Το Γαίμα (Κεφάλαιο 3 - Μέρος 1)

 Με δυο στάμνες και έναν κουβά φορτωμένη, έφτανε η Κατέρω στο μεγάλο πηγάδι του χωριού τους κείνο το μεσημέρι, νεράκι απ’ τον Ταΰγετο στάλαζε εκεί πέρα και κάποιος χριστιανός έκανε το καλό, να πηγαίνουν να υδρεύονται οι χωριανές για το καθημερνό τους και να μην κοιτάνε συνέχεια με αγωνία τη γιστέρνα... Απίθωσε χάμω τα σταμνιά, ξανάσανε, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό της με το χέρι της, ξεσκέπασε έπειτα το φιλιατρό, πέρασε τον κουβά στο σχοινί και τον κατέβασε μέχρι να τον ακούσει να τσαλαβουτάει στο νερό, τον άφησε να γεμίσει κι άρχισε ξανά μανά να τον ανεβάζει. Μηχανικές ήταν οι κινήσεις της κι όχι απ’ την κάψα του μεσημεριού μονάχα, σαν να μη σκεφτόταν τη δουλειά που έκανε, σαν να ’τρεχε αλλού ο λογισμός - κι έτρεχε στα αλήθεια... Γέμισε το ένα της σταμνί, τον βούτηξε πάλι μέσα και τον ανέβασε για να γεμίσει και το άλλο, μα πάνω που ήταν έτοιμη να αποσώσει και να κινήσει για το σπίτι της, γροίκησε πίσω της μαλακά καλπάσματα αλόγου, και μια αντρική φωνή που γνώριζε τη σάστισε και έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει σαν πουλί που το τρομάζουν:

«Κατέρω...»

Έσκυψε το κεφάλι, αποφασισμένη να τον αγνοήσει, τράβηξε με βιάση το σχοινί φέρνοντας τον κουβά κοντά στο στόμιο του πηγαδιού και το νερό πετάχτηκε και την πιτσύλισε, ο Πιερράκος ωστόσο αγνοώντας την ταραχή της πέζεψε απ’ τον μαύρο του και κρατώντας τον από τα χαλινάρια την πλησίασε δυο τρία βήματα.

«Κατέρω» την προσφώνησε και πάλι. «Γιατί δε μου αποκρίνεσαι;»

«Τι να σου αποκριθώ, Πιερράκο;» μουρμούρισε η κοπέλα, ρίχνοντας αλλού το βλέμμα της, κι ενώ προσπαθούσε έξω της να φανεί δυνατή, μέσα της σπαρτάρησε με το που είπε το όνομά του. «Τι έχει να πει ένας Καχιάνος με μια Καπερναροπούλα, ο οχτρός με την οχτρή του;..»

«Οχτρός;» άρθρωσε το παλικάρι κι ήρθε ακόμη πιο κοντά της. «Έτσι με βλέπεις δηλαδή;»

«Έτσα πρέπει» αποκρίθηκε πάλι κοφτά, να κρύψει τον κόμπο στο λαρύγγι της, σκύβοντας το κεφάλι, όσο τα σωθικά της ούρλιαζαν τα αντίθετα. «Φύγε, σε παρακαλού...»

«Θα μου δώσεις τουλάχιστον λίγο νερό πριν με διώξεις; Ή θα μ’ αφήσεις διψασμένο, επειδή λες πως είμαι εχθρός σου;»

Αμίλητη η Κατέρω αμφιταλαντεύτηκε για μια στιγμή, ύστερα έβγαλε με το στανιό σχεδόν το τάσι που βαστούσε στο ζωνάρι της, έγειρε τη μία στάμνα, έχυσε μέσα του νερό και το ’δωσε του Πιερράκου αποφεύγοντας συνέχεια το βλέμμα του. Το ήπιε ο νέος γουλιά γουλιά, αν και διψούσε από τη ζέστη, καθυστερώντας επίτηδες για να θωρεί την κόρη και συδαύλιζε ηθελημένα μέσα του τη λάβρα αυτή που δεν έσβηνε ούτε με χίλια ποτάμια, και εκείνη προσευχόταν να τελειώσει γρήγορα αυτό το μαρτύριο... Μα σαν απόσωσε το πιόμα του και έκανε να της το δώσει πίσω και πήγε να το πάρει, σκαλώσανε ξάφνου τα δάχτυλά της στα δικά του, μπλέχτηκαν, και κόπηκε μαζί η ανάσα της και έριξε τα μάτια της στα μάτια του αθέλητα, κι ο κόσμος όλος έσβησε, σκοτείνιασε, λιγώθηκαν τα πόδια της και έλεγε θα σωριαστεί καταγής...

