Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 55: Οι Παγίδες του Κάστρου - 2ο μέρος)

«Στενοχωρηθήκατε, παιδάκια;» τους ρώτησε ο παλιάτσος, «θα σας φτιάξω το κέφι για να συνεχίσουμε το πάρτυ». Μετά χτύπησε τα δάχτυλά του και το πτώμα του Βαγγέλη εξαφανίστηκε σε μια στιγμή.

«Πρέπει να έφυγε από εδώ εκείνος» υπέθεσε ο Νίκος τότε.

«Ναι, τον έδιωξα για παίξουμε μόνοι μας» είπε ο παλιάτσος, «για να διασκεδάσουμε μέχρι θανάτου... του δικού σας»

Πριν προλάβουν να κάνουν κάτι τα δύο αγόρια ο χώρος άρχισε να γυρίζει ξαφνικά, με εκείνους να βρίσκονται στη μέση, στο μόνο σταθερό σημείο, και να βλέπουν το χώρο γύρω τους να στροβιλίζεται με τρομερή ταχύτητα. Ο παλιάτσος στροβιλιζόταν και αυτός, με αποτέλεσμα να τον βλέπουν παντού γύρω τους θολό, ενώ γελούσε κιόλας, με αποτέλεσμα το γέλιο του να έρχεται από παντού.

Το στομάχι του Μιχάλη ανακατεύτηκε από το συνεχές γύρισμα, ενώ άρχισε να νιώθει πως εκείνος ήταν που γύριζε. Δεν τολμούσε πάντως να κάνει κάποια κίνηση, αφού πίστευε πως θα παρασυρόταν σε αυτή την τρελή πορεία.

Αυτή ξαφνικά σταμάτησε και βρέθηκαν και πάλι ακίνητοι στο χώρο, με την παλιάτσο να βρίσκεται στο σημείο που ήταν και πριν, χωρίς να γελάει πια.

«Σας άρεσε το γύρω-γύρω όλοι; Τώρα όμως θα αλλάξουμε παιχνίδι. Θα δούμε τους φόβους σας. Ας ξεκινήσουμε με εσένα» δείχνοντας τον Μιχάλη, «τι λες για μερικές αραχνούλες;»

Πίσω από τον παλιάτσο άρχισαν να εμφανίζονται δεκάδες αράχνες, στο μέγεθος ταραντούλας, μαύρες όλες, που κατευθύνονταν με ταχύτητα προς τα δύο αγόρια. Ο Μιχάλης είχε μείνει κοκαλωμένος να τις βλέπει, αφού πάντα είχε πρόβλημα με τις αράχνες, μια μικρή φοβία δηλαδή. Τώρα όμως αυτό είχε ξεφύγει από τα όρια, γιατί ήταν μεγάλες σε μέγεθος και πάρα πολλές. Ο Νίκος πάλι φάνηκε να έχει αντιληφθεί την αδράνεια του φίλου του και επιτέθηκε στις αράχνες, με αποτέλεσμα να σκοτώσει αρκετές, αλλά νέες έβγαιναν συνεχώς πίσω από τον παλιάτσο.

«Περίμενε λίγο» του είπε ο παλιάτσος, «θα έρθει και η δική σου σειρά» ενώ μετά, χτύπησε και πάλι τα δάχτυλά του.

Από τον πίσω διάδρομο εμφανίστηκε ένα τεράστιο φίδι, μαύρο στο χρώμα, με κόκκινα μάτια, τεράστια κοφτερά δόντια και γλώσσα που έφτανε τα δύο αγόρια σε μέγεθος. Ο Νίκος έμεινε κοκαλωμένος να το κοιτάζει, σε κατάσταση που δεν τον είχε ξαναδεί ο Μιχάλης. Προσπάθησε πάντως να σταματήσει το φίδι, που ερχόταν κατά πάνω τους, ενώ ένιωσε μερικές αράχνες στα πόδια του. Επιστράτευσε τη δύναμή του και επιτέθηκε σε αυτές, με αποτέλεσμα αυτές να καούν και να πέσουν στο έδαφος νεκρές.

