Περπατώντας στα Όνειρα - silversiren28

Περπατώντας στα όνειρα

Το όνειρο είναι το ενυδρείο της νύχτας.


Βίκτωρ Ουγκό

«Πόσο υπέροχο θα ήταν να βλέπεις τα όνειρα του άλλου!» άκουσα τον Γιώργο, έναν συμφοιτητή μου να λέει αυθόρμητα.

«Εννοείς όπως βλέπεις μια ταινία στην τηλεόραση, έτσι να βλέπεις και τα όνειρα του άλλου;» είπε ο κολλητός του, ο Ιάσωνας.

«Ναι, να βλέπεις τι κρύβει, τι αναρωτιέται, που ταξιδεύει το μυαλό του και το σώμα του όταν κοιμάται. Άμα έχει κάποιος αυτήν την ικανότητα, θα είναι τόσο κουλ. Όλοι λένε ότι θέλουν να είναι ο Superman, ο Spiderman, ο Thor, ο Hulk κι ο Batman… Εγώ θέλω αυτή την ικανότητα».

Ένα πικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη μου. Ήθελα να του πω κάτι, αλλά είμαι σίγουρος ότι ο κλειστός εγκέφαλός του δε θα με πίστευε… Θα του έλεγα ότι έχω αυτή την ικανότητα…Κι ότι δεν είναι τόσο υπέροχο όσο το φαντάζεται…

Δε θυμάμαι πόσο καιρό έχω αυτήν την ικανότητα. Μπορεί να είναι κι από τότε που γεννήθηκα. Οι γονείς μου με εγκατέλειψαν σε ένα ορφανοτροφείο και χαθήκαν από προσώπου γης. Δεν άφησαν καμιά φωτογραφία ή κάποιο στοιχείο για το που μένουν. Η κυρία Τερψιθέα με βρήκε, η διευθύντρια του ορφανοτροφείου. Είχε δει ένα όνειρο εκείνη τη βραδιά, μου είπε μία από τις πολλές φορές που μου είχε αφηγηθεί αυτή την ιστορία.

Ξύπνησε με τον ήχο μιας κουκουβάγιας να σκούζει στο όνειρό της. Ένα παιδάκι μπήκε στο δωμάτιό της και την παρακάλεσε να πάει να κλείσει το παντζούρι της αποθηκούλας, γιατί τα φύλλα του παντζουριού από τον δυνατό αέρα χτυπούσαν με δύναμη στον τοίχο. Το δωμάτιο του μικρού παιδιού βρισκόταν πολύ κοντά στην αποθηκούλα, η οποία ήταν εγκατεστημένη δίπλα στο μεγάλο κτίριο του ορφανοτροφείου, κι ο θόρυβος ακουγόταν καθαρά από το κλειστό παράθυρο του δωματίου του. Το παιδάκι φοβόταν να πάει να το κλείσει μόνο του, καθώς ήταν πολύ σκοτεινά. Της τόνιζε, επίσης, πως άκουγε ουρλιαχτά από μέσα. Η κυρία Τερψιθέα, με τη μεγάλη της καρδιά, προσπάθησε να καθησυχάσει το παιδάκι που είχε χλομιάσει από τον φόβο του και να το οδήγησε στο δωμάτιό του. Πήρε έναν φακό από το κομοδίνο δίπλα της και μια καραμπίνα από την ντουλάπα της.

Πίστευε ότι τα παιδιά μπορεί να ονειρεύονται συνέχεια και να υπερβάλουν μερικές φορές, αλλά μερικές φορές είναι πιο αξιόπιστα κι ειλικρινή σε σχέση με έναν ενήλικα. Είχαν βρει και πολλά ξένα πράγματα σε αυτή την αποθηκούλα, από ναρκωτικά μέχρι έναν μεγάλο λύκο. Η αποθηκούλα και το ορφανοτροφείο ήταν πολύ κοντά στους πρόποδες του βουνού. Κανείς δεν ήξερε πόσα πράγματα κρύβονταν εκεί, ανάμεσα στα δέντρα. Με μεγάλη τόλμη και την καρδιά της να βροντοχτυπά, ξεκλείδωσε την πόρτα της αποθηκούλας, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, για να αιφνιδιάσει ό,τι βρισκόταν μέσα. Αφού έβαλε το κλειδί στην τσέπη της ρόμπας της, άνοιξε δυνατά την πόρτα με το πόδι της, κρατώντας την καραμπίνα σταθερά στα χέρια της σε στάση επίθεσης. Κατάλαβε ότι ο ήχος δεν ήταν ουρλιαχτά τελικά, αλλά κλάματα. Βρήκε ένα μωρό μέσα στην αποθήκη, στρυμωγμένο ανάμεσα σε σφουγγαρίστρες και κουβάδες, με κατακόκκινα δακρυσμένα μάγουλα, κουκουλωμένο με μια μπλε κουβερτούλα με κίτρινα αστέρια κι ένα χαρτάκι να γράφει το όνομα:

Ορφέας Αστερίου

Εκείνη τη στιγμή, το κορμί της τινάχτηκε και ξύπνησε με μια κουκουβάγια να σκούζει και το ίδιο παιδάκι να μπαίνει στο δωμάτιό της κατάχλομο, να της λέει για το παντζούρι κι αυτή να βρίσκει ένα μωρό στην αποθήκη. Κάθε κομμάτι του ονείρου της είχε βγει αληθινό. Κάθε λεπτομέρεια. Αυτό το μωράκι ήμουν εγώ.

