μίλησε ξανά στον Άρονα.

«Άσε εμένα να κάνω αυτό που της ανέθεσες».

«Δε βάζεις μυαλό, έτσι;» του είπε εκείνος. «Ας κάνεις, όμως και τη δική της δουλειά. Να ξέρεις ότι στην περίπτωση που δεν τα καταφέρεις, δε θα σε λυπηθούμε καθόλου».

«Εντάξει».

«Όχι…» άκουσε την κοπέλα να λέει δίπλα του, σωπαίνοντας όταν εκείνος γύρισε προς το μέρος της.

Την κοίταξε με αυστηρό βλέμμα, προσπαθώντας να την πείσει πως αυτό που έκανε ήταν για το καλό της και ότι δε θα άλλαζε γνώμη με τίποτα. Τότε είδε τα μάτια της να βουρκώνουν κι ένιωσε για μια στιγμή να συγκινείται κι ο ίδιος από το θέαμα. Έπειτα από λίγο το ξεπέρασε· δεν ήθελε να δείξει κάποιο σημάδι αδυναμίας μπροστά στη συμμορία.

«Όλα θα πάνε καλά» της είπε και την οδήγησε, χωρίς δεύτερη σκέψη, στη φυλακή, όπου τη βοήθησε να μπει.

«Σε δύο ώρες να είστε πίσω» τους είπε ο Άρων μετά. «Ούτε δευτερόλεπτο αργότερα. Γρήγορα, εξαφανιστείτε».

Οι άλλοι δύο ξεκίνησαν γρήγορα για το χωριό, αλλά ο Μιχάλης περίμενε μέχρι να σιγουρευτεί πως θα άφηναν ήσυχη την κοπέλα. Απομακρύνθηκε λίγο από το σημείο, ελέγχοντας τι γινόταν πίσω του· είδε για άλλη μια φορά τον Άρονα να κλειδώνει την πόρτα του κλουβιού. Η κοπέλα βρισκόταν ξαπλωμένη στο ίδιο ακριβώς σημείο που την είχε αφήσει, με τα μάτια της καρφωμένα πάνω του. Την κοίταξε κι εκείνος για λίγο και μετά έκανε μεταβολή. Ξεκίνησε με τη σειρά του τρέχοντας για το χωριό, ώστε να εκτελέσει τις δύο αποστολές που του είχε αναθέσει ο Άρων. Ορκίστηκε στον εαυτό του ότι θα έπαιρνε εκδίκηση από αυτόν, ό,τι κι αν συνέβαινε στο μέλλον.

Έφτασε στον προορισμό του λαχανιασμένος και σταμάτησε όταν βρισκόταν ήδη αρκετά βαθειά στο χωριό. Μπροστά του είδε πεσμένο λίγο άχυρο, αλλά κι ένα άδειο τσουβάλι που έπρεπε να χρησιμοποιούσε κάποιος γεωργός ώστε να μαζεύει το σιτάρι. Τα είχε παρασύρει εκεί ο αέρας, λογικά από τα χωράφια που υπήρχαν στη γύρω περιοχή. Μάλλον θα ήταν έρημα εκείνον τον καιρό. Πήρε το άδειο τσουβάλι στα χέρια του, σκεπτόμενος ποια θα ήταν η τύχη του αγρότη, όπου ανήκε, στη μάχη με τους Χιζέρκα. Δεν ήξερε φυσικά πώς μάχονταν οι μάγοι κι αν αυτό απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις, αλλά σίγουρα δε θα ήταν εύκολο για κάποιον άνθρωπο που έβγαζε τίμια το ψωμί του να πολεμήσει.

Ξεκίνησε για το πρώτο σπίτι που έβλεπε με μία ιδέα στο μυαλό του. Μόλις έφτασε στην πόρτα της αυλής, πήδησε μέσα χωρίς να την ανοίξει. Όταν βρέθηκε όμως μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, απόρησε· με ποιον τρόπο θα μπορούσε να την ανοίξει για να μπει μέσα; Τη χτύπησε με το χέρι του για να ξεσπάσει, μα αμέσως μετά είδε ότι είχε ανοίξει.

Δεν έχασε χρόνο και εισήλθε, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως το σπίτι ήταν σαν εκείνα που υπήρχαν και στο δικό του χωριό· το πάτωμα ήταν μωσαϊκό και οι τοίχοι τούβλινοι, με διάφορα χρώματα. Πήγε κατευθείαν στο σαλόνι, το οποίο ήταν διαμορφωμένο με έναν κλασικό τρόπο. Ούτε εκεί, ούτε και στο υπόλοιπο σπίτι υπήρχε τίποτα χρυσό. Μάλλον οι κάτοικοι ήταν φτωχοί.