«Είσαι πεντάμορφη, Κατέρω» ψέλλισε ο Πιερράκος, μόλις κατάφερε να βρει κι ο ίδιος τη λαλιά του, τούτο το πρώτο άγγιγμα ήτανε πιο μεθυστικό κι από την κάθε ερωτική του φαντασίωση... «Σα νεράιδα... Και να ξέρεις πως εγώ δε σε λογιάζω εχθρή μου, διόλου...»

Τράβηξε απότομα το χέρι της η Καπερναροπούλα, η μοναχοκληρονόμισσα του Γιώργη και της Θοδώρας, έχωσε το τάσι στο ζωνάρι της, σήκωσε μεμιάς τις στάμνες της και όπου φύγει φύγει, τα αγκάθια στο αόρατο μαρτυρικό στεφάνι που της είχε φορέσει ύπουλα το μούλικο ο σατανάς της Αφροδίτης πετάχτηκαν και τη σούβλισαν. Κι αυτός, ο Καχιάνος, ο μοναχογιός της χήρας της Σταυριανής, έμεινε εκεί, ριζωμένος στα ποδάρια του να την κοιτά και να φλέγεται σαν το κυπαρίσσι που το χτυπάει κεραυνός το ψηλό κορμί του, ώσπου φρούμαξε παραπονετικά το άλογό του, σκασμένο το δόλιο από την κάψα...

 

Χαρά είχε αυτή την Κυριακή το χωριό, μια γειτόνισσα απ’ τον πέρα μαχαλά και φίλη της Θοδώρας πάντρευε τη θυγατέρα της και ήταν κι οι Καπερναριάνοι καλεσμένοι. Πιο πριν, η Κατέρω και η μάνα της είχαν συμμετάσχει σ’ όλες τις ετοιμασίες του γάμου, και τώρα καθώς το ψίκι του γαμπρού πήγαινε τη νύφη στην εκκλησία για τη στέψη, ακολουθούσαν από πίσω.

«Να σου ζήσει η δυχατέρα σου, κυρά» ευχήθηκε η Θοδώρα στη φιλενάδα της καθώς διάβαιναν τα καλντερίμια του χωριού. «Κι ο γαμπρός σου όμορφο κι άξιο παλικάρι... Να τα χαίρεσαι!»

«Σ’ ευχαριστού, Θοδώρα μου! Κρίμα που δεν είναι κι ο Γιώργης σου εδώ να δει τη χαρά» αποκρίθηκε χαμογελαστή η άλλη γυναίκα. «Αλήθεια, το δικό σας το φηλυκό, την Κατέρω σου, πότε λέτε να τηνε παντρέψετε; Η πιο ωραία του χωρίου μας, μαθές, σωστή ανεράιδα, και να μείνει απαφημένη, κρίμα θα 'ναι, περνά ο καιρός...»

Δεν απάντησε η Καπερνάραινα στα λόγια της, μονάχα κοίταξε μπροστά το γραμμάτιο της που προχωρούσε κι αυτό κοντά στη νύφη, μελαγχολικά. Τι κι αν ήταν πανέμορφο και χαριτωμένο, η προξενήτρα ποτέ ως τώρα δεν είχε διαβεί τη μπασία τους για χάρη της, την ώρα που οι ομήλικές της είχαν οι πιο πολλές ανοίξει σπιτικό και είχανε μωρά στο βυζί... «Καταραμένη ομορφιά, διαβολεμένη» άκουγε κάποτε την πεθερά της να μουρμουρά όλο φαρμάκι, σαν ήταν η εγγόνα της στην εφηβεία κι άνθιζε σαν μπουμπούκι καλοπότιστο και φανερώνονταν οι χάρες του κορμιού της όλες, και πλέον κόντευε να την πιστέψει τη γριά Μανιάτισσα, τη μάνα του αντρός της που μια ζωή καθόταν μαυροντυμένη σε μια γωνία, σκελετωμένη σαν τον Χάροντα και ρουφηγμένη, αυτήν που τότε τα λόγια της τη φρίκιαζαν και βούλωνε τα αυτιά της, σαν τη γροικούσε να λαλεί τέτοιας λογής για τη μονάκριβή της... Τι να της φυλά το ριζικό της, Παναγία μου; Θα τη ντύσω ποτές νυφούλα, ή μάταια ολπίζω...; αναρωτήθηκε και τώρα, κι αναστέναξε...

