Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 8)

Μια φωτιά έκαιγε κάτω από το δέρμα της. Τα βλέφαρά της άνοιξαν με δυσκολία, η μικρή κίνηση φάνταζε σαν άθλος, λες και μια αόρατη δύναμη τα ανάγκαζε να παραμείνουν κλειστά. Όμως έπρεπε να ξυπνήσει. Το χλομό φως του πρωινού ήταν πολύ έντονο για να το αντέξουν μετά από τόσες μέρες στο σκοτάδι. Ή ήταν μήνες; Τα έκλεισε σφιχτά, κάνοντας έναν πονεμένο μορφασμό.

Αμέσως ένιωσε το σκοτάδι να την πνίγει και τα ξανάνοιξε απότομα, αγνοώντας τη σουβλιά πόνου που έστειλε η κίνηση στο κρανίο της. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο σκοτάδι. Λίγο ακόμα και θα έχανε τα λογικά της.

Της πήρε μερικές στιγμές για να συνειδητοποιήσει ότι δεν περιτριγυριζόταν από πέτρινους τοίχους αλλά από οικείο, πράσινο δάσος.

Πώς είχε βρεθεί εκεί;

Αναλαμπές από το προηγούμενο βράδυ ερχόντουσαν σποραδικά στο μυαλό της. Ο ήχος από φωνές και ουρλιαχτά γρατζουνούσε τα αυτιά της. Λύκοι. Δυο μαυρομάλλικα αγόρια μπροστά σε ένα φόντο από φλόγες. Οι αναμνήσεις ήταν θολές και μπερδεμένες, οι περισσότερες δεν έβγαζαν νόημα. Δεν είχε σημασία, όμως, έπρεπε να φύγει από εκεί.

Επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της και σηκώθηκε όρθια, τα πόδια της ήταν αδύναμα και ασταθή. Έμεινε ακίνητη και επικεντρώθηκε στην αναπνοή της, μέχρι που βεβαιώθηκε ότι δε θα κατέληγε ξανά στο χώμα, αν πήγαινε να κάνει ένα βήμα. Ένα παχύ ύφασμα βάραινε τους ώμους της και είδε με τρόμο πως ήταν τυλιγμένη με έναν από τους μαύρους μανδύες των Κυνηγών. Έλυσε την πόρπη με φρενιασμένες κινήσεις και πέταξε αηδιασμένη το ρούχο από πάνω της.

Η διαύγεια άρχισε να επιστρέφει στο συννεφιασμένο της μυαλό, επιτρέποντάς της να επεξεργαστεί τη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Με κάποιο τρόπο είχε γυρίσει στο δάσος της.

Έκανε ένα μικρό, τρεμάμενο βήμα μπροστά. Μια νέα αποφασιστικότητα την κατέκλυσε, δίνοντάς της ώθηση να προχωρήσει. Έπρεπε να γυρίσει πίσω στους δικούς της. Πόσο καιρό έλειπε; Οι μέρες και οι νύχτες γινόντουσαν ένα μέσα στο μικρό κελί των Κυνηγών, αλλά ακόμα κι αν είχε ένα παράθυρο για να μπορεί να ξεχωρίσει πότε τελείωνε η μία και ξεκινούσε η άλλη, ήταν διαρκώς τόσο ναρκωμένη που θα ήταν αδύνατον να τις υπολογίσει. Ήταν λες και είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή από εκείνη τη μέρα στον λόφο.

Το στομάχι της ανακατευόταν άγρια και ένας ανελέητος πονοκέφαλος σφυροκοπούσε τους κροτάφους της, αλλά επιστράτευσε κάθε ρανίδα της θέλησής της για να συνεχίσει να προχωράει. Δυσκολευόταν να ανακαλέσει τα μονοπάτια που οδηγούσαν στο χωριό της, αλλά μόλις η λοβελία εξασθενούσε από τον οργανισμό της θα έβρισκε τον δρόμο για το σπίτι της. Ο Ρόραν θα είχε τρελαθεί από την ανησυχία του…

Ένα δυνατό χέρι έπιασε ξαφνικά το μπράτσο της. «Σταμάτα» ακούστηκε μια φωνή, και οργή πλημύρισε τις φλέβες της σαν καυτή λάβα. Ξέχασε τα πάντα, το τρέμουλο στους μύες της, τον πόνο στο κεφάλι της, την ανάγκη της να επιστρέψει στο σπίτι της, και άρπαξε το χέρι του Έρικ. Αίμα ανέβλυσε στα σημεία που τα νύχια της καρφώθηκαν στο δέρμα του και το αγόρι παραπάτησε και διπλώθηκε στα δυο κρατώντας το κεφάλι του, ενώ πνιχτές κραυγές έβγαιναν μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.

