Μεκτούβ, του Κυριάκου Αθανασιάδη

«Οι άνθρωποι δεν είναι αιχμάλωτοι της μοίρας τους, αλλά αιχμάλωτοι των μυαλών τους».

Φρανκλίνος Ρούσβελτ


«Υπάρχει κάτι χειρότερο από να είσαι τυφλός και αυτό είναι να βλέπεις κάτι που δεν υπάρχει».

Ρον Χάμπαρντ


«Έβλαψα τον εαυτό μου απόψε

για να διαπιστώσω αν ακόμα νιώθω.

Επικεντρώνομαι στον πόνο,

το μόνο πράγμα που είναι αληθινό».

Johnny Cash, «Hurt» 



23 Δεκεμβρίου 2007

Μετά τον θάνατο της κόρης μου πριν από τρία χρόνια, έχασα κάθε ελπίδα για ζωή. Με τη γυναίκα μου, την Κάρμεν, προσπαθούσαμε περίπου επτά χρόνια (ναι, καλά ακούσατε, επτά χρόνια) για να κάνουμε παιδί. Η πιο χαρούμενη μέρα της ζωής μου ήταν όταν μάθαμε πως έμεινε έγκυος. Στην παμπ δίπλα από την πλατεία είχα ανοίξει τέσσερα μπουκάλια ρούμι, για να το γιορτάσω. Δεν είχα πολλά λεφτά να τα ξοδέψω σε μια βραδιά σε ποτά, όμως δε με απασχολούσε. Προσεχώς, θα ήμουν χαζομπαμπάς.

Η Αμέλια γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1986, στο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης χωρίς καμιά δυσκολία. Εκεί που γεννήθηκε εκείνη την καυτή καλοκαιριάτικη Παρασκευή, εκεί άφησε και την τελευταία της πνοή, στις 4 Μαρτίου του 2004. Οι ιατροδικαστές απέδωσαν τον θάνατό της σε ασφυξία. Ένα μαξιλάρι ήταν αυτό που μου στέρησε την κόρη μου. Ένα γαμημένο μαξιλάρι…

Ο Μάρτιν Γουίλερ ήταν ο δολοφόνος της κόρης μου. H Αμέλια διατηρούσε μαζί του σχέση για δύο ολόκληρα χρόνια και συχνά μιλούσε για τις ζήλιες που έκανε το κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της αγόρι. Ποτέ δε συμφωνούσα με αυτήν τη σχέση, όμως όταν οι γονείς μιλούν, τα παιδιά τις περισσότερες φορές δεν ακούν, λες και είναι κάποιος μυστικός κανόνας των εφήβων η ανυπακοή στους μεγαλύτερους και ιδιαίτερα δε στη μητέρα και στο πατέρα τους. Οι δικοί μου γονείς με μεγάλωσαν με αξίες και με έμαθαν να σέβομαι και να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και τις επιλογές μου και αυτό έκανα για όλη μου τη ζωή. Αυτό προσπάθησα να περάσω και στην Αμέλια, όμως δεν πρόλαβα εφόσον έφυ-

Δεν είναι ώρα για μοιρολογήματα πάλι… Μετά από τόσο καιρό και πολλά φάρμακα μπορώ και στέκομαι στα πόδια μου.

Για πολύ καιρό με τη γυναίκα μου δε μιλούσαμε πολύ. Όλα έδειχναν να οδηγούν στο διαζύγιο, όμως δεν ήθελα να τη χάσω, γιατί αν γινόταν αυτό θα αυτοκτονούσα. Το δωμάτιο της Αμέλια έμεινε έτσι όπως ήταν όταν ζούσε. Δε θέλαμε να αλλάξουμε τίποτα, ούτε εγώ, ούτε η Κάρμεν. Πολλές φορές μαλώναμε για το ποιος θα κοιμηθεί στο κρεβάτι της και στο τέλος κλαίγαμε αγκαλιά για ώρες. Πάντα στη ζωή μου πίστευα πως ήμουν άτυχος, επειδή δεν είχα πολλά χρήματα, ώστε να είμαι άνετος, επειδή δεν κέρδιζα σχεδόν ποτέ ποδοσφαιρικά στοιχήματα, εκτός από μία φορά, τότε με την κατάκτηση του Μουντιάλ του 1978 από την Αργεντινή από την όποια πήρα 4.000 λίρες (!), όμως ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει την πραγματική ατυχία, τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής για να ξέρω.

Η θλίψη ήταν μέρος της καθημερινότητάς μου. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με το ίδιο βάρος στο στήθος και με μια απίστευτη κούραση, ενώ δεν έκανα τίποτα όλη την ημέρα. Ο ψυχίατρος που πήγαινα για ένα διάστημα μετα τον θάνατο της κόρης μου με είχε διαγνώσει με μια ελαφριά μορφή κατάθλιψης. Δε θέλω να ξέρω πώς είναι η βαριά μορφή. Μου σύστησε κάποια φάρμακα τα οποία και έπαιρνα για περίπου έναν μήνα, όμως δεν άλλαζαν πολύ την κατάσταση. Κάθε βράδυ ερχόταν στον ύπνο μου και μου χαμογελούσε, όμως όταν ξυπνούσα και πήγαινα στο δωμάτιό της δεν ήταν εκεί.

Φοβόμουν συνεχώς μην κάνω καμία τρέλα ή μην αρχίσω και χάνω τα λογικά μου, όμως ευτυχώς δεν το έχω πάθει μέχρι τώρα, που είναι ένα τόσο κομβικό σημείο. Αλλά καλύτερα να μην προτρέχω.



30 Δεκεμβρίου 2007

Άλλη μια χρονιά τελειώνει σε δύο μέρες. Η ζωή μου πλέον είναι γεμάτη περιπέτειες εδώ που είμαι, ωστόσο θα σας το εξηγήσω αργότερα αυτό. Τώρα θα σας διηγηθώ τα πρώτα σημάδια… Τα σημάδια από τον κόσμο των νεκρών που μου έστελνε η κόρη μου.

Ήταν Φεβρουάριος του 2005 και εμείς ακόμη προσαρμοζόμασταν στη νέα μας ζωή. Δε μαλώναμε πλέον για το ποιος θα κοιμόταν στο δωμάτιο της Αμέλια. Όποιος προλάβαινε κέρδιζε. Εκείνο το βράδυ ήμουν εγώ ο «νικητής» και η γυναίκα μου με καληνύχτισε με ένα φιλί και με ένα τρυφερό χαμόγελο, το οποίο φώτισε για λίγο το σκοτάδι της ψυχής μου.

Ο ύπνος με πήρε σε λίγα λεπτά και δεν είδα κανένα όνειρο. Ήταν Σάββατο και έτσι την επόμενη μέρα ξύπνησα κατά τις δέκα το πρωί χορτάτος από τον ύπνο. Όμως δεν ένιωθα τα πράγματα στο δωμάτιο τα ίδια. Η αύρα ήταν διαφορετική και στον αέρα πλανιόταν η αίσθηση της απομόνωσης. Ένιωθα εκτεθειμένος και αυτό με έκανε να αισθάνομαι άβολα στο ίδιο μου το σπίτι. Είναι εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις ότι κάτι είναι διαφορετικό, όμως δεν ξέρεις τι. Εκείνη τη στιγμή ήμουν γεμάτος από αυτό το αίσθημα. Γύρισα λίγο το κεφάλι μου προς το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή και όλα μέσα στο δωμάτιο φαινόντουσαν όπως πριν. Έτριψα λίγο τα μάτια μου με τα χέρια μου και κοίταξα το δωμάτιο ακόμα μια φορά. Μια γύρα… Δύο… Τρε-

Ο Μίστερ Μπάντι, το αρκουδάκι της Αμέλια, που της το είχαμε πάρει στα όγδοα γενέθλιά της και ήταν το αγαπημένο της. Η μόνιμη θέση του ήταν δίπλα από το γραφείο πάνω σε ένα κομοδίνο. Ορκίζομαι πως δεν το είχαμε πειράξει, ούτε εγώ και ειδικά η Κάρμεν. Τώρα ο αρκούδος βρισκόταν κάτω στο πάτωμα ανάσκελα. Κάποιος μανιασμένος αέρας θα φύσηξε και θα τον έριξε από την θέση του, δεν εξηγείται αλλιώς. Σκέφτηκα να το πω στη γυναίκα μου, μα η σκέψη ήρθε και έφυγε από το μυαλό μου σαν σφαίρα. Δεν ήθελα να την ταράξω κι άλλο. Τα πράγματα ήταν ήρεμα και δεν ήθελα να το χαλάσω αυτό. Θα το αντιμετώπιζα μόνος. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και σήκωσα τον Μίστερ Μπάντι από το πάτωμα τοποθετώντας τον με ευλάβεια στο κομοδίνο σαν να μην έγινε τίποτα. Μετά άνοιξα την πόρτα και πέρασα στο χολ βλέποντας στα δεξιά μου την πόρτα του μπάνιου ορθάνοιχτη. Καθώς πλησίαζα, άκουγα το νερό της βρύσης να τρέχει και έναν ευχάριστο ρυθμό σαν σφύριγμα να βγαίνει από το στόμα της Κάρμεν.