... Τα κορίτσια που συνόδευαν τη μελλόνυμφη, συγγένισσες και φίλες της, έψαλλαν τραγούδια του γάμου μανιάτικα με χαρωπές φωνές, μα η Κατέρω δε συμμετείχε κι ας είχε λαλιά γλυκιά σαν του αηδονιού, σφραγισμένο ερμητικά ήτανε θαρρείς το λαρύγγι της και δε μπορούσε να το λευτερώσει. Την επείραζε τούτο το γιορτάσι κατά βάθος, η κόρη της γειτόνισσας με τα νυφιάτικα, ο αρραβωνιαστικός της που τη συνόδευε περήφανος, οι ευχές που της έδιναν οι παντρεμένες ξαδελφάδες της κι οι άλλες χωριανές της «και στις χαρές σου, Κατέρω!»... Ποιές χαρές μου, συλλογίστηκε πικρά, αφού κείνον που θέλω δε μπορού να τον έχω, όταν ο ποθητός μου είναι οχτρός μου, και σύγκαιρα τρόμαξε με την ίδια της τη σκέψη, που είχε αποκαλέσει τον Πιερράκο ξεδιάντροπα ποθητό της. Όχι, Κατέρω, όχι, έλα στα συγκαλά σου...

Έφτασαν στον ναό, μπήκανε μέσα κι άρχισε το μυστήριο. Ζέστη πολλή, η μυρωδιά του λιβανιού, οι ψαλμουδιές με τα λόγια τους τα δύσκολα, ξεστράτισε ο νους της Κατέρως πάλι, κι όπως είχε στυλώσει το βλέμμα της στο ζευγάρι, η ώρα της στέψης είχε έρθει κι ο παπά - Σαράντος σταύρωνε τα μέτωπά τους με τα στέφανα, τον εαυτό της τής φάνηκε πως είδε αντί για τη νιόνυφη και στου γαμπρού τη θέση τον Πιερράκο, αυτούς να ευλογεί ο θειός του ο παπάς και να τους στεφανώνει, και ένιωσε πάλι το στεφάνι το αγκαθένιο να τη ματώνει και λιγωμάρα τρανή να την κυριεύει...

«Κατέρω μου, είσαι καλά; Τι έπαθες;» τη ρώτησε η Θοδώρα, βλέποντάς τη να χλομιάζει, μα κείνη την αγνόησε και όρμησε έξω τρεκλίζοντας σαν πιωμένη, ενώ οι χωριανοί την ετηρούσανε περίεργα, και μόλις βρέθηκε στον καθαρό αγέρα και ξανάσανε, δυο δάκρυα κυλήσανε στα μάγουλά της που τα σκούπισε με πείσμα - όχι, φώναζαν τα λογικά της, σώνει πια, να τον ξεχάσει έπρεπε τον Πιερράκο, να βρει τη δύναμη να πετάξει μακριά το αγκάθινο στεφάνι που πήγε και φόρεσε, μα η καρδιά της σιωπηλή μες στα παρθενικά της στήθια τής πελέκαγε ήδη τον σταυρό της και της έγραφε το ριζικό με γράμματα κόκκινα σαν το αίμα...

 

 

 

 

Πεζός διάβαινε ο Πιερράκος κείνη τη μέρα στον καρόδρομο, γυρνώντας από ένα σπιτικό συγχωριανών του που πήγε να γιατροπορέψει. Ο ήλιος έκαιγε την πέτρα, ιδρώτας μούσκευε το κορμί του από πάνω ως κάτω, ανυπομονούσε να φτάσει στον πύργο τον οικογενειακό και να ρίξει λίγο απ’ το ακριβό νεράκι της γιστέρνας πάνω του να δροσιστεί... Σταμάτησε, άνοιξε το φλασκί του και κατάπιε λαίμαργα δυο στερνές γουλιές νερό που είχαν απομείνει στον πάτο του, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του, βγάζοντας έναν στεναγμό ανακούφισης, και έκανε να ξακολουθήσει τον δρόμο του. Δεν πρόλαβε ωστόσο να κάνει πέντε βήματα και κάτι που έμοιαζε με βόγγο ανθρωπινό αυτιάστηκε, φωνή γυναίκας τού θύμιζε σαν γροίκησε καλύτερα, μαζί με βελάσματα, και ξεστράτισε προς τη μεριά της απορημένος, μέχρι που φτάνοντας κοντά είδε γεμάτος σάστισμα την Κατέρω να σφαδάζει πεσμένη στο χώμα, το πρόσωπό της το όμορφο το ασχήμαιναν γκριμάτσες πονεμένες, και πλάι της μια κατσικούλα με το τσοκάνι της στον λαιμό να τη μυρίζει και να μπεμπερίζει ανήσυχη...