«Ελπίζω να σου αρέσει η αίσθηση του αίματος που βράζει μέσα στις φλέβες σου, τα μικρά αγγεία που σπάνε το ένα μετά το άλλο, γιατί έχω σκοπό να σου κάνω πολύ, πολύ χειρότερα» του υποσχέθηκε βαριανασαίνοντας, μα δυστυχώς το ξόρκι της είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις σε εκείνη παρά σε αυτόν. Έπεσε στα γόνατα, ξέροντας πως αυτή τη φορά δεν θα κατάφερνε να σηκωθεί, και το στομάχι της συσπάστηκε βίαια, αν υπήρχε κάτι μέσα του, θα το είχε βγάλει. Το ξόρκι της διαλύθηκε όπως ο καπνός στον αέρα, αφού δεν υπήρχε άλλη ενέργεια μέσα της για να το διατηρήσει.

«Μάλλον μου άξιζε αυτό» ψέλλισε. Ο Έρικ ίσιωσε την πλάτη του βαριανασαίνοντας. σκούπισε τις στάλες ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπό του με την ανάστροφη της παλάμης του και κατόπιν έσκυψε και μάζεψε τον πεσμένο μανδύα από το έδαφος, πήγε κοντά της και αποπειράθηκε να τον ρίξει στους ώμους της, αλλά εκείνη τον έσπρωξε μακριά της.

«Ξέρω πως δεν έχεις κανέναν λόγο να με εμπιστεύεσαι, αλλά προσπαθώ να σε βοηθήσω» της είπε προσπαθώντας να την κατευνάσει, όμως η Σελίν τού πέταξε φαρμακερά:

«Έχεις δίκιο. Δε σε εμπιστεύομαι».

Πώς μπορούσε να τον εμπιστευτεί, όταν την είχε προδώσει με αυτόν τον τρόπο; Την είχε παραδώσει στους Κυνηγούς με τα ίδια του τα χέρια, και γιατί; Επειδή του έσωσε τη ζωή! Έπρεπε να τον είχε αφήσει να πεθάνει σε εκείνον τον λόφο!

Ενοχές άστραψαν στο βάθος των καστανών ματιών του Έρικ, αλλά προσπάθησε να διατηρήσει μια στωική έκφραση. Πήγε να της φορέσει ξανά τον μανδύα, η Σελίν όμως τον άρπαξε και τον τράβηξε απότομα από τα χέρια του πετώντας τον στην άκρη. Ξεφύσηξε ενοχλημένος.

«Έχει ψύχρα και καίγεσαι στον πυρετό…»

«Δεν ενδιαφέρθηκες για την υγεία μου, όταν τους άφησες να με πετάξουν σε εκείνο το υγρό κελί» του αντιγύρισε με επιθετική ειρωνεία. «Τι συμβαίνει, Έρικ Στόρμπορν; Σε ενοχλεί η θέα του σκισμένου φορέματός μου;» πρόσθεσε τ’ αγόρι τσιτώθηκε και η Σελίν ήξερε πως τα λόγια της ήταν σωστά.

«Α, ώστε αυτό είναι. Σε ενοχλεί να σκέφτεσαι τι θα μπορούσαν να μου έχουν κάνει οι γενναίοι, ευγενείς Κυνηγοί που τόσο τυφλά υπηρετείς» συμπέρανε, και κάθε λέξη ήταν πικρή πάνω στη γλώσσα της. «Μπορώ να σου πω τι θα είχε συμβεί, ακριβώς όπως μου τα περιέγραψε ο αρχηγός σας. Ντέμιαν δεν είναι το όνομά του; Άκουσα τους άλλους να τον αποκαλούν έτσι».

Το πρόσωπο του Έρικ άσπρισε. «Τι είναι αυτά που λες;» άρθρωσε, δήθεν ταραγμένος, και το θέατρο που έπαιζε την εξόργιζε ακόμα περισσότερο.

«Μην προσποιείσαι πως δεν ξέρεις, Κυνηγέ» του είπε, και ο Έρικ γονάτισε μπροστά της ώστε τα μάτια τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος.

