Τραντέλλενες (Κεφάλαιο 3 - Μέρος 2)

Ο γάμος ορίστηκε μάνι - μάνι, για την επόμενη Κυριακή από το κλέψιμο, κι όλοι ανασκουμπώθηκαν και τσακίστηκαν να προλάβουν τις ετοιμασίες, αφού ο λόγος του πάππου του Σάββα και της καλομάνας της Συμέλας ήταν νόμος, τον πρώτο τους εγγονό πάντρευαν κι έβγαλαν φιρμάνι να γίνουν όλα όπως πρέπει, με κάθε λαμπρότητα... Για να μη μιλάνε οι κακές γλώσσες, έστειλαν την Αρετή να μείνει για αυτές τις λίγες μέρες στο σπίτι της κουνιάδας της, της Σόνιας, η οποία σαν έμαθε την ιστορία της αγάπης τους με τον Σάββα τής άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της‧ τη χολή όμως δεν την απέφυγαν τελείως οι Ποιμενίδηδες για το τόλμημα του παλικαριού τους, «η χροναρέα κάθεται κι η βδομαδού αντρίζει»* λέγανε μερικές κυράδες, σκασμένες που χάσανε τον ζηλευτό γαμπρό για τις θυγατέρες τους και που η νύφη ήταν μια ξενομερίτισσα, τι παραπάνω είχε δηλαδή εκείνη απ' τα κορίτσια της Κουνάκας; «Ποίσον με κι αν 'κι ομέζω σε, φτύσον με»**, πρόσθεταν επίσης κάποιες άλλες, «ίδιος ο πάππος του, ο γέρο Ποιμένς...» Στη Λιβερά, πάλι, άλλο σούσουρο: όλοι σχολίαζαν το φευγιό της κόρης του προεστού με τον λυράρη κι αναρωτιόντουσαν το πώς και το γιατί, ενώ ο Όμηρος είχε κλειστεί στο σπίτι του, μήτε στη δημογεροντία και στη μητρόπολη φαινόταν, μήτε στα καφενεία, ο Ανέστης είχε γίνει θηρίο, σπάζοντάς τα με τον παρά λίγο συμπέθερό του, κι η Σαΐα διακήρυττε τώρα πως «'κι έτον ατέ για τον Αβραμίκο μ', η ανέντροπος», την ώρα που η Ελέγκω δερνοκοπιόταν που ο άντρας της αποκλήρωσε το παιδί τους και με το γινάτι του δε θα την άφηνε να νυφοστολίσει τη μόνη θυγατέρα που της έδωσε ο Θεός, για να την παραδώσει στον νέο που διάλεξε η καρδούλα της...

«Ήρθε με σκοπό ο παίδας ο κεμεντζετζής, νετσή... Το αγαπούσε το κορίτσι μας κι ήθελε να την κλέψει» τόνιζε η συγγένισσα εκείνη που είχε αποκαλέσει τον Αβραάμ χοντρό μοσχάρι. «Τη Καλομηνά παιδίν, όλες τις χάρες πάνω του τις έχει, όχι σαν τον γιο του Ανέστη!»

Κι ήρθε επιτέλους η μέρα της χαράς, η Κυριακή, η μέρα που το αγνό παλικάρι απ' την Κουνάκα και το εφταπάρθενο κορίτσι απ' τη Λιβερά που τόσο πολύ αγαπιόντουσαν θα σμίγαν τις ζωές τους μπροστά σ' ανθρώπους και Θεό... Στο πατρικό των Ποιμενίδηδων, μαζεμένοι οι συγγενείς ξυρίζανε τον Σάββα, «το ξυράφ 'κι κόφτ', θελ' ακόνεμαν», προσποιούταν κάθε τρεις και λίγο ο κουρέας, κι όλο πέφτανε τα μπαξίσια από τον θείο Στόφορο, τον αδελφό του παππού Σάββα και δεξάμενο του μικρανιψιού του που τον είχε καλέσει να τον ξυρίσει, σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου τους.

«Χάιτε, παίδα, καλοζώετος!» αναφώνησε με συγκίνηση ο κυρ Μανουήλ, μόλις τελείωσε το ξύρισμα κι ο γιος του σηκώθηκε όρθιος, και πιάνοντας πρώτος την καρέκλα που καθόταν την πέταξε στο χώμα της αυλής για να σπάσει, με τη βοήθεια του Γιωρίκα και των ανιψιών του, για να μην ξανακαθίσει ποτέ ξανά απάνω της***... Ύστερα, ο θείος Στόφορος πήρε την πετσέτα του ξυρίσματος, σταύρωσε τον αναδεξιμιό του στους ώμους τρεις φορές και του την έδεσε στο κεφάλι πάνω απ' το πασλούκ, κι αφού έδωσαν οι συγγενείς τα «χάρια» τους και τον στόλισαν με τα κιοτσέκια και τα άλλα πλουμίδια της γαμπριάτικης φορεσιάς, του κάρφωσε δυο βελόνες στο γελέκι, αποτροπαϊκές του κακού, έβγαλε την κάμαν του τρεις φορές από τη θήκη της για τον ίδιο λόγο, την πέρασε στο ζωνάρι του και του έσφιξε τα μπράτσα με χαρά και περηφάνεια.

