Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 55: Οι Παγίδες του Κάστρου - 5ο μέρος)

Ο Μιχάλης, παρά τη ζάλη του, κατάφερε να δει τον Βαγγέλη, την Ειρήνη και τον Μέρτη να μπαίνουν στο χώρο από τον αριστερό διάδρομο, με μερικά τραύματα και αυτοί, να κοιτάζουν έκπληκτοι τα τρία παιδιά, που βρίσκονταν σε μία γωνία μαζεμένα και καθισμένα. Όλοι τους ήταν εντάξει, με τον Μιχάλη να ηρεμεί για αυτό, ενώ πάλευε να μη χάσει τις αισθήσεις του. Οι τρεις τους έτρεξαν προς το μέρος τους ανήσυχοι, μάλλον βλέποντας τα δύο αγόρια σε αυτή την κατάσταση. Φυσικά, είχαν και εκείνοι πληγές στα πρόσωπα και τα σώματά τους, αλλά ήταν λιγότερες και μικρότερες από εκείνες των δύο αγοριών.

«Τι πάθατε; Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε η Ειρήνη κοιτώντας τους ανήσυχη.

Της απάντησε η Θάλεια μετά, εξηγώντας περιληπτικά όσα συνέβησαν. Ο Βαγγέλης τους είπε ότι αντιμετώπισαν και εκείνοι προβλήματα με πολλά Νύλεμς και κάποια άλλα πλάσματα με μαύρους μανδύες που κρατούσαν δρεπάνια, που πρέπει να ήταν Θεριστές από ότι κατάλαβε ο Μιχάλης, δηλαδή εκείνοι που έπαιρναν τις ψυχές των ανθρώπων και τις μετέφεραν στον άλλο κόσμο. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε ιδέα που το είχε μάθει αυτό εξαιτίας της ζάλης του. Αυτό που ήθελε πάντως ήταν να τελειώνουν με εκείνο το μέρος, που μάλλον θα τους εξαντλούσε στο τέλος και ίσως να παγιδεύονταν εκεί μέσα.

Στη συνέχεια, η Ειρήνη θεράπευσε το χέρι του Μιχάλη όπου καρφώθηκαν τα νύχια ενός εκ των Νύλεμς και ένα τραύμα στην κοιλιά του Νίκου με μαγικό τρόπο, που δεν τον γνώριζε ο Μιχάλης αλλά εκείνη φάνηκε να γνωρίζει πολλά πράγματα σχετικά με τον τρόπο που κατάφερνε ένας μάγος να θεραπεύσει. Μετά, έριξε ένα περίεργο υγρό στις άλλες πληγές του, ενώ έδωσε στον Μιχάλη να πιει μια γουλιά από ένα άλλο, για να του περάσει η ζάλη και ο πονοκέφαλος. Αυτό είχε ένα γαλάζιο χρώμα και γεύση που θύμιζε φραγκοστάφυλο, ενώ ήταν αρκετά δροσερό. Τους βοήθησαν να σηκωθούν μετά και τους έριξαν μία τελευταία ματιά.

«Ο Αζαρέρ τοποθέτησε πολλές ιδιαίτερες παγίδες που μας δυσκολεύουν. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να βρούμε που είναι οι κρατούμενοί του»

«Μπορώ εγώ να βγάλω άκρη» είπε ο Νίκος ξαφνικά, τραβώντας έτσι όλα τα βλέμματα πάνω του, «ξέρω αρκετά για τους λαβύρινθους και ίσως μπορέσω να βρω την έξοδο και αυτού»

«Έχεις σκεφτεί κάτι;»

«Από εδώ πρέπει να πάμε» είπε δείχνοντας μετά το δεξιό διάδρομο, από τον οποίο είχε έρθει η Μέδουσα και ήταν πίσω τους εκείνη τη στιγμή.

«Ας το δοκιμάσουμε» είπε ο Βαγγέλης κινούμενος πρώτος προς τα εκεί, «και αυτή τη φορά ας παραμείνουμε ενωμένοι»

Εκείνοι τον ακολούθησαν με την Ειρήνη και τον Μέρτη να τον ακολουθούν πρώτοι και στη συνέχεια τα τρία παιδιά, με τον Μιχάλη να αφήνει τους άλλους δύο να προπορευτούν και εκείνος ακολούθησε τελευταίος, προτιμώντας να αντιμετωπίσει πρώτος κάποιο πλάσμα του κάστρου, αν τους επιτιθόταν ξαφνικά από πίσω. Στο στενό διάδρομο δε μιλούσε κανείς, αφού προτιμούσαν να μένουν συγκεντρωμένοι και να ψάχνουν για κάποιο άλλο πλάσμα, μέχρι που έφτασαν σε κάποιον άλλο χώρο.

Ο χώρος στον οποίο είχαν μπει έμοιαζε με εκείνον που ήταν πριν και όλους τους προηγούμενους σαν εκείνον, αλλά δεν υπήρχαν σε αυτόν άλλοι διάδρομοι, παρά μόνο σκάλες, που βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά. Ο Βαγγέλης κοίταξε προς τα εκεί παραξενεμένος, ενώ λίγο μετά ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

«Αυτή πρέπει να είναι η έξοδος από το λαβύρινθο»

«Όπως το περίμενα» σχολίασε μετά ο Νίκος, κοιτώντας προς τις σκάλες.

