Νερίσσα
Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε τα βαριά γκρίζα σύννεφα που κρεμόντουσαν χαμηλά στον ουρανό. Μάλλον θα αναγκαζόντουσαν να αναβάλουν την αναχώρηση τους για μια- δυο μέρες μέχρι να βελτιωθεί ο καιρός.
«Ποιο πιστεύεις ότι είναι το κατάλληλο μέρος για να μείνουμε;» ρώτησε τον αδελφό της.
Ο Νάριαν σήκωσε το κεφάλι του από το χαρτί που κρατούσε, μια σκισμένη σελίδα από το ταλαιπωρημένο ημερολόγιο του Κάσσιαν. Την κοίταξε περίεργα, σαν να μιλούσε άλλη γλώσσα. «Τι;»
Μια λεπτή σταγόνα χτύπησε το τζάμι. Η Νερίσσα την ακούμπησε από την άλλη πλευρά του παραθύρου και ακολούθησε με το δάχτυλο της την πορεία της πάνω στο γυαλί. Της άρεσε η βροχή. Οι κεραυνοί τη συνάρπαζαν, αυτές οι κίτρινες γραμμές αγνής ενέργειας που έσκιζαν τον ουρανό. Όταν ήταν μικρή ήθελε να πετάξει και να τους πιάσει. Η μητέρα της είχε ταλαιπωρηθεί πολύ για να την πείσει ότι ήταν επικίνδυνο και δεν έπρεπε να το επιχειρήσει. Ο πατέρας της της είχε φτιάξει μια μαγική γυάλα για να την παρηγορήσει γεμάτη γκρίζα συννεφάκια που έμοιαζαν με μπάλες από βαμβάκι και έριχναν μικροσκοπικούς κίτρινους και μοβ κεραυνούς. Ευχήθηκε να την είχε πάρει μαζί της όταν έφυγε από το κάστρο.
Έστριψε ελαφρά τον κορμό της για να μπορεί να κοιτάξει τον αδελφό της που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. «Σκέφτομαι κάπου που να έχει ζέστη όλο τον χρόνο, σαν το Καλενκεν. Ο πατέρας μας είχε συγγενείς εκεί. Πάντα ήθελες να δεις τους Ναούς, έτσι δεν είναι;»
Ήταν δύσκολο να πλησιάσεις τους Ναούς αφού έπρεπε να διασχίσεις μια μεγάλη, επικίνδυνη διαδρομή μέσα στην έρημο, αλλά πολύ μάγοι επέλεγαν να διακινδυνέψουν και να κάνουν το ταξίδι για να δουν τις τεράστιες βιβλιοθήκες με τα αμέτρητα σπάνια βιβλία που φύλαγαν οι Ιερείς.
Ήταν δύσκολο να πλησιάσεις τους Ναούς αφού έπρεπε να διασχίσεις μια μεγάλη, επικίνδυνη διαδρομή μέσα στην έρημο, αλλά πολύ μάγοι επέλεγαν να διακινδυνέψουν και να κάνουν το ταξίδι για να δουν τις τεράστιες βιβλιοθήκες με τα αμέτρητα σπάνια βιβλία που φύλαγαν οι Ιερείς.
Η πένα έμεινε ακίνητη στο χέρι του Νάριαν. Από το σημείο που στεκόταν η Νερίσσα δεν μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τι ζωγράφιζε. Μπορούσε να δει ένα κυκλικό σχέδιο αλλά όχι τις λεπτομέρειες. Ο πατέρας τους τον ενθάρρυνε από μικρό να καταγράφει τα όνειρα του προτού τα ξεχάσει. Πολλοί μάγοι συνήθιζαν να το κάνουν αυτό, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που τα όνειρα των μαγισσών έκρυβαν μέσα τους ψήγματα του μέλλοντος, αν ήξερες πως να τα ερμηνεύσεις.
«Νερίσσα, τι είναι αυτά που λες; Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι».
Γύρισε κανονικά προς το μέρος του για να μπορεί να τον κοιτάξει σωστά. «Σπίτι;» επανέλαβε λες και ήταν το πιο παράλογο πράγμα που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. «Ποιο σπίτι; Εκεί που ο Αίρυς και ο Γκρέγκορ μετέτρεψαν τη ζωή του πατέρα μας σε μια κόλαση επειδή δεν ενέκριναν την επιλογή της μητέρας μας; Που σε αντιμετώπιζαν σαν κατώτερο τους; Αυτό δεν είναι σπίτι. Αν η Ορόρα δεν σε είχε χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον Ντέβαν δεν θα είχες πεθάνει!»