«Να ζήσεις, ανιψιέ! Μόνο χαρές να έχει η ζωή σου, μόνο χαρές!» του ευχήθηκε, κι ύστερα βγήκε το γαμόστολο στην αυλή και κίνησαν για το νυφέπαρμα, με μπροστάρη τον Σάββα καβαλάρη στο άσπρο άλογό του που είχε δεμένα λευκά μαντήλια χρυσοκέντητα στη χαίτη του και τριγύρω τον κύρη του, τον αδελφό του, τους θείους του και τα ξαδέλφια του αρματωμένους να ρίχνουν τονανμάδες, και ξοπίσω του τον ψάλτη τον Αλεξίκον τον Παρχάρ να παίζει το «αχπαστόν» με την κεμεντζέ του και να τραγουδεί για να χορεύει «τ' οψίκ» ώσπου να φτάσουν, χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια τους, τον παπά - Γιάννη τον Χριστοφορίδη και τους άλλους συγγενείς και φίλους. Την ίδια ώρα, στο σπίτι του Σίμου και της Σόνιας, οι γυναίκες της οικογένειας είχαν μαζευτεί και στόλιζαν την Αρετή: τής είχανε κινιάσει χέρια και νύχια και της έπλεκαν τα λυτά μαλλιά της τσάμιες, πλεξούδες, αφήνοντας τις άκρες τους ελεύθερες σε τσουλούφια, κι εκείνη δεχόταν τις περιποιήσεις τους με μια σφίξη στην καρδούλα της, που το πιο οικείο θηλυκό της πρόσωπο έλειπε από κοντά της σ' αυτό το σταυροδρόμι της ζωής της...

«Ελάτ', ας τελένομεν! Ο γαμπρόν έχ' κι έρται!» είπε η Σόνια, ακούγοντας απ' τον δρόμο να πλησιάζει η φασαρία που έκανε το αλάι του αδελφού της, μα η Δόμνα δεν πτοήθηκε:

«Αφς' ατόν, Σόνα μ', τιδέν 'κι θα παθάν'... Αέτς πρέπ', να αναμέν' την νύφεν ο γαμπρόν» σχολίασε, ενώ ολοκλήρωνε το πλέξιμο των μαλλιών της κοπέλας. «Φέρτε όμως τώρα τη ζουπούνα μ' τη νυφιάτικη, να τη ντύσουμε!» πρόσταξε και ατένισε με καμάρι τη διαλεχτή του ανιψιού του Ηλία της, που είχε το ίδιο σουλούπι μ' εκείνη, το ψηλό και λυγερόκορμο, για αυτό και της δάνειζε τη νυφική της φορεσιά, αφού καινούρια δεν προλάβαιναν να πάρουν απ' την Τραπεζούντα...

«Ν' έτον αδά η μανίτσα μ'!» εξέφρασε επιτέλους το παράπονό της η Αρετή, μόλις τη ντύσανε τη ζουπούνα της Δόμνας, και τα ματάκια της βουρκώσανε, μαζί και της κουνιάδας της και των θειάδων του καλού της...

«Κουτσή μ'... Μην κλαις, κλαινίζς κι εμέν» της γύρεψε η Σεβαστή, παίρνοντας το κεφάλι της κι ακουμπώντας το στον πλατύ της κόρφο, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν πια στα μάγουλά της. «Μην κλαις, κόρη, μην κλαις, κόρη, κι εφτάς κι εμέν και κλαίω / εσύ πα εμάς μ' εντροπιάεις, ας είσαι προκομέντζα...» της τραγούδησε κι όλες σιγοτραγούδησαν μαζί της, ρουφώντας τις μύτες τους και σκουπίζοντας τα μάτια τους... Την ίδια ώρα, έξω απ' το σπίτι, πανικός γινότανε, αφού το ψίκι είχε μόλις καταφτάσει, και μόλις ο θείος Στόφορος κέρασε τσίπουρο και μια ψητή κοσάρα τα συγγενάκια του Σίμου που τους εμπόδιζαν τάχα μου να μπούνε μέσα, ο Σάββας ετοιμάστηκε για το «πιδέβασμαν», την πιο σημαντική στιγμή στον γάμο κάθε νεαρού Ματσουκάτη που θα αποδείκνυε τη λεβεντιά και την αξία του ως άντρα και συζύγου: έφιππος όπως ήτανε ακόμα, πήρε στα χέρια του το «στουράκ», το ραβδί που του έδωσε ο νονός του, πλησίασε την πόρτα, σταύρωσε τρεις φορές το σατσάκ, το γείσο δηλαδή, κι ύστερα χτύπησε μ' όλη του τη δύναμη, έτσι που σπάσανε αμέσως τα ξύλινα χαρτώματα, τα λεπτά σανίδια της στέγης, κι ένα θριαμβευτικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο ξαναμμένο πρόσωπό του βλέποντας πως τα κατάφερε...

