«Τι γυρεύετε, γέροντες, στο σπίτι μου με τα ραβδιά σας σηκωμένα;» τους απευθύνθηκε και τον τόνο της φωνής του έβαφε μια χροιά επίθεσης. «Τι θέλετε;»
«Γιώργη Καπερνάρο!» μίλησε πρώτος ο παπά - Σαράντος, κοιτώντας τον σταθερά. «Ειρηνικά ερχόμαστε, εκ μέρους του Πιερράκου του Κάσση, του γιου της γριάς Σταυριανής της Καχιάναινας...» - είπε, δείχνοντας το παλικάρι, κι ο Γιώργης συνοφρυώθηκε κι αντάριασε –
«Που γύρισε στον τόπο μας και δικό του τόπο με καλό σκοπό και δε θέλει να συνεχίσει την έχθρητα που χωρίζει τη γενιά τη δική του από τη δική σου και σας έχει ξεκληρίσει, κι αφού απομείνατε μονάχα οι δυο σας, θέλει να σου προτείνει σάξη, να δώσετε τα χέρια με ίσους όρους, τίμιους, και για επισφράγισμα να του δώσεις για γυναίκα του τη κόρη σου την Κατέρω, τη μοναχοκληρονόμισσά σου... Δέξου το, τέκνο μου, θυμήσου και την εντολή του Θεού και κάνε αγάπη με τους εχθρούς σου, να ζήσουμε πια ήσυχα κι εσείς και όλοι μας...»Ο Γιώργης άκουγε τον παπά - Σαράντο να μιλάει, έβλεπε τον Πιερράκο απέναντί του, και μέσα του έβραζε ηφαίστειο βαθύ θυμού και εκδικητικής μανίας, που εξερράγη μεμιάς και ξέρασε την πρώτη λάβα του ξεδιάντροπα μπροστά στους σεβάσμιους εκπροσώπους της γεροντικής, χωρίς να λογαριάζει τη θέση τους και τα λευκά μαλλιά τους:
«Φύγετε απ’ το σπίτι μου, ξεμωραμένοι, και πάρτε μαζί σας κι αυτόν τον άισκιο, το θρασίμι που σας έβαλε να μου τα πείτε όλα αυτά!» μούγκρισε και πετάχτηκε απάνω σαν να μην είχε τίποτα στα πλευρά του και στο πόδι του, βαρώντας την παλάμη του στο σιδερένιο τραπεζάκι ομπρός του. «Σάξη εγώ με τους Καχιάνους πάνω απ’ το μνήμα μου θα κάνω μοναχά, και την κόρη μου κάλλιο να τη νεκροφιλήσω παρά να τη δώσω στον γιο της δράκαινας! Έξω είπα!»
Κατέληξε, τεντώνοντας το χέρι του και νεύοντας με τον δείκτη, κι οι γέροντες κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους ανήσυχοι και λυπημένοι, κούνησαν τα κεφάλια, έπειτα τα έσκυψαν, γύρισαν τα νώτα τους στον πατέρα της Κατέρως και πήραν βαριά τη στράτα της επιστροφής, μαζί τους κι ο Πιερράκος, με σύννεφα βαριά και μολυβένια να του πλακώνουν την καρδιά...
«Τι έγινε, Γιώργη;» τον ρώτησε εμβρόντητη η Θοδώρα, που είχε ακούσει τις φωνές και ο τι έβγαινε με τον μαστραπά να κεράσει νεράκι απ’ τη γιστέρνα τους γερόντους, την ώρα που είδα τον άντρα της να τους αποπέμπει. «Τι σου ’πε η γεροντική και τους απέδιωξες έτσα; Μεγάλη ασέβεια αυτό που έκανες, το ξέρεις... Θα μας κάψει ο Θεός!»