«Σελίν, πες μου» επανέλαβε, απαιτώντας μια απάντηση, και στύλωσε το βλέμμα του στο δικό της.

«Ήθελε να του αποκαλύψω την τοποθεσία του χωριού μου. Όταν κατάλαβε πως δεν θα του αποκάλυπτα τίποτα, απείλησε να πάρει την πληροφορία με άλλους τρόπους…»

Ένας κόμπος σχηματίστηκε στον λαιμό της, καθώς η ανάμνηση ερχόταν στην επιφάνεια της μνήμης της, αλλά τον κατάπιε. Δεν είχε δείξει αδυναμία μπροστά στους Κυνηγούς όλον αυτόν τον καιρό και δεν σκόπευε να το κάνει τώρα.

«Είπε πως είμαι όμορφη κοπέλα και οι Κυνηγοί του μπορούσαν να με κάνουν να μιλήσω…»

Ο Έρικ την κοίταξε σοκαρισμένος, τα μάτια του ήταν γεμάτα οργή και αηδία. «Όχι» έκανε και κούνησε το κεφάλι του σαν να δυσκολευόταν να επεξεργαστεί αυτό που του είπε. «Σελίν, σου ορκίζομαι πως δεν ήξερα…»

«Τι σημασία έχει;» τον διέκοψε. «Ακόμα κι αν λες αλήθεια πως δε γνώριζες, τι πίστευες πως θα συνέβαινε όταν με συνέλαβες;»

Άνοιξε το στόμα του, αλλά ό,τι κι αν σκόπευε να πει, οι λέξεις σκάλωσαν στον λαιμό του και απέστρεψε το βλέμμα του.

«Συγγνώμη…»

«Συγγνώμη;» επανέλαβε η Σελίν, μην πιστεύοντας στα αυτιά της. Ήθελε να αρχίσει να γελάει υστερικά. «Με φυλάκισαν, με άφησαν να λιμοκτονήσω, και θα με εκτελούσαν! Η συγγνώμη σου δε σημαίνει τίποτα για μένα»

«Ορκίζομαι πως δεν ήξερα» είπε ξανά ο Έρικ, με τη ντροπή να βαραίνει τα λόγια του.

«Το άκουσα τη πρώτη φορά που το είπες» του απάντησε πικρά και απέστρεψε το βλέμμα της. Με ποιο δικαίωμα έδειχνε εκείνος πληγωμένος; Εκείνη ήταν το θύμα σε αυτή την ιστορία.

Ένιωθε το κεφάλι της πλέον ελαφρύ, τυλιγμένο με ένα ζαλισμένο πέπλο. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Θυμήθηκε μια εποχή που το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από τη Σύναξη και να ανακαλύψει τον κόσμο που υπήρχε έξω από αυτή. Πόσο λάθος είχε κάνει! Ο συναρπαστικός, γεμάτος θαύματα κόσμος που είχε πλάσει μέσα στο μυαλό της δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα…

Σε όλη της τη ζωή άκουγε τους γύρω της να της λένε πόσο προικισμένη ήταν στη μαγεία και πόσο ισχυρή θα γινόταν όταν μεγάλωνε κι οι Κυνηγοί τής το είχαν στερήσει. Για πρώτη φορά στη ζωή της είχε νιώσει απελπισμένη και αβοήθητη και τους μισούσε γι’ αυτό. Χωρίς τις δυνάμεις της ένιωθε σακατεμένη, σαν να είχε χαθεί ένα κομμάτι του εαυτού της που της ήταν απαραίτητο για να επιβιώσει.Είχε πιστέψει πραγματικά πως θα πέθαινε. Και το χειρότερο ήταν πως οι δικοί της δε θα μάθαιναν ποτέ τι είχε απογίνει. Τι να συνέβαινε στο χωριό της το διάστημα που απουσίαζε; Σίγουρα ο Άιζακ ήταν έξαλλος μαζί της, αλλά θα την έψαχνε. Ο Ρόραν θα είχε τρελαθεί από την ανησυχία του και η Νάγια θα προσπαθούσε να παρηγορήσει την Αριάνα, που ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν ότι θα έχανε κάποιον για τον οποίο νοιαζόταν.

Χωρίς να πει λέξη, ο Έρικ σηκώθηκε από δίπλα της. Έπιασε έναν σάκο από τραχύ καφέ ύφασμα που είχε αφήσει κάτω από ένα δέντρο και με μηχανικές κινήσεις έλυσε τα κορδόνια για να πάρει κάτι από μέσα. Όταν γύρισε ξανά προς το μέρος της, η Σελίν είδε πως κρατούσε ένα φλασκί στα χέρια του.

