Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 12: Μια Ισχυρή Επίθεση)

Δεν είχε πολλή ώρα που ξεκίνησαν από την Αλεσία με κατεύθυνση κάπου στα δυτικά της περιοχής όπου γινόταν η μάχη, έχοντας μεγάλη ταχύτητα και σταθερή πορεία. Παρά την πολύ υψηλή ταχύτητα με την οποία ταξίδευαν, ο Μιχάλης δεν ένιωθε ιδιαίτερα την ενόχληση που προκαλούσε η αντίσταση του αέρα, κι έτσι άρχισε να νιώθει μια επιθυμία για ύπνο. Έτσι, δεν άργησε να αποκοιμηθεί.

Ξύπνησε μόλις πέρασαν από ένα μικρό χωριό, το οποίο, σε αντίθεση με τα άλλα που είχε επισκεφτεί, είχε κόσμο. Ο Όμηρος έκανε γρήγορα τις εμπορικές συναλλαγές, με αποτέλεσμα να μη χαραμίσουν πολύ χρόνο εκεί. Στο επόμενο χωριό όμως σταμάτησαν, μιας και είχε βραδιάσει, αποφασίζοντας να διανυκτερεύσουν στο πανδοχείο που υπήρχε σε αυτό. Εκείνο έμοιαζε με παλιό καφενείο, με ξύλινα τραπέζια και καρέκλες και έναν σκονισμένο πάγκο, πίσω από τον οποίο καθόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, με την οποία δεν αντάλλαξαν και πολλές κουβέντες. Οι ελάχιστοι θαμώνες ήταν ήδη μεθυσμένοι και μιλούσαν χαμηλόφωνα.

Οι δυο τους ανέβηκαν από τις στενές ξύλινες σκάλες, που βρίσκονταν στην άκρη του κεντρικού χώρου. Αυτές έτριζαν καθώς τις πατούσαν, έδειχναν όμως πολύ γερές και ο Μιχάλης ένιωθε πως δεν υπήρχε περίπτωση να πέσει από εκεί. Δεν άργησαν να φτάσουν στον επόμενο όροφο, καταλήγοντας σε έναν στενό διάδρομο. Ο Όμηρος κοντοστάθηκε στην πρώτη πόρτα και έδειξε στον Μιχάλη τη δεύτερη πόρτα από τα δεξιά.

«Καλύτερα να κοιμηθείς από τώρα γιατί αύριο θα ξεκινήσουμε νωρίς»

Το δωμάτιο δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό, αφού ήταν μικρό και αποτελούνταν από ένα κρεβάτι με μεταλλικά στηρίγματα και ένα παλιό τραπεζάκι δίπλα του, ενώ μία άλλη μικρή πόρτα στο δωμάτιο οδηγούσε σε μία μικρότερη τουαλέτα. Ο Μιχάλης το μόνο που έκανε ήταν να ξαπλώσει στο απρόσμενα μαλακό στρώμα του κρεβατιού και να χαλαρώσει πια μετά την παράξενη μέρα που είχε περάσει.

Αργότερα, τον ύπνο του βασάνιζαν εφιάλτες όπου βρισκόταν μόνος του και του επιτίθονταν κάποιοι μάγοι με πολύ άγριες όψεις και απίστευτο μίσος, σαν να ήταν εχθροί για πολλά χρόνια και τώρα επιτέλους είχαν την ευκαιρία να τον βγάλουν από τη μέση. Εκείνος έστεκε απλά ανήμπορος να αντιδράσει και τα πυρά που εξαπέλυαν εναντίον του τον έκαναν να πέφτει στο έδαφος και να σφαδάζει από τους τρομερούς πόνους στα σημεία όπου τον πετύχαιναν οι σκοτεινές λάμψεις.

Τινάχθηκε από το κρεβάτι του ανοίγοντας απότομα τα μάτια του. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και το κεφάλι του πονούσε, νιώθοντας παράλληλα ένα κάψιμο στο σημάδι που του είχε αφήσει το διαμάντι. Το έτριψε σε μια προσπάθεια να το κάνει να σταματήσει, κάτι που δεν άργησε να επέλθει, λες και αυτό υπάκουσε την επιθυμία του. Στη συνέχεια στήριξε το κεφάλι του με το χέρι του και έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να ηρεμήσει λέγοντας από μέσα του πως ήταν ένα απλό όνειρο που του προκαλούσε ο φόβος του για αυτά που θα αντίκριζε στη μάχη.