«Πρέπει να ξεπεράσουμε τους φόβους μας» είπε στον Νίκο βλέποντας πως οι αράχνες άρχισαν να μειώνονται μόλις επιτέθηκε σε μερικές.

Εκείνος φάνηκε να το παλεύει μέσα του και τελικά, βγάζοντας μια δυνατή κραυγή, βρήκε το θάρρος να ορμήσει στο τεράστιο φίδι, κόβοντας τη γλώσσα του με μία κίνηση του σπαθιού του, ενώ το κάρφωσε στη συνέχεια στο κεφάλι, σκοτώνοντάς το. Μετά, το φίδι έπεσε στο έδαφος προκαλώντας μία δόνηση στο χώρο με τα κόκκινα μάτια του να σβήνουν. Ο Μιχάλης πάλι, νιώθοντας την κίνηση του φίλου του να τον σπρώχνει και αυτόν, χρησιμοποίησε τη μαύρη φωτιά για να κάψει τις αράχνες, η οποία τις έκανε στάχτη και όλες τους χάθηκαν, χωρίς να βγαίνουν άλλες πίσω από τον παλιάτσο, που έδειχνε να απολαμβάνει το θέαμα.

«Πολύ ωραία» είπε, «ας δοκιμάσουμε κάτι πιο δύσκολο τώρα» συνέχισε και χτύπησε για μία ακόμη φορά τα δάχτυλά του.

Τότε, αντί για κάποιον άλλο φόβο του όπως τις αράχνες, ο Μιχάλης αντίκρισε τον Δημήτρη να βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος, γεμάτος αίματα και με πολλές πληγές.

«Γιατί άργησες, Μιχάλη;» άκουσε να τον ρωτά ξεψυχισμένα, ενώ μετά τον είδε να ξεψυχάει, με αίμα να τρέχει από το στόμα του και τα μάτια του να μένουν παγωμένα κοιτάζοντάς τον, με το παράπονο να έχει μείνει στο παγωμένο βλέμμα του.

Ο Μιχάλης είχε μείνει κοκαλωμένος, μην μπορώντας να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν ψεύτικο ή ο ίδιος ο Δημήτρης. Σφίχτηκε η καρδιά του και ένιωσε τις ενοχές να τον τυλίγουν, μην μπορώντας να κάνει κάποια κίνηση. Το μόνο που ηχούμε στα αυτιά του ήταν το απόκοσμο γέλιο του παλιάτσου, και το μόνο που κατάφερε να δει ήταν το απορημένο βλέμμα του Νίκου, που έδειχνε να μην καταλαβαίνει ακριβώς τι γινόταν.

«Σειρά σου τώρα» του είπε μετά ο παλιάτσος.

Χτύπησε και πάλι τα δάχτυλά του και εμφανίστηκε κάτι άλλο, κάτι που περίμενε πια ο Μιχάλης, αλλά όχι ακριβώς έτσι. Κρεμασμένη με μία θηλιά στο λαιμό από ένα σχοινί που στηριζόταν στο ταβάνι ήταν η Μαρία, φορώντας μία κίτρινη μπλούζα και μία καφέ φούστα που έφτανε μέχρι το γόνατο. Το κεφάλι έγερνε προς τα αριστερά, με το άδειο βλέμμα της στραμμένο στον Νίκο, έχοντας το ίδιο παράπονο στα μάτια που είχε και ο Δημήτρης. Το πρόσωπό της είχε αρκετά τραύματα, όπως και το σώμα της, με αρκετά σκισίματα και αίματα στα ρούχα της.