Μου είπε πως ήταν μια τρομερή σύμπτωση, αλλά, με αυτά που συνέβησαν μετέπειτα στην ζωή μου, μπορώ να πω με σιγουριά τώρα ότι δεν ήταν σύμπτωση. Στην αρχή ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω ότι ήμουν ξεχωριστός σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, ότι είχα μια ιδιαίτερη ικανότητα. Οι κυρίες του ορφανοτροφείου έλεγαν ότι είναι φυσιολογικό να βλέπω όνειρα, τα παιδάκια πάντα ονειροπολούν. Μετά από κάποιο καιρό, τα όνειρά μου έγιναν πολύ σκοτεινά, ήταν εφιάλτες κι η παιδική μου καρδιά άρχισε να φοβάται. Άνθρωποι να κραυγάζουν, ζώα να σκοτώνονται με ό,τι όπλο μπορείς να φανταστείς, τα όργανα και τα κεφάλια τους να πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Όταν ήμουν δεκατριών ετών, ήρθε στο ορφανοτροφείο ένας καινούργιος παιδοψυχολόγος, ο κύριος Διαμαντής Βασιλείου. Η προηγούμενη παιδοψυχολόγος μας, η κυρία Σμαράγδα, είχε πάρει άδεια γιατί ήταν έγκυος. Ήταν μια πολύ γλυκιά ξανθιά γυναίκα, γεματούλα, με ένα υπέροχο χαμόγελο. Όλοι μας τη λατρεύαμε, παιδιά με ψυχολογικές παθήσεις πήγαιναν τακτικά στις συναντήσεις άφοβα και δεν υπήρχαν επεισόδια στο ορφανοτροφείο. Όταν ήρθε ο κύριος Βασιλείου, στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ καλά. Ήταν ένας ψηλός άντρας, αδύνατος με έντονο βλέμμα και με πολύ χιούμορ. Την περίοδο του μεσημεριανού καθόταν μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό του ορφανοτροφείου και τους έλεγε αστείες ιστορίες. Σε όλο το εστιατόριο ακουγόταν το τσιριχτό γέλιο της κυρίας Τερψιθέας κάθε μεσημέρι. Τα πήγαινε πολύ καλά με τα παιδάκια, μετά από κάθε συνάντηση τους έδινε ένα γλειφιτζούρι κι έβαζε επιπλέον συναντήσεις σε παιδάκια που ήθελαν παραπάνω βοήθεια.

Ανάμεσα σε αυτά τα παιδάκια ήταν κι ο Ευτύχης, που το όνομά του δεν υποδείκνυε τον χαρακτήρα του. Έπασχε από μια βαριά μορφή κατάθλιψης. Ο μπαμπάς του ήταν εργασιομανής κι η μαμά του αλκοολική και δεν τον ήθελαν. Τον θεωρούσαν ένα λάθος, ένα τίποτα. Τον παράτησαν σε ένα σκοτεινό δρομάκι, πίσω από ένα σουπερμάρκετ, ανάμεσα στους κάδους, όταν ήταν δύο χρονών. Μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα. Του είχαν πει ότι θα έπαιζαν κρυφτό. Αυτός θα κρυβόταν κι αυτοί θα τον έψαχναν. Ο Ευτύχης, επειδή του άρεσε το κρυφτό, δέχτηκε ενθουσιασμένος. Τελικά δεν τον έψαξαν ποτέ. Τον βρήκε μετά από δυο μέρες ένας υπάλληλος του σουπερμάρκετ, νηστικό, με υποθερμία και τον πήγε στο νοσοκομείο. Η αστυνομία προσπάθησε να τους αναζητήσει, αλλά τα ονόματά τους δεν υπήρχαν πουθενά. Υπέθεσαν ότι έβαλαν τα πολλά εκατομμύρια τους σε χρήση, αλλάζοντας ονόματα κι ήπειρο. Έτσι, ο Ευτύχης ήρθε στο ορφανοτροφείο μας. Δε χαμογέλασε ποτέ ξανά και μίσησε το κρυφτό.

Μετά από πολλές συναντήσεις με την κυρία Σμαράγδα, ο Ευτύχης άρχισε να καλυτερεύει. Χαμογελούσε, αν και σπάνια, κι είχε ένα φως στα μάτια του. Με τον αποχωρισμό της κυρίας Σμαράγδας, ο Ευτύχης στεναχωρήθηκε λίγο, αλλά είχε υποσχεθεί στη ξανθιά παιδοψυχολόγο ότι δε θα το έβαζε κάτω. Με τον κύριο Διαμαντή ο Ευτύχης φαινόταν να τα πηγαίνει πολύ καλά και να είναι δεμένοι μεταξύ τους. Η κυρία Τερψιθέα πάντα σχολίαζε στις κυρίες του εστιατορίου τη σχέση αυτών των δύο με ένα χαμόγελο στα χείλη, λέγοντας πόσο ευτυχισμένη είναι που ο Ευτύχης βρήκε κάποιον μεγαλύτερο άνθρωπο κι αποφάσισε να βασιστεί σε αυτόν.

Ύστερα από πέντε μήνες, κάποια επεισόδια άρχισαν να συμβαίνουν στο ορφανοτροφείο. Μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα, η Ανθή, άρχιζε να φέρεται περίεργα για τον χαρακτήρα της. Συνήθως ήταν μια ευχάριστη ήσυχη κοπέλα, που προστάτευε όλους τους μικρότερους, είχε τον ρόλο της μεγάλης αδερφής και τη συμπαθούσα πάρα πολύ. Μου διάβαζε πολλά βιβλία κι ήταν η μόνη που άκουγε τα όνειρά μου και προσπαθούσε να με βοηθήσει. Κάποια βράδια ξύπναγα από τους εφιάλτες και πήγαινα στο δωμάτιό της. Αυτή πάντα άκουγε προσεχτικά ό,τι είχα να πω και με άφηνε να κοιμηθώ στο κρεβάτι μαζί της. Το όνειρό της ήταν η παιδοψυχολογία, έχοντας την κυρία Σμαράγδα ως πρότυπό της.

Μια νύχτα με αυγουστιάτικη πανσέληνο, είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο. Είδα την Ανθή να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, να διαβάζει για χιλιοστή φορά το αγαπημένο της βιβλίο. Κάποια στιγμή, κάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου της κι αυτή πήγε να την ανοίξει. Την στιγμή που άνοιξε την πόρτα, ένας άντρας εισέβαλλε στο δωμάτιό της, αρπάζοντας την. Η Ανθή άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά ο άντρας την σώπασε με την παλάμη του, σπρώχνοντας την στο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος ήταν ο άντρας κι όταν έφυγε, η Ανθή άρχιζε να κλαίει κρατώντας την κοιλιά της. Την επόμενη μέρα συνάντησα την Ανθή και φαινόταν μια χαρά, μου χαμογέλασε όταν την είδα.

