Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 10)

«Δεν πρόκειται να σου δείξω τον δρόμο».

Τις τελευταίες δυο μέρες φρόντιζε να μένει συνεχώς πίσω από τον Έρικ, ακολουθώντας τα βήματά του χωρίς να δίνει το παραμικρό στοιχείο ή υπόδειξη για το ποια κατεύθυνση έπρεπε να ακολουθήσει. Το μεγαλύτερο μέρος της λοβελίας στον οργιανισμό της είχε εξασθενήσει της, αλλά ήταν ακόμα αδύναμη. Δεν μπορούσε να του επιτεθεί και να το σκάσει χωρίς να επιδεινώσει την κατάσταση και, ακόμα κι αν το έκανε, υπήρχε πιθανότητα να υπάρχουν κι άλλοι Κυνηγοί που τους παρακολουθούσαν κρυμμένοι κάπου εκεί κοντά και σίγουρα θα έσπευδαν να βοηθήσουν τον σύντροφο τους. Δεν βρισκόταν σε θέση να τους αντιμετωπίσει. Υπήρχε βέβαια και το ενδεχόμενο να την αφήσουν να φύγει, ελπίζοντας πως ήταν αρκετά ανόητη για να τους οδηγήσει στο χωριό της.

Οπότε έμενε με τον Έρικ. Καλύτερα να βλέπει που είναι ο εχθρός της παρά να την αιφνιδιάσουν. Άλλωστε, είχε μαζί του νερό και μπορούσε να κυνηγήσει για να βρει τροφή.

«Το ξέρω» αποκρίθηκε το αγόρι και παραμέρισε απαλά ένα ψηλό θάμνο με μαύρα μούρα για να περάσουν. «Αλλά θα μπορούσες να αναφέρεις ότι οι περικοκλάδες θα προσπαθήσουν να με στραγγαλίσουν. Έστω σαν θέμα γενικού ενδιαφέροντος».

«Βρίσκεσαι μέσα σε ένα μαγικό δάσος γεμάτο μαγικά φυτά και τριγυρνάς κρατώντας ένα μεγάλο κοφτερό σπαθί στο χέρι έτοιμος να κόψεις ό,τι δεις μπροστά σου. Νόμιζα πως οι Κυνηγοί ήταν πιο έξυπνοι» απάντησε κοροϊδευτικά. «Εξάλλου, τα κατάφερες μια χαρά».

«Δεν είναι φυσιολογικό» μουρμούρισε καθώς περπατούσε μπροστά της.

«Γιατί; Αν σου επιτεθούν θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Γιατί να μη κάνουν το ίδιο και τα φυτά;»

Της έριξε ένα απορημένο βλέμμα πάνω από τον ώμο του. «Υπερασπίζεσαι ένα δέντρο;»

«Οι μάγισσες είναι οι υπηρέτες της Φύσης» αποκρίθηκε. «Το να φροντίζουμε το δάσος και τα πλάσματα που ζουν μέσα σε αυτό είναι η δουλειά μας».

Ο Έρικ σταμάτησε να περπατάει και γύρισε για να την κοιτάξει, όχι όπως πριν αλλά σαν να ήταν κάτι ξένο που έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του και προσπαθούσε να το καταλάβει.

«Άσε με να μαντέψω τι σκέφτεσαι» είπε ειρωνικά η κοπέλα. «Οι μεγάλες κακές μάγισσες που νοιάζονται για τα δέντρα και τις πεταλούδες».

Ο νεαρός Κυνηγός έμεινε ανεπηρέαστος από την εχθρική διάθεσή της. Τα ζεστά καστανά μάτια του εξακολουθούσαν να την παρατηρούν.

«Σταμάτα να με κοιτάς έτσι» του είπε, σφίγγοντας ασυναίσθητα τον δανεικό μανδύα που κάλυπτε το κατεστραμμένο φόρεμα της. Ένιωθε γυμνή και εκτεθειμένη κάτω από το βάρος της ματιάς του που έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε να δει πέρα από εκείνη και μέσα στη ψυχή της. Αυτός ο βαθμός οικειότητας προϋπέθετε να υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα στα άτομα που την μοιράζονταν και η εμπιστοσύνη ήταν κάτι που δεν είχε υπάρξει ποτέ ανάμεσα τους. Η σχέση τους είχε χτιστεί πάνω σε ψέματα και η Σελίν γνώριζε πως ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό. Ευχήθηκε να είχε κρατήσει την απόφαση της να μην τον ξαναδεί μετά από εκείνη τη πρώτη βραδιά στη γιορτή. Αν το είχε κάνει, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.

