Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 56: Ο Ερυθρός Ηγέτης)

Την επόμενη στιγμή ένα κομμάτι του τοίχου στα δεξιά και ένα στα αριστερά γύρισαν και από εκεί βγήκαν αρκετοί μάγοι, έξι από τη μία και έξι από την άλλη πλευρά, άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Όλοι τους φορούσαν τη στολή των υπηρετών των Ηγετών. Παρατάχθηκαν απέναντι από εκείνους, με τους τοίχους να επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση.

«Για ποιο λόγο ήρθατε στο κάστρο;» ρώτησε ο άνδρας που είχε μιλήσει και πριν, ένα ψηλός και γεροδεμένος άνδρας, με πρόσωπο με πολλές πληγές και λίγα μαύρα μαλλιά και γένια, ενώ το ένα του μάτι είχε κόκκινη απόχρωση στο χιτώνα αντί για άσπρο, κάτι που προερχόταν σίγουρα από κάποιο τραύμα.

«Χαθήκαμε και βρεθήκαμε εδώ» απάντησε ο Βαγγέλης θαρραλέα και σαρκαστικά.

«Τότε κρίμα» είπε εκείνος ο Χιζέρκα, «χαθήκατε στο λάθος μέρος» τραβώντας το σπαθί του από τη θήκη του, κάτι που έκαναν και οι άλλοι.

Ο Βαγγέλης έδειξε να διστάζει, αλλά μάλλον δεν υπήρχε περίπτωση να αποφύγουν τη μάχη που θα ακολουθούσε. Ετοιμάστηκε και εκείνος για μάχη, τραβώντας το σπαθί του, όπως και ο Νίκος, ενώ η Ειρήνη τραβήχτηκε πίσω με τον Μέρτη, παρασύροντας και τη Θάλεια.

«Ελάτε, πείτε την αλήθεια» ακούστηκε ξαφνικά μία απόκοσμη αλλά και γνώριμη φωνή στον Μιχάλη, «δε βρεθήκατε εδώ τυχαία αλλά ήρθατε για να ελευθερώσετε κάποιους δικούς σας που κρατούνται εδώ»

Ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να καταλάβει τι είχε συμβεί, αλλά ξαφνιάστηκε βλέποντας τους Χιζέρκα να ορμάνε προς το μέρος τους σαν λυσσασμένοι, κάτι όμως που συνέβη και με τους άλλους που ήταν μαζί με τον Μιχάλη. Και οι πέντε επιτέθηκαν ταχύτατα, δείχνοντας εξαγριωμένοι. Ο Μιχάλης έμεινε να τους κοιτάζει έκπληκτος να τα βάζουν με τους Χιζέρκα, έχοντας έτσι από δύο ή τρεις αντιπάλους, αλλά όλοι τους έδειχναν να θέλουν να εξοντώσουν τον αντίπαλο. Δεν προλάβαινε πάντως να δει κάποια μάχη, αφού όλοι τους κινούνταν ταχύτατα, αλλά κάτι άλλο του τράβηξε την επόμενη στιγμή την προσοχή.

Μπροστά ακριβώς από το θρόνο είχε εμφανιστεί ο Ερυθρός Ηγέτης, φορώντας τον κόκκινο μανδύα που φορούσε και στο Σπήλαιο της Φωτιάς, ενώ γελούσε με το θέαμα των υπολοίπων που μάχονταν σαν λυσσασμένοι, μη δίνοντας σημασία σε τίποτα άλλο γύρω τους, παρά μόνο στους αντιπάλους τους. Μετά έδειξε να έχει δει τον Μιχάλη και να μένει να τον παρατηρεί. Στη συνέχεια πάντως, σήκωσε το ένα του χέρι και έριξε την κουκούλα του μανδύα του πίσω, ώστε να μπορέσει να τον δει ο Μιχάλης.

Είχε μείνει να κοιτάζει έκπληκτος. Ο Ερυθρός Ηγέτης ήταν ένας άνδρας κοντά στα τριάντα, με μαύρα κοντά μαλλιά και μπλε μάτια, ενώ το υπόλοιπο των ματιών του ήταν πολύ κόκκινο αντί για άσπρο. Στο πρόσωπό του υπήρχαν πολλές ουλές από τραύματα, με μία έντονη γραμμή στο δεξιό του μάγουλο να ξεχωρίζει, που ήταν πολύ βαθιά και έμοιαζε να μην έχει συμβεί από απλό χτύπημα.