«Αυτό πιστεύεις πως έγινε;» Άφησε το χαρτί και την πένα στην άκρη και σηκώθηκε όρθιος. «Νερίσσα, η Ορόρα δεν με χρησιμοποίησε. Ζήτησε τη βοήθεια μου και εγώ της την έδωσα».
«Ήξερε ότι δεν θα αρνιόσουν να βοηθήσεις κάποιον που είχε ανάγκη, όπως ήξερε και τον κίνδυνο στον οποίο σε εξέθεσε αλλά δεν την ενδιέφερε».
Ο Νάριαν περπάτησε ήρεμα προς το μέρος της. Πως μπορούσε να είναι τόσο ήρεμος ενώ μιλούσαν για τη δολοφονία του; Ένα έγκλημα που σίγουρα θα είχε μείνει ατιμώρητο αν εκείνη δεν είχε σκοτώσει τον Κλάους. Ήθελε να τον πιάσει από τους ώμους και να τον ταρακουνήσει.
«Ξέρω τι κάνεις» της είπε. «Είσαι θυμωμένη, ψάχνεις για ένα εξιλαστήριο θύμα και το βρήκες στην Ορόρα. Αλλά είναι άδικο. Θα ήταν πολύ εύκολο να αρχίσω κι εγώ να τους κατηγορώ για τον θάνατο της Αμερέυ, αλλά ξέρω ότι δεν φταίνε εκείνοι, και δεν είναι δικό τους λάθος» Έπιασε τα παγωμένα χέρια της και τα κράτησε μεσα στα δικά του. «Δώσε ένα τέλος σε αυτόν το θυμό. Και για την Ορόρα, αλλά κυρίως για εσένα».
«Δεν μπορώ να σταματήσω να κατηγορώ την Ορόρα γιατί τότε θα πρέπει να κατηγορήσω εσένα!» του φώναξε και τράβηξε τα χέρια της μακριά.
«Γιατί;»
«Επειδή αθέτησες την υπόσχεση σου!» ξέσπασε. «Όταν πέθαναν οι γονείς μας μου υποσχέθηκες πως εσύ δεν θα με άφηνες ποτέ. Ήξερες πόσο επικίνδυνο ήταν να πας ενάντια στις διαταγές του Αίρυς. Σε είχα παρακαλέσει να μη το κάνεις άλλα έβαλες την Ορόρα και τον Ντέβαν πάνω από εμένα». Ο κόμπος που ανέβηκε στον λαιμό της έκανε τη φωνή της να τρέμει. «Με άφησες μόνη».
Ήξερε καλά πως ο αδελφός της δεν ήταν ένα άβουλο πλάσμα. Ήταν απόλυτα ικανός να πάρει αποφάσεις και πρωτοβουλίες, αλλά ήταν πιο εύκολο να σκέφτεται ότι η Ορόρα τον χειραγώγησε. Πως οι δικές της πράξεις ευθυνόντουσαν για τη θλίψη της, τη μοναξιά της, όλα όσα πέρασε όσο προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να τον φέρει πίσω, και τον κρυφό της φόβο ότι δεν θα τα κατάφερνε. Πως μπορούσε να θυμώσει στον νεκρό αδελφό της; Η Ορόρα ήταν πιο εύκολος στόχος.
Ο Νάριαν την τράβηξε στην αγκαλιά του και την κράτησε σφιχτά. «Συγνώμη. Πότε δεν σκέφτηκα ότι τα πράγματα θα έφταναν σε αυτό το σημείο. Νόμιζα πως ήμουν πιο έξυπνος από τον Κλάους και τον υποτίμησα, αλλά το πλήρωσα ακριβά»
«Έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε μια νέα αρχή» σχεδόν τον παρακάλεσε. «Έχουμε χρυσό, έχουμε δύναμη, μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε και να τα αφήσουμε όλα πίσω. Γιατί θέλεις να γυρίσεις σε εκείνο το μέρος που μόνο πόνο μας έχει προκαλέσει;»
«Δεν είναι τόσο απλό». Την άφησε για να πάει στο κρεβάτι και να πάρει το χαρτί που ζωγράφιζε προηγουμένως. «Από τη μέρα που γύρισα πίσω ονειρεύομαι αυτό το σύμβολο».