Την πλησίασα σιωπηλά και την αγκάλιασα τρομάζοντάς την ελαφρώς. Δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, καθώς είχαμε βγάλει τον καθρέφτη ύστερα από κοινή μας απόφαση έναν μήνα μετά τον θάνατο της Αμέλια. Ο λόγος αυτονόητος· κανένας δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπό του θλιμμένο και πόσο μάλλον στην περίπτωσή μας που ήταν κάτι παραπάνω από θλιμμένο. Γέλασε και με φίλησε στα χείλη με πάθος όπως είχε καιρό να κάνει. Για να μην τα πολυλογώ, γιατί είναι κάτι που δε μου αρέσει ιδιαίτερα, κάναμε έρωτα μετά από σχεδόν έναν χρόνο και ήταν υπέροχα. Το σκηνικό με τον αρκούδο είχε φύγει τελείως από το μυαλό μου.

Το δεύτερο συμβάν συνέβη οκτώ μέρες αργότερα, ενώ κοιμόμασταν πλέον μαζί με την Κάρμεν στην κρεβατοκάμαρά μας, όπως και παλιά. Το χαμόγελο πλέον εμφανιζόταν πιο συχνά στα μέχρι τότε παγωμένα μας χείλη.

Ένα φαινομενικά ήρεμο βράδυ και εφόσον είχα παρακολουθήσει την Τσέλσι να νικάει έναν αγώνα πρωταθλήματος, έκλεισα την τηλεόραση και ανέβηκα στην κρεβατοκάμαρά μας. Κυριακή πρέπει να ήταν, αν θυμάμαι καλά, και έτσι η Κάρμεν κοιμόταν ήδη από τις δέκα, καθώς την άλλη μέρα έπρεπε να πάει στη δουλειά στις πέντε και μισή το πρωί. Κάθισα στο κρεβάτι μου βγάζοντας τις παντόφλες μου και κοίταξα έξω για μια στιγμή. Το φεγγάρι έλαμπε και φώτιζε τους σκοτεινούς δρόμους και την πίσω μεριά του σπιτιού μας. Είχε μια υπέροχη πανσέληνο στον κατασκότεινο, χωρίς αστέρια, ουρανό.

Έπειτα με πήρε ο ύπνος… Όχι όμως για πολύ. Η ώρα ήταν μια και εικοσιτέσσερα ακριβώς... Άκουγα βήματα στον διάδρομο έξω από την πόρτα μας. Ακουγόντουσαν ρυθμικά και βαριά.

Ο ήχος ήταν τρομερός, αν σκεφτείς πως η Κάρμεν κοιμόταν του καλού καιρού δίπλα μου. Ένα κακό όνειρο με είχε ξυπνήσει και τώρα ο εφιάλτης συνεχιζόταν μπροστά μου. Εδώ δεν ξεφεύγεις από αυτόν που σε κυνηγάει με ένα απλό άνοιγμα των ματιών… Στην πραγματική ζωή αυτός που θέλει να σου κάνει κακό σού κλείνει τα μάτια για πάντα. Τα βήματα διέσχισαν την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και σταμάτησαν λίγο πιο πέρα. Πιο πέρα ήταν… Ω, Θεέ μου, όχι. Πιο πέρα ήταν το δωμάτιο της Αμέλια, μα αποκλείεται. Η γαμημένη η βροχή και η ανάγκη μου να δω ξανά την κόρη μου (κάτι το οποίο είχα αποδεχτεί εδώ και καιρό ότι δε θα γινόταν ποτέ ξανά, όμως η λήθη δεν έρχεται σε λίγο καιρό, η καρδιά δεν ξεχνάει εύκολα και αυτό τώρα το κατάλαβα) έπαιζαν με το ευάλωτο μυαλό μου.

Έκανα να σηκωθώ, όμως βήματα δεν ακούγονταν πια. Το μόνο που αντηχούσε μέσα στο σπίτι ήταν η μανιώδης βροχή που έπεφτε στα τζάμια του παραθύρου και η βαριά ανάσα της γυναίκας μου. Ξάπλωσα πάλι πίσω και έκλεισα τα μάτια μου. Ίσως να ήταν ένα πολύ αληθινό όνειρο όλο αυτό, επέκταση του προηγούμενου που ακόμη δε θυμόμουν. Εάν κλείσω τα μάτια μου σφιχτά, τότε θα αποκοιμηθώ και όλα θα ξεχαστούν.

Για λίγο οι σκέψεις για το τι μπορεί να προκάλεσε τον θόρυβο αυτό ταλαιπωρούσαν το μυαλό μου και ήμουν πεπεισμένος πως ο ύπνος δε θα με έπαιρνε ξανά για απόψε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κινήθηκα προς την πόρτα. Ήθελα ένα ποτήρι νερό και θα κατέβαινα να το πάρω. Βγήκα από την κρεβατοκάμαρα και διέσχισα νευρικά τον διάδρομο όπου βρισκόταν το δωμάτιο της Αμέλια. Την στιγμή εκείνη που πέρασα και αντίκρισα την πόρτα, ένα τρομερό ρίγος με διαπέρασε. Κατέβηκα σχετικά γρήγορα τη σκάλα και άνοιξα τα φώτα του σαλονιού και έπειτα της κουζίνας. Δε φοβόμουν, αλλά ήταν εκείνο το ένστικτο της επιβίωσης που έχουμε όλοι μέσα μας.

Όταν και η τελευταία σταγόνα του ποτηριού κύλησε στο ξερό μου στόμα, αφουγκράστηκα την ησυχία του σπιτιού, έσβησα το φως της κουζίνας και πήγα να σβήσω και αυτό του σαλονιού που βρισκόταν δίπλα από την αρχή της σκάλας. Τη στιγμή εκείνη, μια τρομερή βροντή διέσχισε τον αέρα και ένας εκκωφαντικός ήχος διαπέρασε όλο το σπίτι κάνοντάς με να τρομάξω και να αφήσω μια πνιχτή κραυγή. Έσβησα το φως και ανέβηκα όσο πιο γρήγορα γινόταν τις σκάλες, δηλαδή έτσι ακριβώς όπως τις είχα κατέβει πέντε λεπτά πριν, και μπήκα γρήγορα στο δωμάτιό μου χωρίς να κοιτάξω καθόλου δεξιά ή αριστερά στον διάδρομο, παρά μόνο με την άκρη του ματιού μου όταν περνούσα από το δωμάτιο της Αμέλια. Ξαφνικά οι σφυγμοί μου άρχισαν να ανεβαίνουν δραματικά και ανεβαίνουν ακόμη και τώρα που το γράφω. Φοβόμουν πραγματικά. Κανένα ένστικτο επιβίωσης δε με κυρίευε μόνο φόβος, ωμός φόβος, και αυτό γιατί η άκρη του ματιού μου παρατήρησε πως η πόρτα της Αμέλια ήταν ελαφρώς ανοιχτή, ενώ την είχαμε κλειδωμένη με δική μου πρόθεση εδώ και επτά μέρες, από τότε που είχε γίνει το συμβάν με τον αρκούδο.



