Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 9)

«Δεν μπορείς να σταματήσεις το ψάξιμο!»

Ο Άιζακ σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο που διάβαζε και κοίταξε ενοχλημένος τον γιο του, στενεύοντας τα μάτια του.

«Νόμιζα ότι σε είχα μάθει να ζητάς την άδεια πριν μπεις σε ένα δωμάτιο και όχι να εισβάλεις σαν αγροίκος».

«Μόλις συνάντησα τη Ρεάννα. Μου είπε ότι τους καλείς όλους πίσω. Δε μπορείς να σταματήσεις να ψάχνεις πριν βρούμε τη Σελίν!»

«Χαμήλωσε τον τόνο σου» του είπε απότομα, έκλεισε το βιβλίο, σηκώθηκε όρθιος και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο γραφείο από βελανιδιά. «Έχουν περάσει τρεις βδομάδες. Αν δεν την έχουμε βρει, είναι επειδή δε θέλει να βρεθεί»

«Η Σελίν δεν το έσκασε» σχεδόν γρύλισε ο νεαρός. Δεν ήταν τυφλός, ήξερε πως η Σελίν δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένη με αυτόν τον γάμο, αλλά δεν ήταν δειλή. Αν ήθελε να λήξει αυτόν τον αρραβώνα, θα τους το έλεγε ξεκάθαρα και θα έφευγε με το κεφάλι ψηλά, δεν θα το έσκαγε σαν κλέφτρα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν στον χαρακτήρα της. Κινδύνευε. Ο Ρόραν το ένιωθε, μια αποπνικτική αίσθηση που είχε κουλουριαστεί σαν φίδι μέσα στο στήθος του όλον αυτόν τον καιρό...

«Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα από τα καπρίτσια μιας μάγισσας» είπε ωστόσο ο πατέρας του. «Χρειαζόμαστε όλους τους μάγους μας εδώ και όχι σκορπισμένους μέσα στο δάσος»

«Πως μπορείς να είσαι τόσο αδιάφορος;» τον κατηγόρησε. «Είναι σαν κόρη σου!»

«Ναι, είναι σαν κόρη μου… Εγώ την ανέθρεψα, εγώ της έμαθα όσα ξέρει, γι’ αυτό η προδοσία της είναι χειρότερη» έκανε ο Άιζακ κι ο τόνος του ήταν σαν κοφτερός πάγος, αλλά ο Ρόραν διέκρινε μια στιγμιαία σπίθα συναισθήματος στον βάθος των χλομών πράσινων ματιών του. Γιατί, σε αντίθεση με αυτό που πίστευαν πολλοί, ότι η ικανότητα του Άιζακ να αγαπάει είχε πεθάνει μαζί με τη σύζυγό του, ο αρχηγός της Σύναξης μπορούσε να νιώσει στοργή, αν και ο ίδιος δε θα το παραδεχόταν.

«Την πήρα υπό τη προστασία μου, όταν όλοι μου έλεγαν να αφήσω το παιδί στους λύκους, και να πώς μου το ξεπληρώνει…» συνέχισε, κάθισε ξανά στην καρέκλα του και απέστρεψε το βλέμμα του, τρίβοντας κουρασμένα το μέτωπό του.

«Ποιος σου είπε να την αφήσεις στους λύκους;» απαίτησε να μάθει ο Ρόραν. Τα μάτια του Άιζακ άνοιξαν διάπλατα για μια στιγμή και ολόκληρη η στάση του σκλήρυνε, σαν να συνειδητοποιούσε ότι ίσως είχε αποκαλύψει κάτι που δεν έπρεπε.

«Οι Πρεσβύτεροι σου είπαν να αφήσεις το μωρό να πεθάνει; Λέγε!»

«Δε σου οφείλω εξηγήσεις» απάντησε απότομα ο πατέρας του, με τόνο που τον προειδοποιούσε να μη συνεχίσει τις ερωτήσεις.