«Μπράβο, γαμπρέ! Άξιος!» τον επευφήμησαν όλοι, κι ύστερα πέζεψε το παλικάρι και μπήκε με το δεξί στο σπίτι του γαμπρού και της αδελφής του, όπου η κυρά Βδοξία, η μάνα του Σίμου και πεθερά της Σόνιας, τον υποδέχτηκε με ένα τριγώνι και έναν θερμό ασπασμό, αντικαθιστώντας αυτή την Ελέγκω που έλειπε από τη χαρά της κόρης της, και τον έφερε στο τραπέζι όπου περίμενε έτοιμο καμωμένο απ' τα χεράκια της το φούστουρον, ενώ ο Παρχάρς τραγουδούσε με τη βυζαντινή λαλιά του:

«Εχ! Και σήμερον λάμπει ο ουρανός,

Χάραξεν και η ανατολή

σήμερον λάμπει η μέρα

πάει να ξημερώσει

Εχ! Και σήμερον στεφανούντανε

Χάραξεν και η ανατολή

αητένς την περιστέραν

πάει να ξημερώσει...»

«Γαμπρέ, φούστουρον τρως;» τον ρώτησε, πάντα πιστή στον ρόλο της πεθεράς, προσφέροντάς του το χρυσοκίτρινο κι ευωδιαστό έδεσμα. «Τα καλύτερα ωβά έβαλ' απές, και χτηνί βούτορον, φα, λέγω σε...»

«Τρωγ' ατό, θεία Βδοξία, τρωγ' ατό!» αποκρίθηκε καλοσυνάτα ο νέος, και για να τηρήσει το έθιμο και να μην την κακοκαρδίσει, προσπάθησε να καταπιεί μια δυο μπουκιές, το στομάχι του όμως κι ο λαιμός του ήταν δεμένα κόμπος, και αντί για το φούστουρον τα μάτια του έτρωγαν με βουλιμία το «νυφείο», αδημονώντας να συναντήσει τη βασιλοπούλα της καρδιάς του, που χτύπαγε τρελά στη σκέψη της...

«Εχ! Και φορίστ' ατέν, σκεπάστ' ατέν

Χάραξεν και η ανατολή

Εμείς αγληγορούμε

Πάει να ξημερώσει

Εχ! Και το σπίτν' ατς εν πολλά μικρόν

Χαράξεν και η ανατολή

Απές πα 'κι εχωρούμε

Πάει να ξημερώσει...»

«Χάιτε, Βδοξία, αφς το φούστουρον! 'Κι ελέπς, ο παίδας ξάι 'κι πεινά!» χαριτολόγησε με νόημα ο θείος Στόφορος, έχοντας καταλάβει την αδημονία του μικρανιψιού του, τον παπάρισε στοργικά στον ώμο και τον σήκωσε να μπούνε στο νυφείο. Ήλιος ολόλαμπρος ήταν εκείνη τη στιγμή ο Σάββας και λαγαρό φεγγάρι η Αρετή απέναντί του, που σκίρτησε κι αντανάκλασε το φως της όψης του στη δική της μόλις τον αντίκρισε, κι ας την είχαν κουκουλώσει με το καμαρωτέρ' απ' την κορφή ως τα νύχια, προσπαθώντας να κρύψουν όλη την ομορφάδα του προσώπου της, οι άλλοι δεν τη βλέπανε, μα τα ερωτευμένα μάτια του Σάββα χώνονταν κάτω από το άσπρο ύφασμα και την αντάμωναν‧ μήτε της τράβηξε το χέρι όπως συνήθιζαν, ας έκαναν πως την έσερναν προς τα πίσω η Σόνια κι οι υπόλοιπες για να την κρατήσουν τάχα μου δικιά τους, παρά του το 'δωσε η ίδια η Αρετή πρόθυμα, και μπλέξανε τα δάχτυλά τους γερά με πεθυμιά κι ο νιος γαμπρός δεν άντεξε να μη δώσει ένα φιλί στο μέτωπο της δροσερής νυφούλας του, ζεστό, ίσο με χίλια δυο γλυκόλογα...

