Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 8: Ευκαιρία Διαφυγής)

Ο Μιχάλης διάβασε μία ακόμη φορά το γράμμα, ώστε να συγκρατήσει τις τοποθεσίες που ανέφερε ο γράφων και να μπορέσει να τις μοιραστεί με τους μάγους του βασιλιά, αν θα κατάφερνε να φτάσει σε εκείνους. Μετά, έβαλε τον πάπυρο μέσα στο τσουβάλι και κίνησε βιαστικά προς το μέρος έξω από το χωριό, στο οποίο βρίσκονταν οι άνδρες της συμμορίας του Έκτορα. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έτσι δεν άργησε να βγει από το χωριό, αλλά και να φτάσει στο σημείο που ήταν η άμαξα. Εκεί, όμως, δε βρισκόταν κανένας· ούτε κάποιος απ’ τους άνδρες της συμμορίας, αλλά ούτε κι από τους δύο συγκρατούμενούς του.

Κοίταξε μέσα στη φυλακή, όπου διαπίστωσε ανακουφισμένος ότι βρισκόταν τουλάχιστον η κοπέλα. Πλησίασε προς το μέρος της και την κοίταξε προσεκτικότερα, ανακαλύπτοντας πως κοιμόταν. Ήξερε ότι έπρεπε να τη βοηθήσει. Αυτός ήταν ο λόγος, άλλωστε, που δεν μπορούσε να το σκάσει, αν και οι άνδρες έλειπαν κι εκείνος είχε την ευκαιρία να τους ξεφύγει.

Σκέφτηκε να ψάξει για λίγο την άμαξα, εκμεταλλευόμενος την απουσία των ανδρών της συμμορίας. Ήταν μεγάλη και ευρύχωρη, με καθίσματα φτιαγμένα από άχυρο. Ήταν, ωστόσο, ιδιαίτερα μαλακά κι άνετα, όπως κατάλαβε όταν έκατσε πάνω τους. Δίπλα σ’ αυτά τα απλά καθίσματα βρίσκονταν διάφορα σακίδια, μεταξύ των οποίων κι η τσάντα του ίδιου. Αφού ήλεγξε και διαβεβαιώθηκε πως δεν ερχόταν κανένας, την άνοιξε για να δει αν ήταν όλα μέσα. Πράγματι, οι άνδρες δεν είχαν πάρει τίποτα από εκεί. Την έκλεισε, όμως, και την άφησε πίσω απογοητευμένος, αφού ήπιε λίγο δροσερό νερό από το μπουκάλι που βρισκόταν στο εσωτερικό της.

Έκανε να πάει προς τη φυλακή, για να περιμένει εκεί τους άνδρες, όταν ξαφνικά ακούστηκαν κραυγές από κάπου μέσα στο χωριό. Δίχως να το καλοσκεφτεί, άφησε το τσουβάλι με τα χρυσά αντικείμενα και τον πάπυρο και κίνησε τρέχοντας προς τα εκεί, για να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Έκανε λιγότερο από ένα λεπτό για να φτάσει στο χωριό και μετά από λίγο βρέθηκε στο κέντρο του, όπου ανακάλυψε ποιος ήταν ο λόγος που ακούγονταν οι κραυγές.

Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε μία σύγκρουση μάγων, οπότε το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο, μιας και δε μάχονταν όπως οι θνητοί. Κάποιοι απ’ αυτούς χρησιμοποιούσαν σπαθιά και χτυπιούνταν μεταξύ τους, με τρομερή ταχύτητα και απίστευτη ευελιξία, που σίγουρα δε θα μπορούσε να έχει ένας θνητός. Άλλοι χρησιμοποιούσαν απλά τα χέρια τους, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διάφορες λάμψεις, ποικίλων χρωμάτων· αυτές τον δυσκόλευαν να διακρίνει πώς ακριβώς δημιουργούνταν, αλλά και το αποτέλεσμα που είχαν.