Η Νερίσσα πήρε το ελαφρώς τσαλακωμένο χαρτί από το χέρι του και το κοίταξε με περιέργεια. Το σχέδιο ήταν απλό και με πολλές μουτζούρες, αλλά το σύμβολο της ήταν γνωστό. Ο Ουροβόρος, το φίδι που έτρωγε την ουρά του. Ήταν ένα κοινό σύμβολο ανάμεσα στις μάγισσες, συμβόλιζε την αρχή και το τέλος, την αιωνιότητα, την αναγέννηση και τη σοφία.
«Από τότε που επέστρεψα νιώθω αποκομμένος από τη μαγεία, η σύνδεση είναι αδύναμη και επανέρχεται αργά, αλλά έχω διαρκώς αυτό το άσχημο προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Στην αρχή πίστευα ότι ήταν οι συνέπειες της ανάστασης αλλά πλέον δεν είμαι σίγουρος. Αυτό...» άγγιξε το σχέδιο πάνω στο χαρτί «...δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Πρέπει να γυρίσουμε στον Οίκο μας και να προειδοποιήσουμε τους υπόλοιπους».
«Ακόμα κι αν έχεις δίκιο και όντως κάτι πρόκειται να συμβεί... Δεν τους χρωστάμε τίποτα, Νάριαν. Αν τους βρει κάποια συμφορά θα είναι επειδή το προκάλεσαν μόνοι τους στον εαυτό τους. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποφέρουμε μαζί τους».
«Είναι η οικογένεια μας. Δεν είναι τέλεια, αλλά αυτή έχουμε. Αρνούμαι να εγκαταλείψω τη θέση μου στον Οίκο, την κληρονομιά μας, και να κάνω τη χάρη στον Κλάους και σε όσους σκέφτονται όπως εκείνος».
«Έχεις πάρει ήδη την απόφαση σου» σχολίασε ξερά η Νερίσσα. Για άλλη μια φορά έβαζε τους άλλους πάνω από εκείνη.
Ο Νάριαν ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της διεκδικώντας την αμέριστη προσοχή της, όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τονίσει κάτι σημαντικό. «Αν δεν είμαστε ενωμένοι όταν χτυπήσει η καταστροφή ο Οίκος μας θα χαθεί. Ο Αίρυς δεν αξίζει να κυβερνά και συμφωνώ με όσους θέλουν να τον δουν να φεύγει από την εξουσία, αλλά πρέπει να γίνει σωστά. Αν η Ναβίντια μείνει ξαφνικά χωρίς ηγέτη θα ξεσπάσει χάος. Οι μικρότεροι Οίκοι θα ξεκινήσουν εμφύλιο προσπαθώντας να ανέβουν στην εξουσία και τα γειτονικά βασίλεια αδράξουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν εδάφη. Η χώρα θα κατακερματιστεί».
Ήξερε πως ό,τι κι αν έλεγε δεν θα κατάφερνε να του αλλάξει γνώμη. Ο Νάριαν είχε πάρει ήδη την απόφαση και για τους δυο τους, αφού δεν γινόταν να τον αφήσει μόνο. Ξεφύσηξε δραματικά. «Άρα σκοπεύεις να κάνεις τον Ντέβαν Άρχοντα;»
Δεν πίστευε ότι ο ξάδελφος τους θα το δεχόταν αυτό, να εκθρονίσει τον ίδιο του τον πατέρα, εκτός κι αν η κατάσταση έφτανε στα άκρα.
«Καλύτερα να γίνει τώρα παρά αργότερα. Ο Αίρυς δεν έχει να προσφέρει τίποτα πια στη Ναβίντια. Είναι καιρός για μια αλλαγή».
«Αυτό που προτείνεις είναι ριψοκίνδυνο, αδελφέ» αποκρίθηκε. «Θα βοηθήσω».