«Όλα όσα μας έμαθαν για εσάς» ξεκίνησε να λέει ο Έρικ σπάζοντας τη βαριά σιωπή που είχε απλωθεί ανάμεσα τους. «Ήταν λάθος, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω τι σας μαθαίνουν. Αλλά αυτό το μίσος…» Το σιχαινόταν που η φωνή της ράγισε αλλά το άδικο την έπνιγε, το παράπονο για την βίαιη μεταχείριση που είχε υποστεί, για τους φόνους των μαγισσών… Δεν μπορούσε να το κρατήσει άλλο μέσα της. Ήθελε να κάνει κάτι γι’ αυτό, να τους δείξει πως δεν είχαν το δικαίωμα να προκαλούν αυτόν τον πόνο σε κανέναν και αν δεν σταματούσαν μόνοι τους θα βρισκόταν κάποιος άλλος να τους σταματήσει. «Κανένας δεν πρέπει να έχει τόσο μίσος στη καρδιά του».

Ο Έρικ έκλεισε τα μάτια του και ξεφύσηξε αργά, σαν να ήθελε να αποστασιοποιηθεί από αυτή τη κατάσταση. Όμως ήταν πολύ αργά.

«Σκότωσαν τη μητέρα μου» είπε τελικά. «Την πήραν μέσα στη νύχτα και κανείς δεν την ξαναείδε».

«Λυπάμαι» του είπε και το εννοούσε. Η αφαίρεση μιας ζωής ήταν το χειρότερο έγκλημα που μπορούσε να διαπράξει κάποιος. «Ο χαμός μιας μητέρας είναι κάτι τρομερό και λυπάμαι για τον πόνο που νιώσατε, αλλά δεν μπορείς να κατηγορείς έναν ολόκληρο λαό για τα εγκλήματα λίγων. Είναι άδικο».

Απέστρεψε το βλέμμα του και κούνησε το κεφάλι του σαν να μην ήξερε τι να πιστέψει. Η Σελίν αναρωτήθηκε αν και οι δικές του σκέψεις ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι μέσα στο μυαλό του. Οι ζωές και των δυο τους είχαν ανατραπεί. Έπιασε τον εαυτό της να θέλει να πάει κοντά του και να ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του, αλλά έμεινε στη θέση της. Το γεγονός ότι είχε κρατήσει το σπαθί του στον λαιμό της όταν έμαθε τι ήταν παρέμενε και κανένα μπερδεμένο συναίσθημα δεν μπορούσε να το αλλάξει.

Η ξαφνική ένταση έκανε το στομάχι της να ανακατευτεί, απειλώντας πως θα έβγαζε το ψωμί και το σκληρό τυρί που είχαν φάει το μεσημέρι. Το χρώμα του προσώπου της πρέπει να την πρόδωσε γιατί ο Έρικ της είπε:

«Καλύτερα να καθίσεις». Η φωνή του ήταν απρόσμενα κενή λες και δεν του είχε απομείνει ενέργεια για να παράγει οποιοδήποτε συναίσθημα. «Θα κατασκηνώσουμε εδώ απόψε. Θα πάω να βρω ξύλα για να ανάψουμε φωτιά» δήλωσε, αν και οι δυο ήξεραν πως στην πραγματικότητα ήθελε να το σκάσει για λίγο. Κοίταξε τον πορτοκαλί ήλιο που βουτούσε στον ορίζοντα. Θα μπορούσαν να περπατήσουν για λίγες ακόμα ώρες αν το ήθελε. Ίσως είχε βαρεθεί να περιπλανιέται άσκοπα στο δάσος και εφόσον εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να του δείξει τον δρόμο αποφάσισε να σταματήσει για σήμερα. Ή ίσως πήγαινε να συναντήσει τους υπόλοιπους Κυνηγούς για να τους δώσει αναφορά.

Ωστόσο, χωρίς να ξέρει γιατί, του φώναξε: «Σιγουρέψου πως είναι νεκρά ξύλα!»

Θα ορκιζόταν πως άκουσε ένα σιγανό γέλιο καθώς απομακρυνόταν.

Μόνη πλέον, άρχισε να παρατηρεί το τοπίο γύρω της. Η αναγνώριση γαργαλούσε τις άκρες του μυαλού της αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί που το είχε ξαναδεί. Το κεφάλι της άρχισε να πονά στη προσπάθεια της να ξεθάψει την ανάμνηση από τα βάθη της μνήμης της. Είχε ξανάρθει εδώ, αλλά όχι μόνη. Με τη Νάγια; Όχι με τη Νάγια. Με τον Ρόραν.

«Βλέπεις αυτόν τον βράχο που μοιάζει με δράκο που κοιμάται;» της είχε πει.

«Εμένα μου μοιάζει με κουνέλι».

«Επειδή δεν έχεις φαντασία».

Έψαξε προσεκτικά γύρω της. Παραλίγο να μη το βρει, επειδή τώρα ο βράχος ήταν καλυμμένος με βρύα και αναρριχητικά φυτά αλλά τώρα ήταν σίγουρη πως ήταν το ίδιο μέρος.