«Ας πάμε»

Αυτό που παρατήρησε ο Μιχάλης ήταν κάτι παράξενες άσπρες πέτρες που υπήρχαν στο δάπεδο του χώρου, που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στο κάστρο. Ξαφνικά, μία από αυτές άρχισε να κινείται, όπως και οι υπόλοιπες στη συνέχεια. Και οι έξι έμειναν ακίνητοι να τις κοιτάζουν προσεκτικά.

Οι πέτρες την επόμενη στιγμή πετάχτηκαν στον αέρα και μεταμορφώθηκαν άμεσα σε σκελετούς ανθρώπων, οι οποίοι στάθηκαν όρθιοι γύρω τους. Ήταν δώδεκα σε αριθμό και τα σαγόνια τους έτρεμαν, γεμίζοντας το χώρο με τους ήχους από τα χτυπήματα της άνω και κάτω σιαγόνας τους. Ο ήχος ήταν ανατριχιαστικός, αλλά λίγο μετά τον συνήθισε. Ο Βαγγέλης, η Ειρήνη και τα δύο αγόρια τράβηξαν τα σπαθιά τους, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν αυτή την παγίδα του κάστρου.

«Μείνε δίπλα μου» είπε η Ειρήνη στον Μέρτη, κρατώντας τον από το βραχίονα με το ελεύθερο χέρι της.

Ο Νίκος όρμησε πρώτος προς τους σκελετούς με τον Μιχάλη να τον ακολουθεί, χτυπώντας έναν με το σπαθί του, κάτι που πέτυχε και τον έκανε κομμάτια, εκπλήσσοντάς τον από το πόσο εύκολο ήταν. Το επόμενο όμως που είδε του έσβησε τη χαρά, βλέποντας τα κομμάτια του σκελετού να επανέρχονται και αυτόν να ξαναφτιάχνεται. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει και σε εκείνον που είχε επιτεθεί ο Νίκος, που τώρα τον έβλεπε έκπληκτος. Γύρισε προς τον Μιχάλη παραξενεμένος, κοιτώντας και τους υπόλοιπους που έδειχναν έτοιμοι να επιτεθούν.

«Και πώς τους σκοτώνουμε τώρα;»

«Ίσως αν τους κάψουμε»

«Δε θα πετύχει» είπε ο Βαγγέλης που είχε βρεθεί δίπλα τους, «δε νομίζω ότι μπορούμε να τους καταστρέψουμε. Πρέπει να βρούμε κάτι για να τους καθυστερήσουμε και να φύγουμε από εδώ»

«Δηλαδή, καλύτερα απλώς να τους ξεφύγουμε» ρώτησε μετά, βλέποντας τους «Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα» είπε ο Βαγγέλης, «να τους κάνουμε να διασπώνται και να το εκμεταλλευτούμε, τρέχοντας προς τις σκάλες. Είστε έτοιμοι;»

Όλοι απάντησαν θετικά μετά από λίγο και ετοιμάστηκαν να τρέξουν προς τις σκάλες με το σήμα του. Αφού τους κοίταξε κινήθηκε προς τους σκελετούς μπροστά του, ενώ εκείνοι τον είδαν και κινήθηκαν και εκείνοι κατά πάνω του.

«Κοκκαλιάρηδες» φώναξε προς τους σκελετούς, «ελάτε να σας κάνω κομμάτια» συνέχισε, με ένα κόλπο που πέτυχε ευτυχώς για εκείνους, και οι σκελετοί κινήθηκαν προς εκείνον, «τώρα»

Οι άλλοι πέντε άρχισαν να τρέχουν προς τις σκάλες, με τον Βαγγέλη να κάνει μία πολλαπλή επίθεση προς τους σκελετούς, που τους έκανε όλους να διασπαστούν και να σωριαστούν στο πάτωμα, με το άνδρα να συνεχίζει και εκείνος προς τα εκεί. Πρώτη ήταν η Ειρήνη με τον Μέρτη, με τη Θάλεια να ακολουθεί και έπειτα τα δύο αγόρια. Ένας σκελετός όμως ενώθηκε άμεσα και πήδηξε προς τα πάνω και βρέθηκε με ένα εντυπωσιακό άλμα προς εκείνους, όπου βρέθηκε μετά μπροστά τους. Η Ειρήνη όμως αντέδρασε ταχύτατα και τον χτύπησε με το σπαθί της, με παράλληλη χρήση μαγείας, που έκανε το σκελετό να διαλυθεί σε πολλά κομμάτια, ενώ πέταξε μερικά από τα κομμάτια σε διάφορα μέρη, ώστε να καθυστερήσει η επανένωσή τους. Ένας άλλος βρέθηκε πίσω από τον Μιχάλη, έτοιμος να του επιτεθεί, αλλά εκείνος τον είχε αντιληφθεί και του επιτέθηκε ένα μαύρο πίδακα, που τον έκανε να διαλυθεί σε πολλά κομμάτια. Ένας άλλος βρέθηκε δίπλα στη Θάλεια και πήγε να την πιάσει από τον λαιμό, αλλά ο Νίκος αντέδρασε ακαριαία και τον χτύπησε στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να το διαλύσει και να πέσει κάτω. Ο Μιχάλης στη συνέχεια έκανε τα υπόλοιπα κόκκαλα χώμα με ένα μαύρο πίδακα, ακολουθώντας τους άλλους που είχαν φτάσει σχεδόν στις σκάλες. Ο Βαγγέλης μαχόταν με περισσότερους πίσω, καταφέρνοντας να τους κάνει όμως όλους να διαλύονται και να τους καθυστερήσει αρκετά.