Οι μαχόμενοι ήταν χωρισμένοι σε δύο πλευρές: στον Έκτορα και τους υπόλοιπους τέσσερις άνδρες της συμμορίας και στους δύο συγκρατούμενους του Μιχάλη, που είχαν τη βοήθεια άλλων έξι ακόμη μάγων. Αυτοί ήταν κοντά στην ηλικία του νεότερου από τους πρώην φυλακισμένους. Φορούσαν απλά ρούχα, όπως όλοι οι μάγοι που είχε αντικρίσει μέχρι τότε, και πολεμούσαν με πάθος, κάτι που μπορούσε εύκολα να γίνει αντιληπτό παρακολουθώντας τους.

Το θετικό ήταν πως έμοιαζαν να τα καταφέρνουν εναντίον της συμμορίας, έχοντας ήδη ρίξει αναίσθητους δύο από τους άνδρες του Έκτορα. Ο ίδιος ο Έκτωρ, όμως, πρέπει να ήταν πολύ ισχυρός· πάλευε με τρεις ταυτόχρονα και δεν έμοιαζε να υποχωρεί. Οι πολλές λάμψεις, ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτόν και τους τρεις αντιπάλους του δεν επέτρεπαν στον Μιχάλη να διακρίνει ακριβώς τι συνέβαινε.

Ένιωσε να τον κυριεύει ο θυμός και να επηρεάζεται από το θέαμα της σύγκρουσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θέλει να βοηθήσει τους μάγους, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν ένας από αυτούς. Πλησίασε χωρίς να το σκεφτεί στο σημείο της μάχης· δεν άργησε να εντοπίσει τον Άρονα, ο οποίος πάλευε με τον νεότερο συγκρατούμενό του κι άλλον έναν άνδρα.

«Τι κάνεις εκεί;» ούρλιαξε ο νεαρός μόλις τον είδε. «Φύγε, τρέξε να σωθείς!»

Ο Μιχάλης μόλις τον άκουσε συνειδητοποίησε πως ήταν μία μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει από τη συμμορία, αλλά έπειτα σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να αφήσει την κοπέλα εκεί, μόνη της. Θυμήθηκε πως ο Άρων κρατούσε το κλειδί που άνοιγε την πόρτα του κλουβιού στην τσέπη του. Άρα, έπρεπε να το πάρει από εκείνον. Δεν έχασε καθόλου χρόνο για να σκεφτεί κάποιο σχέδιο, αλλά όρμησε γεμάτος οργή στον άνδρα μπροστά του, με αποτέλεσμα να τον ρίξει κάτω. Τη στιγμή που έπεφταν, όμως, μια πράσινη λάμψη τύφλωσε τον Μιχάλη και χτύπησε τον άνδρα. Όταν άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος, δίπλα στον Άρονα, που τον κοιτούσε οργισμένος χωρίς να κουνιέται.

Την επόμενη στιγμή ένιωσε κάποιον να τον τραβάει δυνατά από το μπράτσο κι ύστερα άκουσε τη φωνή του συγκρατούμενού του. «Γρήγορα, φύγε, είναι πολύ επικίνδυνα εδώ».

Ο Μιχάλης, όμως, τραβήχτηκε απότομα από τη λαβή του κι έσκυψε προς τον Άρονα. Του φώναξε έντονα να του δώσει το κλειδί και τελικά το πήρε, μ’ εκείνον να τον κοιτάει απορημένος, δίχως να μπορεί να κουνηθεί.

Ο άλλος άνδρας τον κοίταξε για λίγο έκπληκτος, αλλά μετά έδειξε να καταλαβαίνει τον λόγο που ο Μιχάλης έκανε ό,τι έκανε.

«Εντάξει. Παρ’ την και φύγετε γρήγορα» του είπε και μετά τον έσπρωξε με δύναμη προς την κατεύθυνση που οδηγούσε στην άμαξα της συμμορίας. Δίχως να χάσει χρόνο, έτρεξε με όλη του την ενέργεια προς τα εκεί.