Πρώτων επειδή θα χρειαζόταν τη βοήθεια της, δεύτερων επειδή ήθελε να δει την έκφραση του Αίρυς όταν θα έχανε τον θρόνο του. Τι ήταν ο Αίρυς Ντρόγκομιρ χωρίς τον τίτλο του;
Κοίταξε το χαρτί που κρατούσε.
«Οπότε, τι σημαίνει αυτό;» τον ρώτησε. «Ο Ουροβόρος είναι το Οικόσημο των Εμπονέρ» θυμήθηκε, αλλά δεν καταλάβαινε πως ένας από τους μικρούς Οίκους της Ναβίντιας μπορούσε να τους βλάψει.
«Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα αλλά νομίζω πως είναι κάτι μεγαλύτερο. Αν αυτό που υποψιάζομαι είναι αλήθεια τότε πρέπει να επιστρέψουμε στον Οίκο μας το συντομότερο. Το ξέρω πως δεν θέλεις να γυρίσεις εκεί αλλά σε χρειάζομαι, Νερίσσα».
«Το ξέρεις ότι θα σταθώ δίπλα σου» του είπε, επισημαίνοντας το αυτονόητο. Όποιο κι αν ήταν το κακό που έβλεπε ο Νάριαν δεν μπορούσε να τον αφήσει να το αντιμετωπίσει μόνος του. Θα προστάτευε τον αδελφό της. «Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να πας μόνος σου στο στόμα του λύκου μετά από όλους τους μπελάδες που με έβαλες για να σε αναστήσω. Δεν έχω την ενέργεια να το ξαναπεράσω αυτό δεύτερη φορά».
«Δεν σ΄το είπα πριν, αλλά σ' ευχαριστώ που δεν με εγκατέλειψες».
«Είμαι η καλύτερη αδελφή που θα μπορούσες να έχεις» του είπε και τον αγκάλιασε ξανά. «Παραδέξου το».
«Είχα ξεχάσει πόσο ενοχλητική μπορείς να γίνεις, μικρή» γκρίνιαξε ψεύτικα.
«Και εγώ είχα ξεχάσει πόσο αχάριστος είσαι. Θα μιλήσω στον Κάσσιαν απόψε. Θα προσπαθήσω να κάνω κάποια συμφωνία μαζί του για να μείνει μαζί μας, τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψουν οι δυνάμεις σου».
«Τον εμπιστεύεσαι;»
Δεν ήθελε να απαντήσει ναι επειδή το ήξερε ότι ήταν ανόητο να εμπιστευτεί ένα άτομο σαν τον Κάσσιαν. Σκέφτηκε αυτό που είχαν κάνει το προηγούμενο βράδυ. Είχε φύγει αμέσως από το κρεβάτι του και εκείνος δεν είχε προσπαθήσει να την κρατήσει. Σήμερα το πρωί δεν είχε αναφέρει τίποτα για αυτό και είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό μπροστά στον αδελφό της. Όχι πως είχε τίποτα να πει. Ήταν κάτι που συνέβη μια φορά και δεν σήμαινε τίποτα.
Ο Κάσσιαν δεν ήταν φίλος τους. Θα τους βοηθούσε μόνο αν είχε κάτι να κερδίσει. Παραδόξως, αυτό δεν την ενοχλούσε. Ήξερε που βάδιζε μαζί του και όλα ήταν ξεκάθαρα. Το εκτιμούσε αυτό.
Θυμήθηκε αυτό που της είχε πει η μάγισσα, ότι θα την πρόδιδε ένα κοντινό της πρόσωπο και θα προκαλούσε κακό στους ανθρώπους που αγαπούσε. Η ανάμνηση σε συνδυασμό με τα λόγια του Νάριαν την έκαναν να ανατριχιάσει. Ευτυχώς που δεν έχω κοντινά πρόσωπα εκτός από τον Νάριαν, σκέφτηκε η ξανθιά Ντρόγκομιρ. Κανέναν που να εμπιστευόταν ώστε να την προδώσει. Ωστόσο, θα ένιωθε πιο ήσυχη αν έπειθε τον Κάσσιαν να τους ακολουθήσει. Ο νεαρός μάγος θα κρατούσε τον αδελφό της ασφαλή, και ίσως μπορούσε να τη βοηθήσει να βεβαιωθεί ότι η πρόβλεψη της Ασαντόρας δεν θα έβγαινε αληθινή.
Φαίη