«Μόλις κατάλαβα ότι μπήκες εσύ στο κάστρο, ήρθα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ξέρεις, νόμιζα ότι είχες πεθάνει στο σπήλαιο, αλλά το χάρηκα πολύ τώρα που έμαθα πως είσαι ζωντανός. Πρέπει να μου πεις που έκρυψες το σπαθί» ενώ του χαμογέλασε και άφησε να φανούν τα κατάλευκα δόντια του.

«Αυτό δε θα γίνει ποτέ» του είπε ο Μιχάλης, που δύσκολα κατάφερε να συνέλθει από αυτό που γινόταν, «τι τους έκανες;»

«Αυτούς;» έδειξε ο Ηγέτης όσους πάλευαν, «τους έδωσα λίγη όρεξη για μάχη απλά, η οποία όμως περιέργως δεν έπιασε σε εσένα. Για μία ακόμη φορά με εντυπωσιάζεις πάντως. Μόλις πριν λίγο διαπίστωσα πως εσύ είσαι αυτός που δραπέτευσε από το Χίελθ, αλλά και από ότι κατάλαβα δραπέτευσες και από το χωριό των νεκρών. Έχεις εξαιρετικές ικανότητες, για αυτό και θα με στενοχωρήσει που πρέπει να σε θυσιάσω»

«Να με θυσιάσεις;» έκανε ο Μιχάλης, «αυτό θα το δούμε» τείνοντας το σπαθί του μπροστά, έτοιμος για μία μάχη με τον Ερυθρό Ηγέτη, αν και ήξερε πως δεν είχε ελπίδα, με εκείνον όμως να μην κάνει κίνηση.

«Νομίζω ότι θα τα βρούμε»

Στη συνέχεια σήκωσε το δεξί του χέρι και έκανε σαν να έσπρωχνε κάτι με τα δάχτυλά του, σαν να έκανε νόημα σε κάποιον να φύγει. Την επόμενη στιγμή ο Νίκος και οι υπόλοιποι που βρίσκονταν μαζί τους τινάχθηκαν προς τα πίσω με μεγάλη ταχύτητα, σκάζοντας στον τοίχο δίπλα στην πόρτα και μετά έμειναν αναίσθητοι. Ο Μιχάλης κοίταξε και τους πέντε έκπληκτος, βλέποντάς τους σε άσχημη κατάσταση, με τα σπαθιά να έχουν φύγει από τα χέρια τους και να βρίσκονται στο πάτωμα.

«Λοιπόν» άρχισε να λέει ο Αζαρέρ, «θα κάνουμε μια συμφωνία. Εσύ θα μου πεις που είναι το σπαθί κι εγώ θα αφήσω τους φίλους σου να φύγουν από το κάστρο. Τι λες; Είναι καλή;»

«Σοβαρά τώρα, πιστεύεις ότι θα σε εμπιστευτώ;»

Ο Αζαρέρ γέλασε. «Δε συνηθίζω να αθετώ το λόγο μου, μικρέ. Αν μου πεις που είναι το σπαθί, θα αφήσω τους φίλους σου να φύγουν και θα σε θυσιάσω»

«Τι εννοείς ότι θα με θυσιάσεις;»

«Δυστυχώς είσαι αρκετά ανίκανος για να γίνεις κύριος του Σπαθιού του Πεπρωμένου. Αλλά από τη στιγμή που το χρησιμοποίησες, το σπαθί περιμένει να το υποτάξεις και δεν πρόκειται να αφήσει άλλον να το ελέγξει μέχρι να γίνει αυτό. Εκτός αν χάσεις τη ζωή σου. Κάτι που είμαι αναγκασμένος να κάνω. Λυπάμαι πολύ για αυτό»

Κάτι μέσα του όμως τον έκανε να πιστεύει πως ο Ηγέτης έλεγε ψέματα σχετικά με τους συντρόφους του και δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσει να φύγουν ζωντανοί από το κάστρο. Άρα ήταν καλύτερα να δοκιμάσει κάτι άλλο, να χρησιμοποιήσει την τελευταία του ελπίδα. Δεν είχε πολύ χρόνο για σκέψη, για αυτό άνοιξε άμεσα το μυαλό του για να διερευνήσει το χώρο. Αυτό που αντιλήφθηκε ήταν ένας κρυμμένος χώρος πίσω από το θρόνο, ένας ακόμη από κάτω, ενώ το κάστρο ήταν φυλαγμένο. Η μόνη αποτελεσματική επιλογή ήταν να διαλύσει το χώρο.