«Πάψε, Θοδώρα, που θα μου πεις για ασέβειες και κουραφέξαλα!» την αποπήρε εκείνος και λίγο έλειψε να σηκώσει το χέρι του να τη χαστουκίσει, και σκιάχτηκε η γυναίκα του και ζάρωσε, έτσι που άστραφτε και βρόνταγε. «Ο άισκιος ο γιος της Καχιάναινας ήρθε να μου προτείνει σάξη με τους γεροξεκούτηδες, αυτός που η καταραμένη η φάρα του ξεκλήρισε τη γενιά μου! Γροικάς; Και γύρεψε τη δυχατέρα μας για γυναίκα του από πάνω! Μα δε θα του περάσει έτσα, τέτοια ντροπή μόνο με αίμα ξεπλένεται... Άμα δεν τονε χαλάσω με τα ίδια μου τα χέρια τον παλιοτζιτζιλόμη τώρα που τον έμαθα, να μη με λένε Γιώργη Καπερνάρο!»
«Γιώργη μου, σε παρακαλού, σκέψου το καλύτερα... Γιώργη! Στάσου, Γιώργη!» ικέτεψε του κάκου η Θοδώρα ξοπίσω από τον άντρα της, καθώς εκείνος τραβούσε χωλαίνοντας ελαφρά προς τα μέσα, τρέμοντας από οργή. Αλλά στο πάνω πάτωμα, ένα άλλο σώμα, νεανικό και παρθένο κι όμορφο, ριγούσε κι αυτό την ίδια ώρα από τον φόβο για όσα άκουσαν τα αυτιά της, το πρόσωπο το γραμμένο κερένιο έστεκε, χλομό, γεμάτα απόγνωση και στενεμένα δάκρυα τα λιόματα που το στόλιζαν κι είχανε δει από το παραθύρι το ποτισμένο με έρωτα τα μάτια που αγαπούσαν να πατάνε στην αυλή του σπιτιού, το σώμα και τα μάτια της Κατέρως, που υπέφεραν τούτη τη στιγμή τρανά, χωρίς να ξέρουν τι χειρότερο ακόμα τους έμελλε να πάθουν...
«Πιερράκο» προσφώνησε η Καχιάναινα τον γιο της, που στεκόταν βαρύθυμος μπροστά σε ένα παράθυρο, πλησιάζοντάς τον, και η φωνή της έμοιαζε με πέλαγος έτοιμο να φουρτουνιάσει. «Γύρνα και τήρα με... Τήρα με!» τον πρόσταξε, και ο νέος έστρεψε το κεφάλι του αργά και την ατένισε ένοχα.
«Τι θέλεις, μάνα;..»
«Τι θέλω; Τολμάς και ρωτάς τι θέλω;» έκανε η χήρα και εξαπέλυαν ήδη αστραπόβροντα τα μάτια της. «Τι είναι αυτά που έμαθα, Πιερράκο; Δε ντρέπεσαι; Πήγες και γύρεψες σάξη απ’ τον καταραμένο τον Καπερνάρο και να παντρευτείς την κόρη του; Σε ξελόγιασε η δράκαινα και πήγες ν’ ατιμάσεις το γαίμα του πατέρα σου, γιβεντισμένε;;» έκραξε, κι ο Πιερράκος δεν απάντησε, μόνο χαμήλωσε τα μάτια του αδύναμος, σαν παιδί που το μαλώνουνε. Η Σταυριανή του γύρισε για μια στιγμή τα νώτα, πιάνοντας το μέτωπό της, ύστερα πήγε στο καρφί του τοίχου όπου κρεμόταν το τουφέκι του μακαρίτη του Κυριάκου, το ξεκρέμασε, το πήρε στα χέρια της, τον πλησίασε και του το έτεινε με βλέμμα τρομερό, σκληρό και παγωμένο.
«Τώρα έχεις δυο φορές χρέος να πάρεις τούτον τον σαρμά, για να δικιωθείς τον αφέντη σου όπως σου παράγγελνα σαν σε νανούριζα μωρό στην κούνια σου και να ξεπλύνεις τη ντροπή που μου ’κανες εμένα σήμερα... Μόνο έτσα θα αξίζεις να λέγεσαι γιος μου και Καχιάνος» του είπε και τα λόγια της έκοβαν σαν μαχαιριές, μα πιο πολύ ένιωσε ο Πιερράκος να τον κόβει το κρύο μέταλλο του όπλου του πατέρα του, όπως του το ’βαλε στανικά στο χέρι η μάνα του, να του τρυπά την παλάμη σαν τα καρφιά που κάρφωσαν τον Χριστό πάνω στον σταυρό, και μόλις εκείνη απομακρύνθηκε το άφησε να πέσει με κρότο, ενώ δάκρυα απελπισίας γούρνιαζαν στα κάτω βλέφαρά του...