«Η Σελίν είναι οικογένειά μου. Ευθύνη μου. Δεν είμαι ανόητος, πατέρα, ξέρω πως εσύ και το Συμβούλιο κρατάτε κάποιο μυστικό σχετικά με εκείνη, κάτι που πιθανότατα δε γνωρίζει ούτε η ίδια. Και είμαι βέβαιος πως είναι κάτι περισσότερο από την ικανότητά της να ελέγχει την ενέργεια των ζωντανών πλασμάτων. Τι είναι αυτό που μας κρύβεις, πατέρα;»

«Αυτή η συζήτηση τελείωσε» είπε ο Άιζακ, με ύφος που δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις, αλλά αυτή τη φορά ο Ρόραν δεν ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει τις εντολές του πατέρα του χωρίς διαμαρτυρία. Όχι όταν η ζωή της Σελίν μπορεί να κινδύνευε.

«Τίποτα δεν τελείωσε. Μπορεί εσύ να αθετείς την υπόσχεσή σου να την προστατεύσεις, αλλά εγώ δεν θα την εγκαταλείψω» δήλωσε, του γύρισε την πλάτη και έφυγε. Πλέον του ήταν ξεκάθαρο πως το Συμβούλιο τούς έκρυβε πράγματα και μάλιστα κάτι σημαντικό, αλλιώς δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για την εμμονή τους να έχουν το άγρυπνο βλέμμα τους καρφωμένο πάνω στη Σελίν. Θα έδιναν εξηγήσεις όταν ερχόταν η ώρα, αλλά προς το παρόν η προτεραιότητά του ήταν να την βρει. Αργότερα, αν πράγματι υπήρχε κάποιος λόγος που την είχε κάνει να φύγει, θα μιλούσαν και θα έβρισκαν τη λύση στο πρόβλημα, όπως έκαναν πάντα. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Ίσως έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή για να τη βρει...



…Ο ήλιος έλαμπε πάνω από το κεφάλι του όταν βγήκε από το σπίτι και ο Ρόραν μισόκλεισε τα μάτια του για να τα προστατεύσει από το έντονο φως. Ελάχιστοι μάγοι κυκλοφορούσαν έξω, οι περισσότεροι είχαν βγει για να φροντίσουν τα φυτά ή να φέρουν νερό, δουλειές που έπρεπε να γίνουν και όχι χαλαρές βόλτες ή επισκέψεις σε σπίτια φίλων. Μπορούσε να νιώσει την ταραχή στην ατμόσφαιρα, ακόμα και τα πουλιά κελαηδούσαν πιο μονότονα.

Φήμες έλεγαν ότι το Συμβούλιο θα αποφάσιζε απόψε ποιον μάγο ή μάγισσα θα έστελναν στα βάθη του δάσους. Εκείνος, ως γιος του επικεφαλή της Σύναξης, γνώριζε πως οι φήμες δεν ήταν καθόλου φήμες. Είχε προσπαθήσει να διαμαρτυρηθεί, αλλά οι Πρεσβύτεροι επέμεναν στη θέση τους πως ήταν προτιμότερο να υπακούσουν τη Μπαστιάνα και να θυσιάσουν μονάχα ένα άτομο, παρά να χάσουν εκατοντάδες αν άνοιγαν πόλεμο με τους εξόριστους. Το επιχείρημά τους ήταν λογικό, αλλά και πάλι ο Ρόραν δεν ένιωθε καλά με αυτό. Ήταν σαν να είχαν ήδη χάσει ένα πόλεμο που δεν είχε καν αρχίσει.

Τα δέντρα πύκνωναν, καθώς πλησίαζε το χαμηλό σπίτι της Νάγιας. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα και σήκωσε το κεφάλι του για να δει τα πράσινα κλήματα, που μέσα σε λίγες βδομάδες είχαν θεριέψει και είχαν κρύψει τελείως τις σανίδες της οροφής. Σήκωσε το χέρι του και χτύπησε την πόρτα, που άνοιξε μερικά εκατοστά και ύστερα σκάλωσε σε κάτι.

