Το θρόισμα των φύλλων που παρέσερνε το αεράκι του Δεκέμβρη ακουγόταν περισσότερο από τις σχεδόν αθόρυβες οπλές.
Το μαύρο άλογο, ίδιο χρώμα με τη νύχτα που τους τύλιγε, ανέβαινε ακούραστα και ασταμάτητα τον απότομο βράχο. Η μυρωδιά του θανάτου αναμεμειγμένη με εκείνη των πεύκων θα έκανε τον οποιονδήποτε να αποφεύγει τη λεγόμενη «άκρη του κόσμου» αλλά όχι εκείνη : τη μυστηριώδη αναβάτισσα του αλόγου.
Ο σκουρόχρωμος μανδύας της δεν είχε σκοπό να ζεστάνει εκείνη. Η βαριά πανοπλία της από φολίδες ενός πλάσματος που δεν υπήρχε πια στον κόσμο των ανθρώπων την κρατούσε κάτι παραπάνω από ζεστή. Όχι ότι μπορούσε να νιώσει κρύο. Δεν είχε δημιουργηθεί με τέτοιου είδους αισθήματα. Όχι. Ο λόγος που αυτό το απαλό κομμάτι ύφασμα κάλυπτε το κορμί της ήταν για να προστατέψει τον μικρό μπόγο ζωντανής σάρκας στα χέρια της.
Ο απαλός καλπασμός του αλόγου νανούριζε το νεογέννητο πλάσμα που κρατούσε όμως την ίδια στιγμή έκανε τους ταλαιπωρημένους μυς της να πονούν περισσότερο. Τα κατακόκκινα μαλλιά της κολλούσαν στο χλωμό πρόσωπό της ενώ τα απόκοσμα τατουάζ της έκαναν τρομακτική αντίθεση με τα αχνά, πράσινα μάτια της.
Το μαύρο άλογο, ίδιο χρώμα με τη νύχτα που τους τύλιγε, ανέβαινε ακούραστα και ασταμάτητα τον απότομο βράχο. Η μυρωδιά του θανάτου αναμεμειγμένη με εκείνη των πεύκων θα έκανε τον οποιονδήποτε να αποφεύγει τη λεγόμενη «άκρη του κόσμου» αλλά όχι εκείνη : τη μυστηριώδη αναβάτισσα του αλόγου.
Ο σκουρόχρωμος μανδύας της δεν είχε σκοπό να ζεστάνει εκείνη. Η βαριά πανοπλία της από φολίδες ενός πλάσματος που δεν υπήρχε πια στον κόσμο των ανθρώπων την κρατούσε κάτι παραπάνω από ζεστή. Όχι ότι μπορούσε να νιώσει κρύο. Δεν είχε δημιουργηθεί με τέτοιου είδους αισθήματα. Όχι. Ο λόγος που αυτό το απαλό κομμάτι ύφασμα κάλυπτε το κορμί της ήταν για να προστατέψει τον μικρό μπόγο ζωντανής σάρκας στα χέρια της.
Ο απαλός καλπασμός του αλόγου νανούριζε το νεογέννητο πλάσμα που κρατούσε όμως την ίδια στιγμή έκανε τους ταλαιπωρημένους μυς της να πονούν περισσότερο. Τα κατακόκκινα μαλλιά της κολλούσαν στο χλωμό πρόσωπό της ενώ τα απόκοσμα τατουάζ της έκαναν τρομακτική αντίθεση με τα αχνά, πράσινα μάτια της.
Το άλογο της χλιμίντρισε σιγανά και έφτασε στην άκρη του γκρεμού. Η καβαλάρισσα ξεπέζεψε αργά. Σταγόνες αίματος πότιζαν το γρασίδι κάτω από τα πόδια της αλλά κανείς από τους τρεις τους δε φάνηκε να νοιάζεται. Τα ολόλευκα μάτια του αλόγου της καρφώθηκαν στα δικά της και η ζεστή ανάσα του χάιδεψε το παγωμένο της δέρμα. Άπλωσε ένα τρεμάμενο χέρι και χάιδεψε το μάγουλο του ζώου.