3 Ιανουαρίου 2008

Πάει και το 2007… Καλή χρονιά σε όλους όσους το διαβάζουν αυτό αν και αμφιβάλλω αν το διαβάσει ποτέ κανείς.

Η αλλαγή του χρόνου ήταν πολύ καλή. Μας επέτρεψαν να φάμε ό,τι επιθυμούμε και να πιούμε όσο επιθυμούμε επίσης. Εγώ έφαγα τρία χάμπουργκερ με πατάτες και μαγιονέζα και ήπια τέσσερα μιλκσέικ βανίλια! Είχα περίπου οχτώ χρόνια να φάω και να πιω έτσι. Η νέα χρονιά ελπίζω να με βρει ζωντανό, αν και πλέον είναι η αλήθεια ότι δε με προβληματίζει τόσο αυτό.

Και μιας και μιλάμε για νέες μέρες του χρόνου, θα σας εξιστορήσω την πρωτοχρονιά του 2006, που και ξεκίνησαν όλα…

Για το υπόλοιπο του 2005 δεν είχε συμβεί τίποτα το «μεταφυσικό» στο σπίτι μας. Ούτε βήματα, ούτε αρκουδάκια στο πάτωμα, ούτε τίποτα παραφυσικά μηνύματα. Εγώ τα είχα ξεχάσει και ζούσα όσο πιο όμορφα μπορούσα.

Η Κάρμεν είχε ανακτήσει κάποιες δυνάμεις της και έτσι κοιμόμασταν μαζί κάθε βράδυ σχεδόν. Την πρωτοχρονιά, λοιπόν, του 2006 την περάσαμε μαζί με τον αδερφό μου, τον Τζόσουα, τη γυναίκα του, τη Φράνι και τις κόρες τους, την Άμπιγκειλ και τη Μέριλυν, οι οποίες ήταν και οι δύο μόλις οχτώ χρονών. Τα Χριστούγεννα, φυσικά, είχαμε και μια μεγάλη έκπληξη από τον ταχυδρόμο, ο οποίος μας άφησε έξω από την πόρτα μας ένα μεγάλο σερβίτσιο με πιάτα τυλιγμένο σε πολύ όμορφη συσκευασία με μια κάρτα καρφιτσωμένη στην κορυφή της που έγραφε: «Καλά Χριστούγεννα, Κύριος και Κυρία Γουίλερ». Οι άνθρωποι, αφότου πέθανε η κόρη μας και ο γιος τους καταδικάστηκε σε είκοσι τρία χρόνια κάθειρξη, μας έστειλαν ένα δώρο για να μας δείξουν πως μας θυμούνται, κάτι το οποίο, φυσικά, εμείς δε θέλαμε. Όχι ότι ήμασταν άνθρωποι που δε σέβονται, κάθε άλλο μάλιστα, απλώς δε θέλαμε τίποτα να μας θυμίζει την ιστορία.

Όταν έφτασε ο Τζόσουα και η Φράνι με τα κορίτσια ήταν περίπου εννέα και είκοσι πρώτα λεπτά. Είχα να τον δω πάνω από έναν χρόνο. Την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν όταν είχε έρθει μόνος του κάποιο άκυρο σαββατοκύριακο να με δει και να πιούμε κανένα ουίσκι, όπως συνηθίζαμε όταν σπουδάζαμε μαζί. Η Άμπι και η Μέριλυν είχαν μεγαλώσει πολύ, το ίδιο και η Φράνι και ο Τζος, φυσικά. Φαινόταν πια στο πρόσωπο της νύφης μου ότι οι δυσκολίες του νοικοκυριού και τα βάρη της οικογένειας τήν είχαν μεγαλώσει πριν την ώρα της, το ίδιο και τον αδερφό μου.

Μετά από τις αγκαλιές και τα φιλιά ανταλλάξαμε δώρα και είπαμε τις κλασικές ευχές μας. Έπειτα καθίσαμε να φάμε την γαλοπούλα που είχε ψήσει η Κάρμεν. Μου άρεσε πολύ η γαλοπούλα και το ήξερε η γυναικάρα μου αυτό. Βέβαια, άρεσε το ίδιο και στον Τζόσουα και έτσι δεν πρόλαβα να φάω όσο θα ήθελα. Έπειτα τα κορίτσια βαρέθηκαν, όπως δήλωναν με τις φωνές τους, και προτάθηκα να τα πάω πάνω στο δωμάτιο της Αμέλια να παίξουν για καμιά ώρα μέχρι να τα πούμε με τους γονείς τους. Το δέχτηκαν με σχετική χαρά, αλλά δε με πολυένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Ήθελα απλώς να δω τον αδερφό μου και τη γυναίκα του, που είχα να τους δω τόσο καιρό χωρίς γκρίνιες.

Αφού τις άφησα στο δωμάτιο της Αμέλια, το οποίο και ανοίξαμε ειδικά για τα κορίτσια, κατέβηκα και άνοιξα το καλό μου ρούμι που είχα φυλαγμένο για τέτοιες περιπτώσεις, φυσικά. Μόλις κάθισα στον καναπέ δίπλα στον Τζος είχαμε απέναντί μας τις γυναίκες μας. Η σκηνή έμοιαζε με πρώτο ραντεβού δύο επερχόμενων ζευγαριών, όπως είχαμε κάνει πολλές φορές με τον αδερφό μου, μέχρι να βρούμε τις γυναίκες μας, φυσικά.

Η συζήτηση κυλούσε ομαλά με τις περισσότερες ερωτήσεις να αφορούν το πώς πάνε οι δουλειές του Τζος με τη μεταφορική του εταιρεία και το πώς περνάει η Κάρμεν στον παιδικό σταθμό όπου δούλευε εννέα ώρες την μέρα. Ύστερα η κουβέντα μεταφέρθηκε στις μικρές και στα κατορθώματά τους στο σχολείο από τη Φράνι, η οποία συνεχώς καμάρωνε για τις κόρες της και τις επιδόσεις τους, βεβαίως. Ο Τζος όμως, σαν πιο ξύπνιος και ευσυνείδητος, άλλαξε την κουβέντα στο ποδόσφαιρο και την πορεία της Τσέλσι, η οποία δεν ήταν και τέλεια. Όμως η ομάδα είχε ποιότητα για να χτυπήσει πρωτάθλημα.

Ξαφνικά ένα ουρλιαχτό αντήχησε μέσα στο σπίτι και όλες οι συζητήσεις ξεχάστηκαν. Τα χείλη μας πάγωσαν, εκτός από της Φράνι, η οποία τινάχτηκε ελαφρά και έβγαλε μια πνιχτή τσιρίδα. Ήταν οι φωνές των κοριτσιών αυτές που αντήχησαν στους χώρους του σπιτιού. Ο Τζόσουα τινάχτηκε προς τα σκαλιά που βγάζουν στον επάνω όροφο και εγώ τον ακολούθησα τρέχοντας. Η πόρτα από το δωμάτιο της Αμέλια ήταν ορθάνοιχτη και τα κορίτσια φανερά τρομοκρατημένα αγκαλιάζονταν στη γωνία δίπλα από το παράθυρο.

«Τι έγινε, κορί-» πήγα να ξεστομίσω και τότε είδα τον Μίστερ Μπάντι να κείτεται στο πάτωμα μαζί με κάτι άλλα παιχνίδια δίπλα του απλωμένα. Το θυμόμουν χαρακτηριστικά πως τον είχα βάλει όσο πιο πίσω γινόταν στο ράφι με τις κούκλες της Αμέλια, πριν κλειδώσω το δωμάτιο.

Η εικόνα του αναποδογυρισμένου αρκούδου μού έφερε τρομερές αναμνήσεις και έτσι τον σήκωσα αστραπιαία και τον έβαλα εκεί που έπρεπε να βρίσκεται. Τα κορίτσια, που τώρα τα είχε πάρει αγκαλιά ο Τζος, έκλαιγαν ακόμη. Όταν ηρέμησαν λίγο τα πράγματα και, αφού πήγαμε κάτω και τους δώσαμε λίγο νερό, μας είπαν τον λόγο που τρόμαξαν και ούρλιαξαν.