«Λίγο πιο πέρα τα δέντρα ανοίγουν και βγάζουν σε ένα ξέφωτο. Μείνε κοντά μου» την προειδοποίησε. «Αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς η ανάμνηση ξεδιπλωνόταν. Τινάχτηκε όρθια και άρχισε να τρέχει. Η κούραση της ξεχάστηκε, το μόνο που υπήρχε στο μυαλό της ήταν ο λόγος πίσω από την προειδοποίηση του Ρόραν.

Ηλίθια, ηλίθια, ηλίθια έβρισε τον εαυτό της καθώς έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα. Πως γινόταν να μην είχε θυμηθεί αυτό το μέρος; Οι άκρες του μανδύα και του φορέματος της πιάνονταν σε πεσμένα κλαδιά και αγκαθωτούς θάμνους. Τον άφησε να πέσει από τους ώμους της και συνέχισε να τρέχει. Έπρεπε να βρει τον Έρικ πριν να είναι αργά.

Έφτασε στο ξέφωτο με την καρδιά της να βροντοχτυπά και την ανάσα της να έχει κοπεί. Τα πνευμόνια της πονούσαν σαν να ετοιμάζονταν να εκραγούν μέσα στο στήθος της. Το κόκκινο τράβηξε αμέσως τη προσοχή της. Όλα τα δέντρα ήταν καλυμμένα με κόκκινα κλίματα, λεπτά σαν σχοινιά, που στροβιλιζόντουσαν μεταξύ τους γύρω από τους κορμούς. Το βαθύ, σχεδόν βυσσινί χρώμα τους έκανε τρομερή αντίθεση με το πράσινο τριγύρω και η Σελίν ήταν σίγουρη πως ήταν πολλά περισσότερα απ’ όσα είχε δει την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί. Χρυσά αγκάθια, μακριά σαν το μικρό δάχτυλο του χεριού της και μυτερά σαν βελόνες στόλιζαν σαν κοσμήματα τα λεπτεπίλεπτα κλίματα.

Ο Έρικ στεκόταν μπροστά σε ένα νεαρό κορμό και είχε γείρει με περιέργεια προς τα αγκάθια.

«Όχι!» φώναξε πανικόβλητη και άρπαξε το χέρι του για να τον τραβήξει πίσω.

Τη στιγμή που το δέρμα της άγγιξε το δικό του μια έκρηξη από εικόνες πλημμύρησε το μυαλό της.

«Αυτά είναι τα Κόκκινα Δάκρυα» της έλεγε ο Ρόραν, όμως ήταν πολύ νεότερος, δεκαπέντε ή δεκαέξι χρονών.

«Γιατί τα λένε έτσι;» ρώτησε με περιέργεια η δωδεκάχρονη εκδοχή του εαυτού της, σκύβοντας μπροστά για να εξετάσει καλύτερα το φυτό. Ήταν τόσο όμορφο.

Ο Ρόραν έβαλε τα χέρια του στη μέση της και την τράβηξε απαλά προς τα πίσω. «Είπαμε πως δεν θα τα ακουμπήσεις ό,τι κι αν γίνει» την μισομάλωσε-μισοϋπενθύμισε αυτό που είχαν συμφωνήσει για να την φέρει εκεί.

«Επειδή θα ματώσω;» Όχι πως σκόπευε να τα αγγίξει. Αυτά τα πράγματα έδειχναν υπερβολικά μυτερά κι εκείνη δεν ήταν χαζή για να τρυπήσει το χέρι της σε κάτι που είχε μέγεθος βελόνας πλεξίματος.

«Επειδή θα ματώσεις και μέχρι το βράδυ θα δακρύσουν όλοι όσοι σε ήξεραν επειδή θα είσαι νεκρή».

Το κορίτσι παρατήρησε πως τα χέρια του έμειναν πάνω της λίγο παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν προτού την αφήσει, αλλά δεν το σκέφτηκε περισσότερο και έστρεψε την προσοχή της ξανά στα κλήματα.

«Είναι τόσο όμορφα».

«Τα όμορφα πράγματα μπορούν να είναι επικίνδυνα».

Γύρισε και τον κοίταξε «Δηλαδή εγώ είμαι επικίνδυνη;»

«Δεν είπα ότι είσαι όμορφη» απάντησε βιαστικά το αγόρι, σχεδόν αμυντικά, με τον τρόπο που η Σελίν είχε αρχίσει να παρατηρεί πως αντιδρούσαν τα αγόρια όταν βρισκόντουσαν κοντά σε κορίτσια, όμως το ανεπαίσθητο κοκκίνισμα που άρχισε να απλώνεται στα μάγουλα του τον πρόδιδε.