Κοίταξε μετά από λίγο έξω από το μικρό παράθυρο που υπήρχε στο δωμάτιο, από όπου φαινόταν το πυκνό σκοτάδι που υπήρχε τη νύχτα, το οποίο άρχιζε όμως να διαλύεται από το πρώτο φως της μέρας. Σηκώθηκε και πήγε να πλυθεί, ενώ ο Όμηρος λίγη ώρα αργότερα τον φώναξε για να ξεκινήσουν.

Μετά από κάποια ώρα συνεχούς πορείας, η πεδιάδα άφησε τη θέση της σε μια περιοχή όπου υπήρχαν υψομετρικές διαφορές, με βουνά να υψώνονται μπροστά τους σε μεγάλη έκταση. Μόλις τα είδε, δεν άργησε να καταλάβει για ποιο λόγο είχε επιλεγεί ένα σημείο εκεί κοντά για να γίνει η μάχη, αφού τα βουνά έπρεπε να βοηθούσαν πολύ τους δύο στρατούς για διάφορες κινήσεις και στρατηγικές, που θα αιφνιδίαζαν τον αντίπαλο.

«Σε λίγη ώρα θα έχουμε φτάσει στην περιοχή που κατέχουν οι δυνάμεις του βασιλιά» του είπε ξαφνικά ο Όμηρος.

Ο ήλιος βρισκόταν πλέον στον ουρανό, φωτίζοντας ολόκληρο το τοπίο με το φως της μέρας. Τα βουνά που υψωνόταν μπροστά τους φάνταζαν τώρα ακόμη ψηλότερα και πιο άγρια, κάνοντας εύκολα εμφανές σε κάποιον πως δεν ήταν εύκολα προσβάσιμα. Καθώς ο δρόμος άρχιζε να ανηφορίζει, ο Μιχάλης ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται αφού καταλάβαινε πως ήταν πια κοντά στην περιοχή και δε θα έκαναν πολλή ώρα ακόμη για να φτάσουν.

«Εκεί μπροστά είναι. Φτάσα-» του είπε ο Όμηρος λίγο μετά, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα του, αφού ένα δυνατό τράνταγμα στην άμαξα τον έκανε να φύγει από τη θέση του προς στιγμήν, πριν επιστρέψει και κοιτάξει γύρω του την αιτία του απρόσμενου κουνήματος.

Ο Μιχάλης, ο οποίος παραλίγο να πέσει από την άμαξα, πιάστηκε όσο πιο δυνατά μπορούσε από το τείχος της, καταφέρνοντας να κρατηθεί με δυσκολία. Τότε έψαξε και εκείνος να δει τι είχε προκαλέσει αυτό το ξαφνικό κούνημα, αντικρίζοντας κάτι που σίγουρα δεν ήταν καλό. Από πίσω τους κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα μαύρα άλογα, κατευθυνόμενα προς το μέρος τους, πάνω στα οποία υπήρχαν κάτι άνδρες με μαύρη ελαφριά πανοπλία, οι θώρακες της οποίας ήταν κόκκινοι, στο χρώμα του αίματος.

«Χιζέρκα! Γρήγορα, καλύψου» του φώναξε ο Όμηρος, καθώς έκανε μία απότομη μεταβολή στην άμαξα, που παραλίγο να τον ρίξει κάτω.

Δίπλα του ακριβώς είδε να σκάει στο έδαφος μία έντονη και αστραπιαία σκούρα λάμψη, γεμίζοντας την περιοχή σκόνη και δημιουργώντας μία μεγάλη λακκούβα. Πριν όμως προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη, είδε δίπλα του τον Όμηρο να γυρνάει προς τα πίσω και να κάνει μία κίνηση σαν να έσπρωχνε κάτι με το χέρι του ανοίγοντας τη χούφτα του παράλληλα. Μία έκρηξη ακολούθησε ακριβώς πίσω από την άμαξα αναγκάζοντας τους τέσσερις διώκτες τους να αλλάξουν απότομα κατεύθυνση αποφεύγοντάς την. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Όμηρος τράβηξε με δύναμη τα χαλινάρια με αποτέλεσμα τα άλογα να αυξήσουν και άλλο ταχύτητα.