«Εχ! Και φορίστ' ατέν, στολίστ' ατέν

Χάραξεν και η ανατολή

Θα πάμε, αγληορούμε

πάει να ξημερώσει

Εχ! Και τα εμπρ' τα στράτας χαίρουνταν

Χάραξεν και η ανατολή

Τ' οπίσ' μαραγκουλιούνε

Πάει να ξημερώσει

Εχ! Κι η νύφε προκομέντζα εν

Χάραξεν και η ανατολή

Αρλούσα και γλυκέσα

Πάει να ξημερώσει

Εχ! Κι ολίγον εργοπόρεσεν

Χάραξεν και η ανατολή

Κι η ώρα έντον' χρόνος

Πάει να ξημερώσει...»

Συνέχισε ο Αλέξης το τραγούδι, καθώς το ζευγάρι έβγαινε και ο Σάββας οδηγούσε την Αρετή στο δικό της στολισμένο άλογο, για να πάνε πια στην εκκλησία να στεφανωθούνε, και όπως εύφρανε τους συγχωριανούς του με τα τραγούδια του σε όλο τον δρόμο, έτσι έκανε και στη διάρκεια του μυστηρίου με την ψαλμωδία του. Πάλευε η Αρετή να μη σηκώνει το βλέμμα της στον άντρα της κάτω από το πέπλο, να δείχνει κόσμια και ντροπαλή ως επέτασσαν τα έθιμα, και μόνο με το άγγιγμα να τον νιώθει, αφότου ο παπά - Γιάννης τούς πέρασε τις βέρες κι ένωσε τα δεξιά τους χέρια, μα κι αυτό το άγγιγμα τής έφτανε για να σπαρταράει λιγωμένη η ψυχούλα της, κι ο Σάββας πάλι, νιώθοντας τη μικρή και απαλή παλάμη της γυναίκας του να σμίγει με τη φαρδιά δυνατή του χούφτα, αναγάλλιαζε και μεθούσε από γλύκα, πιο πολλή κι απ' αυτή που είχε το ποτήρι με το μελίγαλαν που τους έδωσε να πιουν στο τέλος ο παπάς τους από τρεις φορές και το έσπασε με το πόδι του, και πιο αναρίθμητη κι απ' τα κοκκία το σιτάρι που τους έραναν όλοι βροχή στον χορό του Ησαΐα...

«Άξιος, Στόφορε, άξιος!» φώναξαν έπειτα μερικοί άντρες και σήκωσαν στα χέρια τους τον νονό του γαμπρού και κουμπάρο του. «Τάξον μας έναν μουχαπέτ!»

«Τάζω σας, παιδία, κι έναν και δύο κι όσα θέλετε! Αρ' κατεβάστε μ' ατώρα, γιατί είμαι γέρος και πονούν τα μέσα μ'!» έκανε ο θείος, και μ' ένα πνιχτό «ωφ» προσγειώθηκε στο έδαφος. «Εχ, και να μην έχω γιο, να εποίν' εκείνος ατό την δουλείαν!» παραπονέθηκε τάχα μου σύγκαιρα γελώντας, «πατέρα, εσύ είσαι δυνατός σαν ταύρος!» του είπε με τη σειρά της η Πέλα και ο Θεοφύλακτος συμφώνησε, ενώ τα εγγόνια του ο Στάθης κι η Ιφιγένεια τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν περήφανα‧ κι αφού χαιρέτησαν όλοι οι καλεσμένοι και ευχήθηκαν στον νέγαμο και τη νεγάμσα, κίνησαν οι συγγενείς για το σπίτι των Ποιμενίδηδων, να στήσουν το γλέντι που έπρεπε για τον ωραίο και ταιριαστό αυτό γάμο, κι η κυρά Λισάφη, που ως μάνα του γαμπρού είχε μείνει πίσω, πρόβαλε τώρα στο κατωθύρ' για να υποδεχτεί το ζευγάρι.

«Θεία, θεία! Είναν έστειλες και δύο έρχουνταν!» της ανήγγειλε το παιδί που έτρεχε μπροστά κρατώντας τα στέφανα τα καμωμένα από κλωνάρια αγριοτριανταφυλλιάς, λαχανιασμένο, κι εκείνη τα πήρε, ασήμωσε το παιδί, τα φίλησε και τα 'βαλε στο εικονοστάσι, κι ύστερα βγήκε ξανά βαστώντας στάρι για να ράνει κι η ίδια τον γιο της και τη νύφη της, που είχαν μπει μόλις στην αυλή.