«Νερό» της είπε και το έτεινε προς το μέρος της. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη και τον αγνόησε, μπορεί ο λαιμός της να ήταν ξερός και γδαρμένος λες και είχε καταπιεί άμμο, αλλά δεν θα δεχόταν τίποτα από έναν Κυνηγό. Ο Έρικ ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό απογοητευμένος.

«Αν ήθελα να σε ναρκώσω ή να σε σκοτώσω θα σε άφηνα στη φυλακή, δεν θα είχα μπει σε τόσους μπελάδες για να σε βγάλω» της τόνισε. Πράγματι, σκέφτηκε η μάγισσα. Γιατί το είχε κάνει; Η ερώτηση έτρωγε το μυαλό της, αλλά δεν θα έκανε το λάθος να τον εμπιστευτεί ξανά. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του, αμφέβαλλε πως ήταν καλές για εκείνη.

«Ξέρω πως διψάς. Τον εαυτό σου βασανίζεις, όχι εμένα» πρόσθεσε ο Έρικ, βλέποντας ότι εξακολουθούσε να τον αγνοεί. Ανάθεμά τον, έβρισε από μέσα της η Σελίν, και με τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της πήρε το φλασκί από το χέρι του και τράβηξε το πώμα. Το σώμα της εκλιπαρούσε για μερικές σταγόνες από το πολύτιμο νερό, έπρεπε να ξαναβρεί τις δυνάμεις της για να του ξεφύγει, είπε στον εαυτό της. Έφερε το στόμιο κοντά στη μύτη της. Δεν μύριζε σαν λοβελία ή οτιδήποτε άλλο, αν και αυτό δεν κατεύνασε ιδιαίτερα την καχυποψία της. Ωστόσο, η δίψα της νίκησε. Ήπιε μια γουλιά και πριν το καταλάβει ρουφούσε άπληστα το δροσερό νερό.

«Θα σε πάω πίσω στους δικούς σου» δήλωσε ξαφνικά ο Έρικ, και αν το φλασκί δεν ήταν σχεδόν άδειο, θα είχε πνιγεί. Έβηξε και αφού σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της μερικές σταγόνες που έτρεξαν πάνω στο πιγούνι της, τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν φλόγες, πετώντας το φλασκί στην άκρη.

«Ώστε αυτό είναι το σχέδιό σας; Να με βγάλεις από τη φυλακή για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη μου και να σας οδηγήσω στο χωριό μου; Θα πρέπει να νομίζεις πως είμαι πολύ αφελής για να πιστέψω ένα τέτοιο ψέμα»

«Δεν είμαι ψεύτης» αποκρίθηκε εκείνος κι όλη του η στάση σκλήρυνε. Η φωνή του ήταν αιχμηρή και παγωμένη, σαν τη λεπτή στρώση πάγου που έβλεπες να ραγίζει κάτω από τα πόδια σου. «Έχω κάνει λάθη και τα παραδέχομαι, αλλά ποτέ μην τολμήσεις να με αποκαλέσεις ψεύτη ξανά»

«Αλλιώς τι;» τον προκάλεσε. «Δε θα πέσω στη παγίδα σου, οπότε πήγαινέ με πίσω στη φυλακή πριν βρω τις δυνάμεις μου, γιατί σου υπόσχομαι πως δε θα σου αρέσει καθόλου αυτό που θα κάνω τότε…» τον απείλησε, και είδε το ψύχραιμο παρουσιαστικό που προσπαθούσε να διατηρήσει να ραγίζει και να διαλύεται σε κομμάτια.

«Δε μπορώ να γυρίσω πίσω» της είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Πλέον είμαι ένας εξόριστος. Η οικογένεια και το χωριό μου με θεωρούν προδότη, επειδή σε ελευθέρωσα από τη φυλακή»

«Αφότου με έβαλες μέσα!» τον κατηγόρησε. «Σε μισώ!»