Έκανε ελάχιστη ώρα να φτάσει στην άμαξα, λιγότερη ακόμη κι απ’ όση υπολόγιζε. Μόλις έφτασε μπροστά στην πόρτα του πήρε λίγη ώρα να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά· το χέρι του έτρεμε από τη βιασύνη και την αγωνία να μην τους πιάσουν οι άνδρες της συμμορίας, στην περίπτωση που δεν τα κατάφερναν τελικά οι άλλοι μάγοι. Μόλις την άνοιξε πήδησε γρήγορα μέσα, ακριβώς μπροστά από το σημείο στο οποίο βρισκόταν η κοπέλα. Την άγγιξε με το χέρι του στον ώμο και τη σκούντηξε. Εκείνη άνοιξε αργά τα μάτια της και τον κοίταξε ξαφνιασμένη, ενώ μόλις κατάλαβε ποιος ήταν του χαμογέλασε. Αυτός δεν έχασε χρόνο και τη βοήθησε να σηκωθεί.

«Γρήγορα, πάμε να φύγουμε όσο προλαβαίνουμε».

«Μα… πώς;» τον ρώτησε με την αδύναμη φωνή της, καθώς προσπαθούσε με τη βοήθειά του να σταθεί.

«Θα σου εξηγήσω αργότερα. Έλα τώρα να φύγουμε αμέσως».

Μετά τη βοήθησε να κατέβει από τη φυλακή και την άφησε για λίγο εκεί, λέγοντάς της να περιμένει. Έτρεξε γρήγορα προς την άμαξα, απ’ όπου πήρε την τσάντα που του είχε δώσει ο Σέκαρ και το γράμμα απ’ το τσουβάλι. Έπειτα κίνησε πάλι προς το σημείο που βρισκόταν η κοπέλα, η οποία κρατιόταν με δυσκολία όρθια, στηριζόμενη στα ξύλινα κάγκελα.

Ξεκίνησαν περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς μία τυχαία κατεύθυνση. Συνέχισαν να κατευθύνονται προς τα εκεί για αρκετή ώρα, ακόμη κι όταν η άμαξα με το κλουβί είχε πια χαθεί από το οπτικό τους πεδίο. Ο Μιχάλης έβλεπε ότι η κοπέλα ήταν εξαντλημένη και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να συνεχίσει χωρίς να καταρρεύσει. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι άλλο, εφόσον έπρεπε να απομακρυνθούν αρκετά απ’ το χωριό και την άμαξα, έτσι ώστε να μην καταφέρουν να τους εντοπίσουν οι μάγοι της συμμορίας.

Όταν κατάλαβε πια πως εκείνη είχε εξαντληθεί εντελώς, σταμάτησε και τη βοήθησε να κάτσει στο έδαφος. Έκατσε κι ο ίδιος, αφού ήλεγξε αν υπήρχε κάποια κίνηση γύρω τους. Έβγαλε από την τσάντα του το μπουκάλι με το νερό και της το προσέφερε. Εκείνη ήπιε αρκετό, κρατώντας το με δυσκολία και με τα δυο της χέρια. Όταν το πήρε στα χέρια του ήταν άδειο, αλλά μετά το είδε εντυπωσιασμένος να γεμίζει ξανά· ήπιε κι αυτός από το δροσερό νερό για να ικανοποιήσει τη δίψα του. Στη συνέχεια έβγαλε από την τσάντα του δύο σάντουιτς, το ένα εκ των οποίων έδωσε στην κοπέλα. Το άλλο το έφαγε ο ίδιος, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση μάλιστα. Αυτή έφαγε το δικό της αργά, αλλά ήταν εμφανές ότι πεινούσε και το απολάμβανε.

«Ευχαριστώ για όλα» του ψέλλισε αδύναμα λίγο αργότερα.

«Απλά έκανα αυτό που έπρεπε» της απάντησε ο Μιχάλης, ενώ αισθάνθηκε ότι κοκκίνισε από ντροπή.

«Καλύτερα όμως να μ’ αφήσεις» είπε μετά, στρέφοντας το βλέμμα της προς το έδαφος. «Άκουσα πως έχεις μια πληροφορία να μεταφέρεις στον στρατό του βασιλιά. Εγώ θα σου είμαι βάρος και δεν πρέπει να καθυστερήσεις».