***
Με την καρδιά σφιγμένη έφτασε η Κατέρω μες στη νύχτα στο έρημο ξωκκλησάκι, έχοντας ξεπορτίσει από το σπίτι της κρυφά μόλις οι γονείς της αποκοιμήθηκαν, το πρωί της είχε αφήσει ο Πιερράκος ένα ραβασάκι θλιμμένο μαζί με δυο τρία μαραζιάρικα κυκλάμινα πάνω στην ξερολιθιά της αυλής τους, πως ήθελε να τη δει τέτοια ώρα στο μέρος αυτό το ιερό όπου της εξομολογήθηκε την αγάπη του... Έφτασε λοιπόν στο ξωκκλήσι, ανοιχτή ήταν η πόρτα του, μπήκε μέσα τρεμουλίζοντας ολόκληρη και τον είδε, την πλάτη του είδε, γιατί ήταν στραμμένος στα κονίσματα, και στέναξαν τα μέσα της και ψιθύρισε:
«Πιερράκο...»
... Γροίκησε τη λαλιά της το παλικάρι, που πριν λίγο είχε ανάψει με σπίρτο ένα κερί και το ’χε μπήξει στο σβηστό μανουάλι, γύρισε και της αποκρίθηκε βραχνά:
«Κατέρω μου... Ήρθες...»
Τα χέρια του αγκάλιασαν τη μέση της, τα χέρια της γαντζώθηκαν στα μπράτσα του, τα μάτια ενώθηκαν, μισάνοιξαν τα χείλη, για λόγο ή για φιλί δεν ήξερες. «Δεν έπρεπε» ψέλλισε πρώτη η κοπέλα με παράπονο και πίκρα. «Δεν έπρεπε να γυρέψεις κάτι τέτοιο, το ’ξερα πως θ' αρνηθεί ο αφέντης μου, το 'ξερα... Τώρα θέλει να σε σκοτώσει, τον αγροίκησα...» κατέληξε, και πνίγηκε η φωνή της στον λυγμό της.
«Ας το κάνει λοιπόν... Ας έρθει, ας πάρει τον σαρμά του κι ας έρθει να με χαλάσει!» έκανε το παλικάρι, χουφτιάζοντας με θέρμη τον αυχένα της πάνω απ’ την τσεμπέρα. «Για σένα θα φάω όσες σφαίρες κι αν μου ρίξει, και θα πεθάνω ευτυχισμένος...»
«Φύγε, Πιερράκο» ψιθύρισε τώρα η Κατέρω τρεμάμενα, μετά από μια στιγμή βαθιάς σιωπής αναμεταξύ τους που μόνο οι ανάσες τους γροικιόντουσαν. «Φύγε απ' τη Μάνη να σωθείς κι άσε με εμένα εδώ, στη μοίρα μου, ξέγραψε την αγάπη μας και φύγε, σε παρακαλού...»
Έκανε να πει κάτι ο Πιερράκος, να αντιμιλήσει, να αντιδράσει, μα κάτι στο βλέμμα της τον σταμάτησε, τον μπόδισε. Και ξαφνικά, θωρώντας πιο βαθιά τα μαύρα μάτια της νεράιδας του που τον είχανε σκλαβώσει κι έστεκαν μπροστά του θλιμμένα, είδε μέσα τους τον φόβο και την αγωνία και σφίχτηκε η καρδιά του σαν κατάλαβε πως είχε δίκιο να τον φευγατίζει, μα σκιάχτηκε πως δεν είχε δύναμη να την αφήσει...
«Άμα φύγω, θα πάρω κι εσένανε μαζί μου... Θα σε κλέψω, Κατέρω, θα σε κλέψω και θα παντρευτούμε, δεν την ξεγράφω την αγάπη μας!»
