Πίσω από τις κλειστές πόρτες στο Δημαρχείο, ο Ντεάν κρατούσε στην αγκαλιά του την Ζακελίν, η οποία μουσκεμένη ακόμη, πάλευε να βρει την αναπνοή της. Είχαν διακόψει το φιλί τους και μεταξύ τους τώρα πια βασίλευε η αμηχανία.
«Τελικά, θαρρώ πως κέρδισα άφεση αμαρτιών» της είπε ο νεαρός και εκείνη τον κοίταξε πλαγίως.
«Ήταν πολλές οι άτιμες; Μην νομίζεις ωστόσο πως με ένα φιλί και ένα χαμόγελο με έχεις κερδίσει. Είμαι απόρθητο φρούριο εγώ» ψέλλισε εκείνη, κοιτάζοντάς τον περήφανα.
«Αν εννοείς τόσο απόρθητο, όσο το κάστρο του Λουρμαρέν, εγώ δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρος στη θέση σου» της απάντησε και κινήθηκε κουτσαίνοντας προς την μεριά της καρέκλας. Το χέρι του ήταν προσωρινά δεμένο εξαιτίας της χθεσινής, απότομης σύγκρουσής του με το πάτωμα. Ξαφνικά όμως ένιωσε την ανάγκη να ξεστομίσει μία ερώτηση.
«Ποιος είναι ο Φιλίπ; Εσύ που τον ξέρεις, θέλω να μου πεις την αλήθεια» την παρακάλεσε και εκείνη με μία κίνηση ντίβας, έριξε το κασκόλ της πίσω από την πλάτη της.
«Πώς το έπαθες και με ρωτάς κάτι τέτοιο; Οι φίλοι σου οι χωριανοί δεν γνωρίζουν να σου πουν; Πως ο Φιλίπ είναι ο σατανάς που στέκεται στο παράθυρο παλεύοντας να εντοπίσει το επόμενο παιδάκι που θα φάει; Ή ίσως πως είναι ο μάγος-βιαστής του χωριού που σαγηνεύει τις γυναίκες, τις οδηγεί στο δάσος και μετά τις βιάζει; Έχω και άλλες εκδοχές του. Πως το φάντασμά του μας έχει στοιχειώσει, που ειλικρινά αν ήμουν φάντασμα, θα έβρισκα καλύτερο τόπο για να απλώσω την φήμη μου και όχι αυτό το κορφοβούνι» του απάντησε και εκείνος ύψωσε το φρύδι του με ειρωνεία. «Πες το γιατί σε βλέπω πως το πασχίζεις τόση ώρα» τον προέτρεψε η κοπέλα και εκείνος την κοίταξε μέσα στα μάτια δίχως να μιλά.Τότε, για κάποιον λόγο, έμεινε να τον κοιτάζει και εκείνη. «Ξέρεις, θα ακουστεί ειλικρινά γελοίο, αλλά τα μάτια σου κάτι μου θυμίζουν. Κάτι αναθεματισμένα οικείο, που ειλικρινά αδυνατώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Είναι σαν να σε έχω ξαναδεί, αλλά κάτι τέτοιο πρακτικά είναι αδύνατον» τελείωσε ωστόσο εκείνος δεν της έδωσε απολύτως καμία απάντηση. Δεν μπορούσε.
Η Ζακελίν τον κοίταξε για μία ακόμη φορά θλιμμένα και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Η βροχή είχε σταματήσει και ένα θαμπό ουράνιο τόξο αχνοφαινόταν στον ορίζοντα. Από μακριά είδε να έρχεται η Ελοντί. Οι δύο φίλες σφιχταγκαλιάστηκαν και η Ζακελίν την κοίταξε πονηρά.
«Σε βλέπω ανανεωμένη» σχολίασε με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη.
«Λοιπόν, νομίζω πως ο έρωτας και μόνο που υπάρχει σε ανανεώνει» της απάντησε αινιγματικά η Ελοντί.
«Όλα αυτά στα εμφύσησε ο σακάτης ο Πιέρ; Με το συμπάθιο και για το σχόλιο, μα αυτόν τον άνθρωπο τελευταία δεν τον εκτιμώ καθόλου» της είπε η Ζακελίν και η Ελοντί την κοίταξε στα μάτια.
«Νομίζω πως ξέρω το γιατί και αν το είχα καταλάβει νωρίτερα, θα γλίτωνα και τον χρόνο που σπατάλησα» της αντιγύρισε η κοπέλα και η Ζακελίν ξαφνιάστηκε.
«Σου ομολόγησε λοιπόν ο ίδιος την πράξη του; Δεν το περίμενα η αλήθεια αυτό» πέταξε η Ζακελίν και τώρα ήταν η σειρά της Ελοντί να τα χάσει.