«Έλα, καλέσα νοικοκυρά, να είσαι στερεωμέντσα και προκομέντσα!» είπε στην Αρετή και ακούμπησε στο κατώφλι ένα πήλινο πιάτο. Άπλωσε η κοπέλα το πόδι για να το σπάσει με το τακούνι της κουντούρας της, αλλά η πρώτη της προσπάθεια απέτυχε, και για μια στιγμή όλοι, μαζί κι η πεθερά της, την κύτταξαν παράξενα, έτοιμοι να ψουψουρίσουν, κι η ίδια ένιωσε ντροπή, «έλα, αρνί μ', επορείς να τσακώνς ατό» της ψιθύρισε ωστόσο υποστηρικτικός ο Σάββας, και παίρνοντας δύναμη περίσσια αυτή τη φορά από τα λόγια του σήκωσε πάλι το ποδάρι της, το κατέβασε στο πήλινο πιάτο και το έκανε θρύψαλα, εισπράττοντας τώρα χειροκροτήματα και παινέματα, κι ένα πλατύ χαμόγελο από κείνον... Την έμπασαν μετά την Αρετή στο σπίτι και την οδήγησαν μόνη χωρίς τον Σάββα στο νυφείο που είχανε ετοιμάσει για χάρη της, κι εκεί κάθισε, σκεπασμένη ακόμα με το καμαρωτήρ', ενώ απέξω σκάλωνε το φαγοπότι, με τις ευχές να δίνουν και να παίρνουν και τον Αλέξη τον ψάλτη να έχει ξεκινήσει πάλι να παίζει τη λύρα του και να τραγουδάει όμορφα.

«Γουρπάν ση γούλα σ', Αλέξ' Παρχάρ!» αναφώνησε ο Ματθαίος, έχοντας ήδη κατεβάσει δυο τρία ποτηράκια τσίπουρο, κι ο Σίμος ύψωσε το δικό του και ευχήθηκε.

«Να ζήνε η νύφε κι ο γαμπρόν, ο Σάββας κι η Αρετή, να γεράν' εντάμαν! Πατέρα, μάνα, να χαίρεστ' ατς!»

«Να είσαι καλά, γαμπρέ! Και ση παιδίων τα χαράντας!» αντευχήθηκε ο κυρ Μανουήλ, θωρώντας τρυφερά τα δυο εγγόνια του, τον Μιχαλάκη και τη Βδοξούλα, που λούφαζαν στην αγκαλιά της κόρης και της συμπεθέρας του. Έπειτα, ο θείος Στόφορος σηκώθηκε, πλησίασε το παραπέτασμα του νυφείου και με τη μύτη του μαχαιριού του το παραμέρισε, καλώντας έτσι τη νύφη να βγει έξω, κι αφού το κορίτσι βγήκε και χάρισαν ξανά τα δώρα τους οι συγγενείς σ' εκείνη και τον άντρα της ήρθε πια η ώρα για το «θήμιγμαν», τον γαμήλιο τελετουργικό χορό: μπροστά ο Σάββας με την Αρετή, ξοπίσω τους εφτά μονοστέφανα ζευγάρια, ανάμεσά τους κι ο Σίμος με τη Σόνια κι ο Ηλίας με τη Δόμνα (του θείου Στόφορου η γυναίκα, η κουμπάρα, είχε δυστυχώς πεθάνει), τον χορό να κλείνει ένας ανύπαντρος, το τεκ όπως λεγόταν****, ο παπά - Γιάννης στη μέση να θυμιατίζει και όλοι να τραγουδούν αντιφωνικά, λαμπαδηφόροι:

«Εφτά ζευγάρεα και το τεκ κρατούνε τα λαμπάδας

Η νύφε εσέβεν σον χορόν με τα παρανυφάδας

Ο πόπας με το θυμιατόν ευλοΐζ' τα ζευγάρεα

και σον χορόν ο λυριτζής γλυκέα συρ' τοξάρεα

Να ζει η νύφε κι ο γαμπρόν, κουμπάρον και κουμπάρα

να ζούνε κι όλ' οι καλεσμέν' οσήμερον π' εχάραν

Εφτά ζευγάρεα και το τεκ και με τα χίλ' ευχία

να ζήνε οι νεόνυμφοι, να φταν' καλά παιδία

Νύφε, τίμα τον πεθερό σ' α σον κύρη σ' καλλίον

Νύφε, τίμα την πεθερά σ' α ση μάνα σ' καλλίον

Νύφε, τίμα τ' αντράδελφα σ' α σ' άδελφα σ' καλλίον

Νύφε, τίμα τον άντρα σου α σ' ολουνούς καλλίον...»

Τελείωσε κάποτε το τραγούδι, μαζί και το θήμιγμαν, και τώρα είχε έρθει πια ή ώρα για το αποκαμάρωμαν. Ο θείος Στόφορος οδήγησε την Αρετή στο μέσο του δωματίου, ενώπιον όλων που τηρούσαν με τεταμένη προσοχή και εξημμένο το ενδιαφέρον τους για τα αποκαλυπτήρια, έπιασε το καμαρωτήρ', το σήκωσε και...

«Αιχτρίασεν!» λάλησε μεγαλόφωνα. «Ήλος α σην ανατολήν!»