Κάτι που ο Μιχάλης θεώρησε χειρότερο από αυτό ήταν το θέαμα του Νίκου. Πρώτη φορά τον είδε έτσι, να τρέμει ολόκληρος και να μένει άπραγος. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει και έδειχνε να βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, μένοντας να κοιτάζει την κοπέλα του. Αυτός ο φόβος του σίγουρα ξεπερνούσε κάθε άλλον, αφού τον άφησε πραγματικά παγωμένο, με μία έκφραση φρίκης στο πρόσωπό του. Όλη αυτή την ώρα, ο παλιάτσος γελούσε ασταμάτητα, σε σημείο που είχε διπλωθεί από τα γέλια και είχε πέσει μπρούμυτα στο έδαφος, βαρώντας μπουνιές στο πάτωμα.

Μετά από λίγες ακόμη στιγμές η έκφραση του Νίκου άλλαξε. Τον είδε πολύ αγριεμένο, έτσι που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ, να κοιτάζει με μίσος τον παλιάτσο που δεν έλεγε να σταματήσει τα γέλια. Στη συνέχεια όρμησε ταχύτατα προς τον παλιάτσο που σηκώθηκε μόλις τον έφτασε το αγόρι, κοιτώντας τον με μία έκφραση ικανοποίησης. Ήταν όμως αργά για εκείνον. Ο Νίκος έτεινε το σπαθί του με τρομερή μανία και αρκετή χρήσης μαγεία, με αποτέλεσμα να τον καρφώσει στην καρδιά και το σπαθί να βγει από την πλάτη του παλιάτσου, ενώ στη συνέχεια τον σήκωσε σαν σουβλισμένο αρνί και συνέχισε να τρέχει μέχρι που το η άκρη του σπαθιού που προεξείχε από την πλάτη του παλιάτσου χτύπησε στον τοίχο δίπλα στο διάδρομο από τον οποίο είχαν έρθει.

«Δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να πειράξει τη Μαρία» ούρλιαξε ο Νίκος στον παλιάτσο, δείχνοντας πως ήταν εκτός εαυτού, «και όποιος το κάνει θα το πληρώσει πολύ ακριβά»

Ο παλιάτσος δε γελούσε πια, αλλά ένα πράσινο παχύρευστο υγρό έτρεχε από το στόμα του, με το βλέμμα του να κοιτάζει το κενό, μη δίνοντας καμία σημασία σε όσα του έλεγε ο Νίκος.

«Δεν πρόκειται να ξεφύγετε από εδώ» είπε, «το κάστρο θα γίνει ο τάφος σας»

Στη συνέχεια, άρχισε να λιώνει και να μετατρέπεται ολόκληρος σε αυτό το πράσινο υγρό που έπεσε στο πάτωμα και έμεινε εκεί. Ο Νίκος, εντωμεταξύ, πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει, ενώ ο Δημήτρης και η Μαρία είχαν εξαφανιστεί από τον χώρο.

Σκούπισε το σπαθί του από το υγρό που έμεινε πάνω του με μαγικό τρόπο και στη συνέχεια το έβαλε και πάλι στη θήκη του, κάτι που έκανε και ο Μιχάλης με το δικό του, βλέποντας πως το μόνο που απέμεινε από τη μάχη τους ήταν οι διαλυμένες πανοπλίες, που είχαν γίνει κομμάτια από τις επιθέσεις τους.

«Πρέπει να ήταν φτιαγμένος με μαύρη μαγεία» είπε ο Νίκος αναφερόμενος στον παλιάτσο, «καλύτερα να κάψουμε αυτό το υγρό που έμεινε»

«Εντάξει, θα το κάνω εγώ» δήλωσε ο Μιχάλης, βάζοντας φωτιά με μία κίνηση στο πράσινο υγρό που υπήρχε στο πάτωμα.

Μύριζε απαίσια όταν καιγόταν, με τον Μιχάλη να απομακρύνεται από εκεί, ενώ ο Νίκος εξαφάνισε από το χώρο τις διαλυμένες πανοπλίες. Μετά, στράφηκε προς το διάδρομο από όπου είχαν φύγει αρχικά η Ειρήνη, ο Μέρτης και η Θάλεια και στη συνέχεια ο Βαγγέλης, και κίνησε προς τα εκεί, σαν να μην ήθελε να μείνει άλλο σε εκείνον τον χώρο.