Η Ειρήνη άρχισε να ανεβαίνει πρώτη τις σκάλες, βοηθώντας τον Μέρτη να κάνει το ίδιο, με τη Θάλεια και το Νίκο να ακολουθούν. Ο Μιχάλης ανέβηκε μετά, με τον Βαγγέλη να ακολουθεί τελευταίος, γυρνώντας και δημιουργώντας ένα πέτρινο τοίχο εκεί, που μάλλον θα εμπόδιζε τους σκελετούς να ακολουθήσουν εκεί.

«Συνεχίστε να ανεβαίνετε» είπε ο Βαγγέλης στους άλλους και άρχισαν να ανεβαίνουν βιαστικά προς τα εκεί.

Οι σκάλες ήταν πέτρινες και μεγάλες, με αποτέλεσμα να χωράνε μέχρι και τρεις ανθρώπους να ανεβαίνουν δίπλα-δίπλα, ενώ σε κάποιο σημείο έστριβαν προς τα δεξιά, με τις γνώριμες κόκκινες λάμπες να τους βοηθάνε να βλέπουν. Ο τεχνητός τοίχος που δημιούργησε ο Βαγγέλης πρέπει να λειτούργησε και να εμπόδισε τους σκελετούς, αφού κανένας δεν τους είχε ακολουθήσει. Συνέχισαν αμίλητοι, μέχρι που έστριψαν δεξιά και συνέχισαν να ανεβαίνουν, καταλήγοντας σε έναν άλλο διάδρομο.

Ο Βαγγέλης πέρασε πρώτος και συνέχισε προς τα εκεί, λέγοντας στους άλλους να προσέχουν. Ο διάδρομος αυτός ήταν ίδιος με τους υπόλοιπους, αλλά δεν κατέληγε σε κάποιον άλλο χώρο, αλλά σε μία μεγάλη ξύλινη πόρτα. Αυτή ήταν μεγάλη και δίφυλλη με περίεργα σχέδια πάνω της, που έμοιαζαν με σπαθιά και κάτι άλλα που δεν καταλάβαινε ο Μιχάλης. Είχε επίσης δύο κόκκινα χερούλια από σίδερο μάλλον. Ο Βαγγέλης στάθηκε εκεί και έμεινε να ελέγχει την πόρτα μάλλον με το μυαλό. Η έρευνα δεν κράτησε πολύ και αποφάσισε να απλώσει το χέρι του και να ανοίξει τη μία πλευρά της, μπαίνοντας μέσα μετά. Έκανε νόημα στους άλλους να περιμένουν, αλλά εκείνοι ήθελαν να δουν κι εκείνοι και πλησίασαν στην είσοδο, κοιτώντας από την ανοιγμένη πόρτα.

Εκεί υπήρχε μία μεγάλη αίθουσα, φωτισμένη με ένα δυνατό λευκό φως, αρκετά μεγάλη ώστε να χωράνε πολλοί άνθρωποι, αλλά σχεδόν άδεια από έπιπλα. Ένα μεγάλο χαλί κάλυπτε όλο το δάπεδο, έχοντας χρυσό χρώμα και κόκκινο περίβλημα, στο κέντρο του οποίου ήταν σχεδιασμένο το σύμβολο των Ηγετών. Στην απέναντι πλευρά υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο. Κάτω από αυτό βρισκόταν ένας θρόνος, που είχε βαθύ κόκκινο χρώμα και έδειχνε αρκετά άνετος, ενώ δίπλα του υπήρχε μία ξύλινη βιβλιοθήκη, που είχε κάλυμμα μπροστά από κάθε ράφι.

«Ο χώρος είναι άδειος» είπε ο Βαγγέλης, «ελάτε» και εκείνοι μπήκαν μέσα, πατώντας στο μαλακό χαλί με το σύμβολο των Ηγετών.

Ο Μιχάλης υπέθεσε πως και οι άλλοι είχαν την ίδια ευχαρίστηση με εκείνον όταν πατούσαν το συγκεκριμένο σύμβολο, αφού όλοι τους απεχθάνονταν τους Ηγέτες.

«Δεν έχει κάτι εδώ» είπε μετά ο Βαγγέλης, «πέσαμε σε αδιέξοδο»

«Λάθος» ακούστηκε μία ανδρική φωνή από κάπου, «εδώ έχει το τέλος σας»

Παναγιώτης Βάβαλος