«Ηλίθια ρίζα!» άκουσε τη Νάγια να καταριέται από μέσα. Με ένα απότομο τράβηγμα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, αποκαλύπτοντας τη μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα.

«Ρόραν;» είπε ξαφνιασμένη και ίσιωσε βιαστικά το φόρεμά της. Το ανοιχτό πράσινο ύφασμα έκανε το χρώμα των μαλλιών της να δείχνει πιο έντονο.

«Μπορώ να περάσω;»

«Ναι, φυσικά» είπε βιαστικά και ξερόβηξε. «Πέρνα μέσα»

Έκανε στην άκρη και έδειξε το εσωτερικό του σπιτιού. Ήταν λες και το δάσος είχε εισβάλει μέσα του, τα αναρριχητικά φυτά που έμπαιναν από τα παράθυρα και σκαρφάλωναν τους τοίχους είχαν πυκνώσει και είχαν γεμίσει μικρά πράσινα μπουμπούκια. Μερικά είχαν ανθίσει, αποκαλύπτοντας λευκά πέταλα που ξετυλίγονταν ντροπαλά –η Νάγια του είχε πει πως τα άσπρα άνοιγαν πάντα πριν από τα κόκκινα. Ανέδιδαν ένα φρέσκο, γλυκό άρωμα που γέμιζε τον χώρο. Ρίζες κάλυπταν το πάτωμα σαν μπερδεμένες καφετιές κορδέλες και έπρεπε να κοιτάζει διαρκώς που πατούσε για να μη σκοντάψει.

«Εξασκούμαι σε μερικά καινούργια ξόρκια» του εξήγησε η Νάγια. Χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, πρόσθεσε ο τρόπος που κοίταξε τον χαμό από ρίζες στο πάτωμα. «Κάθισε. Να σου βάλω τσάι;»

«Όχι, ευχαριστώ» αρνήθηκε ευγενικά και τράβηξε μια καρέκλα από την τραπεζαρία για να καθίσει. «Θέλω να σου μιλήσω. Έχεις λίγο χρόνο;»

Η Νάγια αναστέναξε και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στη δική του. Την έστριψε προς το μέρος του έτσι ώστε να βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Τα γόνατά τους σχεδόν αγγίζονταν.

«Θέλεις να με ρωτήσεις για τη Σελίν. Είπα ήδη ό,τι ξέρω στον Άιζακ. Άκουσα τις φωνές, έτρεξα έξω, και όταν γύρισα είχε εξαφανιστεί. Δεν έχω ιδέα που μπορεί να πήγε»

Ο Ρόραν έγειρε προς το μέρος της και την κοίταξε σταθερά μέσα στα μάτια. Οι ανοιχτόχρωμες ίριδές τους είχαν μέσα τους γκρίζες πιτσιλιές που τους έδιναν μια παγωμένη, ντελικάτη εμφάνιση.

«Το ξέρω πως νομίζεις ότι την προστατεύεις, αλλά η Σελίν μπορεί να κινδυνεύει. Είμαι σίγουρος πως ξέρεις πού είναι. Πες μου και σου δίνω τον λόγο μου ότι δε θα πω στον πατέρα μου ότι εσύ μου το είπες, και θα φροντίσω να μην έχει ούτε η Σελίν προβλήματα μαζί του. Σε παρακαλώ, Νάγια…»

Εκείνη έπιασε το χέρι του και το κράτησε μέσα στο δικό της, κι έπειτα κοίταξε προβληματισμένη τα ενωμένα χέρια τους, παλεύοντας για να αποφασίσει αν θα παρέμενε πιστή στη φίλη της ή αν θα εμπιστευόταν τον Ρόραν.

