Το Γαίμα (Κεφάλαιο 3 - Μέρος 2)

 «Πιερράκο» προσφώνησε τον γιο της η Σταυριανή, παίρνοντας ύφος χαρωπό κι επίσημο. «Έλα που θέλω να σου μιλήσω...»

«Τι είναι, μάνα; Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι, απ’ όταν ήρθα...»

«Σου ’χω καλά μαντάτα, κορώνα μου. Η προξενήτρα μας ήρθε και μ’ απάντηξε και μου ’πε πως έχει βρει νύφη για σένα, Νικλιανοπούλα σαν και λόγου μας, νοικοκυρά και χαμηλοβλεπούσα, σε παίνεψε στους γονιούς της και τους καλάρεσες για γαμπρός τους…»

Μούδιασε ο Πιερράκος ακούγοντάς την, ο τι ψυχανεμίστηκε τηρώντας το ύφος της βγήκε επακριβώς. «Μάνα, εγώ δε θέλω να γίνω γαμπρός ακόμη... Δεν το καταλαβαίνεις;» αποκρίθηκε, προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμος. «Δεν ήρθα δω για παντρειές, να βοηθώ τον κόσμο γύρισα...»

«Αυτά τα λες τώρα που δεν ξέρεις και το φηλυκό. Σαν τη γνωρίσεις, θ’ αλλάξεις γνώμη, άμα δώσουμε λόγο και κάνουμε αρραβώνα...»

«Μήτε αρραβώνα μήτε παντρειά δε θέλω με μιαν άγνωστη... Την κόρη που θα παντρευτώ θα την αγαπήσω πρώτα, να το ξέρεις, και θα τη διαλέξω μόνος μου!» ξεσπάθωσε τώρα ο νέος κι η αγέρωχη Μανιάτισσα που τον είχε γεννήσει ξιπάστηκε τρανά.

«Τι λόγια είναι αυτά, Πιερράκο; Σε ξελόγιασε καμία και φέρεσαι έτσα;» του φώναξε και το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. «Σου μιλού! Έλα δω!» επέμεινε, μα το τουφέκι της δεν την αγροίκησε, διέσχισε το κατώφλι της μπασίας του πύργου και βγήκε έξω, στον ήλιο που έγερνε στη δύση του και γλύκαινε τις άγριες πλαγιές με τους χρωματισμούς του. Και τότε, εκεί ακριβώς, σκέψη απόκοτη γεννήθηκε στον νου του τον ερωτευμένο, κι απόφαση μεγάλη και επικίνδυνη συγκίνησε τα φυλλοκάρδια του να πάρουν, χωρίς να ακούσει την καλή του Μοίρα που του έκραζε προειδοποιητικά και στέναζε...

 

 ***

 

Το πόδι της Κατέρως έγιανε γρήγορα, ψιλοκούτσαινε ακόμα αλλά περπάταγε, μα η καρδιά της είχε λαβωθεί πια αγιάτρευτα από κείνη την ημέρα που πήρε το φιλί του Πιερράκου. Ύπνος δεν την έπαιρνε τα βράδια, στο παραθύρι της ξενύχταγε στενάζοντας κι άλλοτε γελώντας μόνη της και κλαίγοντας μαζί, ωσάν στριλαπαρμένη, και το ίδιο έκανε ξανά κείνη τη νύχτα, μέχρι που έπεσε σε λαγοΰπνι κι όνειρο χαυνωτικό...

... Σαν αίλουρος πήδησε ο Πιερράκος τη χαμηλή ξερολιθιά της μάντρας και προσγειώθηκε στο μικρό περιβόλι, σέρνοντας μαζί του μια σκάλα ξύλινη, τις είχε μελετήσει τις κινήσεις του και η ορμή του έρωτα τον έκανε άφοβο, ατρόμητο. Νυχοπατώντας, με τον σφυγμό του να βαρεί σαν το κανόνι, σίμωσε στη μεριά που είχε δει ότι βρισκόταν το παραθύρι της καλής του και πιάνοντας μια χούφτα χαλικάκια τα εκσφενδόνισε προς το τειχί του πυργόσπιτου του Γιώργη κι έκραξε σιγαλά:

«Κατέρω μου... Αγάπη μου, εγώ είμαι, ο Πιερράκος σου... Κατέρω!»

