Εκεί υπήρχε η μούμια, που έμπαινε με αργό βήμα στο χώρο με κατεύθυνση τον ίδιο μάλλον. Οι υπόλοιποι δεν την είχαν προσέξει αρχικά, αλλά δεν άργησε να φτάσει σε σημείο που την είδαν όλοι, με τη Θάλεια να πηγαίνει προς τα πίσω τρομαγμένη.
«Ανέλαβε την, εσύ» του φώναξε ο Νίκος, «μέχρι να αποτελειώσω κι αυτήν»
Ο Μιχάλης θυμόταν την επίθεση που είχε σκεφτεί και όρμησε κατά πάνω της. Εκείνη πέταξε επιδέσμους προς αυτόν, αλλά τους έκοψε με το σπαθί του, βάζοντας παράλληλα φωτιά σε όσους δεν κατάφερε να πετύχει. Μετά όρμησε προς τη μούμια, προσπαθώντας να την καρφώσει με το σπαθί του, αλλά εκείνη πέταξε και πάλι επιδέσμους που του τύλιξαν το λαιμό και τον έκαναν να μην μπορεί να αναπνεύσει, με αποτέλεσμα να σταματήσει και το σπαθί να του πέσει από τα χέρια. Ένιωσε επίσης έναν έντονο πόνο στο στήθος, σαν κάτι παγωμένο να του ξέσκιζε τη σάρκα, αλλά δεν μπορούσε να ουρλιάξει. Μην μπορώντας όμως να κουνήσει ούτε τα χέρια του, έπρεπε να δοκιμάσει την τελευταία λύση που είχε, να επιτεθεί με το μυαλό του. Έβαλε φωτιά στους επιδέσμους με το μυαλό του, κάτι που τον απάλλαξε από αυτούς, αλλά του δημιούργησε έναν έντονο πονοκέφαλο, συνοδευόμενο από μία ζάλη.
Έσφιξε τα δόντια όμως και τράβηξε το σπαθί στο χέρι του, προσπαθώντας να τη χτυπήσει, αλλά εκείνη έκανε μία πολύ γρήγορη κίνηση και του άρπαξε τον λαιμό, με το χέρι της τραχύ και παγωμένο, κάτι που έκανε την ανάσα του να κοπεί και πάλι. Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, της έβαλε φωτιά και πάλι με το μυαλό του, κάτι που τον απάλλαξε από το χέρι της. Ανοίγοντας τα μάτια του για να δει τι συνέβαινε, την είδε να παίρνει φωτιά ολόκληρη, αλλά μετά από μία στιγμή, φωτιά έσβησε. Ο πονοκέφαλός που είχε αποκτήσει τον τρέλανε όμως και η έντονη ζάλη του τον έκανε να παραπατάει και να μην καταλαβαίνει που βρίσκεται.
Έσφιξε τα δόντια όμως και τράβηξε το σπαθί στο χέρι του, προσπαθώντας να τη χτυπήσει, αλλά εκείνη έκανε μία πολύ γρήγορη κίνηση και του άρπαξε τον λαιμό, με το χέρι της τραχύ και παγωμένο, κάτι που έκανε την ανάσα του να κοπεί και πάλι. Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, της έβαλε φωτιά και πάλι με το μυαλό του, κάτι που τον απάλλαξε από το χέρι της. Ανοίγοντας τα μάτια του για να δει τι συνέβαινε, την είδε να παίρνει φωτιά ολόκληρη, αλλά μετά από μία στιγμή, φωτιά έσβησε. Ο πονοκέφαλός που είχε αποκτήσει τον τρέλανε όμως και η έντονη ζάλη του τον έκανε να παραπατάει και να μην καταλαβαίνει που βρίσκεται.
Μετά, ένιωσε κάτι παγωμένο να τον χτυπά με δύναμη στο μέτωπο, που τον έκανε να σωριαστεί κάτω και παραλίγο να χάσει τις αισθήσεις του. Έκλεισε τα μάτια του, αφού δεν έβλεπε πια, με τις υπόλοιπες αισθήσεις του να έχουν και αυτές σχεδόν χαθεί. Ένιωσε το παγωμένο χέρι της μούμιας να τον αρπάζει και πάλι από το λαιμό, αλλά αυτή τη φορά έκανε μία αστραπιαία κίνηση και το έπιασε με το δικό του χέρι. Με όση δύναμη μπορούσε να βάλει, προσπάθησε να δημιουργήσει τη μαύρη φωτιά. Δε χρειάστηκε να το δει πάντως, για να καταλάβει ότι τα είχε καταφέρει, νιώθοντας τη μούμια να καίγεται ολόκληρη και να μετατρέπεται σε πράσινο υγρό, το οποίο εξαφανίστηκε έπειτα, έρμαιο της μανίας της τρομερής μαύρης φωτιάς.
Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του, διαπιστώνοντας πως ήταν πεσμένος στο έδαφος, με τη Θάλεια να βρίσκεται από πάνω του, λέγοντας κάτι, και τον Νίκο να έχει πλησιάσει τρέχοντας εκεί.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε το κορίτσι, «Μ’ ακούς τώρα;»
Αφού τους απάντησε θετικά, τον βοήθησαν να σηκωθεί. Ζαλιζόταν αρκετά και δεν είχε πλήρη συνείδηση του τι γινόταν, αλλά έσφιξε τα δόντια και συνέχισε, μαζεύοντας το σπαθί του.
Πέρασαν στη συνέχεια από δύο παρόμοιους χώρους, στους οποίους δεν υπήρχε κάτι και συνέχισαν, με τον Νίκο να αποφασίζει που έπρεπε να πάνε, δείχνοντας να έχει βγάλει κάποια άκρη σχετικά με αυτό. Ο Μιχάλης πάλι άρχισε τελικά να νιώθει καλύτερα, ενώ μετά από μερικές φορές που ανοιγόκλεισε το μυαλό του ένιωσε τον πονοκέφαλο να υποχωρεί και τη ζάλη να περνά. Σε λίγο έφτασαν και πάλι σε έναν ανοιχτό χώρο, αλλά εκείνος συνδεόταν με δύο άλλους διαδρόμους, δεξιά και αριστερά τους και όχι στην απέναντι άκρη. Εκεί όμως υπήρχε κάτι άλλο, ένα άλλο αλλόκοτο θέαμα, που προερχόταν και πάλι από την αρχαιοελληνική μυθολογία.
Με σώμα ψηλού και καλά γυμνασμένου ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου, το πλάσμα στεκόταν ακίνητο εκεί, σαν να τους περίμενε, ενώ μούγκρισε αγριεμένο μόλις τους είδε να μπαίνουν εκεί. Τα τρία παιδιά έμειναν να το κοιτάζουν έκπληκτοι, με τον Νίκο μάλιστα να έχει μείνει κοκαλωμένος να το βλέπει.
«Τι είναι αυτό το περίεργο πράγμα πάλι;»
«Ο Μινώταυρος» απάντησε ο Μιχάλης.
Ο Νίκος μετά γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένος. «Άσε να μαντέψω» είπε μετά, «είναι και αυτό μυθικό πλάσμα, ε;» ενώ μόλις ο Μιχάλης έγνεψε καταφατικά, τράβηξε το σπαθί του και κίνησε προς τα εκεί, «θα τον κανονίσω εγώ»
Όρμησε προς εκείνον, που έκανε ξαφνικά το ίδιο, με το πάτωμα να σείεται από τα βαριά βήματά του, αφού πρέπει να ζύγιζε πάρα πολλά κιλά. Ο Νίκος όμως δεν έδειξε να τρομάζει με αυτό και επιτέθηκε με το σπαθί του.
Σήκωσε το σπαθί του και το έφερε πάνω στον Μινώταυρο, που όμως το σταμάτησε με το χέρι του. Το έσφιξε και το τράβηξε από τα χέρια του Νίκου, πετώντας το στη συνέχεια στον τοίχο. Μετά, έριξε μια μπουνιά στον Νίκο, ο οποίος την απέφυγε σκύβοντας και τράβηξε το σπαθί στο χέρι του, κάνοντας μία ακόμη επίθεση στο πλάσμα. Η κίνηση αυτή πέτυχε και τον τραυμάτισε στην κοιλιά, από όπου άρχισε να τρέχει παχύρρευστο υγρό αντί για αίμα, με τον Μινώταυρο να μην μπορεί να κινηθεί γρήγορα και μετά να μουγκρίσει από τον πόνο. Την επόμενη στιγμή όμως έκανε μία αστραπιαία κίνηση με το χέρι του και χτύπησε τον Νίκο στο πρόσωπο. Πρέπει να είχε τόση δύναμη, αφού το αγόρι έπεσε στο έδαφος, με το σπαθί να πέφτει από τα χέρια του, ενώ με το άλλο έπιασε το σημείο στον οποίο τον χτύπησε ο Μινώταυρος.
Από το δεξιό διάδρομο φάνηκε μια σκιά, δηλαδή κάποιος ερχόταν σε εκείνο το χώρο. Η σκιά ήταν ανθρώπου που κατευθυνόταν με αργό βήμα προς τα εκεί, με αποτέλεσμα να προλάβει να δει τη σκιά καλά πριν μπει εκείνος που ερχόταν. Αυτό που τον μπέρδεψε ήταν τα μαλλιά του, που κινούνταν από μόνα τους, ενώ αποτελούνταν από λίγες και πολύ παχιές τρίχες. Την επόμενη στιγμή όμως διαπίστωσε πως ήταν φίδια, που βρίσκονταν εκεί. Μόλις μπήκε στο χώρο εκείνος στον οποίο άνηκε η σκιά, ο Μιχάλης τράβηξε το βλέμμα του από εκεί, καθώς κατάλαβε τι ήταν αυτό. Αποτελούσε άλλη μία παγίδα του Ερυθρού Ηγέτη, προερχόμενη από την αρχαιοελληνική μυθολογία.