«Τότε γιατί βοήθησες τους αδελφούς μου;» τη ρώτησε. Άρα τα μαυρομάλλικα αγόρια δεν ήταν όνειρο;

«Τα αδέλφια σου δε με αδίκησαν» αποκρίθηκε κενά, χωρίς να τον κοιτάζει. «Δε θα άφηνα ποτέ κάποιον αθώο να πεθάνει, αν ήταν στο χέρι μου να το αποτρέψω…»

Ο Έρικ πήρε μια βαθιά ανάσα, πέρασε νευρικά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαύρα μαλλιά του και γονάτισε ξανά μπροστά της. «Συγγνώμη» επανέλαβε, οι ενοχές και η μεταμέλεια βάθαιναν τις γραμμές του προσώπου του λες και κάτι τον πονούσε. «Συγγνώμη για όλα όσα πέρασες εξαιτίας μου. Θα έπρεπε να έχω τη δική μου γνώμη αντί να ακολουθώ τυφλά τους άλλους. Συγγνώμη…»

«Σου το ‘πα και πριν, η συγγνώμη σου δε σημαίνει τίποτα για μένα» ήρθε ωστόσο η απάντηση της Σελίν. Για μια στιγμή είχε μπροστά της το αγόρι που το έσκαγε στα κρυφά για να συναντήσει και που την έκανε να ξεφεύγει για λίγο από μια ζωή που την έπνιγε, όμως τώρα πια αυτό το αγόρι είχε χαθεί. Ποτέ δεν υπήρξε.

Ήταν εξουθενωμένη, σωματικά και ψυχικά. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι της, κοντά στα άτομα που την αγαπούσαν και την νοιαζόντουσαν. Οι πληγές στο σώμα θα επουλώνονταν με τον καιρό, αλλά αναρωτήθηκε πόσο χρόνο θα χρειαζόταν για να ξεθωριάσουν τα σημάδια που είχαν αφήσει οι Κυνηγοί στην ψυχή της. Ίσως αν τους έβλεπε όλους να καίγονται και να πεθαίνουν ουρλιάζοντας να εξαφάνιζε τους φόβους της πιο γρήγορα. Αν αυτό που την τρόμαζε χανόταν, τότε δεν θα είχε λόγο να φοβάται, σωστά; Οι Πρεσβύτεροι τους δίδασκαν να μη χρησιμοποιούν ποτέ τις δυνάμεις τους για να προκαλέσουν κακό σε άλλους. Ήταν ο πιο ιερός κανόνας τους, αλλά δεν την ένοιαζε πια. Είχε δει πως είναι να σου στερούν κάθε ελευθερία και δε σκόπευε να επιτρέψει σε κανέναν να της το κάνει αυτό ξανά. Ποτέ και με κανέναν τρόπο.

«Ούτε η δική μου θέση ήταν εύκολη!» ξέσπασε ο Έρικ. «Νομίζεις πως ήταν εύκολο να ξεχάσω όλα όσα με μάθαιναν να πιστεύω σε ολόκληρη τη ζωή μου για χάρη ενός κοριτσιού που σχεδόν δε γνώριζα;»

«Εγώ μεγάλωσα μαθαίνοντας να μην πλησιάζω τους ανθρώπους και να μην αποκαλύψω ποτέ τις δυνάμεις μου μπροστά τους. Μα όταν σε είδα αιμόφυρτο στο έδαφος δεν έκανα αυτό που με έμαθαν, αλλά αυτό που ήταν σωστό!» φώναξε, κι έδειξε το κατεστραμμένο φόρεμά της και τις μελανιές που κάλυπταν το εκτεθειμένο δέρμα της. «Σου έσωσα τη ζωή, ενώ ήξερα τις προθέσεις σου απέναντι στους δικούς μου, και να η ανταμοιβή μου! Τελικά ο Άιζακ είχε δίκιο για εσάς. Είστε μικρά, αξιοθρήνητα, ζηλόφθονα πλάσματα. Εσείς είστε τα τέρατα, όχι εμείς».

Ο Έρικ την κοίταξε σαν να τον είχε χαστουκίσει, αλλά σύντομα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά.

«Όπως και να ‘χει, δε θα σε αφήσω μέχρι να αναρρώσεις».

«Ωραία. Έτσι δε θα χρειαστεί να σε κυνηγήσω για να σε σκοτώσω, όταν επιστρέψουν οι δυνάμεις μου…»

«Θα πάω να βρω ξύλα για φωτιά» την ενημέρωσε και σηκώθηκε όρθιος, σαν να μην είχε ακούσει την απειλή της ή σαν να μην τον ένοιαζε, λες και όλη η ενέργεια είχε στραγγίσει από μέσα του σε μια στιγμή, κι η Σελίν τον παρακολούθησε να της γυρίζει την πλάτη και να απομακρύνεται, αφήνοντάς τη μόνη...

Φαίη