«Είναι καλά» σκέφτηκα.

Αυτό το όνειρο συνεχίζονταν και για τις επόμενες βδομάδες, αλλά κάθε φορά διαδραματίζονταν σε διαφορετική τοποθεσία. Στο μπάνιο της Ανθής, στον κήπο, στην αποθηκούλα. Δεν είχα πάει να της πω αυτό το όνειρο, φοβόμουν μήπως με έβρισκε τρελό, δεν με πίστευε. Ένα βράδυ δεν άντεξα και αποφάσισα να πάω στο δωμάτιό της να την βρω. Ήμουν έτοιμος να γυρίσω εκείνη την στιγμή να ανοίξω το πόμολο, αλλά η πόρτα άνοιξε και βγήκε έξω ο κύριος Διαμαντής.

«Τι κάνεις τέτοια ώρα; Δεν πρέπει να περιτριγυρίζεις στους διαδρόμους, πρέπει να κοιμάσαι» με είπε με ένα χαμόγελο.

«Ήρθα να δω την Ανθή, θέλω να της πω κάτι επειγόντως» του είπα.

«Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο, εξάλλου τώρα κοιμάται. Θέλεις να τη ξυπνήσεις;» είπε, βάζοντας το χέρι του στον ώμο μου.

«Τότε αφού κοιμάται, γιατί είστε στο δωμάτιό της;» ανταποκρίθηκα.

Τα φρύδια του κύριου Διαμαντή ζάρωσαν.

«Τέλος οι ερωτήσεις, νομίζω ότι πρέπει να πας για ύπνο, είναι πολύ αργά. Θα σε συνοδέψω μέχρι το δωμάτιο σου» απάντησε γρήγορα, τραβώντας με στο δωμάτιό μου.

Το επόμενη πρωί βρήκαν την Ανθή πεθαμένη. Στα μικρά είπαν τότε ότι ήθελε να πάει να χαιρετήσει τους αγγέλους. Αργότερα έμαθα από τις ίδιες κύριες, οι οποίες δούλευαν στο εστιατόριο κι όλοι γνώριζαν πόσο κουτσομπόλες ήταν, ότι είχε κόψει τους καρπούς της και τη βρήκαν στη γεμάτη με κατακόκκινο νερό μπανιέρα της. Είχε αυτοκτονήσει. Τέτοιο σκηνικό δε μου φάνηκε τόσο περίεργο, καθώς έβλεπα πάντα τέτοια όνειρα, με ανθρώπους να βάζουν τέλος στη ζωή τους. Δεν μπορούσα να καταλάβω, όμως, γιατί το έκανε αυτό, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη κι υγιής κοπέλα.

Δύο βδομάδες μετά την αυτοκτονία της Ανθής, μια κοπελίτσα έτρεχε στους διαδρόμους κλαίγοντας, με σκισμένα ρούχα, λέγοντας ότι κάποιος άντρας της επιτέθηκε. Την μεταφέραν σε ψυχολογική κλινική. Ένα αγόρι έμεινε ξαφνικά μουγκό. Ο κύριος Διαμαντής είπε ότι υπέστη ένα σοβαρό σοκ και δε θα ξαναμιλήσει ποτέ. Περνούσαν οι μέρες κι όλο και πιο πολύ υποψιαζόμουν τον κύριο Διαμαντή. Όταν ήμουν μικρότερος, οι κυρίες του ορφανοτροφείο είχαν τονίσει ότι μερικοί άνθρωποι είναι κακοί, ακόμη κι αν δεν φαίνονται. Δεν είναι όλοι σαν τους κακούς που βλέπουμε στα κινούμενα σχέδια κάθε πρωί.

-/-

Κάθε εξάμηνο αλλάζαμε δωμάτια και συγκατοίκους. Είχε έρθει άνοιξη, οπότε ήταν καιρός για την αλλαγή. Τα περισσότερα παιδιά δεν ήθελαν να έχουν συγκάτοικο τον Ευτύχη, γιατί ήταν πολύ τρομακτικός κι έκανε θόρυβο τα βράδια. Είχε το μειονέκτημα να βλέπει πολλούς εφιάλτες τα βράδια λόγω της κατάθλιψης. Μπορεί να μην είμασταν φίλοι τότε, αλλά μιλούσαμε συχνά την ώρα του μεσημεριανού για σούπερ ήρωες κι είχε αναφέρει πριν από τέσσερις μήνες ότι δεν έβλεπε τόσους πολλούς εφιάλτες. Κατέληξα να είμαι εγώ συγκάτοικος του Ευτύχη, φαινόταν πολύ ενδιαφέρον παιδί για εμένα κι ήθελα να ανοιχτεί περισσότερο προκειμένου να γίνουμε φίλοι. Έβλεπα στα μάτια του ότι με εμπιστευόταν παραπάνω από τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά φοβόταν να μου μιλήσει.

Ένα βράδυ ξύπνησα από ουρλιαχτά. Σηκώθηκα κατευθείαν από το κρεβάτι μου και πήγα στον Ευτύχη που φαινόταν να έχει ένα τρομερό εφιάλτη. Τα φρύδια του είχαν ζαρώσει και περιστρεφόταν το κρεβάτι του.

«Μη με αγγίζεις, δε θέλω να με αγγίζεις, άσε με!» ήταν κάποια από τα λόγια που φώναζε.

Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του κι άρχισα να τον ταρακουνώ για να ξυπνήσει.

«Ευτύχη, ξύπνα! Δεν σε αγγίζει κανείς, άνοιξε τα μάτια σου» του φώναζα.

Τα βλέφαρα του Ευτύχη άνοιξαν διάπλατα, ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. Κοίταζε το περιβάλλον γύρω του να δει που βρίσκεται και μετά συνειδητοποίησε ότι κάποιος τον άγγιζε. Μια κραυγή βγήκε από το στόμα του, αλλά τον καθησύχασα, μιλώντας του σιγανά.

«Φιλαράκο, εγώ είμαι, ο Ορφέας. Είσαι καλά;»

Τα πράσινα μάτια του Ευτύχη με κοίταξαν κι όταν συνειδητοποιήσαν ότι είμαι εγώ, άρχιζαν να βουρκώνουν. Οι ώμοι του κατέβηκαν από ανακούφιση, μάλλον πίστευε ότι το όνειρο του βγήκε αληθινό.