Στο επόμενο σπίτι που μπήκε βρήκε ένα χρυσό ρολόι τοίχου, με κυκλικό σχήμα και τέσσερις δείκτες, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβόλιζαν. Το ρολόι βρισκόταν στο κέντρο του σπιτιού, με τέσσερις δείκτες και λατινικούς αριθμούς, οι οποίοι συμβόλιζαν τις δώδεκα ώρες. Οι ίδιοι οι δείκτες έδειχναν σε διαφορετικά σημεία ο καθένας. Γύρω από αυτό υπήρχαν τέσσερις άκρες, οι γωνίες των οποίων σχημάτιζαν ένα τετράγωνο με πολύ περίεργα σύμβολα και γράμματα, η σημασία των οποίων του ήταν άγνωστη. Αυτό το ρολόι, όμως, ήταν κάτι πολύτιμο και δεν έπρεπε να πέσει σε χέρια εγκληματιών όπως της συμμορίας του Έκτορα· γι’ αυτό το έκρυψε κάτω από έναν καναπέ στο σαλόνι.

Στη συνέχεια, ωστόσο, δεν τους χαρίστηκε. Βρήκε χρυσά πιάτα και ποτήρια, τα οποία θεώρησε υπερβολές και τα έβαλε στο τσουβάλι που είχε μαζί του. Πριν φύγει από το σπίτι, έψαξε για το γράμμα που ήθελαν οι μάγοι της συμμορίας, μα δε βρήκε τίποτα.

Πορεύτηκε με την ίδια τακτική μέχρι και το προτελευταίο σπίτι του χωριού που έμπαινε. Έπαιρνε, δηλαδή, μόνο τα αντικείμενα από χρυσό που δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία κι έκρυβε τα άλλα, σε όποια σπίτια υπήρχαν.

Αυτό που κατάλαβε ήταν ότι και στους μάγους υπήρχαν φτωχοί και πλούσιοι, αλλά οι διαφορές ανάμεσά τους μάλλον δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο στους θνητούς, με τους οποίους ζούσε ο ίδιος. Οι μάγοι ενδεχομένως να μην υπερεκτιμούσαν τόσο πολύ το χρήμα, σαν τους θνητούς, αλλά να έδιναν περισσότερη σημασία σε άλλες αξίες της ζωής. Εξαιρέσεις υπήρχαν, φυσικά, παντού, και ήλπιζε μία από αυτές να αποτελούσαν τα μέλη της συμμορίας που τον έπιασε.

Το τελευταίο σπίτι δεν είχε κανένα χρυσό αντικείμενο κι έτσι έμεινε να ψάχνει για το γράμμα, ελπίζοντας να το βρει εκεί. Έχοντας αποτύχει, αναστέναξε απογοητευμένος και κοίταξε τον καθρέφτη που υπήρχε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν. Είδε τον εαυτό του σε άσχημη κατάσταση, με τα ρούχα λερωμένα, όπως και τα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν επίσης κομμένο από τις λίγες ώρες που είχε κοιμηθεί. Αυτό που έκπληκτος, όμως, πρόσεξε, ήταν ότι το βλέμμα του είχε γίνει πολύ πιο άγριο από ό,τι το θυμόταν. Το συγκεκριμένο γεγονός ήταν κάτι που τον έκανε να απορήσει.

Καθώς κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέφτη, ένιωσε ένα μυστήριο προαίσθημα πως το έπιπλο κάτι έκρυβε. Παραξενεύτηκε, φοβούμενος μήπως υπήρχε κάποια μαγική παγίδα και σκέφτηκε να μην το πλησιάσει.

Με τη σκέψη πως δεν είχε και τίποτα να χάσει πλέον, μετακίνησε τον καθρέφτη για να κοιτάξει από πίσω του. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι στο συγκεκριμένο σημείο υπήρχε μία χαραμάδα στον τοίχο, μέσα στην οποία βρισκόταν χωμένο ένα κίτρινο κομμάτι χαρτί. Το τράβηξε από εκεί με δυσκολία, συνειδητοποιώντας πως ήταν ένας πάπυρος γραμμένος από τη μία μεριά. Μόλις τον έβγαλε τελείως από τη χαραμάδα, στην οποία διατηρούταν τεντωμένος, τυλίχτηκε αμέσως. Πήγε να τον βάλει στο τσουβάλι, αλλά μετά σκέφτηκε να τον διαβάσει, ώστε να μάθει για ποιον λόγο τον ήθελαν οι μάγοι της συμμορίας.



Αδελφέ Ιωάννη,



Έγραψα αυτό το σημείωμα με την ελπίδα πως θα φτάσει στα χέρια σου. Μόνο έτσι το μυστικό που κρατούσα θα μπορέσει να βοηθήσει, με τη συμβολή σου, τους τελευταίους υπηρέτες του Φωτεινού Κύκλου ώστε μην πέσουν στα χέρια των Ηγετών. Το μυστικό αυτό αφορά το κλειδί που ανοίγει τις πύλες του Ιερού Καταφύγιου. Θα το βρεις στο κέντρο της σκοτεινής σπηλιάς, η οποία βρίσκεται στο όρος Περέστ. Δεν πρέπει να μάθει κανείς άλλος αυτές τις πληροφορίες, μα ούτε κι εσύ πρέπει να πληροφορηθείς την είσοδο του Καταφυγίου από τους υπηρέτες. Ελπίζω να καταφέρεις να πραγματοποιήσεις αυτήν την επιθυμία μου. Να προσέχεις και πάντα να φυλάγεσαι.



Ο δάσκαλός σου

Παναγιώτης Βάβαλος