«Μαμά, μπαμπά, θεία και θείε, σας το ορκίζομαι, δεν πειράξαμε τίποτα ούτε ουρλιάξαμε επίτηδες… Εκεί που καθόμασταν και παίζαμε με τα παιχνίδια της Αμέλια, ξαφνικά ο αρκούδος τινάχτηκε από το κομοδίνο κατευθείαν επάνω μας με δύναμη και πέτυχε την Άμπι στο πόδι. Ήταν πολύ απότομο… Ορκίζομαι δεν πειράξαμε κάτι…» είπε μυξοκλαίγοντας η Μέριλυν, καθώς η Άμπιγκειλ ακόμη καθόταν στα πόδια του μπαμπά της και ψιλοέκλαιγε.

Παρέμεινα σιωπηλός καθώς βαθιά μέσα μου πίστευα πως είχαν δίκιο, άλλα δεν ήθελα ο ίδιος να το πιστέψω και έτσι είπα απλώς:

«Θα φύσηξε αέρας, αγάπη μου, το δωμάτιο της Αμέλια κοιτάει στην πίσω αυλή σε αντίθεση με τα υπόλοιπα δωμάτια του πάνω ορόφου και ενδεχομένως να είναι πιο ευάλωτο σε αγέρες…» Καμία φορά, βλέπετε, πρέπει να λέμε ψέματα, για να τα πιστέψουμε και εμείς οι ίδιοι και όχι μόνο οι άλλοι. «Όλα καλά θα πάνε, δεν είναι κάτι».

Ο Τζος με κοίταξε και μου έκανε νόημα να μιλήσουμε λίγο πιο πέρα. Έδωσε την Αμπι στην αγκαλιά της Φράνι και τη φίλησε στο μέτωπο, όπως έκανε και στη Μέριλυν. Πήγαμε στην κουζίνα και έπειτα μου είπε:

«Συγγνώμη, ρε φίλε, αν σε ταράξαμε με τα κορίτσια. Ξέρεις πως είναι τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία, βλέπουν πράγματα που τους φαίνονται… πώς να το πω… μη φυσιολογικά». Συμφώνησα με ένα νεύμα μου και έπειτα αυτός συνέχισε: «Θα τις πάρω τώρα και θα φύγουμε και θα ξεχαστεί όλο αυτό. Θα ανοίξουμε τα δώρα στο σπίτι και όλα θα πάνε καλά. Απλώς θέλω να ξέρεις πως σε αγαπάω και εσένα και την Κάρμεν, το ίδιο σας αγαπάνε, φυσικά, η Φραν και τα κορίτσια και δε θέλαμε να σας ταράξουμε με την Αμέλια…» Επιτέλους το είχε πει. Εκεί ήθελε να καταλήξει…

«Δε χρειάζεται να το σκέφτεσαι, όλα καλά, Τζος. Λογικό να τρομάξουν, είναι μικρά κορίτσια, άλλωστε. Ξέρεις, Τζόσουα, και εγώ έχω μεγαλώσει κορίτσι…» είπα θέλοντας να τελειώσω την κουβέντα γιατί δεν αισθανόμουν πολύ καλά. Υπήρχε μια περίεργη αύρα, ένιωθα ότι οτιδήποτε και αν μου συνέβαινε όλοι με λυπόντουσαν λόγω της Αμέλιά μου. Και αυτό ήταν κάτι που με στεναχωρούσε βαθύτατα. «Ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη, αδερφέ μου. Θα τα πούμε σύντομα, ελπίζω. Να προσέχεις και να φιλάς τα κορίτσια σου» του είπα και τον αγκάλιασα. Τα κορίτσια είχαν ψιλοκοιμηθεί τώρα στην αγκαλιά της Φράνι και έτσι όταν έφυγε δεν αγκαλιαστήκαμε, για να μην τα ξυπνήσουμε. Αρκέστηκε στο να μας στείλει ένα φιλάκι από μακριά και με το βλέμμα της και την έκφρασή της να μας ζητήσει ένα συγγνώμη για το αποψινό συμβάν.

Όταν έκλεισε την πόρτα η Φράνι, η Κάρμεν ήταν ακόμα καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού και τους κοιτούσε να αποχωρούν. Τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της και δεν έκανε κανένα κόπο να τα σκουπίσει. Τα άφηνε να κυλούν γιατί αυτό έπρεπε να κάνει, να το βγάλει από μέσα της. Το συμβάν σ’ εμένα δεν έφερνε δάκρυα, έφερνε αγανάκτηση για έναν λόγο που δεν πρέπει να έχει ερμηνευτεί κάπου. Νευρίαζα πολύ που στεναχωριόμουν. Αυτό ένιωθα. Ένιωθα θυμό που η καρδιά μου πονούσε και εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι.

Στεκόμουν τώρα στην κουζίνα με τα χέρια μου στυλωμένα στον πάγκο και κοιτούσα την Κάρμεν, όμως στο μυαλό μου είχα την Αμέλια.



19 Ιανουαρίου 2008

Οι μέρες περνούν ακόμα πιο δύσκολα πλέον εδώ μέσα. Τα βράδια ακούω φωνές ακόμα και αν η ησυχία των δωματίων είναι εκνευριστική. Οι φωνές μού λένε να κάνω υπομονή και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να το κάνω. Θα αναστατώσω πολλούς εδώ μέσα όμως δε με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει μόνο να πετύχω αυτό που λένε οι φωνές.

Η μία φωνή είμαι σίγουρος σε ποια ανήκει. Όσο σίγουροι είστε και εσείς. Πριν καιρό την άκουσα να έρχεται από το μπάνιο ένα μεσημέρι που ήμουν μόνος στο σπίτι, ενώ η Κάρμεν ήταν στη δουλειά της.

Ο ύπνος με ζάλιζε στην κουνιστή μου καρέκλα στο σαλόνι με τη βροχή για ακόμα μια φορά να σκάει στο τζάμι δίνοντας την αίσθηση μιας ωραίας ατμόσφαιρας. Σήμερα μαγείρεψα· μου άρεσε να μαγειρεύω, όταν είχα τον χρόνο για να το κάνω. Η μυρωδιά της ναπολιτάνας μού έφερνε ωραίες αναμνήσεις από την Αμέλια, φυσικά, καθώς το 95% των σκέψεών μου αφορούσαν την κόρη μου. Η ναπολιτάνα ήταν το αγαπημένο της φαγητό και κάθε Κυριακή πρωί μου φώναζε…

«Μπαμπά» είπε η φωνή, λιτή, παγωμένη και απόκοσμη. «Εγώ είμαι, έλα να με δεις».

Πετάχτηκα από την καρέκλα και το αίμα μου πάγωσε. Όνειρο θα ήταν, αποκλείεται αυτό. Ή μάλλον θα ήταν η τηλεόραση της κρεβατοκάμαρας. Όλες οι κούφιες δικαιολογίες που σκέφτηκα να πω στον εαυτό μου αυτήν τη φορά έπιασαν πάτο. Και το γεγονός αυτό με φόβισε πιο πολύ. Η φωνή ακουγόταν από τον πάνω όροφο και έτσι, συγκεντρώνοντας όλη μου τη δύναμη ανέβηκα τα σκαλιά ένα ένα, σαν να είχα πληγωμένο πόδι. Μόλις έφτασα στη μέση της σκάλας η φωνή ακούστηκε ξανά:

«Εδώ είμαι, μπαμπά. Έλα γρήγορα, πριν έρθει η μαμά και μας πιάσει».

Στο μπάνιο… Η φωνή ακουγόταν από το μπάνιο.

Η σκάλα έμοιαζε με απότομο βουνό γεμάτο βράχια που έπρεπε να ανέβω, για να δω ξανά την κόρη μου. Μόλις έφτασα στην κορυφή του, περπάτησα χωρίς να σκέφτομαι τίποτα προς το τέλος του διαδρόμου και όταν έφτασα εκεί τα συναισθήματά μου ήταν μπερδεμένα. Δε γνώριζα εάν φοβόμουν ή εάν χαιρόμουν στο ενδεχόμενο να αντικρίσω ξανά την όψη της κόρης μου. Τώρα που σκέφτομαι πιο καθαρά, πιστεύω πως το συναίσθημα που είχα ήταν η αγωνία προς το άγνωστο.