«Ψεύτη» απάντησε γελαστά αρχίζοντας να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα και τα βυσσινί κλήματα με τα όμορφα χρυσά αγκάθια. Ήξερε πως έλεγε ψέματα επειδή νωρίτερα του είχε ξεφύγει στην Αλίρα πως την έβρισκε όμορφη και η μεγαλύτερη μάγισσα της το είχε πει, προσθέτοντας πως ο Ρόραν την αγαπούσε σαν να της έλεγε ένα μεγάλο μυστικό. Όταν η Σελίν είχε αποκριθεί πως το ήξερε -ο Ρόραν ήταν αδελφός της και τα αδέλφια αγαπούσαν το ένα το άλλο- η Αλίρα της είχε πει πως υπήρχαν δυο είδη αγάπης. Η Σελίν δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε και τα λόγια της μεγαλύτερης μάγισσας ήταν πολύ μπερδεμένα, οπότε τα είχε αγνοήσει και είχε επιστρέψει στη μελέτη της.

Τράβηξε το χέρι της και κοίταξε σαστισμένη τον Έρικ. «Πώς το έκανες αυτό;» απαίτησε να μάθει.

«Εκείνες οι εικόνες...» ξεκίνησε να λέει με την σύγχυση ζωγραφισμένη σε κάθε γραμμή του προσώπου του. Ήσουν εσύ, εδώ, αλλά μικρή, και ένα αγόρι...»

«Πώς γίνεται να το είδες αυτό;»

Το βλέμμα του εστίασε πάνω της σαν να άρχισε να επανέρχεται στην πραγματικότητα και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Εσύ μου τις έδειξες. Τι ήταν αυτό;»

«Όχι» αρνήθηκε κατηγορηματικά κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν σου έδειξα τίποτα». Οι μάγισσες μπορούσαν να μοιραστούν αναμνήσεις, καμία φορά χωρίς να ελέγξουν αν βρίσκονταν σε μια κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, αλλά μπορούσαν να το κάνουν μόνο με μάγισσες. Ο Έρικ δεν ήταν μάγος. Αυτό δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί.

«Ναι, το έκανες» επέμεινε εκείνος. «Γιατί με τράβηξες έτσι;»

«Επειδή θα ακουμπούσες τα αγκάθια ανόητε!»

«Δε θα τα άγγιζα» αποκρίθηκε συνοφρυωμένος. «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Δείχνουν κοφτερά».

«Φυσικά και θα τα άγγιζες!» ξέσπασε. «Αυτά είναι μαγικά φυτά! Οι άνθρωποι δεν έχουν επιλογή παρά να τα αγγίξουν!»

Γιατί ήταν τόσο ταραγμένη; Ή μάλλον η σωστή ερώτηση ήταν γιατί προσπάθησε να τον σταματήσει και δεν τον άφησε να τρυπηθεί στα αγκάθια ώστε να απαλλαγεί από εκείνον;

Ο Έρικ κοίταξε μια εκείνη και μια τα βυσσινί κλήματα. «Τα αγκάθια είναι δηλητηριώδη» είπε αλλά η Σελίν δεν ήξερε αν απευθυνόταν σε εκείνη ή στον εαυτό του. «Μου έσωσες τη ζωή. Ξανά».

«Θα περίμενε κανείς πως θα είχα μάθει από τα λάθη μου την πρώτη φορά» αποκρίθηκε πικρά.

Έσφιξε τα χέρια της που έτρεμαν σε γροθιές. Είχε μοιραστεί μια ανάμνηση με τον Έρικ, κάτι που θα έπρεπε να είναι αδύνατον αλλά είχε συμβεί.

Τον κοίταξε. Είχε ισχυριστεί πως δεν σκόπευε να αγγίξει τα αγκάθια, κάτι επίσης αδύνατον, αλλά δεν έδειχνε σαν χαμένος όπως θα ήταν κάποιος που μόλις είχε βρεθεί υπό την επιρροή των Κόκκινων Δακρύων. Ο Ρόραν της είχε πει πως οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη παρόρμηση να τρυπηθούν στα αγκάθια και οι γονείς της Νάγιας ήταν υπεύθυνοι για τα φυτά του δάσους οπότε ήξερε πως αυτό ήταν αλήθεια. Αλλά ο Έρικ στεκόταν μπροστά της έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του.

Τα μάτια της καρφώθηκαν στο πρόσωπό τους λες και η απάντηση κρυβόταν κάπου στις σκιές που έριχναν οι βλεφαρίδες του πάνω στη καμπύλη των ζυγωματικών του ή μέσα στα καστανά μάτια του που της ανταπέδιδαν το ίδιο μπερδεμένο βλέμμα. Όμως, αντί για απάντηση το μόνο που βρήκε ήταν ακόμα μια ερώτηση:

«Τι είσαι, Έρικ Στόμρπορν;» 

Φαίη