«Όχι... Όχι, δε μπορού! Δε γίνεται...»
«Τότε θα παντρευτούμε εδώ... Τώρα» δήλωσε ο νεαρός Καχιάνος και μεμιάς όρμησε έξω απ’ το ξωκκλήσι, για να επιστρέψει αμέσως με δυο κλώνους ελιάς λυγισμένους και δεμένους σαν στεφάνια, κι η Καπερναροπούλα τον κοίταξε σαστισμένη.
«Πιερράκο μου, τι κάνεις; Στριλαπάρθηκες;»
«Σε στεφανώνομαι, Κατέρω μου» της απιλογήθηκε, με τη φωνή να κυματίζει απ’ τη συγκίνηση και τον πόνο, της έβαλε το ένα στην κορυφή της, κρατώντας το άλλο για τον εαυτό του, και τα άλλαξε ο ίδιος πάνω απ’ τα κεφάλια τους, μιμούμενος τον θείο του τον παπά:
«Στέφεται ο δούλος του Θεού Πιερράκος τη δούλη του Θεού Κατέρω, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... Στέφεται η δούλη του Θεού Κατέρω τον δούλο του Θεού Πιερράκο, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...»
Λύγισε ξάφνου το λαρύγγι του, τα μάτια του παχνίσανε και γυάλισαν μες στο μισοσκόταδο απ’ τα καντήλια. Παραλυμένη το δέχτηκε η Κατέρω το στεφάνωμα, το στόμα της μισάνοιχτο και η πνοή της σκαλωμένη, γουρνιάσανε τα μάτια της κι άρχισαν να τρέχουν, ποτέ δεν τ’ όλπιζε να γίνει νύφη έτσι, χωρίς φορεσιά νυφιάτικη, δίχως κουμπάρο και παπά, τραγούδια και ψαλσίματα, παρά σ’ ένα ξωκκλήσι ερημικό με δυο κότινα μοναχά για στέφανα, μα να που ήταν ο Πιερράκος ο γαμπρός, της κράταγε τώρα το δεξί το χέρι μες στο δικό του το δεξί και τη θωρούσε τρυφερά, και χύθηκε στα στήθια της μια γλύκα πονεμένη...
«Είσαι η γυναίκα μου τώρα πια, Κατέρω μου... Τ’
ακούς; Γυναίκα μου!» της ψιθύρισε κι εκείνη έγνεψε, κι ας ήξεραν κι οι δυο πως
τούτος ο γάμος δεν ήταν γάμος, καμιά ισχύ δεν είχε μήτε υπογραφή... «Σ' αγαπώ!
Ζ’ αγαμπού, Πιερράκο μου, άντρα μου!» ξεφώνισε, κι ύστερα έσμιξαν τα χείλη τους
σε φιλί ατέρμονο, τα δάκρυα που στάζανε ρυάκια στις παρειές τους ενώθηκαν και
γίνανε ποτάμι, το αγκάλιασμά τους καμίνι, κι αγκαλιασμένα πήραν να λαμπαδιάζουν
τα κορμιά τους και γονάτισαν στο χωματένιο πάτωμα της εκκλησιάς, ένα - ένα
φύγανε από πάνω τους τα ρούχα τους, το γελέκι του κι η βράκα του, η καμιζόλα
της και το βελέσι της, τα ζωνάρια τους, κουβαριάστηκαν, κι όταν η Κατέρω σήκωσε
τα χέρια της για να της λύσει ο Πιερράκος τα πανιά που έδεναν τα στήθια της, το
’νιωσαν πως αντρόγυνο πήγαιναν να γίνουνε σωστό, άλλος κανείς δεν έπρεπε να
βγάλει σε κόρη Μανιατοπούλα τα πανιά της πέρα από τον καμαράδο της την πρώτη
νυχτιά του γάμου της, άντρα της και γυναίκα του προσφώνησαν λοιπόν ξανά ο ένας
τον άλλο με λαχτάρα μες στα βογκητά τους, η Κατέρω χαϊδεύοντας τα μαλλιά του τα
ιδρωμένα και ο Πιερράκος τους τρυφερούς μαστούς της, και κύλησε έπειτα στην ώρα
του το αίμα το παρθενικό κι έβαψε σαν χαρακιά την ιερή μαζί και άνομη παστάδα,
ενώ ο Χριστός κι η Παναγιά κι οι άγιοι τηρούσαν σπλαχνικά και λυπημένα το
πλάγιασμά τους κι ακούγανε βουβοί τους στεναγμούς του έρωτα να σπάνε παράταιρα
την ευλογημένη ησυχία του σπιτιού τους...