Πήγα στο κομοδίνο που ήταν ανάμεσά μας και γέμισα με μια κρυστάλλινη κανάτα ένα ποτήρι νερό. Ο Ευτύχης πήρε το ποτήρι με το νερό με τρεμάμενα χέρια κι ήπιε. Πήρε μια βαριά ανάσα κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Άφησε το ποτήρι στο κομοδίνο, έφερε τα γόνατα στο στήθος του κι αγκάλιασε τα πόδια του, κάνοντας τον εαυτό του μια μπάλα. Κάθισα στο κρεβάτι του και του έδωσα μια αγκαλιά, χωρίς να πω τίποτα. Λίγα λεπτά μετά, σταμάτησε να κλαίει, οπότε απομακρύνθηκα λίγο για τον κοιτάξω στα μάτια.

«Τι έγινε; Ποτέ δε σε έχω ακούσει να ουρλιάζεις έτσι. Είδες εφιάλτη;»

Ο Ευτύχης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, αλλά δε μίλησε.

«Ευτύχη, πρέπει να μου μιλήσεις ,θυμάσαι τι είπε η κυρία Σμαράγδα; Λέγε ό,τι σε απασχολεί, μην αφήνεις να τρώει την καρδιά σου».

Σαν άκουσε το όνομα της αγαπημένης του κυρίας, ο Ευτύχης αποφάσισε να μιλήσει.

«Είδα έναν εφιάλτη και νόμιζα ότι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Μην ανησυχείς» ψιθύρισε.

«Τι είδους εφιάλτη είδες;» τον ρώτησα.

Ο Ευτύχης κατσούφιασε.

«Δε θέλω να μιλήσω για τον εφιάλτη, προτιμώ να τον ξεχάσω» είπε με σφιγμένα χείλη.

«Άμα δε το βγάλεις από μέσα σου, δεν πρόκειται να το ξεχάσεις ποτέ» ανταποκρίθηκα εγώ. Εκείνη την στιγμή, πέρασε μια ιδέα από το μυαλό μου.

«Σε άγγιξε κάποιος εκεί που δεν το ήθελες και στην πραγματικότητα;» ρώτησα.

Ο Ευτύχης πάγωσε για λίγο, αλλά κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

«Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι σωστό, έτσι; Πρέπει να το αναφέρεις στην κυρία Τερψιθέα».

«Δε θέλω να της το πω».

«Το κάνει συνέχεια αυτό το άτομο;»

Αφού δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν, αποφάσισα να πάρω όσες πληροφορίες γίνεται, εξάλλου εμένα με εμπιστεύεται. Άρχιζε να παίζει με τα μανίκια του κι έκανε λες και δεν άκουσε την ερώτηση. Τότε αποφάσισα να τον ρωτήσω κάτι τελευταίο.

«Γιατί δεν αναφέρεις το όνειρό σου στην επόμενη συνάντηση με τον κύριο Διαμαντή; Είμαι σίγουρος ότι θα βοηθήσει».

Με το άκουσμα του ονόματος του παιδοψυχολόγου, πανικός εμφανίστηκε στα μάτια του συγκατοίκου μου. Έσφιξε τα γόνατά του κι άρχιζε να λικνίζεται ελαφρά.

«Όχι, δε θέλω να του το πω» είπε με τρεμάμενη φωνή.

Εκείνη τη στιγμή, όλες οι διασκορπισμένες σκέψεις που είχα στο μυαλό μου άρχισαν να μαζεύονται, να ενώνονται, δημιουργώντας την απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που είχα. Αποφάσισα να πάω την συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα, να τον τσιγκλήσω πιο πολύ, δε με είχε διώξει ακόμα, ούτε είχε σταματήσει να μου μιλάει, οπότε μπορώ να επιβεβαιώσω τις υποθέσεις μου.

«Θα σε βοηθήσει, Ευτύχη, είναι εδώ για να μας βοηθάει».

«Δε θα με βοηθήσει! Θα με χειροτερέψει! Δε μπορώ, όμως, να το πω σε κάποιον άλλον, γιατί θα με πουν απλώς προβληματικό, ονειροπαρμένο και δε θα με πιστέψουν, πάντα έτσι γίνεται!» τσίριξε ο Ευτύχης. «Τώρα σε παρακαλώ, άσε με ήσυχο, νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ» και με αυτή την τελευταία πρόταση ξάπλωσε στο κρεβάτι, κουκουλώθηκε με το σεντόνι του και γύρισε την πλάτη του σε μένα, σηματοδοτώντας ότι η συζήτηση έκλεισε.

«Πάντως άμα έχεις κάποιο πρόβλημα, πες μου εμένα, είμαι εδώ για σένα. Καληνύχτα» του είπα, γιατί ήξερα ότι ήταν ακόμη ξύπνιος και μπορούσε να με ακούσει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι άρχισα να οργανώνω την αποστολή μου, είχα πολλά πράγματα να κάνω αύριο. Είχα να ξεσκεπάσω τον κύριο Διαμαντή.

-/-

Την επόμενη μέρα, πήγα στο παιδάκι που δεν μπορούσε να μιλήσει. Υπήρχαν πολλά παιδάκια τα οποία δε μιλούσαν εκ γενετής κι έτσι μας είχαν μάθει νοηματική γλώσσα για να μπορούμε να μιλάμε μαζί τους, οπότε θα μπορούσα με ευχέρεια να συνεννοηθώ μαζί του. Τον βρήκα να παίζει μόνο του στην άμμο που είχαμε στην τεράστια αυλή μας. Πιο παλιά ήταν πολύ κοινωνικός, αλλά, από τότε που έχασε τη μιλιά του, σταμάτησε να κάνει παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά. Μαζί με τη μιλιά του, είχε χαθεί κι η εμπιστοσύνη του.

Με πολύ σιγανά βήματα μπήκα στην άμμο και κάθισα δίπλα του. Το παιδάκι με κοίταξε με περιέργεια.

«Σε πειράζει να κάτσω εδώ;» τον ρώτησα.

«Όχι» έγνεψε και συνέχισε να τσουλάει πάλι το φορτηγάκι του στην άμμο.