«Άμον Αυγίτες άστρον!» συμφώνησαν κι άλλες λαλιές τριγύρω, και τα κακά τα στόματα βουλώσανε μεμιάς, διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι την καλλονή της νύφης και πόσο ταίριαζε στο παλικάρι του Μανουήλ και της Λισάφης, αυτή που το ερύθημα στα μάγουλά της την έκανε τώρα να μοιάζει με πρωτάνοιχτο τριαντάφυλλο... Κι αφού θαύμασαν όλοι την ομορφιά της Αρετής κι έδωσαν τις ευχές και τις ευλογίες τους σε κείνη και στον Σάββα, πήρε ξανά ο Αλέξης τη λύρα του κι άρχισαν οι χοροί, με το ζευγάρι να σέρνει τον πρώτο έχοντας ανάμεσά τους τη μάνα και πεθερά τους, για να συμβολίζει την ένωσή τους: «Σεράντα μήλα κόκκινα σ' ένα μαντήλ' δεμένα / σεράντα σέβντας κι αν εφτάς, 'κι ευρίκς αμόν εμένα...», και δώσ' του τα ομάλια, τα τίκια τα μονά και τα διπλά, η τρυγόνα... Κι όταν ήρθε πια η ώρα να χορέψουνε τη σέρρα οι νέοι Ποιμενάντ, σείστηκε το σπίτι ολόκληρο απ' τις δονήσεις των κορμιών τους και τις ιαχές που βγάζαν' απ' το στόμα τους, και κορυφώθηκε ο πυρρίχιος με το πιτσάκ οϊν, όπου ορμήσανε μπροστά ο Σάββας κι ο Ματθαίος κραδαίνοντας τα μαχαίρια τους κι εκτέλεσαν με πάθος τον χορό της πάλης και της συμφιλίωσης, έτσι που ανατρίχιασε κι η ίδια η Αρετή, βλέποντας τον άντρα της να παριστάνει πως μαχαιρώνει τον ξάδελφό του και εκείνος να κάνει πως πεθαίνει, κι ας ήξερε ότι όλο αυτό ήταν θέατρο...

«Άφεριμ, παιδία! Άφεριμ!» τους παίνεψε ο παππούς τους, και τα δυο ξαδέλφια αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Κοντά στα μεσάνυχτα πλέον, ο παπά - Γιάννης αποχώρησε, μαζί του κι όσοι δε μπορούσαν να μείνουν, όπως η Σόνια με τα μικρά, αφού φίλησε και ευχήθηκε στον αδελφό της και τη νύφη της, έπειτα οι υπόλοιποι που έμειναν στρώθηκαν στο φαΐ, τον σορβά, το καρτοφλίν, το πιλάφι κι όλα τα άλλα, χώρια οι άντρες και χώρια οι γυναίκες, μόνο τα νιόπαντρα δεν τιμούσανε το γεύμα, ο ένας τον άλλο τρώγαν' με τα μάτια και δε χόρταιναν, και λαχταρούσανε κρυφά το αύριο, που θα μέναν' μοναχά τους... Κι αφού φάγανε και πήραν δύναμη οι καλεσμένοι, σηκώθηκαν και πιάσανε ώρα ατέλειωτη το διπάτ, με αμέτρητα τραγούδια, «εσέν κι εμέν πη θα χωρίζ' ακόμα 'κι εγεννέθεν / ους να εποίκα σε τ' εμόν, το ψόπο μ' ετελέθεν» είπε πρώτα ο Παρχάρς, σαν να 'θελε να τιμήσει την ιστορία της αγάπης τους, μετά της Τρίχας το γιοφύρι, που «χίλιοι μαστόροι έχτιζαν και μύριοι μαθητάδες / όλεν ημέραν έχτιζαν, το βράδον εχαλάουτον», κι άλλα, κι άλλα, κι όταν πια κόντευε η αυγή, το γλέντι έληξε με το κοτσαγκέλ, «εχ! όλια τα κάστρα είδα κι όλια γύρισα, κι άμον του Ηλ το κάστρον κάστρον 'κι έντονε -ι / σεράντα πόρτας είχεν κι όλιας σίδερα / κι εξήντα παραθύρεα, κι όλα χάλκενα»...

Κι ήρθε επιτέλους το βράδυ της Δευτέρας, οπότε το φρέσκο αντρόγυνο θα γινότανε πια στα αλήθεια σάρκα μία... «Ρίζα μ', άκσον ντο α φτας» ορμήνευε τον γιο του ο κυρ Μανουήλ πριν μπει στη νυφική την κάμαρη, και μιας κι είχε κοπανήσει κάμποσα ποτήρια ρακί, οι συμβουλές του ήταν παραπάνω από κατατοπιστικές... «Σιφτέν α τσατσαλίουστουν, επεκεί θα αγκαλιάσκεσαι το κορίτσ' σπιχτά σπιχτά και θα ρούζετε σο κρεβάτ', φιλάς λαλαχεύς ατέν και άντζαχ σκούται το λιλί σ', α θεκς ατό ανάμεσα σα ποδάρεα τς... Έγροιξες; Απές σα ποδάρεα τς, εκεί απόθεν τσιλτεύνε οι γαρήδες!»