«Κατέρω...» την προσφώνησε. «Τι έπαθες, γιατί βογκάς;»

«Βοήθεια... Πονού, το πόδι μου...» ψέλλισε ξέψυχα το κορίτσι, χωρίς να έχει ακόμη αντιληφθεί ποιος της μιλούσε, κι ο Πιερράκος σίμωσε αργά, γονάτισε κοντά της τρεμουλιάζοντας κι έκανε να την αγγίξει. Μα με το πρώτο άγγιγμα, το δέρμα της Κατέρως θυμήθηκε, και ξεθολώνοντας θαρρείς μεμιάς από τον πόνο τον αντίκρισε κι ανανταριάστηκε.

«Τι θες εσύ εδώ; Φύγε...»

«Κατέρω...»

«Φύγε, Πιερράκο... Αχ!» επανέλαβε αδύναμα και την επόμενη στιγμή έπνιξε μια τσιρίδα, καθώς εκείνος ψηλαφούσε τον αστράγαλό της.

«Άκουσέ με, σε παρακαλώ... Χρειάζεσαι βοήθεια, έχεις στραμπουλήξει άσχημα το πόδι σου, δε θα μπορείς να περπατήσεις καθόλου... Έλα...»

Πού βρήκε το θάρρος ο Πιερράκος να πράξει ο τι έπραξε εκείνη τη στιγμή, δεν το κατάλαβε, να σηκώσει στην αγκαλιά του την κοπέλα που ποθούσε κι ήταν χτυπημένη... Πανάλαφρο του φάνηκε το κορμί της, η Κατέρω άλλωστε παραδομένη πια από τον πόνο, με τα μάτια της μισόκλειστα, δεν αντέδρασε στην κίνησή του, κι ένιωσε κι ο ίδιος να παραλύει ξαφνικά ολόκληρος, μόλις το ένα του χέρι αγκάλιασε την πλάτη της και το άλλο τη μεσιανή την κούρμπα των μηρών της πάνω απ’ το βελέσι της. Καίγανε τα χείλη του, βαρούσε η καρδιά του ταμπούρλο, οι χούφτες του πάγωναν, να τη φιλήσει ήθελε, να τη σφίξει απάνω του γερά και τρυφερά, τα στήθια του στα στήθια της,  και να χαϊδέψει τα μαλλιά της που ξέφευγαν από το μαντήλι της... Την αγαπάω, Θε μου, δεν αντέχω πια,  συλλογίστηκε, και με τον λογισμό αυτόν ξεστράτισε ηθελημένα και σκαρφάλωσε μια μικρή πλαγιά που την κορφή της στόλιζε ένα βυζαντινό ξωκκλησάκι. Το πήρε χαμπάρι η Κατέρω και ανασήκωσε το κεφάλι της, σκιαγμένη, έτοιμη να αντιδράσει.

«Πού με πας; Άσε με κάτω...» τον πρόσταξε αδύναμα, με φωνή τρεμάμενη, μα ο Πιερράκος έκανε πως δεν την άκουσε, λύγισε τα πόδια του και κάθισε κατάχαμα, κρατώντας την πάντοτε στην αγκαλιά του.

«Μη μ' αγκαλιάζεις άλλο, Πιερράκο... Άσε με να φύγω, σε ικετεύω...»

«Όχι, Κατέρω, δε σ’ αφήνω! Πληγωμένη είσαι και... και πρέπει κι εγώ να σου πω κάτι...»