Πριν προλάβουν όμως να διαφύγουν, κάτι χτύπησε με δύναμη την άμαξα από πίσω, με αποτέλεσμα να τρανταχτούν προς τα εμπρός και τα άλογα να παραπατήσουν, χάνοντας έτσι τη φόρα τους. Οι τέσσερις έφιπποι άνδρες τους προσπέρασαν και άρχισαν να τρέχουν μπροστά τους, ενώ μετά από λίγο ο ένας έκανε στροφή και σταμάτησε ακριβώς μπροστά τους. Ο Μιχάλης πρόλαβε και είδε το πρόσωπό του, τρομάζοντας από το αλλόκοτο χαμόγελο στα χείλη του.

Σαν να μην πέρασε ούτε μια στιγμή, μία κόκκινη έντονη λάμψη φάνηκε μπροστά από το στήθος του, εκσφεδονίζοντάς τον προς τα πίσω, ρίχνοντάς τον αρκετά μέτρα πιο πέρα. Κυλίστηκε για λίγο στο έδαφος, βγάζοντας μια έντονη κραυγή πόνου. Όσο γινόταν αυτό, η άμαξα τραντάχθηκε άλλη μια φορά από ένα χτύπημα στα πλάγια αυτή τη φορά.

Αμέσως μετά, κάτι τον χτύπησε με πολλή δύναμη στο στήθος, κάνοντάς τον να ουρλιάξει από τον πόνο, καταλήγοντας να πέσει από την άμαξα και να κυλιστεί για αρκετή ώρα στο έδαφος, εξαιτίας της φόρας που είχε.

Σταμάτησε μετά από ώρα ανάσκελα, νιώθοντας το δεξί του χέρι να πονά αφόρητα από τα πολλά άτσαλα χτυπήματα στο έδαφος, ενώ έβλεπε στο στήθος του να μπήγεται ένα μεγάλο μαύρο σιδερένιο καρφί, σαν να το κάρφωνε ένας γίγαντας με απίστευτο μίσος. Η όρασή του είχε θολώσει και δεν μπορούσε να καταλάβει αν το έβλεπε όντως ή απλά το φανταζόταν. Ούτε και να ουρλιάξει μπορούσε από τους τρομερούς πόνους. Ευτυχώς οι ασθήσεις του χάνονταν και σταματούσε να νιώθει αυτό το φρικτό πόνο.

Το τελευταίο που είδε πριν κλείσει τα μάτια του, ήταν μια δυνατή και μεγάλη φωτιά, που έμοιαζε να καίει τα πάντα. Έκλεισε τα μάτια του παρακαλώντας η ζωή του να τελειώσει κάπου εκεί, για να λυτρωθεί από αυτούς τους απίστευτους πόνους. Τελικά, όλα άρχισαν να σβήνουν γύρω του και στο μυαλό του, ενώ λίγο πριν όλα χαθούν ακούστηκε μία άγρια μακρόσυρτη κραυγή πόνου από κάπου μακριά…

Κοίταξε γύρω του καθώς ένιωσε να πέφτει κάπου. Το έδαφος κάτω του ήταν παγωμένο και σκληρό, κάνοντας τον να θέλει να σηκωθεί, κάτι όμως που δεν μπορούσε να κάνει. Το πιο εντυπωσιακό όμως εκεί ήταν η παράξενη μαύρη φωτιά που έκαιγε γύρω του, περικυκλώνοντάς τον. Απόρησε με αυτό το θέαμα και πως είχε βρεθεί εκεί, προσπαθώντας παράλληλα να ρίξει μία καλύτερη ματιά στην περιοχή. Από κάπου ερχόταν λιγοστό φως, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει από που ακριβώς. Κοιτάζοντας γύρω του πρόσεξε κάτι μαύρες κολώνες, οι οποίες στήριζαν την οροφή, την οποία όμως δεν μπορούσε να διακρίνει. Η αίθουσα στην οποία βρισκόταν ήταν εντελώς άδεια, εκτός από κάτι που πρόσεξε μπροστά του. Εστίασε εκεί το βλέμμα του, παρατηρώντας πως ήταν μια κομμένη κολώνα με κάτι που λαμποκοπούσε πάνω της. Και τότε το είδε.

Το μαύρο διαμάντι βρισκόταν εκεί, αντανακλώντας έντονα τις ακτίνες φωτός που έφταναν πάνω του, πολύ επιβλητικό και εντυπωσιακό. Κοιτάζοντάς το, του δημιουργήθηκε η σκέψη πως ο λίθος αυτός κατείχε τρομερή μαγεία. Σαν ένα υγρό που μπορούσε να περάσει από οπουδήποτε και να διαλύσει τα πάντα στο πέρασμά του...

Παναγιώτης 
Βάβαλος