Ο Αζαρέρ άρχισε ξαφνικά να γελάει, σαν να είχε δει κάτι αστείο.

«Έχεις πλάκα, μικρέ, όμως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να καταφέρεις να διαφύγεις με τα φιλαράκια σου από εδώ. Αν αρνηθείς τη συμφωνία, είστε καταδικασμένοι. Θα σας σφάξω όλους»

«Μην είσαι και τόσο σίγουρος» αντιγύρισε ο Μιχάλης.

Ο Αζαρέρ συνέχισε να γελάει. «Αυτό το πείσμα σου μου αρέσει πάρα πολύ. Θέλω να δω τις γελοίες προσπάθειές σου τελικά»

Ο Μιχάλης τίναξε τα χέρια του και ελευθέρωσε όση μαγεία μπορούσε, ρίχνοντας μαύρους πίδακες προς κάθε κατεύθυνση και κυρίως στο πάτωμα, ενώ χρησιμοποίησε και τη μαύρη φωτιά για να ενισχύσει την προσπάθειά του. Ουρλιαχτά ακούστηκαν την επόμενη στιγμή, ενώ το χαλί πήρε φωτιά και το πάτωμα διαλύθηκε από το χτύπημα, με αποτέλεσμα η βαρύτητα να τον τραβήξει προς τα κάτω, όπως και τους άλλους πέντε που βρίσκονταν αναίσθητοι. Με το μυαλό του, αφού δεν μπορούσε να δει εξαιτίας των λάμψεων που ακολούθησαν και της τρομερής φωτιάς, εντόπισε τον Αζαρέρ και τους Χιζέρκα να προσπαθούν να αποφύγουν την πτώση.

Ένιωσε το σώμα του να καίγεται, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο να προστατέψει τους συντρόφους του. Ίσως αν χρησιμοποιούσε τη φωτιά για να... ο νους του ξέφυγε από το σώμα του απέκτησε μία άγνωστη αίσθηση, σαν να περιφερόταν σε πολλά σημεία, αρκετά γρήγορα. Το νέο σώμα του ήταν ζεστό και ελαστικό, με μεγάλη δύναμη να πηγάζει από μέσα του, τόσο που ήθελε να τη μεταφέρει προς οποιαδήποτε σημείο και να καταστρέψει ό,τι υπήρχε κοντά του. Αντιλαμβανόταν ακόμη και τις παρουσίες των ανθρώπων εκεί, έχοντας τη δυνατότητα να πάει πάνω τους οποιαδήποτε στιγμή.

Με τη σκέψη του να είναι ταχύτατη, πλησίασε εκείνους που έπεφταν εντελώς ακίνητοι και τους κράτησε, κάνοντας ομαλή την πτώση τους στο πέτρινο δάπεδο που υπήρχε κάτω. Παράλληλα, ένιωσε την επίθεση του Αζαρέρ προς το μέρος του. Με το υπόλοιπο σώμα του τυλίχτηκε γύρω της, δημιουργώντας ασπίδα, αλλά δεν αισθάνθηκε κάποιο πόνο από το χτύπημα.

Το επόμενο που έκανε ήταν να πέσει πάνω του με φόρα, με εκείνον να πηδάει για να αποφύγει τον Μιχάλη, ή αυτό που είχε κυριεύσει τέλος πάντων, χωρίς επιτυχία.

«Πώς είναι δυνατόν κάποιος σαν εσένα να έχει αντλήσει αυτή τη δύναμη;» αναρωτήθηκε τότε ο Ηγέτης, πριν σπάσουν οι άμυνές του και το ελαστικό, σαν υγρό, σώμα του αγοριού τον χτυπήσει στο στήθος και το κεφάλι.

Κάτι παγωμένο τότε τον χτύπησε και τον τίναξε μακριά, με τον νου του να επιστρέφει στο κανονικό του σώμα, με τη σκέψη πως είχε κάνει ζημιά στον Αζαρέρ. Κάτι που ίσως θα τους κέρδιζε λίγο χρόνο.

Παναγιώτης Βάβαλος