«Έγροιξα, πατέρα, έγροιξα!» αποκρίθηκε αμήχανα ο Σάββας, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρος για αυτό‧ όλες του οι ανησυχίες όμως διαλύθηκαν, μόλις μπήκε στην παστάδα και αντίκρισε την Αρετή να τον καρτεράει, έχοντας λυτά τα μαλλάκια της στην πλάτη και τα χεράκια της σταυρωμένα κάτω από τα στήθια, τόσο μικρή και αθώα τού φάνηκε, που ξαφνικά φοβήθηκε μήπως της έκανε κακό, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μεστή, τόσο θηλυκό την κατάλαβε, που φούντωσε ολόκληρος στη θωριά της...

«Σάββα μου... Γιαμ επουσμάνεψες;» τον ρώτησε εκείνη, μόλις την πλησίασε κι άγγιξε τη μέση της, πιάνοντάς τον απ' τους ώμους.

«Να μετανιώσω; Για ποιο πράγμα, Αρετούλα;»

«Που μ' έκλεψες... Την κατάρα του κύρη μ', δεν τη φοβήθηκες;»

«Όχι, καθόλου... Είπα σε, λόγια είναι, δε μπορούν να μας βλάψουν... Γιατί με ρωτάς όμως; Πασκ' εσύ επουσμάνεψες ντ' επιδέβες τα κύρουκα σ';»

«Γιοκ... Εγώ πα ξάι 'κι πουσμανεύω» τον διαβεβαίωσε, κι εκείνος την έκλεισε γερά στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο στόμα, με όσο δύναμη είχαν τα πνευμόνια του...

«Αέτς θέλω να ελέπω σε κάθαν' ημέραν» της ψιθύρισε στο κατόπι τρυφερά, κρατώντας το πρόσωπό της που έλαμπε ολόκληρο από χαρά μες στις χούφτες του. «Να γελάς, να παρλαεύνε τα κατσία σ'!»

«Θα παρλαεύνε... Εσύ είσαι ο ήλο μ' και φωτάζς ατά» του ανταπέδωσε τον ψίθυρο, παίρνοντας κι αυτή το δικό του πρόσωπο το εξίσου ιλαρό στις χούφτες της, ενώθηκαν ξανά τα χείλη τους και μέσα σ' ένα σφιχταγκάλιασμα ξαπλώθηκαν μαζί στο νυφικό κρεβάτι τους.

«'Κι εξέρω ντο να εφτάω...» ομολόγησε ντροπαλά η Αρετή, ενώ οι ανάσες τους μπερδεύονταν, γοργές.

«Νε εγώ πα ξέρω... Εντάμαν θα μαθάνουμε» της χαμογέλασε ο Σάββας και έκανε πρώτος την κίνηση να βγάλει το γελέκι του, διστακτικά ξεκούμπωσε κι η κοπέλα τη ζουπούνα της και το παλικάρι την τράβηξε να γλιστρήσει από τους ώμους της, τρυγώντας με τα φιλιά του το δέρμα του λαιμού της‧ σιγά σιγά, τα ρούχα τους τα νυφιάτικα και τα γαμπριάτικα πέσανε και κουβαριάστηκαν στο πάτωμα, το καμίς του και το σπαλέρ της, η ζίπκα του και το σαλβάρ της, κι όταν πια γυμνώθηκαν τα πάναγνα νεανικά κορμιά τους χώθηκαν κάτω απ' το γεργάν και πότισαν το τισέκ με την ψιλή βροχή του πρώτου τους του πόθου, μέχρι η νιόβγαλτη αγουρότη του παίδα να φτάσει να κόψει το ανέγγιχτο λουλούδι της παρθενιάς της κόρης...

*«Αυτή που είναι αρραβωνιασμένη έναν χρόνο περιμένει κι αυτή που είναι αρραβωνιασμένη μια βδομάδα παντρεύεται»: για πράξεις που συμβαίνουν πρόωρα, ενώ υποτίθεται ότι προηγούνται άλλες

**«Φτιάξε με κι αν δε σου μοιάζω, φτύσε με»: σαν να λέμε «το μήλο κάτω απ' τη μηλιά»

Ανέντροπος = ξεδιάντροπη

Τη Καλομηνά παιδίν = παιδί του Μαΐου (άποψη ότι όσοι γεννιούνταν τον Μάιο ήταν χαρισματικοί)