Ήμουν από τα παιδιά που έχουν μείνει για πολύ καιρό στο ορφανοτροφείο κι όλα τα παιδάκια με σέβονταν και με συμπαθούσαν. Αυτό το παιδάκι με συμπαθούσε πάρα πολύ και πάντα ζήταγε την βοήθειά μου. Αλλά δεν έτυχε ποτέ να μάθω το όνομά του.

Το παιδί σταμάτησε να παίζει με το φορτηγάκι του και γύρισε να με κοιτάξει.

«Θέλεις κάτι από μένα;» μου έγνεψε.

Δεν ήθελα να με ακούσει κανένας για να μην αναμειχθεί, οπότε αποφάσισα να του μιλήσω με νοήματα.

«Θέλω μια συμβουλή. Ήσουν φίλος με τον Ευτύχη πιο παλιά, οπότε θα ξέρεις πως να τον αντιμετωπίσεις».

Ανησυχία άρχισε να εμφανίζεται στα μάτια του παιδιού κι έγνεψε, δίνοντας μου το εντάξει να συνεχίσω.

«Χτες το βράδυ είδε έναν πολύ άσχημο εφιάλτη, ούρλιαζε στον ύπνο του κι όταν τον ρώτησα για το όνειρο, δε μου απάντησε».

Το παιδί κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος.

«Πάντα αυτό κάνει. Άμα σε ξέρει πολύ καλά, τότε θα σου μιλήσει κάποια στιγμή» μου έγνεψε, χαμογελώντας μου ευγενικά.

«Ναι, αλλά άμα είναι πολύ αργά; Δεν ήθελε να πάει ούτε στον κύριο Διαμαντή για να του μιλήσει για το όνειρο».

Με το νόημα του ονόματος του παιδοψυχολόγου μας, το παιδί πάγωσε. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. Σήκωσε τα χέρια του για να γνέψει κι έπεσαν πάλι στην αγκαλιά του, παραδομένα από τις εντολές του μυαλού του. Το βλέμμα του ήταν απλανές, λες και ταξίδευε. Άγγιξα το χέρι του απαλά και τον κοίταξα στα μάτια.

«Είσαι καλά;» του μίλησα. Το παιδί συνέχισε να ονειροπολεί.

Εκείνη τη στιγμή μου συνέβη κάτι που δεν μπορούσε να περιγράψει κανείς, δεν ήταν φυσιολογικό. Δεν έβλεπα πια το παιδάκι, έβλεπα κάτι άλλο, μια ταινία ξετυλιγόταν στο μυαλό μου. Ήμουν στην άμμο και τσουλούσα ένα φορτηγάκι. Ήταν απόγευμα κι ο ήλιος έδυε. Σε μια στιγμή, μια σκιά εμφανίστηκε πάνω μου. Σήκωσα τα μάτια μου κι είδα τον κύριο Διαμαντή να μου χαμογελάει, αλλά εγώ να έχω παγώσει από τον τρόμο μου.

Γιατί τέτοιος τρόμος; Δεν έχω μιλήσει ποτέ στον κύριο Διαμαντή, η πρώτη φορά που μιλήσαμε ήταν όταν πήγα να δω την Ανθή. Δεν τον γνωρίζω αρκετά, ούτε μου έχει κάνει κάτι για να τον φοβάμαι, σκέφτηκα απορημένος.

Κοίταξα τα πόδια μου και παρατήρησα ότι ήταν πολύ μικρά. Δεν είχε έρθει στο ορφανοτροφείο ο κύριος Διαμαντής όταν ήμουν εγώ μικρός. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι εγώ, δε βλέπω ένα δικό μου όνειρο ή μια ανάμνηση, αλλά του παιδιού. Είναι η ονειροπόλησή του.

«Είναι η ώρα για τη συνάντηση μας, μικρέ. Μη φοβάσαι, δε θα πονέσεις καθόλου, στο υπόσχομαι. Είναι για το καλό σου, μη με κάνεις να θυμώσω» πρόσθεσε κι άπλωσε το χέρι του.

Εγώ, ως το παιδάκι, πήγα χωρίς να πω τίποτα, σηκώθηκα και τον ακολούθησα, χωρίς καμία αντίσταση. Στη συνέχεια όλα μαύρισαν κι ένιωσα μόνο κάποια χέρια να με αγγίζουν και δάκρυα να κυλάνε στα μάτια μου. Έκλαιγα. Όχι, το παιδάκι έκλαιγε. Μετά από αυτό, άνοιξα τα μάτια μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχαν κλείσει και κοίταξα το παιδάκι που παρέμενε παγωμένο στη θέση του. Το κούνησα δυνατά, φωνάζοντας του να ξυπνήσει. Το παιδάκι εστίασε το βλέμμα του πάλι στο δικό μου. Με τρεμάμενα χέρια μου έγνεψε ότι έπρεπε να φύγει, άρπαξε το φορτηγάκι του κι έφυγε τρέχοντας, κατευθυνόμενο στο κεντρικό κτίριο.

Μπορεί να μην κατάφερα να μάθω πολλά πράγματα, αλλά κατάλαβα ποιος είναι ο κρίκος που συνδέει το παιδάκι, τον Ευτύχη, την Ανθή κι ήμουν σίγουρος και για το κοριτσάκι που πήγε στην κλινική. Αυτός ο κρίκος ήταν ο κύριος Διαμαντής.

-/-

Τρεις μέρες αργότερα ήταν τα γενέθλιά μου. Οι γονείς μου μού είχαν αφήσει ένα χαρτί με κάποιες πληροφορίες για εμένα και μια από αυτές ήταν η μέρα των γενεθλίων μου. Αυτό εξέπληξε την κυρία Τερψιθέα. Μου είπε τελικά ότι μπορεί να με εγκατέλειψαν γιατί ήθελαν να έχω μια καλύτερη ζωή, να με προστατέψουν από κάτι. Αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός ότι άφησαν τόσες πολλές πληροφορίες για εμένα.