«Μην γυρίσετε και κοιτάξετε αυτήν που μπήκε» φώναξε στους άλλους δύο.
Εκείνοι όμως δεν του έδωσαν σημασία. Η Θάλεια είχε μπει μπροστά από τον Νίκο και έκανε κάτι σαν χειρονομία προς τον Μινώταυρο, που έπιανε τα μάτια του και άρχισε να παραπατά προς τα πίσω. Στη συνέχεια γονάτισε και έβγαλε μία πνιχτή κραυγή. Ο Μιχάλης μπόρεσε να αντιληφθεί τη μαγεία της, που μάλλον χρησιμοποιούσε μία τεχνική που ενεργούσε εσωτερικά του τέρατος, η οποία απέδιδε.
Τους προειδοποίησε και πάλι, βλέποντας τον Νίκο να σηκώνεται και να παίρνει το σπαθί του.
«Γιατί;» αναρωτήθηκε ο φίλος του.
«Όποιος την κοιτάει στο πρόσωπο μετατρέπεται σε πέτρα» του εξήγησε.
Η Θάλεια στράφηκε απορημένη προς το μέρος του, αλλά μετά γύρισε προς την άλλη πλευρά, με τον Μιχάλη να νιώθει τη Μέδουσα να τους πλησιάζει, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί πως την είχε σκοτώσει ο Περσέας στη μυθολογία.
«Έχουμε κι άλλο πρόβλημα» είπε η Θάλεια ξαφνικά.
«Τι άλλο;»
«Έρχονται τα Νύλεμς από τον αριστερό διάδρομο»
Αυτά ήταν έξι σε αριθμό και παρατάχθηκαν μπροστά από τον Μιχάλη, κοιτώντας και τον υπόλοιπο χώρο, όπου ο Νίκος και η Θάλεια πάλευαν με τον Μινώταυρο και η Μέδουσα πλησίαζε με αργό ρυθμό προς το μέρος τους. Ένα από τα Νύλεμς προχώρησε λίγο μπροστά και κοίταξε τον Μιχάλη περίεργα, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι. Η απαίσια μορφή τους ήταν καλά αποτυπωμένη στο μυαλό του Μιχάλη κι έτσι δεν κάθισε να ασχοληθεί με αυτήν, αλλά προσπάθησε να σκεφτεί κάποιο σχέδιο για να αντιμετωπίσουν.
«Εσύ είσαι ο έξυπνος της παρέας, ε;» τον ρώτησε μετά το πλάσμα, με τη γνωστή βραχνή και περίεργη φωνή των Νύλεμς, «ας ξεκινήσουμε λοιπόν από σένα». Μετά και έκανε ένα σάλτο, όπου έφτασε μπροστά από το αγόρι, με τα υπόλοιπα να ορμάνε κατά πάνω του επίσης.
Τίναξε το ελεύθερο χέρι του απότομα, με μία κόκκινη λάμψη να εμφανίζεται μπροστά του, που χτύπησε τα Νύλεμς και τα απώθησε, ενώ την επόμενη στιγμή ορμούσε σε ένα από αυτά, προσπαθώντας να το καρφώσει με το σπαθί του, αλλά εκείνο κατάφερε να συρθεί πλάγια και να τον χτυπήσει στο χέρι με τα νύχια του, κάτι που τον έκανε παραλίγο να χάσει το σπαθί από το χέρι του. Γύρισε όμως γρήγορα γιατί ένα άλλο Νύλεμ του επιτιθόταν από πίσω, καταφέρνοντας να το πληγώσει στο χέρι, από όπου άρχισε να τρέχει μαύρο αίμα, και εκείνο υποχώρησε.
Ένα έντονο χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του όμως τον έκανε να πέσει κάτω και να χάσει το σπαθί από τα χέρια του. Ένιωσε επίσης κάτι σκληρό να κόβει το χέρι του και στη συνέχεια και την πλάτη του. Σφίγγοντας τα δόντια, γύρισε και επιτέθηκε με μία μαγική σπρωξιά στα Νύλεμς που του είχαν επιτεθεί, αναγκάζοντάς τα να εκτιναχθούν λίγο ψηλότερα. Μετά, χωρίς να σηκωθεί, δημιούργησε ένα μικρό καθρέφτη, με το κόλπο δημιουργίας που του είχε μάθει ο Ζεραήλ, με το βλέμμα του να βρίσκει τη Θάλεια, την οποία είχε φτάσει σχεδόν η Μέδουσα.