«Σε ποια πράξη αναφέρεσαι εσύ;» την ρώτησε και την είδε ξαφνικά να ξεροκαταπίνει.«Μίλα μου Ζακελίν σε ποια πράξη αναφερόσουν;» τη ρώτησε ξανά και ελαφρώς πιο έντονα.
«Ε, στο θέμα της Ατζέλικα» ξεκίνησε και η Ελοντί πλησίασε.
«Συνέχισε. Αν είμαστε φίλες, απλώς συνέχισε να μου μιλάς» την πίεσε και τότε με έναν αναστεναγμό, η Ζακελίν αποφάσισε να της πει επιτέλους την αλήθεια.
«Είδα τον Πιέρ και την Ατζέλικα να κάνουν έρωτα στο δάσος. Δεν ήθελα να σου το πω, γιατί θα πληγωνόσουν. Ξέρω, ήταν λάθος μου, αλλά δεν ήθελα να μπλεχτώ στην προσωπική σου ζωή» πρόφερε αγκομαχώντας σχεδόν, για να δει το πρόσωπο της φίλης της να φουντώνει επικίνδυνα σε σημείο να γίνεται κατακόκκινο.
«Τι είπες τώρα; Τι ήταν αυτό που ξεστόμισες; Ο Πιέρ να κάνει έρωτα με άλλη; Και γιατί στο ανάθεμα δεν με παρατούσε να πήγαινε μία και καλή μαζί της; Γιατί μου το έπαιζε θιγμένος και.... Όλες αυτές οι μάσκες της Βενετίας....Όλες τους μιλούσαν για εκείνον. Ο Φιλίπ προσπαθούσε να με προειδοποιήσει. Τον είχε καταλάβει, αλλά εγώ ζούσα στον ονειρικά πλασμένο κόσμο μου. Φυσικά έχω χωρίσει τον Πιέρ από χθες, γιατί εγώ είμαι τίμια. Η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού...Στον ιδιοκτήτη τον νόμιμο του σπιτιού, που ποτέ του δεν τόλμησε να διεκδικήσει τη ζωή του» τελείωσε και ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Ζακελίν.
«Εννοείς τον...Θεέ μου τον Φιλίπ;» τη ρώτησε σοκαρισμένη και εκείνη ένευσε θετικά.
«Ωστόσο με κάποιον δεν έχω πει την τελευταία μου κουβέντα. Θα την πω ευθύς αμέσως» γρύλισε και έκανε μεταβολή για το σπίτι της.
Τα βήματά της ήταν γρήγορα. Πίσω από την πλάτη της άκουγε φωνές γνώριμες να την καλούν να συμμετάσχει στους εορταστικούς στολισμούς, αλλά εκείνη είχε μόνο έναν στόχο. Να φτάσει στο σπίτι της και να αντικρίσει τον Πιέρ κατάματα. Πράγματι, δέκα λεπτά αργότερα και με το ψυχρό αεράκι να λυσσομανά και να μαστιγώνει με βία το πρόσωπό της, έφτασε μπροστά στην μικρή, σιδερένια πόρτα της αυλής. Παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού βρίσκοντας τον Πιέρ στον καναπέ με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, να παραμιλά σχεδόν κοιτάζοντας το κενό.
«Τι στην ευχή σου συνέβη Πιέρ που να πάρει; Τι έπαθες; Ήσουν ένας απίστευτα γλυκός νέος, με όνειρα, με σεβασμό απέναντί μου, τι άλλαξε;» ξεκίνησε να τον ρωτά απανωτά και εκείνος έστρεψε με πολύ κόπο το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Είχε καταλάβει σε τι αναφερόταν.
«Έχεις δίκιο» ξεστόμισε ανοιχτά. «Όλα ξεκίνησαν από ένα ηλίθιο σκίρτημα. Κολακεύτηκα που μία όμορφη γυναίκα σαν την Ατζέλικα, γύρισε και με κοίταξε. Στην αρχή ήταν ένα παιχνίδι εντυπώσεων, τίποτα ιδιαίτερο. Ώσπου ξέφυγε, ξέφυγε αρκετά και εγώ κατρακυλούσα..» άφησε την πνοή που τόση ώρα κρατούσε εγκλωβισμένη να βγει από τα πνευμόνια του.