Στο εστιατόριο διοργανώθηκε ένα μικρό πάρτι για μένα. Παιδάκια μου είχαν φτιάξει κάρτες και διάφορες χειροτεχνίες ως δώρα. Μεγαλύτερα παιδιά από μένα που θα έφευγαν του χρόνου για να σπουδάσουν και να ζήσουν τη δική τους ζωή ως αυτόνομα μέλη της κοινωνίας με αγκάλιασαν σφιχτά, δίνοντας μου ευχές και δώρα. Σκέφτηκα θλιβερά ότι σε αυτά τα παιδιά θα ήταν και η Ανθή, όμως η μοίρα δε της επέτρεψε να φτάσει να πετάξει το καπέλο της αποφοίτησης της ως παιδοψυχολόγος.

Τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι ο μπουφές ήταν έτοιμος, τα μεγαλύτερα παιδιά πήγαν να σερβιριστούν, εκτός από μια κοπέλα. Ήταν η κολλητή της Ανθής, η Σταυρούλα με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί. Είχε επηρεαστεί περισσότερο απ’ όλους με τον ξαφνικό θάνατο της Ανθής, αλλάζοντας τελείως τα πλάνα της και τη συμπεριφορά της για το μέλλον. Έγινε πιο σοβαρή και συνεσταλμένη, σε σχέση με τον ξέφρενο και τρελό χαρακτήρα της. Το χρώμα των μαλλιών της ήταν σκούρο καστανό, τα φλογερά κόκκινα μαλλιά της, όμως, δεν υπήρχαν πια. Αποφάσισε να σπουδάσει αυτή παιδοψυχολόγος για χάρη της Ανθής αντί να γίνει τραγουδίστρια και να ζήσει τη νυχτερινή ζωή.

Η Σταυρούλα με αγκάλιασε σφιχτά και μου έτριψε απαλά την πλάτη. Αυτή και η Ανθή μου είχαν τρομερή αδυναμία, ουσιαστικά αυτές με μεγάλωσαν. Με πρόσεχαν όταν ήμουν μωρό και με προστάτευαν όταν ήμουν παιδάκι. Τις θεωρούσα μεγάλες μου αδερφές και τις λάτρευα.

«Χρόνια πολλά, μπαγασάκο, να σε χαιρόμαστε. Πρόσεχε με τα κορίτσια, μεγάλε μου καρδιοκατακτητή, και να παίρνεις πάντα προφυλάξεις».

Τα μάγουλά μου κοκκίνησαν από ντροπή κι απομακρύνθηκα από την αγκαλιά της. Μπορεί να άλλαξαν πολλά πράγματα, αλλά δεν άλλαξε ο αυθορμητισμός της και να με ρεζιλεύει μπροστά σε όλους. Η Σταυρούλα γέλασε και μου έδωσε ένα χαστουκάκι στο πρόσωπο.

«Έχω κάθε δικαίωμα να στο πω, έγινες δεκαέξι. Όσον αφορά το ‘καρδιοκατακτητής’, ξέρουμε κι οι δύο ότι τα γκριζογάλανα μάτια σου έχουν κλέψει πολλές κοριτσίστικες καρδιές. Ας μην μιλήσω για τον αριθμό των καρτών και γλυκών που βρήκες πάνω στο θρανίο σου στο σχολείο την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου» είπε κοιτώντας μέ με νόημα.

Αναστέναξα και της έδωσα ένα χαμόγελο.

«Δε θα σταματήσεις ποτέ να με ρεζιλεύεις, έτσι;»

«Όχι», απάντησε, τονίζοντας λίγο παραπάνω το ι. Μου έδωσε ένα δώρο με χρυσό περιτύλιγμα.

«Εγώ κι η Ανθή το διαλέξαμε πριν από πολύ καιρό, θέλαμε να είναι το πιο τέλειο δώρο που θα πάρεις, μιας και θα φεύγαμε και θα σε αφήναμε μόνο σου» είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. «Εγώ φταίω που σου δίνω το δώρο μόνο εγώ» είπε και δάκρυα άρχιζαν να αναβλύζουν από τα μάτια της.

«Δε φταις εσύ, Σταυρούλα» της είπα, πιάνοντας το χέρι της. Την έσπρωξα απαλά και την έβαλα να καθίσει μαζί μου στο καναπέ.

«Φταίω, γιατί νόμιζα ότι έβλεπα κι άκουγα παραισθήσεις και δεν είπα τίποτα».

Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένα στοιχείο στα λόγια της που θα μπορούσε να με βοηθήσει να λύσω την υπόθεση.

«Γιατί το λες αυτό;» την ρώτησα.

Η Σταυρούλα πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Θυμάσαι που αποφασίσαμε να μένουμε σε διαφορετικά δωμάτια για να συνηθίσουμε την απόσταση, έτσι;»

Έγνεψα καταφατικά ως απάντηση. Λόγω των επιλόγων που έκαναν, τα κορίτσια θα έμεναν χωριστά, αλλά θα κρατούσαν επαφή.

«Μερικούς μήνες πριν πεθάνει, άκουγα κάθε βράδυ κάποιον να μπαίνει στο δωμάτιο της και μετά μουγκρητά. Κατά το ξημέρωμα, τα μουγκρητά σώπαιναν. Μια βραδιά έβαλα το αυτί μου στον τοίχο κι εξακριβώθηκαν οι υποψίες μου» είπε και σταμάτησε για λίγο για να σκουπίσει τα δάκρυα της.

«Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ο Σωτήρης. Όπως θυμάσαι, η Ανθή κι αυτός αγαπιόντουσαν, αλλά ήταν πολύ ντροπαλοί για να κάνουν την πρώτη κίνηση και νόμιζα ότι είχε γίνει και προχώρησαν στο επόμενο επίπεδο. Μια νύχτα αποφάσισα να μείνω ξύπνια και να δω αν ήταν όντως ο Σωτήρης. Ήξερα ότι έφευγε στις 4 περίπου, όποτε περίμενα στις τρεισήμισι πίσω από την πόρτα μου. Όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει, άνοιξα την πόρτα μου σιγανά και έβγαλα λίγο το κεφάλι μου να δω ποιός έκλεψε την καρδιά της κολλητής μου».

Πιο πολλά δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της κι άρχισε να κλαίει πια με λυγμούς.

«Ποιός ήταν, Σταυρούλα;» την ρώτησα.