Με βαριά πόδια βάδισα προς τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου και με ακόμα πιο βαριά καρδιά την άνοιξα εντελώς. Μπαίνοντας αντίκρισα κάτι το οποίο όσο ζω δε θα το ξεχάσω ποτέ μου. Μπορεί και όταν πεθάνω να είναι η μοναδική ανάμνηση που θα μου μείνει.

Στον κενό τοίχο πάνω στον οποίο υπήρχε κάποτε ο καθρέφτης του μπάνιου, τον οποίο είχαμε πετάξει μετά τον θάνατο της Αμέλια, τώρα υπήρχε με μεγάλα γράμματα η φράση:

Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Η

Η λέξη ήταν γραμμένη με αίμα. Το ορκίζομαι στον Θεό, που αν υπάρχει εκεί πάνω και μας βλέπει στην εικόνα αυτή θα έχει φρικάρει και ο ίδιος. Το αίμα ήταν φρέσκο πάνω στον τοίχο και έσταζε. Είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα και έβλεπα αυτό που η Αμέλια μου είχε γράψει. Ήταν ένα μήνυμα. Παραλήπτης ήμουν εγώ, ο πατέρας της, ο άνθρωπος που αγαπούσε τόσο πολύ. Με θεωρούσε ικανό να πάρω εκδίκηση. Και εγώ τότε το είχα ψιθυρίσει:

«Μην ανησυχείς, κοριτσάκι μου, ο μπαμπάκας είναι εδώ» και έπειτα μια άλλη φωνή ακούστηκε από τον κάτω όροφο, αυτήν τη φορά από τον κόσμο των ζωντανών.

«Μωρό μου, γύρισα» ανακοίνωσε η Κάρμεν.

Ο πανικός με κυρίευσε και έκανα να βγω από το μπάνιο. Στρέφοντας το κεφάλι μου στο χερούλι της πόρτας, ήθελα να κοιτάξω μια τελευταία φορά τη λέξη αυτή. Δεν υπήρχε τίποτα πλέον εδώ. Μόνο άδειος τοίχος όπως και πριν.

Βγήκα από το μπάνιο μόνο όταν άκουσα την Κάρμεν να ανεβαίνει και το τελευταίο σκαλί. Το αίμα μου σαφώς παγωμένο και το μυαλό μου κολλημένο στην εικόνα του ματωμένου τοίχου συνυπήρχαν στο σώμα μου. Τα χέρια μου άρπαξαν το πρόσωπο της Κάρμεν και το φίλησαν, ενώ το στόμα μου ξεστόμισε, πριν καν προλάβει η Κάρμεν να μιλήσει: «Πάμε να φάμε, αγάπη μου, έχω μαγειρέψει κάτω».

Η καρδιά μου δεν ξέρω αν ήταν στο σώμα μου εκείνη την στιγμή, έχω την εντύπωση πως είχε μείνει μέσα στο μπάνιο ακόμη να περιμένει το επόμενο σημάδι της Αμέλια.

Μετά το μεσημεριανό μας, η Κάρμεν μού πρότεινε να πάμε μια βόλτα στο πάρκο, καθώς εκείνη τη μέρα είχε ήλιο και, όπως δήλωσε και στη συνέχεια: «το φαγητό καλό αλλά πολύ βαρύ, ρε μωρό μου, άλλη φορά όχι τόσο λάδι στα μακαρόνια, πρέπει να πάμε μια βολτούλα να ξεφουσκώσουμε». Χωρίς φυσικά να μπορώ να της αντισταθώ, της είπα κατευθείαν ναι και άφησα τα άπλυτα για την επιστροφή μας από το πάρκο.

Το δημοτικό πάρκο ήταν δύο τετράγωνα μακριά από το σπίτι μας και ήταν γνωστός προορισμός για γονείς με παιδιά τις πρωινές ώρες, για γονείς χωρίς τα παιδιά τους το μεσημέρι, για ηλικιωμένους το απόγευμα και για εφήβους το βράδυ. Ήταν τόσο καλά τακτοποιημένο το «πρόγραμμα επισκεπτών» του πάρκου που, αν κάποιος γονιός ερχόταν το απόγευμα, ακόμα και το παιδί του να είχε μαζί, τον στραβοκοιτούσαν οι ηλικιωμένοι σκεπτόμενοι «Καλά τι κάνει; Αυτές τις ώρες εμείς ερχόμαστε εδώ». Περίεργος ο κόσμος.

Όταν περάσαμε τις πύλες του πάρκου με την Κάρμεν, κανένας δε μας κοιτούσε. Ήταν η ώρα των γονέων, άλλωστε. Άλλα δύο ζευγάρια, ίσως δύο με τρία χρόνια πιο νεαρά, κάθονταν στο παγκάκι πίσω από το σιντριβάνι κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Ήταν μια πάρα πολύ ήσυχη μέρα για να βγεις στο πάρκο. Η Κάρμεν δεν ήθελε να καθίσουμε, αλλά να περπατάμε συνεχώς και να χαζεύουμε τη λιμνούλα με τις πάπιες και τα νούφαρα. Κάποια στιγμή είπε με μια σιγανή φωνή, που ωστόσο αντήχησε σαν ουρλιαχτό στα αυτιά μου, καθώς ήταν δύο από τις αγαπημένες μου λέξεις και αυτές ήταν το «σ’ αγαπώ». Με κοίταξε με τόσο τρυφερά μάτια που ορκίζομαι πως ήταν το πιο όμορφο πράγμα που είχα δει το τελευταίο διάστημα. Έμοιαζε τόσο πολύ με την κόρη μας, ήθελα να της το πω, αλλά δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε να χαλάσω αυτήν την υπέροχη στιγμή. Δεν απάντησα τίποτα. Απλώς χαμογέλασα, τη φίλησα και έπειτα συνεχίσαμε τη βόλτα μας περνώντας την γεφυρούλα της δυτικής λιμνούλας.

Μετά από ένα λεπτό σιωπής και χαλάρωσης, η Κάρμεν με ρώτησε: «Αλήθεια, πιστεύεις πως ο Μάρτι μετάνιωσε για αυτό που έκανε; Το κράτος θα έπρεπε να τον σκοτώσει για αυτό που έκανε και όχι απλά να τον βάλει στη φυλακή».

Το βλέμμα μου περιπλανιόταν ψηλά και το στόμα μου είχε ξεραθεί ελαφρώς. Έπρεπε κάτι να απαντήσω αν και δεν το ήθελα πραγματικά εκείνη τη στιγμή.

«Δε θα έπρεπε να το συζητάμε αυτό τώρα, αγάπη μου. Το κράτος δε θανατώνει τους εγκληματίες εδώ και χρόνια, καλώς ή κακώς… Έτσι είναι» είπα και συγκράτησα τα δάκρυά μου. Ήθελα όσο τίποτα να πεθάνει το κωλόπαιδο που μου στέρησε την κόρη μου και αν μπορούσα θα το έκανα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια…

ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Όμως αυτό δε γίνεται και αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήθελα να το αναφέρουμε ποτέ ξανά.

«Είδα στις ειδήσεις έναν τριανταδυοάχρονο που βασάνισε και σκότωσε τέσσερα παιδιά. Τα παιδιά ήταν έξι, οχτώ, δεκατρία και δεκατέσσερα, Τζέικομπ, το καταλαβαίνεις; Ήταν τέσσερα παιδιά που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Αυτός ο άνθρωπος, που τους στέρησε τη ζωή για το τίποτα, δε θα έπρεπε να πεθάνει;» είπε και σε αντίθεση μ’ εμένα δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της που χύθηκαν από τα μάτια της σαν το νερό ρέει μανιωδώς αν σπάσει κάποιο φράγμα.

Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα στο κεφάλι τρυφερά.

«Μην κλαις, αγάπη μου, σε παρακαλώ, εγώ είμαι εδώ».

«Εσύ είσαι, Έντ. Η Αμέλια όμως δεν είναι» είπε και έβγαλε ένα τρομερό λυγμό που όμοιό του δεν έχω ακούσει ούτε και θέλω να ξανακούσω ποτέ μου. Η καρδιά μου είχε ραγίσει. Την ένιωσα να σπάει. Πριν στο σπίτι είχε γίνει το συμβάν με τον τοίχο και τώρα αυτό. Δύο σοκ σε μια μέρα είναι πολλά, για να αντέξει μια ήδη ταλαιπωρημένη καρδιά.