«Η Σελίν…» ξεκίνησε να λέει διστακτικά. «Πριν από λίγο καιρό, πήγαμε στο χωριό των ανθρώπων»

Τα μάτια του Ρόραν άνοιξαν διάπλατα. «Τι; Γιατί κάνατε κάτι τόσο ανόητο!»

«Ήταν ιδέα της Σελίν» υπερασπίστηκε τον εαυτό της και ο Ρόραν ήξερε ότι έλεγε αλήθεια. Μονάχα η Σελίν θα έκανε κάτι τόσο ανόητα ριψοκίνδυνο. Ήθελε να φωνάξει στη Νάγια, να την πιάσει από τους ώμους και να την ταρακουνήσει. Αν κάποια από τις δυο τους είχε πάθει κακό; Πίεσε όμως τον εαυτό του να παραμείνει ψύχραιμος. Ήθελε να μάθει την αλήθεια, και το χειρότερο που μπορούσε να κάνει αυτή τη στιγμή ήταν να επιπλήξει τη Νάγια και να την κάνει να κλειστεί στον εαυτό της.

«Τι έγινε στο χωριό των ανθρώπων;» ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

«Γνώρισε ένα αγόρι. Τον συναντούσε κρυφά εδώ και καιρό. Το βράδυ που εξαφανίστηκε είχε φύγει για να τον συναντήσει. Λυπάμαι που το μαθαίνεις από εμένα…»

Ένιωθε λες και το έδαφος είχε χαθεί κάτω από το πόδια του και τώρα έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε χωρίς να βρίσκει από κάπου να πιαστεί. «Όχι» είπε μουδιασμένος, κουνώντας το κεφάλι του. «Η Σελίν δε θα το έκανε ποτέ αυτό» Αν είχε σχέση με κάποιον, δε θα είχε δεχθεί ποτέ τον αρραβώνα μεταξύ τους. Και με έναν άνθρωπο… Πήγε να σηκωθεί, αλλά η Νάγια κράτησε το χέρι του μέσα στο δικό της με απρόσμενη δύναμη, εμποδίζοντάς τον.

«Είσαι τόσο αφοσιωμένος σε εκείνη, ενώ ξέρεις πως δε νιώθει το ίδιο για σένα. Τι αξία έχει να πάρεις μια γυναίκα που δε σε θέλει;» τον προκάλεσε κι έγειρε προς το μέρος του, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Ο Ρόραν μπορούσε να μετρήσει τις ανοιχτόχρωμες φακίδες πάνω στη μύτη και τα μάγουλά της, τα μαλλιά της μύριζαν σαν τα λουλούδια που τους περιτριγύριζαν.

«Είσαι καλός, Ρόραν. Σου αξίζει κάποια που να είναι μόνο δική σου, όχι να τη μοιράζεσαι με κάποιον άλλο»

«Νάγια, σταμάτα» της είπε μαλακά. Αυτό ήταν δικό του λάθος. Πάντα ήξερε ότι αγαπούσε την Σελίν και πως μια μέρα θα ήταν μαζί, αλλά πίστευε πως μέχρι να το συνειδητοποιήσει και εκείνη δεν πείραζε να περνάει τον χρόνο του με τα υπόλοιπα κορίτσια του χωριού. Και η Νάγια, παρόλο που γνώριζε πως ήταν φίλη της, ήταν γεμάτη ζωή και ενέργεια, με αυτή τη φλόγα στα μάτια της και το εύκολο χαμόγελο που πάντα μαγνήτιζε το βλέμμα του. Νόμιζε πως δεν έκανε κάτι κακό από τη στιγμή που και οι δυο απολάμβαναν τον χρόνο που περνούσαν μαζί. Άλλωστε ποτέ δεν της έδωσε υποσχέσεις. Προφανώς ήταν πολύ γελασμένος.