Ο Μιχάλης έμεινε για λίγο να την κοιτάει, εντυπωσιασμένος από την ωριμότητά της. «Δεν πρόκειται να σε αφήσω».

«Πρέπει» επέμεινε κοιτώντας τον. «Μπορεί να εξαρτώνται πολλές ζωές απ’ την πληροφορία που μεταφέρεις· η δική μου είναι μόνο μία».

Εκείνος νευρίασε. «Και λοιπόν; Επειδή είσαι μόνο μία πρέπει να σε αφήσω εδώ αβοήθητη, στην κατάσταση που βρίσκεσαι; Δε θα κάτσω να ζυγίσω πόσες ζωές κινδυνεύουν και να διαλέξω να σώσω τους περισσότερους. Αφού μπορώ να σε βοηθήσω, θα το κάνω».

Η κοπέλα τον κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένη, μάλλον επειδή δεν περίμενε να της βάλει τις φωνές. Μετά του έριξε ένα βλέμμα δυσπιστίας, σαν να μην πίστευε αυτά που της έλεγε.

«Νομίζω ότι πρέπει να το σκεφτείς καλύτερα. Δεν αξίζω τέτοιο ρίσκο. Και μιλάμε για την τύχη ολόκληρης της χώρας».

Την επόμενη στιγμή ο Μιχάλης, προς μεγάλη έκπληξη και του ίδιου, της έπιασε το χέρι και την κοίταξε στα μάτια με σοβαρό ύφος.

«Δε θα σε αφήσω εδώ σε καμία περίπτωση. Μην επιμένεις».

Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάζει και πήγε να πει κάτι, αλλά στην πορεία σταμάτησε. Προφανώς είχε καταλάβει ότι δε θα μπορούσε να τον μεταπείσει, αφού έδειχνε αποφασισμένος.

«Καλά τότε. Τουλάχιστον, όμως, να με αφήσεις κάπου γρήγορα. Μην αργοπορείς πολύ εξαιτίας μου».

«Ξέρεις κάποιο μέρος όπου μπορούν να σε φροντίσουν;» τη ρώτησε μετά από λίγο.

«Αν δεν κάνω λάθος, υπάρχει ένα θεραπευτήριο σε μία μικρή πόλη που βρίσκεται στον δρόμο μας».

«Ωραία. Τότε θα πάμε εκεί μετά».

«Δεν πρέπει να είναι πολύ μακριά».

«Εντάξει. Καλύτερα να ξεκουραστείς τώρα και θα συνεχίσουμε αργότερα, που δε θα έχει τόση ζέστη».

Της άφησε το χέρι και τη βοήθησε να ξαπλώσει, τραβώντας την κουκούλα του μανδύα της για να ακουμπήσει εκεί το κεφάλι της. Δε θα ήταν και ό,τι καλύτερο να έρθει σε επαφή με την άμμο. Εκείνη τον ευχαρίστησε για ακόμη μία φορά κι έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί. Λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, όμως, ο Μιχάλης θυμήθηκε να ρωτήσει κάτι.

«Ποιο είναι το όνομά σου;»

Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε αρχικά παραξενεμένη, αλλά μετά φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι δεν του το είχε πει.

«Γιάννα. Το δικό σου;»

Μόλις της απάντησε, του χαμογέλασε κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της.

Ο ίδιος κοίταξε μπροστά, προς το σημείο που βρισκόταν μάλλον η κοντινότερη πόλη με το θεραπευτήριο. Λογικά θα αποτελούσε ένα είδος νοσοκομείου των μάγων σ’ εκείνη τη χώρα. Εκεί ήλπιζε ότι θα έβρισκε λίγη βοήθεια. Ευχαρίστησε από μέσα του τους μάγους που συγκρούστηκαν με τη συμμορία και του έδωσαν την ευκαιρία να ξεφύγει μαζί με τη Γιάννα. Μετά ηρέμησε για λίγο, απολαμβάνοντας και πάλι την αίσθηση της ελευθερίας. 

Παναγιώτης Βάβαλος