Τώρα η λέξη ήταν πιο καθαρή από ποτέ στο μυαλό μου:

ΕΚΔΙΚΗΣΗ



26 Ιανουαριου 2008

Εκτός απροόπτου μας άφησαν δύο ώρες ελεύθερου χρόνου για να κάνουμε κάτι δημιουργικό όπως μας δήλωσαν. Και γω σκέφτηκα με όσο μυαλό μου έχει απομείνει: «Τι πιο δημιουργικό από το να συνεχίσω να εξιστορώ, είναι η μόνη μου διαφυγή άλλωστε.»

Για αρκετό καιρό τα πράγματα κυλούσαν ομαλά, καμιά φορά άκουγα την Κάρμεν να κλαίει κρυφά στο μπάνιο όμως προσπαθούσα να μην ακούω στρέφοντας την προσοχή μου αλλού. Το αλκοόλ ήταν ο τρόπος να ξεφεύγω. Είχα εγκαταλήψει την ίδεα της Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Η Σ μερικές μέρες μετά το συμβάν στο πάρκο, το είχα κάνει γιατί έπρεπε, δεν θα μου έκανε καλό και το ήξερα, είδα στις ειδήσεις το συμβάν με τα τέσσερα ανήλικα παιδιά και τον ανώμαλο ο οποίος απλά μπήκε φυλακή και μάλιστα με υψηλή προστασία για να μην μπορούν να τον πείραξουν οι συγκρατούμενοι του, αν ήταν στο χέρι μου θα τον έριχνα σε λάκκο με λιοντάρια αλλά δυστυχώς δεν είναι. Πήγαινα πια τέσσερις φορές την βδομάδα στην πάμπ του Τζον και έπινα φθήνο ουίσκι μέχρι να ξεχνώ, καμιά φορά έπιανε και γυρνούσα σπίτι άδειος από συναισθήματα και σκέψεις, άλλες φορές έκλαιγα και οι αναμνήσεις μου με “σκότωναν” και προσπαθούσα να μαζεύω τα κομμάτια μου.

Ένα βράδυ όμως δεν ήταν σαν και τα υπόλοιπα. Ήταν Κυριακή και είχαμε μαζευτεί στου Τζον για να δούμε την Τσέλσι να χάνει 4-1 από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και να πιούμε φυσικά. Στον γυρισμό με την ζάλη να με έχει πάρει αγκαλιά περπατούσα στο πεζοδρόμιο απέναντι από το πάρκο με αργά και ελεγχόμενα βήματα. Σε κάποια στιγμή όταν έφτασα στην γωνιά για να στρίψω και να μπω στην τελική ευθεία για το σπίτι μου ακούστηκε ένα ουρλιαχτό μέσα από το κατασκότεινο πάρκο. Το ουρλιαχτό στάματησε και ξανά επικράτησε η απόλυτη σίγη που υπήρχε και πριν.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ένα κορίτσι πέρασε τις πόρτες του πάρκου τρέχοντας και κατευθήνθηκε προς τα δεξιά, έπειτα χάθηκε μέσα στο πρώτο σκοτεινό στενό. “Κάτι συνέβαινε, κάποιος σαν αυτόν τον αλήτη που μου πήρε το κοριτσάκι μου ή σαν αυτόν τον άρρωστο στην τηλεόραση προσπάθησε να κάνει κακό σε αυτήν την κοπέλα, κάτι πρέπει να κάνω.”. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη, η θέληση μου να εμποδίσω το κακό ήταν απίστευτη, εξάφανισε την ζαλάδα και στην θέση της ήρθε η απεγνωσμένη θέληση για Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Η.

Σε μια άλλη εκδοχή της ιστορίας αυτή που έτρεχε ήταν η Αμέλια μου και γω έπιανα και σκότωνα με τα χέρια μου τον άνθρωπο που ήθελε να της κάνει κακό. Περνόντας τον δρόμο χωρίς να κοιτώ δεξιά ή αριστερά όρμισα μέσα στο πάρκο. Το θέαμα ήταν αποχαυνωτικό, οι λάμπες φώτιζαν μικρά σημεία του πάρκου και όλο το υπόλοιπο τοπίο καλυπτόταν από ομίχλη λόγω της υγρασίας που υπήρχε την ώρα αυτή. Μια αντρική φιγούρα ωστόσο διαγραφόταν μέσα στην ομίχλη, ένας ψηλός άντρας με κουκούλα και τα χέρια του στις τσέπες. Αυτός είναι, αυτός μου στέρησε την Αμέλια και αυτός στέρησε τα τέσσερα εκείνα παιδιά από τους γονείς τους και αν δεν τον εμποδίσω θα στερήσει κι άλλα παιδιά και από άλλους γονείς μέχρι να αλλάξει κατήγορια θυμάτων (αν αλλάξει!). Έβλεπα το χαμόγελό του μέσα στην ομίχλη ή μάλλον… το ένιωθα. Το ένιωθα βαθιά στα σωθηκά μου να με καίει σαν το φθηνό ουίσκι του Τζόν, μόνο που αυτό ήταν δέκα φορές χειρότερο.

Όρμησα μέσα στην ομίχλη βλέποντας ακόμα την φιγούρα του άντρα να μην κινεί ούτε τα χέρια του. Έκανα ένα άλμα για να τον πιάσω και να τον ρίξω κάτω. Όταν τον έριχνα θα τον έπνιγα με τα ίδια μου τα χέρια και θα τον πετούσα στην λίμνη. Σηκώθηκα από την γη και εκτοξεύθηκα όσο περισσότερο μου επέτρεπε το σώμα μου. Τώρα ήταν η ώρα… ήταν η ώρα να πάρω εκδίκηση για όλες τις δολοφονημένες ψυχές του κόσμου από ανθρώπους σαν και του λόγου του. Έκανα βουτιά και άπλωσα τα χέρια μου, ξαφνικά ένιωσα μια παγωμάρα και προσγειώθηκα στο έδαφος απότομα, γύρισα το κεφάλι μου να δω τι έγινε και δεν είδα τίποτα. Κοίταξα επίμονα μέσα στην ομίχλη κι όμως. Το απόλυτο τίποτα. Ένιωσα έναν τρομερό κόμπο στον λαιμό. Το σάλιο μου μετά βίας κατέβαινε κάτω. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα τριγύρω. Λίγο πιο δίπλα ήταν το παγκάκι που καθίσαμε με την Κάρμεν πριν από κάτι βδομάδες και τώρα είχε κάτι πάνω. Πλησίασα με αργά βήματα καθώς ήμουν ακόμα σοκαρισμένος, ήταν ένα κούτι, έτσι δηλαδή έμοιαζε από την απόσταση τριών μέτρων που το κοίτουσα τώρα. Πλήσιασα και το άνοιξα. Ένα ουρλιαχτό άκουστηκε και αυτήν την φορά δεν ήταν ξένο. Ήταν το δικό μου ουρλιαχτό που είχε σπάσει τον δυνατό κόμπο του λαιμού μου και είχε βγει από το στόμα μου με απόλυτη δύναμη.

Στην συνέχεια απόλυτο σκόταδι…

Μια σταγόνα η οποία προσγειώθηκε στο μέτωπο μου ήταν η αιτία που ξύπνησα. Πρέπει να ήμουν πεσμένος κάτω στο έδαφος περίπου μισή ώρα, η φίγουρα του άντρα δεν βρίσκοταν πουθενά. Η απόλυτη σιγή βασίλευε γύρω μου. Σηκώθηκα με δυσκολία και κοίταξα πρώτα δεξιά και μετά αριστερά μου. Η ομίχλη σκέπαζε δυστυχώς( ή ευτυχώς) ότι υπήρχε στο πάρκο. Γύρισα να αντικρίσω το παγκάκι και οι παλμοί μου ανέβηκαν απότομα και πάλι. Το κουτί ήταν ακόμα εκεί πέρα… και το περιεχόμενο του…ωωω θεέ μου το περιέχομενο του ήταν ακόμα εκεί μέσα. Παίρνοντας μια βαθιά βάδισα αργά ως το παγκάκι και σήκωσα το αντικείμενο που βρισκόταν στον πάτο του κουτιού.