«Γιατί;» τον ρώτησε ξανά θιγμένα. «Μπορεί να μην είμαι τόσο δυνατή όσο εκείνη, αλλά τουλάχιστον θα σου ήμουν πιστή. Προτιμάς να βασανίζεσαι για μια γυναίκα που το έσκασε με κάποιον άλλο λίγες μέρες πριν από τον γάμο σας;»

Τα λόγια της ήταν πικρά και ο Ρόραν ένιωθε το φαρμάκι τους να χύνεται μέσα του. Δεν ήθελε να σκεφτεί την πιθανότητα να είναι αλήθεια, πως η Σελίν τον είχε αφήσει για έναν άλλον άντρα. Ότι τον κορόιδευε, αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι είχε αρχίσει να δέχεται την ιδέα του γάμου τους, ενώ ταυτόχρονα είχε σχέση με κάποιον άλλο. Όχι, η δική του Σελίν δεν θα τον εξευτέλιζε με αυτόν τον τρόπο.

«Καλύτερα να φύγω» μουρμούρισε. Μπορούσε να σταθεί απέναντι σε μια αγέλη από λύκους, αλλά δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει όταν είχε μπροστά του ένα πληγωμένο κορίτσι. Έφυγε πριν πει κάτι που θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Τα λόγια της τριγύριζαν στο μυαλό του σαν ένα σμήνος από σφήκες. Η Νάγια πληγώθηκε επειδή την είχε απορρίψει και προσπάθησε να τον κάνει να νιώσει το ίδιο. Σίγουρα αυτό ήταν.

Όμως στο είπε πριν την πληγώσεις, ψιθύρισε το υποσυνείδητό του. Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει τις σκέψεις του και επιτάχυνε το βήμα του. Το στομάχι του ήταν βαρύ λες και είχε καταπιεί πέτρες.

Τότε, ο ήχος από παιδικές φωνές και κλάματα τράβηξε την προσοχή του. Μια ομάδα μαγισσών είχε συγκεντρωθεί μπροστά στην πέτρινη βρύση. Τις κοίταξε με απορία και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.

Ο Πίττερ ήταν γονατισμένος στη μέση του μικρού πλήθους. Οι δίδυμες κόρες του, οι εξάχρονες Σάλυ και Άνν, είχαν γαντζωθεί πάνω του και έκλαιγαν γοερά. Μερικές γυναίκες προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα παιδιά, χωρίς επιτυχία. Από τις λίγες λέξεις που ξεχώρισε μέσα από τα αναφιλητά τους κατάλαβε πως είχαν ακούσει για τις Θυσίες και τώρα νόμιζαν πως ο πατέρας τους θα πεθάνει. Κάτι που είναι μια πιθανότητα, του επισήμανε πάλι το υποσυνείδητό του. Πλησίασε, και είδε ότι η Αλίρα έσκυψε δίπλα τους και ακούμπησε απαλά την πλάτη της Σάλυ –που πάντα φορούσε κόκκινα φιογκάκια στα μαλλιά, ενώ η Άνν φορούσε πάντα κίτρινα για να τις ξεχωρίζουν- και προσπάθησε να την καθησυχάσει με τη γλυκιά φωνή της, λέγοντάς της πως ο πατέρας της δε θα πήγαινε πουθενά, μα το παιδί δεν πείστηκε. Τύλιξε τα λεπτά χέρια της γύρω από τον λαιμό του Πίττερ και συνέχισε να τον ικετεύει να μην τις αφήσει και να μην πεθάνει. Ο Ρόραν δε μπορούσε παρά να σκέφτεται πως κάτι ήταν τρομερά λάθος με την εικόνα μπροστά του. Η Σάλυ και η Άνν ήταν μωρά, δε θα έπρεπε να έχουν τέτοιες σκέψεις που βασάνιζαν τις αθώες παιδικές ψυχές τους.

Παραμέρισε όσους στεκόντουσαν μπροστά του και πλησίασε. Η Αλίρα του έριξε μια απεγνωσμένη ματιά, αφού ό,τι κι αν έλεγε στα παιδιά δεν είχε αποτέλεσμα, εκείνος όμως γονάτισε δίπλα τους και άγγιξε τον ώμο του ενός κοριτσιού.