***
Η Θοδώρα στεκόταν ανήσυχη πάνω από το προσκεφάλι της Κατέρως, που κείτοταν με τα μάτια καρφωμένα στο κενό, αμίλητη κι αγέλαστη. Η πόρτα χτύπησε και, μόλις άνοιξε, στο κατώφλι φάνηκε η γριά μαμή και γιάτρισσα του χωριού.
«Άντε, κυρά Ποτούλα, άργησες... Έλα, έλα μέσα...»
«Ε, δυχατέρα, τι να κάνω, τα γι - έρμα τα ποδάρια δε με βαστούσι πια καλά» απολογήθηκε η ηλικιωμένη Μανιάτισσα και προχώρησε μέσα. «Τι έχει το γραμμάτιο σου, τι έπαθε έτσα στα ξαφνικά;»
«Ξέρω κι εγώ, κυρά; Απ’ τη μια μέρα στην άλλη μού μαράζωσε, δεν τρώγει, δεν πίνει, μόνο ψωμί και νερό μ' άφηκε να της δώσω... Για αυτό σε φώναξα να μου το ξεβασκάνεις, αποσκασμό έχει σίγουρα το δόλιο, είναι κι όμορφο...»
«Όμορφο δε λες τίποτα... Νεράιδα...» σχολίασε η κυρά Ποτούλα, τηρώντας σπλαχνικά την κοπέλα στο στρώμα. Ύστερα, σταύρωσε τα πιατάκια με το λάδι και το νερό που της έφερε μπροστά της η Θοδώρα, πήρε με ένα χουλιαράκι από το λάδι κι έριξε μερικές σταγόνες στο νερό, λέγοντας μιαν ευχή, κι η μάνα κυττούσε με αγωνία να τις δει να χάνονται μέσα του, μα εκείνες αδιάλυτες έμειναν στην επιφάνεια να επιπλέουν...
«Δεν έχει αποσκασμό το γραμμάτιο σου, Θοδώρα» αποφάνθηκε κι η κυρά Ποτούλα, βλέποντας να μη σκορπά το λάδι στο νερό, και κούνησε το κεφάλι. «Καημό στην καρδία της έχει, και της καρδίας ο καημός δεν περνά μήτε με ξεβασκάματα, μήτε με γιατρικά...»
Σηκώθηκε η γριά να φύγει κι η Καπερνάραινα την ξεπροβόδισε πιότερο σκοτεινιασμένη από πριν, κι αφού την ξεπροβόδισε ήρθε και κάθισε πάλι πάνω από το προσκέφαλο της μοναχοκληρονόμισσάς της και της χάιδεψε τα μαλλιά στεναχωρημένη.
«Τι έχεις, πουλάκι μου;» τη ρώτησε. «Γιατί τυραννιέσαι έτσα; Πες μου, Κατέρω μου, πες μου ν’ αλαφρώσεις... Σε πείραξε κανείς, σου είπε κακό λόγο; Μίλα μου...»
Στο βρόντο πήγαιναν οι παραινέσεις της, η κόρη συνέχιζε να μένει μουγγή, με μάτια αδειανά και τη μάσκα της θλίψης κολλημένη στο πρόσωπό της. Αναστέναξε βαριά η μάνα, σηκώθηκε κι έκανε να γυρίσει στα χουσμέτια της, όταν ξάφνου η Κατέρω άνοιξε το στόμα της και μια κουβέντα είπε με τόνο αλλόκοτο:
«Μάνα, εγώ δε θα παντρευτού... Ποτέ...»