Το κούτι έπεσε εύκολα κάτω και το μαξιλάρι που κράτουσα στα χέρια μου ήταν λες και ζύγιζε ένα τόνο. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα σε αυτό σαν να ήταν κάτι το μαγικό, κάτι το απόκοσμο που αν το καλοσκεφτεί κανείς ήταν. Κρατούσα στα χέρια μου το μαξιλάρι που πήρε την ζωή από την κόρη μου. Στο κέντρο της άσπρης μαξιλαροθήκης ήταν η λέξη που με είχε κάνει να ουρλιάξω και να χάσω την γη κάτω από τα πόδια μου μόνο στον ήχο της προφοράς της. Το χρώμα, βαθύ κόκκινο και γυαλιστερό έτσι όπως φαινόταν κάτω από το φως της λάμπας ήταν σίγουρα αίμα, το αίμα που έφτυσε η κόρη μου πριν ξέψυχησει. Η λέξη πλέον μου φάνταζε σαν το σωστό, το σώφρον, αυτό που έπρεπε να γίνει από την πρώτη μέρα…αυτό που διέταζε η μοίρα να γίνει:



Ε Κ Δ Ι Κ Η Σ Η



Η ώρα είχε έρθει πλέον. Η Αμέλια μου έδινε τόσο καιρό να καταλάβω πως ακόμα είναι εδώ, ακόμα μας βλέπει, ακόμα μας αγαπάει όσο τίποτα άλλο. Όμως αυτό που τώρα καταλαβαίνω είναι πως η ψυχή της δεν έχει αναπαυθεί πλήρως. Η στιγμή που θα αναπαυθεί είναι η ίδια που η εκδίκηση θα έχει παρθεί.



5 Φεβρουαρίου 2008




Μέσω των τελευταίων μου αυτών σημειώσεων θα σας διηγηθώ εν ολίγις τον τρόπο που έφτασα εδώ που είμαι τώρα. Η μόνιμη κάτοικια μου εδώ και τρείς μήνες είναι στην ψυχιατρική κλίνικη που βρίσκεται μόλις οχτώ χιλιόμετρα έξω από το Πρέστον. Έκανα κάτι άρρωστο το ομολογώ, το να δαγκώσεις έναν αστυνομικό και να του κόψεις το αυτί στην πλατεία της πόλης δεν μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει αλλιώς. Ωστόσο μόνο έτσι θα τους έπειθα ότι είμαι τρέλος για να με βάλουν στο ψυχιατρείο. Στο ψυχιατρείο αυτό φυσικά βρίσκεται και ο Μάρτιν για αυτό και έκανα ότι μπορούσα για να βρίσκομαι εδώ. Λάδωσα δικαστές,γιατρούς και δικηγόρους για να είμαι εδώ, σε αυτήν την φυλακή, δεν με νοιάζει η ποινή, πείτε με τρέλο, πείτε με όπως επιθυμείτε όμως εγώ αυτό που θέλω θα το πετύχω. Πρέπει να το πετύχω.

Εδώ μέσα δεν περνάω καλά, βλέπω συνέχεια τον Μάρτιν και με βλέπει κι αυτός φανερά μετανιωμένος όμως αυτό δεν μου αρκεί σαφώς. Πολλές φορές κάθομαι μόνος μου στην αυλή όταν κάνουμε διάλλειμα, άλλες φορές γράφω εδώ στο ημερόλογιο μου με τις ώρες και ο τρόφιμος που μένουμε μαζί, ένας ψήλος και εύσωμος τύπος Αραβικής καταγωγής που σκότωσε την γυναίκα του γιατί δεν του έκανε λουκάνικα με πράσο που ήθελε ένα βράδυ, με ρωτούσε ανά καιρούς τι γράφω, όμως ποτέ δεν του είπα αν και τον εμπιστευόμουν . Αυτό που ωστόσο μου είχε κάνει εντύπωση με αυτόν τον άνθρωπο –τώρα εφόσον τον ανέφερα θα ήταν καλό να πω και κάτι για αυτόν που νομίζω πως με σημάδεψε – ήταν η πρώτη γνωριμία μας. Του έσφιξα την τεράστια του παλάμη και αφού πληροφορηθήκαμε ο ένας το όνομα του άλλου τοτε η επόμενη φράση του ήταν:

«Έντουαρτ πιστεύεις στο Mektoub;»

«Στο ποιό;»είπα φανερά απορημένος μιας και δεν γνώριζα τι ήταν αυτό που με ρωτούσε. Αυτός μόλις είδε πως δεν ήξερα συμπλήρωσε ήρεμα:

«Φίλε μου το Mektoub είναι η αποδοχή του πεπρωμένου μας και επίσης είναι αυτό που ότι και να γίνει δεν μπορεί να αλλάξει, η μοίρα…στην Πατρίδα είναι αρετή όταν κάποιος το έχει και εγώ το έχω Εντ. Το έχω μέσα μου και έχω μάθει να αποδέχομαι το πεπρωμένο ακόμα και αν δεν μου κάνει καλό.» είπε και τοποθέτησε το δεξί του χέρι στην καρδιά του.

Το μυαλό μου σκέφτηκε “Φίλε ο τύπος είναι ψυχάκιας, τι παλβομάρες μου λέει” όμως λόγω των πράξεων του δεν έπαιρνε το στόμα μου να εκφράσει κάτι τέτοιο και απλά είπα: «Πολύ όμορφο και γω πιστεύω στην μοίρα ξέρεις Κάρλ».

Έπειτα χαμογέλασε και πήγε να ξαπλώσει.

Περίεργος τύπος.




18 Μαρτίου 2008



Ο σκοπός μου έδειχνε να δυσκολεύει με τον καιρό, ο Μάρτιν και εγώ συνυπήρχαμε στο ίδιο προαύλιο μόνο μια φορά την εβδομάδα καθώς ανήκαμε σε διαφορετική πτέρυγα. Είχα προμηθευθεί ωστόσο ένα μαχαίρι από τον ‘’Τζέι Ρ’’ όπως απακαλούμε τον προμηθευτή της πτέρυγας μας, ο τύπος έχει φάει τρείς εισόβια για τετραπλή (!) δολοφονία. Πλέον όπως δηλώνει και ο ίδιος κάθε φορά που κλείνει μια συμφωνία «Να με πάρει φίλε… έχω βγάλει τρείς φορές περισσότερα λεφτά εδώ μέσα από όσα θα έβγαζα σε όλη μου την ζωή αν ήμουν έξω».







8 Μαΐου 2008


Ήμουν απόλυτα προετοιμασμένος και περίμενα την κατάλληλη στιγμή σαν λιοντάρι που παραμονεύει για το θύραμά του. Τα σημάδια έχουν ελλατωθεί αισθητά όμως ο στόχος παραμένει ίδιος και δεν αλλάζει. Προχθές στο πραύλιο μετέφεραν την πτέρυγα των γυναικών στο κτήριο τους στην άλλη μεριά της κλινικής πίσω από τον φράχτη, είδα την Αμέλια κάπου εκεί μέσα στα τόσα πρόσωπα και μου χαμογελούσε πλατιά. Όλα μου την θυμίζουν ακόμα. Έχω την απορία μερικές φορές τι θα μου έλεγε ο ψυχίατρος μου αν πήγαινα και του έλεγα αυτά που μου συνέβησαν δύο χρόνια τώρα. Άραγε σε τι στάδιο να είναι η κατάθλιψη μου πλέον;




14 Ιουνιου 2008




Τώρα είναι επιτέλους η στιγμή. Ίσως είναι η τελευταία φορά που γράφω σε αυτό το ημερολόγιο. Δεν ξέρω το τι θα γίνει και αυτό με συναρπάζει πιο πολύ. Χθές το βράδυ έλαβα μετά από πολύ καιρό το τελευταίο σημάδι της Αμέλια. Κατά τις τρεις και μισή, όπως με πληροφόρησε το ρολόι του κελιού μας, σηκώθηκα από τον ύπνο μου από ένα τρομερά κακό όνειρο που όμως δεν θυμόμουν τα γεγονότα παρά μόνο το ότι ήταν πολύ κακό. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου είδα το ξεθωριασμένο φως στην μέση της αίθουσας που βρισκόταν κάτω από τον όροφο των κελιών μας και έπειτα το πάτωμα το οποίο ήταν γυαλιστερό μιας και σήμερα ήταν η μέρα καθαρισμού.