«Μη φοβάσαι, Νύχτα. Όλα θα πάνε καλά». Το άλογο ρουθούνισε ηχηρά και χαμήλωσε το κεφάλι. Η απόκοσμη γυναίκα ακούμπησε απαλά το παιδί στο χορτάρι και τύλιξε πιο σφιχτά τα πανιά που συγκρατούσαν το αίμα που έρρεε σαν νερό από μέσα της. Κοίταξε το μωρό στα πόδια της και γρύλισε μέσα από τα δόντια της.
Εάν κάτι θεωρούσε γελοίο, ήταν αυτό το παιδί. Πώς στο καλό ήταν δυνατόν; Δεν είχαν δημιουργηθεί με τέτοιες ανάγκες και να όμως που είχαν εμφανιστεί. Δεν είχαν δημιουργηθεί με την ικανότητα να αναπαράγονται, να όμως που είχε αποδειχτεί το αντίθετο. Αυτό το παιδί ήταν βδέλυγμα της φύσης όμως... Και εκείνη όσο και ο πατέρας του ήταν βδελύγματα. Η πρώτη της σκέψη ήταν να το σκοτώσει. Αλλά όση οργή και αν κυλούσε στο αίμα της, δεν μπορούσε να βλάψει ένα αθώο πλάσμα. Πόσο μάλλον ένα αθώο πλάσμα που είχε βγει από τα σπλάχνα της.
Είχε σκεφτεί να φωνάξει τα αδέρφια της, όμως αυτό θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε. Μόνο το πρόσωπο του ανέκφραστου μεγάλου της αδερφού την ώρα που θα του ανακοίνωνε τι είχε κάνει, με ποιον και τι είχε ως αποτέλεσμα τη διακωμωδούσε.
Αναστέναξε βαθιά και σήκωσε το παιδί. Εκείνο τέντωσε τα μικροσκοπικά χεράκια του και βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά της. Εάν μπορούσε να νιώσει, κάτι θα έσπαγε μέσα της σε αυτή την κίνηση. Αλλά δεν μπορούσε. Ή τουλάχιστον... έπρεπε να μην μπορεί να νιώσει.
Προχώρησε προς την άκρη του λόφου. Από κάτω της η αχανής, γεμάτη ομίχλη έκταση θα έπρεπε να την τρομάζει, όμως ήξερε ότι ήταν απλά μια πύλη. Μια πύλη που εκείνη δεν ήταν γραφτό να διαβεί ακόμα, όμως είχε φτάσει η ώρα να το κάνει ο γιος της. Δέσμια της αρχέγονης μοίρας της άπλωσε τα χέρια στο κενό και άφησε το βρέφος να πέσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια μαχαιριά έσκισε το στήθος της, γνώριζε όμως πως ήταν για καλύτερο.
Ο κόσμος των ανθρώπων δε θα ήταν εύκολος για εκείνον, όμως μαζί τους θα είχε μια ευκαιρία που ο δικός της κόσμος δεν μπορούσε να προσφέρει. Ένα μέλλον. Μια ζωή. Εδώ δε θα είχε τίποτα παραπάνω από τρεις θερμοκέφαλους άντρες, μια αναίσθητη μάνα και χιλιάδες αχανείς εκτάσεις γης που δεν μπορούσαν να παράγουν καθόλου ομορφιά για αυτόν τον μαύρο κόσμο.
Οι σκιές την έζωσαν και το απαλό χάδι του αδερφού της ήρθε σε επαφή με το εκτεθειμένο δέρμα του προσώπου της.
«Οργή...» Το κάλεσμά του την έκανε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο ατελείωτο κενό μπροστά της. Ούτε κραυγή δεν είχε ακουστεί στον λόφο των νεκρών. Ευτυχώς. Προχώρησε προς τη Νύχτα, την καβάλησε και χτύπησε τα γκέμια. Το άλογο τυλίχτηκε σε λευκές φλόγες και χάθηκε μέσα στο βράδυ, αφήνοντας μονάχα μερικές σταγόνες κόκκινου αίματος πάνω στα φύλλα του εδάφους να προδίδουν τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα.
Nadia