... Άκουσε η κοπέλα τα χαλικάκια να βροντούν σιμά της και πετάχτηκε ευθύς αλαφιασμένη, γροικώντας και τη λαλιά τη σερνική που τα συνόδευε. Με λαχτάρα και τρέμουλο σύρθηκε στο παράθυρο και αντικρίζοντας τον διακαμό του ποθητού της μες στο φεγγαρόφωτο σπαρτάρησε, από έρωτα μαζί και φόβο.

«Πιερράκο! Τι κάνεις εδώ;» του μίλησε ψιθυριστά με αγωνία, μα ο νιος έστηνε ήδη τη σκάλα στον πέτρινο τοίχο, έτοιμος να φτάσει δίπλα της.

«Για σένα ήρθα, ανεράιδα μου... Για σένα, μόνο βάστα μου τη σκάλα, βάστα τη γερά ν’ ανέβω» της απάντησε, κρατώντας ψηλά το βλέμμα του, και όρθωσε την ξύλινη κλίμακα μέχρι να φτάσει να την πιάνει η αγαπημένη του. Γράπωσε η Κατέρω γερά τις άκρες της κι ο Πιερράκος άρχισε να ανεβαίνει, να τη ζυγώνει, κάθε σκαλί και χτύπος της καρδιάς της κι έσφιγγε τη σκάλα, γιατί τρέμανε τα χέρια της και έτρεμε κι αυτή μαζί, πώς έτρεμε, μην της ξεφύγει και πέσει και τσακιστεί το παλικάρι της... Όμως ο Πιερράκος έφτασε στο παραθύρι, ακούμπησε τα χέρια του με σιγουριά στο περβάζι του και μόλις στάθηκε, τη μέση της αγκάλιασε τη λυγερή, τύλιξε κι η Κατέρω τα χεράκια της γύρω από την πλάτη του τη δυνατή και φιλήθηκαν στο στόμα, σφιχτά, γλυκά, παράφορα...

«Αποκοτιά έκαμες...» του είπε ύστερα πρώτη, χαϊδεύοντας τα γένια του. «Αποκοτιά τεράστια, το ξέρεις; Αν σ’ έπαιρνε είδηση ο πατέρας μου...»

«Για σένα και βουνά ολόκληρα θα μπορούσα να σκαρφαλώσω, Κατέρω μου, για ένα σου φιλί μονάχα... Σ’ αγαπώ, σε θέλω...»

«Γιατί να ’σαι Καχιάνος, Πιερράκο μου, κι εγώ γιατί να ’μαι Καπερναροπούλα; Σιχαίνομαι το γαίμα μου, τη γενιά μου...»

«Εγώ για σε την απαρνιέμαι τη γενιά μου... Πρόσταξέ με εσύ και θα το κάνω!» ξέσπασε κυριευμένος απ’ του έρωτα τη ζάλη ο Πιερράκος, βούρκωσε η Κατέρω, και ποτίστηκε πάλι με χάδια τολμηρότερα και φιλιά βαθύτερα το παραθύρι της...

«Κατέρω...» της είπε ύστερα ο Πιερράκος, έχοντας το κούτελό του ακουμπισμένο στο δικό της. «Δεν τονε στέργω πια αυτόν τον γδικιωμό, θέλω να μπει ένα τέλος... Να μη χυθεί άλλο αίμα, λάδι μονάχα να χυθεί στο κατώφλι μας και να σε βάλω νιόνυφη στο σπίτι μας να το πατήσεις, σε θέλω για γυναίκα μου...»

«Τι λες, Πιερράκο; Στριλαπάρθηκες ολότελα; Δε γίνεται να παντρευτούμε εμείς οι δυο, μόνο στον Άδη...» ψέλλισε η Κατέρω και σύγκαιρα ανατρίχιασε με τα ίδια της τα λόγια...

«Όχι στον Άδη, μην το ξαναπείς αυτό! Εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο, ή εσένα ή καμιά άλλη...» έκανε το παλικάρι, προσπαθώντας να αντλήσει θάρρος απ’ τις λέξεις του, και καθώς έζωσε ξανά την κόρη στην αγκαλιά του και φιλήθηκαν, έσκουξε ο γκιόνης θλιβερά κι έμοιαζε η λαλίτσα του μυρολόι, μα δεν την άκουσαν...

 

Ο παπά - Σαράντος συγύριζε την εκκλησιά μετά τον εσπερινό, και στην αρχή δεν αντιλήφθηκε τον ανιψιό του που μπήκε και στάθηκε. Το παλικάρι έβαλε όμως φωνή, και τότε ο ιερέας γύρισε προς το μέρος του.