«Αυτός που έκλεισε την πόρτα δεν ήταν ο Σωτήρης, αλλά ο παιδοψυχολόγος» είπε με τρεμάμενη φωνή.

Έβαλα το χέρι μου να κρύψω το από έκπληξη ουρλιαχτό μου κι έκλεισα την πόρτα μου αθόρυβα.

«Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν σύμπτωση, κι έτσι έκανα το ίδιο για τρείς βραδιές. Και τις τρείς βραδιές, έβγαινε αυτό το γουρούνι. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν απαγορευμένη αγάπη, σαν αυτά τα ‘Άρλεκιν’ που διάβαζα, αλλά όταν έκλεινε την πόρτα άκουγα την Ανθή να κλαίει, οπότε συνειδητοποίησα ότι αυτό το καθίκι την εκμεταλλεύεται».

Σάστισα για μια στιγμή, δεν μπορούσα να μιλήσω.

«Πήγα και το ανέφερα στην κυρία Τερψιθέα. Αυτή πήγε στον παιδοψυχολόγο, αλλά της είπε ότι υπνοβατώ στον ύπνο μου και πως βλέπω πράγματα που δεν συμβαίνουν. Της είπε ψέματα, αυτό το ξεπέρασα με την κυρία Σμαράγδα και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Μου ‘πε η διευθύντρια πως τον πίστεψε επειδή τάχα είναι ο ειδικός. Ήθελα να δράσω μόνη μου, αλλά η Ανθή δεν ήταν πότε εκεί που την έψαχνα. Μετά από δύο μέρες, την βρήκα στην μπανιέρα και τότε κατάλαβα ότι ήταν πολύ αργά».

Εκείνη τη στιγμή έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της κι έκλαψε πιο δυνατά. Της έδωσα μια αγκαλιά για παρηγοριά.

«Δεν φταις εσύ, Σταυρούλα, ο παιδοψυχολόγος ήταν αυτός που σε εμπόδισε. Εξάλλου ξέρεις ότι οι κυρίες του ορφανοτροφείου έχουν υπνωτιστεί από τον κύριο Διαμαντή, έχουν γίνει τα σκυλάκια του».

Η Σταυρούλα σκούπισε τα δάκρυά της με την παλάμη της.

«Ελπίζω να μπορέσει κάποιος να αποκαλύψει αυτό το κάθαρμα, δεν μπορεί να περιπλανιέται έτσι ανέμελος».

Μην αγχώνεσαι Σταυρούλα έχω αναλάβει ο ίδιος αυτή τη δουλειά, ήθελα να της πω.

-/-

Το βράδυ εκείνης της ημέρας αποφάσισα να ανοίξω όλα τα δώρα που μου έδωσαν. Ανάμεσα σε αυτά τα δώρα ήταν και το δώρο της κυρίας Τερψιθέας. Άνοιξα το κουτί και βρήκα την κουβέρτα με τα αστεράκια που είχα ως μωρό, ένα γράμμα κι ένα βιβλίο. Αποφάσισα να διαβάσω το γράμμα πρώτα.

Ορφέα,

Αν είναι στα χέρια σου αυτό το γράμμα σημαίνει ότι μεγάλωσες πια και πρέπει να μάθεις την αλήθεια. Θα παρατήρησες κάτι περίεργο να σου συμβαίνει, να βλέπεις όνειρα που δεν έχεις ιδέα, να βλέπεις τι κάποιος ονειροπολεί. Αυτό, παιδί μου, είναι απόλυτα φυσιολογικό στην οικογένειά μας. Μπορούμε να βλέπουμε όνειρα, να μπαίνουμε σε αυτά και να τα αλλάζουμε. Είμαστε οι προστάτες των ονείρων, ονομαζόμαστε ‘Ονειροπερπατητές’. Αλλά ο κόσμος άλλαξε και πολλοί από εμάς είμαστε σε κίνδυνο. Γι' αυτό εγώ κι η μαμά σου αποφασίσαμε να σε εγκαταλείψουμε για να ζήσεις φυσιολογικά, όσο είσαι μικρός. Θα δίναμε τα πάντα για να μην κάναμε αυτή την κίνηση, αλλά είναι πολύ αργά.

Αυτό το βιβλίο που έχεις στα χέρια σου είναι ένας οδηγός για να μάθεις να ελέγχεις τη δύναμη σου. Μέσα στο βιβλίο έχει κι ένα κολιέ με μια ονειροπαγίδα για να σε προστατεύει.

Να προσέχεις, κάποια στιγμή μπορεί να ξαναβρεθούμε.

Σε αγαπάμε πολύ,

Μπαμπάς και Μαμά

Έβαλα το κολιέ μου με δάκρυα στα μάτια. Πάντα νόμιζα ότι δε με αγαπούσαν, αλλά έκανα λάθος. Άνοιξα τον οδηγό κι άρχισα να διαβάζω τα διάφορα ξόρκια. Δε ξέρω πόση ώρα ασχολήθηκα με τον οδηγό, αλλά σε μια στιγμή άκουσα βογγητά δίπλα μου και κατάλαβα ότι ο Ευτύχης έβλεπε πάλι όνειρα. Αποφάσισα να κάνω ένα ξόρκι για να μπω στο όνειρο του Ευτύχη και να τον βοηθήσω. Πήγα στον καθρέπτη του δωματίου μας κι έβαλα την παλάμη μου στην επιφάνεια του. Έψαλλα ένα ξόρκι και γύρισα τη παλάμη μου 180 μοίρες. Ο καθρέπτης έλαμψε και μεταφέρθηκα εκεί που ήθελα. Στο όνειρο του Ευτύχη.