Η σιωπή ήταν εκκωφαντική και κάπως τρομακτική θα έλεγα. Το μόνο πράγμα που αντιχούσε σε ολόκληρο το κτήριο ήταν τα βαριά βήματα των φυλάκων στους διαδρόμους. Το βλέμμα μου περιπλανιόταν στους τοίχους και στην μοναδική μου θέα, αυτή των απέναντι κελιών και της λάμπας. Ωστοσο αυτό που μου τράβηξε παραπάνω την προσοχή ήταν ένα κομμάτι χαρτί το οποίο βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του κελιού και στο ξεθωριασμένο φώς της λάμπας φαινόταν μισό σκισμένο.

Η κουκέτα που είχαμε εγώ με τον Κάρλ ήταν περίπου στα δύο μέτρα και κάτι. Εγώ μετά από κλήρο είχα πάρει το πάνω στρώμα και έτσι όταν ανέβαινα τις φορές που κοιμόταν ο Κάρλ το έκανα με ευλαβική προσοχή γιατί δεν ήθελα να τον ξυπνήσω με τίποτα. Ο τύπος είχε σκοτώσει για τριακόσια γραμμάρια λουκάνικα με πράσο φαντάσου τι θα έκανε αν τον ξυπνούσες. Έτσι ακριβώς προσεκτικά κατέβηκα κάτω και πήρα το χαρτάκι. Στο ξεθοριασμένο φως της αίθουσας το διάβασα και κυριολεκτικά έσφιξα τόσο δυνατά τα χέρια μου που μου κόπηκε η κυκλοφορία του αίματος. Οι λέξεις πλημμύρησαν την καρδία μου νοσταλγία και πάθος για εκδικηση, ηταν περιεκτικές και απλές:


Ε ί ν α ι ώ ρ α Π α τ έ ρ α


Αύριο ήταν η ‘’Προβολή της Βδομάδας΄΄, ένας θεσμός που ξεκίνησε τον Μάιο για την περίοδο του καλοκαιριού. Κάθε Πέμπτη εδώ και έναν μήνα μαζευόμασταν όλοι οι κρατούμενοι από όλες τις πτέρυγες και βλέπαμε μια ταινία, όποια αποφασίζανε τα σηκωμένα χέρια μας μετά την ερώτηση του αστυνομικού. Αύριο το θέμα ήταν η κωμωδία, όμως είμαι σίγουρος πως κανείς δεν θα γελούσε ούτε λίγο. Το μαχαίρι ήταν κάτω από το καζανάκι, το έβγαλα και το έβαλα στο σακάκι μου όπως και το χαρτί με τα λόγια της κορούλας μου.

Τελικά μήπως ο Κάρλ είχε δίκιο; Μήπως το δικό μου πεπρωμένο είναι αυτό; Ηταν από την αρχή γραφτό να χάσω την κόρη μου και να είμαι αυτός που βλέπει τα σημάδια της για να φτάσω εδώ που είμαι τώρα. Τώρα έμεινε η τελευταία πράξη. Η πράξη αυτή θα ηρεμήσει την κόρη μου και την Κάρμεν. Είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω την μοίρα. Πως το είχε πει ο Κάρλ; Metkoub ή Mektoub δεν θυμάμαι όμως τώρα το ένιωθα και θα το εκπλήρωνα πέρα για πέρα.





ΆΓΡΙΟ ΦΟΝΙΚΌ ΣΤΟ ΠΡΈΣΤΟΝ

ΑΠΟ ΆΝΤΑΜ ΤΖΌΟΥΝΣ

ΑΡΧΙΣΥΝΤΆΚΤΗ ΤΗΣ PRESTON NEWS



Άγριος καυγάς ξέσπασε χθές Πέμπτη 15 Ιουνίου του 2008 στην ψυχιατρική κλινική νοτιοδυτικά του Πρέστον ανάμεσα σε κρατούμενους. Σύμφωνα με μαρτυρίες και με την αναφορά της αστυνομίας ο καυγάς που κόστισε την ζωή σε δύο τρόφιμους της κλινικής ξεκίνησε όταν ένας μεσήλικας που παρευρισκόταν λίγο καιρό στην κλινική άρχισε να μαχαιρώνει φρικτά έναν νεαρό παλιό κρατούμενο και όλα αυτά κατά την διάρκεια μιας ταινίας στην αίθουσα προβολής στον εξωτερικό χώρο της κλινικής. Στην συνέχεια ο μεσήλικας αφού είχε καταφέρει να σκίσει δεκατρείς φορές την σάρκα του νεαρού έπεσε νεκρός από τα πυρά των φυλάκων οι οποίοι αν και καθυστερημένα πήραν θέση στην σύρραξη.

Η ιστορία ωστόσο έχει δύο γεγονότα που ενδεχομένως αποδεικτούν κρίσιμα για την διαλεύκανση της υπόθεσης του “δολοφόνου” κρατούμενου. Το πρώτο είναι πως στο κελί του Έντουαρντ Στάριζ, όπως φαίνεται ότι λένε τον πρωταγωνιστή της ιστορίας μας, βρέθηκε ένα ημερολόγιο από το οποίο ναι μεν λείπουν μερικές σελίδες όμως όπως δηλώνουν οι αρχές ίσως μπορέσουν να βρούνε κάποια λεπτομέρεια που να τους οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα. Το δεύτερο και πιο περίεργο είναι πως καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας πριν προβεί στην δολοφονική ενέργεια ο Κ. Στάριζ σύμφωνα με μαρτυρίες των υπολοίπων κρατουμένων κρατούσε ένα χαρτί πολύ σφιχτά και

ψιθύριζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα την λέξη: «Τώρα».

Το χαρτί βρέθηκε μετά την ταυτοποίηση των πτωμάτων κάτω από το χέρι του Κ. Στάριζ και ήταν πάνλευκο εκτός από μερικές σταγόνες αίμα που υπήρχαν στο κέντρο του.

Η τοπική κοινωνία είναι σαφώς συγκλονισμένη με το γεγονός. Όσοι πολίτες του Πρέστον γνώριζαν τον κύριο Στάριζ είπαν πως επρόκειτο για έναν εξαίρετο χαρακτήρα που ωστόσο η μοίρα του φέρθηκε σκληρά καθώς έχασε την κόρη του όχι πολύ καιρό πριν. Μερικοί πιο παρατηριτικοί λένε πως ο κύριος Στάριζ εμφανιζόταν σπάνια μετά από τον θάνατο της κόρης του Αμέλια Σταριζ. Όταν τον έβλεπαν οι γείτονες πολλές φορές μιλούσε μόνος του και οι πιο κοντινοί του άνθρωποι υποστήριζαν πως είχε κατάθλιψη. Η γυναίκα του Κάρμεν Άλμπιντον/ Στάριζ δεν θέλησε να κάνει κάποια δήλωση καθώς είναι εμφανώς σοκαρισμένη.

Από την άλλη μεριά οι γονείς του Μάρτιν Γουίλερ, του δολοφόνου της Αμέλια Στάριζ και τον πλέον νεκρού εικοσιεπτάχρονου, δήλωσαν πως θα κάνουν καταγγελία στην ψυχιατρική κλινική καθώς θεωρούν υπεύθυνους τόσο τους διοικούντες όσο και τους φύλακες για τον θάνατο του γιού τους. «Πρέπει να λάβουν πιο καλά μέτρα ασφαλείας, αν ήταν λιγο υπεύθυνοι ο γιός μου θα ζουσε ακόμα» δήλωσε ο πατέρας του θύματος φανερά πληγωμένος από το συμβάν.



Σεπτέμβριος 2019

Απρίλιος 2020
 
Κυριάκος Αθανασιάδης
Επιμέλεια: Ιωάννης Τζανής