Ο Μιχάλης τον ακολούθησε στον νέο διάδρομο, που δεν είχε καμία διαφορά από τον προηγούμενο. Του θύμισε το Σπήλαιο της Φωτιάς, που αποτελούταν από μικρά περάσματα όμοια μεταξύ τους και ανοιχτούς χώρους ενδιάμεσα. Ο διάδρομος χωριζόταν σε δύο πλευρές. Ο Νίκος άφησε εκείνον να διαλέξει, συνεχίζοντας μετά στην αριστερή πλευρά, καταλήγοντας σε έναν μικρό χώρο.

Όλη αυτή την ώρα δε μιλούσαν μεταξύ τους, αφού ο Νίκος έδειχνε να μην έχει όρεξη για κουβέντες μετά το θέαμα που είχε αντικρίσει. Ο χώρος στον οποίο είχαν μπει πάντως ήταν άδειος, με εξαίρεση μόνο τέσσερις κόκκινες λάμπες που τον φώτιζαν και ένα ορθογώνιο πέτρινο κατασκεύασμα, το οποίο δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο.

«Το κάστρο μοιάζει με λαβύρινθο» είπε ο Νίκος ξαφνικά, δείχνοντας σκεφτικός. «Θα αναλάβω εγώ τότε. Φαίνεται ενδιαφέρον».

Ξαφνικά, άρχισε να ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος, που θύμιζε τριβή μετάλλου πάνω σε κάποιο άλλο. Στο διάδρομο μπροστά τους δεν υπήρχε τίποτα, ούτε εντόπισε κάτι νοητικά.

Μετά όμως, συνειδητοποίησε πως αυτό που ακουγόταν προερχόταν από πίσω τους, μέσα από τον χώρο μάλιστα στον οποίο βρίσκονταν. Γυρνώντας να κοιτάξει, είδε έκπληκτος ένα κομμάτι από το πέτρινο κατασκεύασμα να κινείται προς τα έξω, μέχρι που έπεσε στο δάπεδο με ένα δυνατό κρότο. Είδε και πολλή σκόνη να βγαίνει έξω από αυτό το.

Το επόμενο που αντίκρισε ήταν ακόμη χειρότερο. Από το ανοιχτό πια κατασκεύασμα είδε να σηκώνεται σιγά-σιγά μία μούμια, με τα χέρια της κολλημένα στο σώμα, ενώ το κεφάλι παρέμενε ακίνητο. Ήταν τυλιγμένη ολόκληρη με γκρίζους επιδέσμους, με τα μάτια μόνο να φαίνονται, με μία κόκκινη λάμψη. Αφού βρέθηκε σε καθιστή στάση, μετά σηκώθηκε όρθια μέσα στον τάφο της και στράφηκε με μηχανική κίνηση προς τα δύο αγόρια. Σήκωσε το ένα πόδι, χωρίς να λυγίσει το γόνατο και το πέρασε πάνω από τα τοιχώματα του τάφου και πέρασε από πάνω του, κάνοντας το ίδιο στη συνέχεια και με το άλλο της πόδι.

Όλη αυτή την ώρα τα δύο αγόρια είχαν απομείνει να κοιτάνε σύξυλα τη μούμια να σηκώνεται από τον τάφο της και να κατευθύνεται προς αυτά, μην μπορώντας να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν.

«Έχουμε ένα μικρό πρόβλημα» είπε ο Νίκος ξαφνικά, με τα μάτια του καρφωμένα στη μούμια που κινούνταν με αργό ρυθμό προς το μέρος τους.

«Τι πρόβλημα;» ρώτησε ο Μιχάλης, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Τα χτυπήματα δεν πιάνουν πάνω της»

Παναγιώτης Βάβαλος