«Άνν, κοίταξε με. Άνν…»

Το κοριτσάκι σήκωσε το κεφάλι του από το πουκάμισο του πατέρα της, συνεχίζοντας ωστόσο να κρατάει σφιχτά το ύφασμα με τις μικρές γροθιές της, σαν να φοβόταν πως κάποιος θα τον έπαιρνε μακριά τους. Το πρόσωπο της ήταν κόκκινο και τα στρογγυλά μάγουλά της υγρά από τα δάκρια. Το θέαμα τού σπάραζε την καρδιά.

«Σου υπόσχομαι πως ο πατέρας σου δεν πρόκειται να πεθάνει»

«Πως το ξέρεις;» τον ρώτησε ρουφώντας τη μύτη της.

«Επειδή σου έδωσα τον λόγο μου. Κανείς δε θα πεθάνει» επανέλαβε, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το πλήθος γύρω του.

«Αυτή η τρέλα σταματάει εδώ» ανακοίνωσε με δυνατή, καθαρή φωνή. Οι πάντες σώπασαν γύρω του. Ένιωσε το βάρος δεκάδων βλεμμάτων καρφωμένα πάνω του.

Ο θυμός που ένιωθε είχε αρχίσει να βγαίνει στην επιφάνεια, σαν πύρινα κύματα που δε μπορούσε να ελέγξει. Ένιωθε οργή για τον πατέρα του που είχε σταματήσει να ψάχνει για τη Σελίν εγκαταλείποντας την ελπίδα ότι θα την έβρισκαν, είχε θυμώσει με την Νάγια για αυτά που του είχε πει και ήταν έξαλλος με τη Σελίν, για την πιθανότητα πράγματι να το είχε σκάσει, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν έξαλλος με τον εαυτό του που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό.

Όμως μπορούσε να κάνει κάτι τώρα. Οι εποχές που ακολουθούσε τον πατέρα του πάντα ακούγοντας και χωρίς ποτέ να μιλάει είχαν περάσει. Το Συμβούλιο άφηνε τον φόβο του για τη Μπαστιάνα να τους τυφλώνει και πλέον αδυνατούσαν να φροντίσουν τους δικούς του, στέλνοντάς τους σε εκείνη σαν ζώα στη σφαγή. Είχε έρθει η ώρα να αντιδράσει κάποιος και, αφού δεν το έκανε ο πατέρας του ή οι Πρεσβύτεροι, θα το έκανε εκείνος. Αν ήθελε μια μέρα να ηγηθεί αυτών των ανθρώπων και να νιώθει περήφανος για τον εαυτό του, θα ξεκινούσε με το να μην τους εγκαταλείψει, όπως είχε κάνει ο Άιζακ με τη Σελίν.

«Αν η Μπαστιάνα θέλει να ανοίξει πόλεμο, ας ανοίξει!» φώναξε. «Αν θέλει έναν από εμάς, θα πρέπει να μας αντιμετωπίσει όλους, επειδή εμείς δεν εγκαταλείπουμε τους δικούς μας!»

Οι μάγοι γύρω του άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται και να ψιθυρίζουν, ώσπου οι ψίθυροι μεγάλωσαν και έγιναν δυνατές φωνές. Όλοι τους είχαν βαρεθεί να ζουν υπό τον φόβο των Θυσιών και να θρηνούν συγγενείς και φίλους, ενώ τα άτομα που είχαν ορκιστεί να τους καθοδηγούν και να τους προστατεύουν κρατούσαν μια παθητική στάση. Ο θυμός που κυλούσε στις φλέβες του Ρόραν αναμίχθηκε με μια ατσάλινη αποφασιστικότητα να το αλλάξει αυτό. Μετά από δεκαετίες οι δικοί του είχαν ξυπνήσει και δεν θα έμεναν πιόνια κανενός ούτε για μια στιγμή παραπάνω.

Τώρα ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν.

Φαίη