Δοκίμασε τότε κάτι διαφορετικό, δημιουργώντας ένα μικρό μαχαίρι, τυλιγμένο από τη μαύρη φωτιά, και το τίναξε μέχρι τον λαιμό του πλάσματος. Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό βγήκε από εκείνη, με τη μαύρη φωτιά να την κατακαίει και σύνοντα μετατράπηκε σε πράσινο υγρό που εξαϋλώθηκε.
Ένα από τα Νύλεμς είχε ήδη βρεθεί από πάνω του και τον κάρφωσε με τα νύχια του. Εκείνος την τελευταία στιγμή πρόλαβε και έβαλε το αριστερό χέρι του για να προστατευτεί, με αποτέλεσμα τα νύχια του πλάσματος να μπηχτούν σε αυτό και να βγουν μάλιστα από την άλλη πλευρά, με τον Μιχάλη να αισθάνεται έναν τρομερό πόνο που τον ανάγκασε να ουρλιάξει, ενώ επίσης αίμα έτρεχε από εκεί. Παρά τον τρομερό πόνο όμως κατάφερε να πιάσει το πλάσμα με το άλλο χέρι και του έβαλε τη μαύρη φωτιά, που το έκαψε ζωντανό, με εκείνο να ουρλιάζει σαν τρελό, αλλά έγινε στάχτη σύντομα, όπως και τα νύχια του στη σάρκα του Μιχάλη. Η ζάλη του έγινε χειρότερη και ο φρικτός πονοκέφαλος επέστρεψε, αλλά κατάφερε να σταματήσει με τον ίδιο τρόπο τα επόμενα δύο που του επιτέθηκαν, καίγοντάς τα τώρα από απόσταση.
Το επόμενο που ένιωσε ήταν τα νύχια ενός από αυτά να τον καρφώνουν ελαφρά στο λαιμό, ενώ μετά τον έπιασε και τον ανάγκασε να σηκωθεί όρθιος, έτοιμος να τον καρφώσει με το άλλο χέρι. Ο Μιχάλης ένιωθε πολύ αδύναμος, δίχως να μπορεί να αμυνθεί, αλλά το πλάσμα έμεινε ξαφνικά ακίνητο. Στη συνέχεια είδε τη Θάλεια να το έχει καρφώσει με το μικρό μαχαίρι, το οποίο τράβηξε με δυσκολία στη συνέχεια από το πλάσμα, που τυλίχτηκε στη μαύρη φωτιά.
Τα άλλα δύο Νύλεμς είχαν πάει να σκοτώσουν τον Νίκο, ο οποίος ήταν έτοιμος να αποτελειώσει τον Μινώταυρο, που σφάδαζε κολλημένος στον τοίχο. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε με το σπαθί του το ένα και το αποκεφάλισε, ενώ όρμησε στο άλλο με μία κίνηση, το οποίο όμως το απέφυγε και του τραυμάτισε το πρόσωπο με τα νύχια του. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να του επιτεθεί, αποκεφαλίζοντάς το.
Με πρόσωπο γεμάτο αίματα και πολλά τραύματα στο σώμα και τα άκρα, όρμησε στον Μινώταυρο, ο οποίος δεν πρόλαβε να αντιδράσει και τον κάρφωσε στην καρδιά, κολλώντας τον και πάλι στον τοίχο, με το γνωστό πράσινο υγρό να τρέχει από το στόμα του κεφαλιού ταύρου που είχε, ενώ στη συνέχεια έλιωσε και εκείνος και αυτό που απέμεινε ο Νίκος το έκαψε. Στη συνέχεια κάθισε κάτω στηριζόμενος στον τοίχο, βαριανασαίνοντας, δείχνοντας πως πονούσε αρκετά και είχε κουραστεί πολύ. Η Θάλεια και ο Μιχάλης, που κοιτούσαν τη μάχη του με τα τέρατα άναυδοι, έτρεξαν προς το μέρος του, με το κορίτσι να φτάνει πρώτο και να κοιτάζει τις πληγές του, ενώ ο Μιχάλης κάθισε στο πάτωμα δίπλα του, αφού η ζάλη του δεν του επέτρεπε πια να μείνει όρθιος.
«Καλά είσαι;» τον ρώτησε ο Μιχάλης, «έχεις πολύ αίμα και μπόλικα τραύματα»
Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε. «Κοίτα ποιος μιλάει. Έχεις δει τα χάλια σου, ρε εξυπνάκια;»
Κάτι πήγε να πει η Θάλεια τότε, αλλά τη διέκοψαν κάποια νέα βήματα.