«Θείε...»

«Πιερράκο! Έλα, γιε μου, ο τι ετοιμαζόμουνα να φύγω, να γυρίσω στην παπαδιά...»

«Μη σφαλίσεις ακόμα, θείε μου. Κάτι έχω να σου πω...»

«Σαν τι δηλαδή;»

«Κάτι πολύ σοβαρό, που αφορά τη γενιά μου και τους Καπερναριάνους...»

«Τους Καπερναριάνους; Μπλεξίματα γυρεύεις, παιδί μου;» σκοτείνιασε ο γέροντας. «Το ξέρεις πως εγώ παπάς είμαι και τους στέργω όλους, μα η μάνα σου...»

«Για αυτό ήρθα να σε βρω. Για αυτό το μίσος, για αυτή την έχθρητα που ξεκλήρισε και τον πατέρα μου και όσους θείους μου και άλλους τους έσπρωξε να φύγουν, ενάντιά της είμαι κι εγώ και το ξέρεις, δε θέλω να χυθεί άλλο αίμα και ξέρω πως έχουμε μείνει τελευταίοι, εγώ κι ο Γιώργης ο Καπερνάρος...»

«Και σαν τι θες να γίνει, για να μη χαλάσει κανείς κανέναν σας;»

«Εγώ δεν πρόκειται ποτέ μου να χαλάσω κανέναν, να σώζω έμαθα ζωές κι όχι να τις αφαιρώ, κι ας θέλει η μάνα μου να με δει να δικιώνομαι... Τη σιχάθηκα πια τούτη τη βεντέτα, θέλω να τελειώσει μια για πάντα, και...»

Έκανε μια παύση ο Πιερράκος και έριξε το κεφάλι χαμηλά, σαν να ντρεπόταν να ξεστομίσει παρακάτω, και ο θείος του τον κοίταξε παραξενεμένος.

«Και τι; Μίλα, κορώνα μου, μόνοι μας είμαστε κι ο τι πεις θα το αγροικήσω μονάχα γω κι ο Θεός, σου δίνω τον λόγο μου...»

«Αγάπησα, θείε» πρόφερε τελικά το παλικάρι, σηκώνοντας το βλέμμα του. «Αγάπησα τη θυγατέρα του Γιώργη του Καπερνάρου, την Κατέρω, το ’ξερα πως δεν έπρεπε, μα την αγάπησα, και μ’ αγαπά κι εκείνη...»

«Κύριε των δυνάμεων!» σταυροκοπήθηκε ο παπά - Σαράντος. «Πότε πρόκαμες, μωρέ Πιερράκο; Πότε προκάματε; Έγινε τίποτα...; Θεέ μου, σχώρα με!»

«Όχι, δεν έγινε, δε θα την εξέθετα ποτέ... Μα για αυτή μου την αγάπη πήρα την απόφαση να σου μιλήσω, και να σου πω πως... Πως θέλω να μαζέψεις τους γέροντες και να πάτε να βρείτε τον αφέντη της, και να του πείτε πως θέλω να κάνουμε σάξη και να μου δώσει την κόρη του για γυναίκα ως επισφράγισμα, χωρίς να μάθει κανείς όμως πως την αγαπάω...»

Ο παπά - Σαράντος κάθισε σε ένα στασίδι κι έμεινε για κάμποση ώρα άλαλος, σιωπηλός, ενώ ο Πιερράκος καρτερούσε με αγωνία την απόκρισή του. «Ανιψιέ... Δύσκολα πράγματα γυρεύεις, ίσως κι ακατόρθωτα, μετά από τόσα φονικά αδύνατο ’ναι να γίνει σάξη» ξεκίνησε να λέει. «Μα εγώ για σένα θα το τολμήσω, θα παρακινήσω και τους άλλους γέροντες να πάμε να βρούμε τον Γιώργη και να του προτείνουμε σάξη και παντρειά, όπως μου γύρεψες, κι ο Θεός βοηθός, κι η Παναγιά και όλοι οι Άγιοι, μπας και τελειώσουν πια αυτά τα θανατερά κεντέρια...» κατέληξε, κάνοντας τον σταυρό του, και μια χαραμάδα ελπίδας - πόσο λειψή κι ασβολερή, στα αλήθεια! - πήγε να ανοίξει στην καρδιά του δόλιου νιου, του ερωτευμένου και βαριόμοιρου... 

Μαρία Παπαθεοδώρου