«Τι λες, παιδί μου;» κατάφερε να ψελλίσει η Θοδώρα, μόλις συνήλθε από το πρώτο σάστισμα. «Γιατί δε θα παντρευτείς;»
«Μ’ αγροίκησες... Δε θα παντρευτού, ποτέ...» επανέλαβε η Καπερναροπούλα κι άλλο πια δε μίλησε, μόνο σαν ένιωσε τη μάνα της να απομακρύνεται, έσυρε το χέρι της και το ’φερε ανάμεσα στα σκέλια της, εκεί που την πονούσαν ακόμη βουβά τα απόκρυφα του κορμιού της, θυμίζοντάς της τη νύχτα τη μοιραία στο ξωκκλήσι, πως έδωσε την παρθενιά της στον Πιερράκο κι έγινε η γυναίκα του μυστικά κι ανομολόγητα, κι όλη της η όψη ζάρωσε, ένα αναφιλητό έπνιξε μέσα της και δάκρυα γλυφά και καυτά χαράκωσαν τα μάγουλά της...
***
Με βήμα σερνάμενο και κουρασμένο μπήκε ο Πιερράκος στο καπηλειό του χωριού, τις τελευταίες μέρες όλο έλεγε μέσα του θα φύγει από τη Μάνη κι όλο εκεί έμενε, να βλέπει το παγωμένο πρόσωπο της μάνας του και τα πέτρινα ντουβάρια που ώρες ώρες ένιωθε πως θα έπεφταν να τον πλακώσουν, τόσο μεγάλο βάρος είχε στην ψυχή του... Κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, έριξε πίσω το κεφάλι του μια στιγμή και στέναξε κι ύστερα πάλι έκρυψε το βλέμμα του στις χούφτες του, ενώ οι υπόλοιποι θαμώντες τον τηρούσανε περίεργα, μουρμουρώντας, δεν ήταν το πρώτο βράδυ που βλέπανε τον γιο της Καχιάναινας να τα πίνει μόνος του...
«Κάπελα, φέρε μου το γνωστό μου» πρόσταξε τον ταβερνιάρη κι έπειτα πάλι στη βύθιση της θλίψης του αφέθηκε, μέχρι που ο άνθρωπος του έφερε μπροστά του μια κανάτα κρασί και ένα ποτήρι. Τον ευχαρίστησε με φωνή που μόλις ακουγόταν, γέμισε μέχρι απάνω το κρασοπότηρο και το κατέβασε σχεδόν μονορούφι, σαν νερό, κι ένιωσε να ιδρώνει και να βουίζουνε τα αυτιά του. Κατόπιν γέμισε και δεύτερο, μα τώρα αυτό το ήπιε σιγά σιγά, γουλιά γουλιά, και στάλαζαν πού και πού μες στο κρασί τα δάκρυά του και το νέρωναν.
«Κατέρω μου... Αγάπη μου» ψιθύρισε, και όσος νους του είχε απομείνει απ’ το οινόπνευμα μόλις που τον συγκρατούσε να μη φωνάξει. «Γυναίκα μου, κυρά μου...»
Το δεύτερο το ποτηράκι είχε αδειάσει και πήρε ξανά την κανάτα να γεμίσει τρίτο, μα καθώς την έγερνε τραμπάνισε το χέρι του και χύθηκαν δυο τρεις γουλιές κρασί απόξω απ’ το ποτήρι, κι έτσι όπως στάλαξαν στο ξύλινο τραπέζι μες στο μισοσκόταδο της ταβέρνας σαν αιμάτινες κηλίδες του φάνηκαν, το αίμα της Κατέρως του τού θύμισαν που λίγες νύχτες πριν είχε τρέξει χάμω στο πάτωμα του ξωκκλησιού, σαν την έκανε δικιά του και την ξεπαρθένεψε, και της το ’χε σκουπίσει μετά με το ζωνάρι του... Ψέλλισε ακόμη μια φορά το όνομά της, κι ύστερα έβγαλε απ’ την τσέπη του δυο τρία μεταλλίκια, τα ’ριξε στην τάβλα και σηκώθηκε να φύγει, παραπαίοντας απ’ το πιοτί κι απ’ της καρδιάς τον πόνο του...
Μαρία Παπαθεοδώρου