«Τι να μου πεις;» απόρησε η Κατέρω και τόλμησε να υψώσει τα μάτια της στα δικά του. Οι ανάσες τους μπερδεύονταν, ριγούσαν κι οι δυο και ανατρίχιαζαν σαν να κρύωναν, τα βλέμματά τους υγρά σαν να ’ταν άρρωστοι, και ήτανε μαθές, ψηνόντουσαν στον πυρετό του έρωτα του απαγορευμένου τους και λιώνανε κρυφά, υπέφεραν...

«Κατέρω...» αποφάσισε να δώσει πρώτος τέλος στο μαρτύριο ο Πιερράκος κι έσυρε το χέρι του στο μάγουλό της. «Όσο τρανό κι αν είναι το μίσος που χωρίζει τις γενιές μας, άλλο τόσο τρανό είναι κι αυτό που νιώθω πια εγώ για σένα... Δε σε βλέπω εχθρή μου, σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ, τ’ ακούς; Ορίστε, σ’ το ’πα, σ’ τα μολόγησα όλα μ’ αυτή τη λέξη...»

Έσπαγε η φωνή του καθώς ομολογούσε την αγάπη του κι η παλάμη του κινήθηκε αργά πάνω στην παρειά της, τη χάιδεψε. Μισάνοιχτο έμεινε το στόμα της Κατέρως, τα μάτια της γέμισαν νερά σαν τις γιστέρνες μετά απ’ τα πρωτοβρόχια, λύγισε τον δεξιό αγκώνα της και τα δαχτύλια της αντάμωσαν κάθετα τα δάχτυλα του Πιερράκου, γαντζώθηκαν δειλά απάνω τους, το στόμα του ζύγωσε κατόπιν το δικό της και κλείδωσαν για μια στιγμή τα χείλια τους...

«Σ’ αγαπώ...» ξανάπε εκείνος, μετά το πρώτο το φιλί, και χούφτιασε με τα δυο του χέρια τον αυχένα της. «Σ’ αγαπώ, Κατέρω μου! Ανάθεμα την έχθρητα, ανάθεμα κι ο γδικιωμός, ανάθεμα...»

«Πιερράκο μου...» ψέλλισε κι η Κατέρω με λαχτάρα, μόλις που έβγαινε η μιλιά της απ’ τους λυγμούς που την είχαν δέσει, κι έσφιξε τους καρπούς του λευτερώνοντας δυο κόμπους δάκρυα. Την έκλεισε μεμιάς στα μπράτσα του το παλικάρι και τη γλυκοφίλησε στο στόμα όλο πόθο, έχοντας δει στη ματιά της όσα η γλώσσα της δεν έλεγε, κι η κόρη έδεσε τα δικά της χέρια γύρω στο κορμί του κι αφέθηκε στο φίλημά του, που μούδιασε και φλόγισε τα αμάλαγά της χείλη...

«Γιατί να σ’ αγαπήσω, Πιερράκο μου; Γιατί;» ψιθύρισε με παράπονο, μόλις βρήκαν την ανάσα τους. «Είσαι Καχιάνος κι εγώ Καπερναροπούλα, να σε μισήσω έπρεπε αφόντας έμαθα ποιος είσαι, μα δε μπορού πια, δε μπορού...»

Ρίχτηκε στο στέρνο του σιγοκλαίγοντας η Κατέρω κι ο Πιερράκος τής χάιδεψε σκοτεινιασμένος τα μαλλιά και τη φίλησε στο μέτωπο, τον έρωτα αυτόν τον μποδισμένο που γνώριζε πια πως τον μοιράζονταν κι οι δυο ξάφνου βαρύ τον ένιωσε, ασήκωτο, κοτρώνα, να τους πλακώνει με φτερούγες μαύρες σαν του κόρακα και σαν της καλιακούδας, και σκέψεις δυσοίωνες μελάνιασαν τον νου του, που βιάστηκε να τις ξορκίσει...

«Αγάπα με, Κατέρω μου... Αγάπα με, να σ’ αγαπώ κι εγώ, και να ιδείς που στο τέλος θα το νικήσουμε το μίσος!» της είπε όλο πάθος, μόλις την ένιωσε να σταματά το κλάμα της, και της γέμισε φιλιά καυτά το πρόσωπο, μα εκείνη τα δέχτηκε θλιμμένη, με σφίξη στην καρδιά, θεριό ανήμερο έμοιαζε κιόλας ο γδικιωμός και ο έρωτάς τους ο αγνός το θήραμα, που θα του ορμούσε να τον κατασπαράξει…

 Μαρία Παπαθεοδώρου