Δεξάμενον = ο νονός (δεξαμέντσα = νονά). Στον Πόντο μάλιστα επικρατούσε η συνήθεια να βαφτίζουν οι άντρες τα αγόρια κι οι γυναίκες τα κορίτσια, για να μην υπάρξει περίπτωση πνευματικής συγγένειας μεταξύ δύο παιδιών

***Να μη χρειαστεί δηλαδή να γίνει δεύτερη φορά γαμπρός (και κατ' επέκταση, να μη χηρέψει...)

Χάρια = δώρα γάμου, συνήθως μαντήλια, κάλτσες (ορτάρεα), χρήματα κλπ

Κιοτσέκια = ασημένιες αλυσίδες

Κάμα = μαχαίρι

Τονανμάδες = πυροβολισμοί σε ένδειξη χαράς, ανάλογοι με τις μπαλοθιές της Κρήτης

Αχπαστόν = δρομικός ποντιακός χορός του γάμου (από το ρήμα αχπάσκουμαι = ξεκινάω)

Ο παπά - Γιάννης Χριστοφορίδης ή «τη Στοφοράντων» ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ιερέας και πρακτικός ιατρός στην Κουνάκα‧ οι σχετικές περιγραφές τον θέλουν μεγαλόσωμο, επιβλητικό, ατρόμητο, να είναι φόβος και τρόμος για τους Τούρκους και πρόσωπο αξιοσέβαστο στους Ρωμιούς. Έβγαλε τρεις γιους ιερείς και δυστυχώς βρήκε τραγικό τέλος μαζί με την πρεσβυτέρα του στον διωγμό που συνέβη στη Ματσούκα τον Απρίλιο του 1916, μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό

Τελένω = τελειώνω

Εχ' κι έρται = προσεχής μέλλοντας: όπου να 'ναι έρχεται

Κλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει

Τριγώνι = ψωμάκι σε τριγωνικό σχήμα που το χρησιμοποιούσαν στο «λάλεμαν» του γάμου, δηλαδή στα καλέσματα

Φουστουρον = η ποντιακή ομελέτα, με την οποία κερνούσαν και τον γαμπρό κατά το νυφέπαρμα

Καμαρωτέρ = το νυφικό πέπλο

Μαραγκουλιούνε = μαραζώνουν, «τα έμπρ' τα στράτας χαίρουνταν, τ' οπίσ' μαραγκουλιούνε»: (κατά λέξη) οι μπροστινοί δρόμοι χαίρονται, οι πίσω μαραζώνουν, μεταφορικά σημαίνει στο περίπου τη χαρά που θα κυριαρχήσει στην πορεία για την εκκλησία και τη λύπη που υπάρχει στο σπίτι της νύφης για τον αποχωρισμό της

Μέσα = η μέση

Νέγαμος, νεγάμσα = νιόπαντρος και νιόπαντρη

Κατωθύρ = κατώφλι

Κουντούρας = είδος γυναικείου παπουτσιού με τακούνι

Σκαλώνω = αρχίζω

Γουρπάν ση γούλα σ' = επί λέξει: θυσία στον λαιμό σου/στο λαρύγγι σου, δηλαδή «να χαρώ το πώς τραγουδάς»

Το «θήμιγμαν» ετυμολογείται είτε από το θυμίαμα είτε από το ρήμα «φημίζω», δηλαδή παινεύω (πρβλ. και τον φουμιστό χορό σε άλλα μέρη της Ελλάδας)

Μονοστέφανα ζευγάρια = αντρόγυνα που βρίσκονται σε πρώτο γάμο. Το πρώτο από αυτά έπρεπε να είναι ο κουμπάρος με την κουμπάρα

****Εξ ου και ο χορός λέγεται επίσης «Εφτά ζευγάρεα και το τεκ». Ο αριθμός των ατόμων του χορού έπρεπε να είναι μόνος, εξαιτίας προλήψεων, για αυτό έμπαινε στο τέλος ο ανύπαντρος

Αιχτρίασεν (αιθρίασεν) = έγινε αιθρία, ήλος α σην ανατολήν = έκφραση για ωραίο πρόσωπο

Αυγίτες άστρον = Αυγερινός

Πιτσάκ οϊν = χορός των μαχαιριών

Καρτοφλίν = κρέας με πατάτες

Σιφτέν = πρώτα, αρχικά

Τσατσαλίουμαι = γδύνομαι (τσάτσαλον = γυμνός)

Λαλαχεύω = χαϊδεύω

Άντζαχ = μόλις

Λιλίν = πέος

Θέκω = βάζω

Τσιλτεύω = κατουρώ

Καμίς = πουκάμισο

Σπαλέρ = ένδυμα ανάλογο του στηθόδεσμου

Σαλβάρ = είδος γυναικείου μεσοφοριού μέσα από τη ζουπούνα

Γεργάν = πάπλωμα, τισέκ = στρώμα

Αγουρότη = ανδρισμός


Μαρία Παπαθεοδώρου