Το όνειρο έπαιρνε μέρος στο γραφείο του κύριο Διαμαντή με τον Ευτύχη να κάθεται τρέμοντας σε μια καρέκλα και τον κύριο Διαμαντή να κάθεται στο γραφείο του. Δεν μπορούσε να με δει κανένας από τους δυο, μόνο αν εγώ το επιθυμώ. Πήγα δίπλα στον κύριο Διαμαντή κι άρχισα να κοιτάω το γραφείο του για στοιχεία. Εκείνη τη στιγμή, ο κύριος Διαμαντής άνοιξε το συρτάρι του για να πάρει ένα στιλό κι είδα ένα βιολετί τετράδιο που το ήξερα καλά. Ήταν το ημερολόγιο της Ανθής κι ήμουν σίγουρος ότι θα έχει κάποια σημαντικά πράγματα μέσα ώστε να το έχει στην κατοχή του ο παιδοψυχολόγος. Την στιγμή εκείνη σηκώθηκε ο κύριος Διαμαντής κι άρχιζε να πλησιάζει, οπότε αποφάσισα να μεταφερθώ πίσω στο δωμάτιο και να ξυπνήσω τον Ευτύχη. Μετά από λίγα σκουντήματα, ο Ευτύχης ξύπνησε κι αφού είδε ότι ήμουν εγώ αυτός που τον ξύπνησε, με αγκάλιασε κλαίγοντας. Του χάιδεψα τα μαλλιά και τον κράτησα, μέχρι να ηρεμήσει.

Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του κυρίου Διαμαντή να επιβλέψει τα παιδάκια στην αυλή, οπότε κατάφερα να εισβάλλω στο γραφείο του και να πάρω το ημερολόγιο της Ανθής. Προσπάθησα να διαβάσω τι έγραψε τις τελευταίες μέρες της, αλλά δεν άντεξα. Το έδωσα κατευθείαν στην κυρία Τερψιθέα που ήταν στο γραφείο της, ανοιγμένο στο σημείο που γράφει για τον κύριο Διαμαντή και για τα πράγματα που έκανε σε αυτήν. Τα μάτια της διευθύντριας γούρλωσαν και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν.

«Που το βρήκες αυτό το ημερολόγιο, Ορφέα;» είπε με τρεμάμενη φωνή.

«Στο γραφείο του» ανταποκρίθηκα. «Πιστεύω ότι είναι η αιτία που ο Ευτύχης βλέπει τόσους εφιάλτες τώρα τελευταία».

Η κυρία Τερψιθέα σηκώθηκε γρήγορα από τη θέση της και, μαζί μου, βγήκε στην αυλή. Βρήκε μια κυρία του ορφανοτροφείου κι απαίτησε να μάθει που είναι ο κύριος Διαμαντής. Η κυρία απάντησε ότι δε ξέρει που είναι, αλλά θυμόταν ότι είχε πάρει και τον Ευτύχη μαζί του. Το πρόσωπο της κυρίας Τερψιθέας άρχιζε να χλομιάζει.

«Πρέπει να τον βρούμε απευθείας» αναφώνησε τρέμοντας. «Αυτός είναι η αιτία που αυτοκτόνησε η Ανθούλα μας» συνέχισε, δίνοντας το ανοιγμένο ημερολόγιο στην κυρία. Η κυρία αναφώνησε από έκπληξη καθώς το διάβαζε.

«Μπορεί να κάνει κάτι στον Ευτύχη αυτή την στιγμή που μιλάμε, δεν έχουμε χρόνο» συνέχισε η κυρία Τερψιθέα.

Η κυρία έβγαλε τον ασύρματό της κι ενημέρωσε με λίγα λόγια όλες τις κυρίες του ορφανοτροφείου γι’ αυτήν την κατάσταση κι άρχισαν να ψάχνουν όλο το συγκρότημα για να τον βρουν. Μετά από πέντε λεπτά αναζήτησης, ενημερωθήκαμε ότι ο κύριος Διαμαντής δεν βρίσκεται στα κτίρια κι η διευθύντρια άρχισε να πανικοβάλλεται περισσότερο.

«Μήπως είναι στην αποθηκούλα; Είναι ο πιο κοντινός κλειστός χώρος στην αυλή» μίλησα για πρώτη φορά. «Ένα από τα όνειρα της Ανθής λάμβανε μέρος στην αποθηκούλα».

Η κυρία και η διευθύντρια γούρλωσαν τα μάτια τους κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς την αποθηκούλα. Όταν φτάσαμε εκεί, βρήκαμε την πόρτα κλειδωμένη κι ακούσαμε κλάματα από μέσα. Χωρίς δισταγμό, η κυρία Τερψιθέα πήρε το φτυάρι που στεκόταν μπροστά από την αποθήκη και με δύναμη χτύπησε το πόμολο της πόρτας, με αποτέλεσμα να χαλάσει ο μηχανισμός και να ανοίξει. Βρήκαμε μέσα τον κύριο Διαμαντή, που μας κοίταζε έντρομος, κρατώντας τον Ευτύχη ακίνητο στο πάτωμα και τον Ευτύχη να κλαίει. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ αργά.

Ο κύριος Διαμαντής κρίθηκε ένοχος για παιδική κακοποίηση και βιασμό ανηλίκου και πήγε φυλακή. Αποκαλύφθηκε ότι ήταν υπαίτιος για το παιδάκι που έμεινε μουγκό και για το κοριτσάκι που ήταν κλεισμένο στην κλινική. Ουσιαστικά, το κοριτσάκι θα μαρτυρούσε τις προθέσεις του, γι’ αυτό κι είπε ψέματα πως ήταν τρελό. Με αυτή την κίνηση έχασε τη δουλειά του και κλείστηκε ισόβια στη φυλακή.

Η διευθύντρια ζήτησε συγγνώμη από τη Σταυρούλα που δεν την πίστεψε. Η Σταυρούλα με ευχαρίστησε με δάκρυα στα μάτια. Η κυρία Σμαράγδα, αφού έμαθε τα γεγονότα, πρότεινε στην αδερφή της να πάρει τη θέση της προσωρινά ως παιδοψυχολόγος και μας υποσχέθηκε ότι θα επιστέψει. Ήθελε να έχουμε κάποιον που να εμπιστεύεται. Επίσης, αποφάσισε να υιοθετήσει τον Ευτύχη και να τον μεγαλώσει μαζί με το μωρό της.

Μετά από αυτό το περιστατικό, πολλά περιστατικά άρχιζαν να εμφανίζονται μπροστά μου, ακόμα πιο πολύπλοκα. Η ζωή μου έγινε μια περιπέτεια. Και δεν το μετανιώνω με τίποτα.

ΤΕΛΟΣ

Επιμέλεια: Ανθή Ρούσσου