«Κατρακύλησες σε τέτοιο σημείο, που έγινες θέαμα για κάποιους περαστικούς μέσα στο δάσος. Και μην μου το αρνηθείς. Λυπάμαι, αλλά αυτό δεν συγχωρείται. Μάζεψε τα πράγματά σου και ευχαρίστως για να μην νιώθω τύψεις, να σε οδηγήσω στο ξενοδοχείο της Ζακελίν μέχρι να περπατήσεις κανονικά. Εδώ μέσα δεν θα μείνεις» του είπε και εκείνος πίνοντας μία γουλιά ακόμη ουίσκι της είπε :
«Πληρώνω και εγώ ενοίκιο και δεν το κουνάω από εδώ» τελείωσε και με μία απότομη κίνηση έσπασε το ποτήρι στο πάτωμα.
Αυτό στάθηκε αρκετό όμως για να εξοργίσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και να βρεθεί μπροστά του, μία αιώνια σκιερή μορφή σε επαγρύπνηση. Ευθύς τον άρπαξε από τον λαιμό με την μαύρη του κουκούλα να καλύπτει το πρόσωπό του. Η Ελοντί σαστισμένη πάλευε να τον σταματήσει εκλιπαρώντας, μα η οργή του Φιλίπ έβραζε.
«Την άκουσες τι σου είπε. Άλλη μία λάθος κίνηση και θα βρεθείς κάτω από το χώμα» του γρύλισε.
«Και ποιος είσαι εσύ ε; Γι'αυτόν με παράτησες; Γουστάρεις την ομορφιά του;» ξεκίνησε να λέει πάνω στο μεθύσι με το χέρι του Φιλίπ να προσγειώνεται επάνω του.
Η Ελοντί τον έσπρωξε να σηκωθεί και κακήν κακώς τον φυγάδευσε αλλιώς θα έπεφτε νεκρός.
«Στο ορκίζομαι θα σε καταστρέψω. Θα μιλήσω σε όλους και θα πετάξω εγώ την αναμμένη δάδα στα κεραμίδια σου» του έφτυσε, προτού κλείσει πίσω του την πόρτα.
Είχε πάρει την απόφασή του και θα χρησιμοποιούσε την γιορτή που ερχόταν υπέρ του, εκμεταλλευόμενος το μίσος και τον φόβο του χωριού απέναντί του.
Βρέθηκαν ξαφνικά μόνοι τους σε ένα σπίτι, στο δικό του σπίτι. Για τον Φιλίπ, αυτή η απλή και καθημερινή κανονικότητα, ενός φυσιολογικού ανθρώπου, ήταν κάτι πέρα από τα όρια της φαντασίας του. Στεκόταν παγωμένος κοιτάζοντας μία την Ελοντί και μία τον χώρο γύρω του, σαν να πάλευε να τον αναγνωρίσει. Το ένστικτό του, τον οδηγούσε για ακόμη μία φορά στις καταπακτές και στα λαγούμια του, εκεί που βασίλευαν οι σκιές και η σιωπή. Φοβόταν και μαζί ένιωθε την συγκίνηση της ευτυχίας. Όχι της επίπλαστης, της αληθινής. Τη στιγμή εκείνη, ξέσπασε σε κλάματα, σε λυγμούς που μεταμορφώνονταν σε κραυγές. Έμοιαζε με εκείνα τα κακοποιημένα σκυλιά που δέχονται για πρώτη φορά χάδι στη ζωή τους και το μυαλό το αναγνωρίζει σαν χτύπημα, παρά την ευχαρίστηση που νιώθει το σώμα.
«Δεν μου αξίζει..» φώναζε μέσα από λυγμούς, μέχρι που σύρθηκε σε έναν καθρέπτη μπροστά κοιτάζοντας το είδωλό του. Το παραμορφωμένο κομμάτι του προσώπου του ήταν εκεί, τον κοιτούσε με ειρωνεία, τον χλεύαζε θα έλεγε κανείς. «Είμαι ένα τέρας που δίπλα μου όλοι γίνονται δυστυχισμένοι» συνέχισε το παραλήρημα και η Ελοντί έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Σε παρακαλώ Φιλίπ. Σε ικετεύω, δώσε στον εαυτό σου μία ευκαιρία. Ζήσε. Σου αξίζει και αυτό είναι το σπίτι σου. Διεκδίκησε την θέση σου στον κόσμο γιατί το αξίζεις» πάλεψε να τον πείσει ενώ το σώμα του τρανταζόταν ακόμη από τους λυγμούς.
«Φοβάμαι. Δεν έχω υπάρξει ποτέ μου άνθρωπος, παρά ένα ον με παραμορφωμένη ανθρώπινη όψη. Δεν έχω κοινωνικοποιηθεί, δεν έχω μορφωθεί και η πολυκοσμία με φοβίζει» της είπε με όλη τη δυστυχία να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό του.
«Θα τα μάθεις όλα, βήμα βήμα» τελείωσε εκείνη και ακούμπησε το μέτωπό της στο δικό του.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη