Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 55: Οι Παγίδες του Κάστρου - 3ο μέρος)

Ο Μιχάλης κατάλαβε πως εννοούσε τα μαγικά χτυπήματα, κάτι που δοκίμασε και ο ίδιος αμέσως μετά και το επιβεβαίωσε.

«Και τι κάνουμε τώρα;»

Εκείνος όμως δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί η μούμια έκανε μία περίεργη κίνηση, με επιδέσμους να πετάγονται από τις μαύρες παλάμες της και να φτάνουν ταχύτατα προς τα δύο αγόρια, τυλίγοντάς τα. Ο Μιχάλης είδε γκρίζους επιδέσμους να σφίγγονται γύρω από το σώμα του με αρκετή δύναμη, που του έκοψαν την ανάσα. Πριν καταφέρει να καταλάβει τι άλλο έκανε η μούμια, ένιωσε να σηκώνεται στον αέρα, ενώ μετά να κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς ένα σημείο.

Την επόμενη στιγμή ένιωσε να χτυπάει με δύναμη στον τοίχο, με έναν έντονο πόνο να προκαλείται στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, που τον έκανε να ζαλιστεί και να χάσει την ισορροπία του, αλλά οι επίδεσμοι της μούμιας τον κράτησαν όρθιο. Πριν καν μπορέσει να συνέλθει από τη ζάλη και τον πόνο, με μια απαίσια μυρωδιά σήψης από τους επιδέσμους να του προκαλεί νέα αναγούλα, η μούμια τον σήκωσε και πάλι στον αέρα και τον πέταξε σε έναν άλλο τοίχο τώρα, με τον πόνο να γίνεται πολύ χειρότερος στο ήδη χτυπημένο κεφάλι του.

Δεν ένιωθε καθόλου καλά, αλλά σκέφτηκε να δοκιμάσει κάτι τελευταίο, πριν λιποθυμήσει από τα χτυπήματα. Έβαλε φωτιά με μία μικρή κίνηση του χεριού τους στους επιδέσμους, κόλπο που πέτυχε και αυτοί άρπαξαν φωτιά. Κάηκαν γρήγορα, με αποτέλεσμα να ελευθερωθεί, σβήνοντας παράλληλα τη φωτιά που είχαν πιάσει τα ρούχα του. Ο Νίκος πρέπει να το είδε και έκανε το ίδιο, ελευθερώνοντας τον εαυτό του από την παγίδα της μούμιας. Εκείνη όμως έδειξε να μην ενοχλείται και δημιούργησε άμεσα νέους επιδέσμους, που κινούνταν κατά πάνω τους.

«Τρέξε» φώναξε ο Μιχάλης στον Νίκο, που ήδη είχε αρχίσει να τρέχει για να τους αποφύγει, πιάνοντας το κεφάλι στο σημείο που είχε χτυπήσει και τον πέθαινε στο πόνο, ενώ προσπαθούσε να διατηρήσει την αίσθηση του χώρου γύρω του που έχανε από την έντονη ζάλη που του προκάλεσαν τα χτυπήματα.

Κατάφερε πάντως να δημιουργήσει λίγο πάγο στο σημείο που χτύπησε και να τον κρατήσει εκεί με το χέρι του, ηρεμώντας έτσι από τον πόνο, ενώ ανοιγόκλεισε μερικές φορές το μυαλό του για να φύγει η ζάλη που ένιωθε. Πλέον έτρεχαν στον διάδρομο απέναντι από εκείνον που είχαν έρθει. Μόλις έφτασαν σε έναν νέο μικρό χώρο, διαπίστωσαν πως είχαν ξεφύγει από τη μούμια, η οποία δεν μπορούσε να κουνηθεί γρήγορα και μάλλον θα αργούσε να φτάσει εκεί.

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει από το τρέξιμο, ενώ άφησε τον πάγο και προσπάθησε να κάνει μία θεραπεία στο κεφάλι του, για να μειώσει τις επιπτώσεις των χτυπημάτων που είχε δεχτεί. Δεν κατάφερε πολλά φυσικά με αυτόν τον τρόπο, αλλά τουλάχιστον είχε ηρεμήσει από τον πόνο.

«Έλεος πια» είπε ο Νίκος μετά, «τι άλλο έχει βάλει εδώ μέσα;»

«Πάμε να φύγουμε πριν έρθει» ανέφερε απλά ο Μιχάλης.

Έπειτα βρέθηκαν σε ένα διάδρομο που πάλι χωριζόταν σε δύο μέρη, αριστερά και δεξιά. Ο Νίκος είχε αναλάβει πια να βρει άκρη και έτσι ο Μιχάλης απαλλάχτηκε από τη δυσκολία της επιλογής και το φόβο όταν έκανε μία στην τύχη. Φάνηκε αρκετά σκεφτικός και παρέμεινε ακίνητος για ένα λεπτό, μέχρι που αποφάσισε να στρίψουν δεξιά. Συνέχισαν μετά σε ένα διάδρομο ίδιο με τους άλλους, μέχρι που έφτασαν σε ένα ανοιχτό χώρο, όπως και οι άλλοι στους οποίους είχαν βρεθεί. Αυτό είχε μάλλον σκοπό να μπερδέψει όσους έμπαιναν στο κάστρο, κάτι που γινόταν και στο Σπήλαιο της Φωτιάς άλλωστε, αλλά ο Νίκος δεν έδειξε να ανησυχεί καθόλου. Συνέχισαν λοιπόν προς τον νέο διάδρομο, μέχρι που άκουσαν κάποιον να έρχεται προς τα εκεί από το διάδρομο στον οποίο κατευθύνονταν.

Από εκεί δε βγήκε όμως κάποιο περίεργο πλάσμα, αλλά η Θάλεια, που έμοιαζε τρομαγμένη και κινούνταν βιαστικά. Μπήκε μέσα στο χώρο γυρνώντας και ρίχνοντας μια ματιά πίσω της, σαν να φοβόταν πως κάποιος την ακολουθούσε, πριν στραφεί και πάλι προς το μέρος των δύο αγοριών. Τρόμαξε μόλις τους είδε μπροστά της, βγάζοντας μία μικρή κραυγή, αλλά μετά έδειξε να ηρεμεί, μόλις κατάλαβε ποιοι ήταν.

«Τι έπαθες;» τη ρώτησε ο Μιχάλης μετά, βλέποντάς την τρομαγμένη.

Εκείνη πήρε μερικές βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να επαναφέρει την αναπνοή της στο φυσιολογικό ρυθμό, αφού το τρόμαγμα και το τρέξιμο που μάλλον προηγήθηκε την είχαν αποσταθεροποιήσει. Μετά, αφού έριξε μία ακόμη ματιά πίσω της, στράφηκε και πάλι προς τα δύο αγόρια.

«Με κυνηγάνε κάτι Νύλεμς. Η Ειρήνη έμεινε να τα πολεμήσει μαζί με τον Μέρτη και μου είπε να φύγω. Μόλις μου επιτέθηκε ένα, άρχισα να τρέχω και βρέθηκα εδώ. Δεν κατάλαβα από πού ήρθα»

Δε χρειαζόταν να προσέξει κανείς τα λόγια της, αφού και από την τρεμάμενη φωνή της μπορούσαν να καταλάβουν πως τα είχε χαμένα από το φόβο της. Γύρισε και κοίταξε ακόμη μία φορά προς τα πίσω, σε μια προσπάθεια μάλλον να δει αν την είχαν εντοπίσει και πλησίαζαν σε εκείνο το σημείο.

«Εντάξει, μην ανησυχείς» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Μιχάλης, «θα τα κανονίσουμε εμείς τα Νύλεμς»

«Τι; Όχι» έκανε το κορίτσι, «καλύτερα να φύγουμε. Είναι επικίνδυνα πλάσματα»

«Μπα, δεν έχει νόημα» είπε ο Νίκος, «εμάς από εκείνη την πλευρά μας κυνηγάει μία μούμια»

«Μούμια;». Φάνηκε έκπληκτη. «Υπάρχει τέτοιο πράγμα εδώ;»
Ο Νίκος γέλασε μετά. «Και μάλιστα άτρωτη στα χτυπήματα»

«Άρα, καλύτερα τα Νύλεμς» είπε ο Μιχάλης, που ήξερε πως μπορούσαν να τα νικήσουν, ενώ με τη μούμια τα πράγματα έδειχναν πιο δύσκολα.

Η Θάλεια έδειχνε φοβισμένη, σαν να μην ήθελε να κάνουν αυτό που σκέφτηκε ο Μιχάλης. Πήγε να πει κάτι, μάλλον να διαφωνήσει με αυτό, αλλά την έκοψε μία άλλη φωνή, γυναικεία και κάπως βραχνή.

«Ποιος διαταράσσει τον ύπνο μας; Επισκέπτες είναι;»

«Ναι, επισκέπτες» είπε μία άλλη γυναικεία φωνή, παρόμοια με την προηγούμενη, «και μάλιστα μικροί. Πολύ ενδιαφέρον»

Ο Μιχάλης κατάλαβε πως οι φωνές προέρχονταν από κάπου ψηλά στο χώρο στον οποίο είχαν βρεθεί. Έστρεψε το κεφάλι του προς τα πάνω, όπου εντόπισε σε κάποιο σημείο κοντά στο διάδρομο από τον οποίο είχε έρθει η Θάλεια, ένα μεγάλο ξύλο σε κυλινδρικό σχήμα που ενωνόταν με τις δύο πλευρές του τοίχου δεξιά και αριστερά, θυμίζοντας στον Μιχάλη τα πλαστικά κλαδιά που χρησιμοποιούσαν στα κλουβιά των καναρινιών για να στέκονται εκείνα.

Έπειτα τις είδε. Ήταν πλάσματα με σώμα πουλιού, αετού συγκεκριμένα, δεν είχαν όμως και κεφάλι αετού, αλλά κεφάλι γυναίκας. Το ένα ήταν κεφάλι μία μελαχρινής γυναίκας με καστανά μάτια και το άλλο κεφάλι ξανθιάς γυναίκας με πράσινα μάτια, ενώ τα μαλλιά τους έφταναν μέχρι το λαιμό του πουλιού.

«Τι είναι αυτά τα πράματα;» ρώτησε ο Νίκος σοκαρισμένος από το θέαμα.

«Άρπυιες» του απάντησε ο Μιχάλης, μην παίρνοντας τα μάτια που το πάνω τους.

«Τι;»

«Είναι μυθικά πλάσματα»

«Δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα» σχολίασε μετά ο φίλος του.

«Αυτό μπορούμε να το λύσουμε, μικρέ» είπε η μία από τις δύο Άρπυιες, η μελαχρινή, «θα σε εντυπωσιάσουμε καθώς σε κατασπαράζουμε» ορμώντας με ένα σάλτο κατά πάνω τους.

Η Άρπυια ήταν πολύ γρήγορη, αλλά ο Νίκος αντέδρασε σχεδόν ακαριαία, χτυπώντας τη με ένα μαγικό σπρώξιμο, που την έκανε να αλλάξει κατεύθυνση για αν το αποφύγει. Παράλληλα, όρμησε και η δεύτερη, με τον Μιχάλη αυτή τη φορά να της επιτίθεται, αλλά εκείνη ήταν αρκετά γρήγορη και το απέφυγε. Προσπάθησε να την κάνει να λιποθυμήσει με μία κίνηση του χεριού του, αλλά διαπίστωσε πως η προσπάθειά του δεν την είχε επηρεάσει. Ήταν άτρωτη, όπως και η μούμια.

«Δεν πιάνουν ούτε σε αυτές τα χτυπήματα» φώναξε στον Νίκο.

«Σπουδαία πληροφορία» του είπε εκείνος ειρωνικά, καθώς τραβούσε το σπαθί του, προσπαθώντας να χτυπήσει τη μελαχρινή Άρπυια, αλλά εκείνη το απέφυγε την τελευταία στιγμή, και του επιτέθηκε από την πίσω πλευρά.

Ο Μιχάλης, διαπιστώνοντας πως ο φίλος του το είχε καταλάβει νωρίτερα αυτό, αντέγραψε την κίνησή του και τράβηξε και εκείνος το σπαθί του για να αντιμετωπίσει την Άρπυια που του είχε ορμήσει ξανά. Εκείνη του επιτιθόταν από πλάγια εκείνη τη στιγμή, κι εκείνος έκανε μία γρήγορη κίνηση με το σπαθί του, κόβοντας τον αέρα. Το επόμενο που είδε είναι το σπαθί του να πληγώνει το αριστερό φτερό της και εκείνη να ουρλιάζει από τον πόνο, ενώ μετά το πρόσωπό της απέκτησε μία έκφραση τρομερής οργής.

«Αυτό θα το πληρώσεις πολύ ακριβά» του ούρλιαξε θυμωμένη, ενώ την επόμενη στιγμή όρμησε κατά πάνω του.

Απέφυγε τα νύχια της με μια βουτιά στα αριστερά, όπου έπεσε στιγμιαία, αλλά κατάφερε να σηκωθεί την επόμενη στιγμή. Με μία ματιά, είδε τον Νίκο να έχει αναγκάσει την άλλη να υποχωρήσει προς τον τοίχο, καθώς προσπαθούσε να αποφύγει τα χτυπήματά του με το σπαθί. Η Θάλεια είχε πάει λίγο πιο πίσω, μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνει.

Μετά στράφηκε και πάλι στην Άρπυια με την οποία πάλευε, που παρατηρούσε το φτερό της, που είχε σχιστεί άσχημα, πριν ορμήσει ξανά κατά πάνω του. Είδε τα πράσινα μάτια της να γίνονται κόκκινα, καθώς του ορμούσε με όλη της τη φόρα.

«Θα έχεις ένα πολύ οδυνηρό θάνατο» του φώναξε, προσπαθώντας να πέσει πάνω του με τα νύχια προτεταμένα, για να τον καρφώσουν στο σώμα.

Ο Μιχάλης το μόνο που πρόλαβε ήταν να κάνει μία κίνηση με το σπαθί, που τη χτύπησε στα νύχια και την πέταξε παραπέρα, αλλά ένα τον πλήγωσε στο χέρι, βυθιζόμενο στο μπράτσο του καθώς περνούσε. Ο έντονος πόνος τον έκανε να γονατίσει, ενώ κράτησε το σπαθί με το αριστερό και έπιασε το τραύμα με το ελεύθερο πλέον δεξί χέρι του, σε μία ασυναίσθητη κίνηση. Δεν πρόλαβε να συνέλθει και ένιωσε ένα χτύπημα στην πλάτη, που τον έκανε να πέσει κάτω.

«Ώρα να τιμωρηθείς» άκουσε την Άρπυια να λέει πάνω από την πλάτη του.

Εκείνος όμως γύρισε απότομα και έριξε ένα μαύρο πίδακα με το χέρι του, ο οποίος τη χτύπησε και την ανάγκασε να τιναχτεί λίγο ψηλά, με αυτόν να παίρνει πάλι το σπαθί με το δεξί του χέρι, καθώς σηκωνόταν. Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι και ένιωθε να καίει ολόκληρος, θέλοντας να την αποτελειώσει.

Αυτή τη φορά ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έτεινε ελαφρώς προς τα αριστερά, ενώ μετά σήκωσε το σπαθί και κατέβασε με δύναμη προς τα δεξιά, ελευθερώνοντας παράλληλα τη μαύρη φωτιά στη λεπίδα, για τη δημιουργία μίας κίνησης που είχε φανταστεί.. Η Άρπυια μετά προσγειώθηκε λίγο παραπέρα, έτοιμη για το επόμενο χτύπημά της.

«Τελείωσε ο χρόνος σου», της είπε τότε.

Το επόμενο που είδε ήταν φρικτό θέαμα, αλλά το περίμενε, μιας και εκείνος το είχε προκαλέσει. Το κεφάλι αποκόπηκε από το σώμα του αετού και έπεσε κάτω, με το πρόσωπο της γυναίκας να μένει παγωμένο, διατηρώντας το χαμόγελό της. Και από τα δύο μέλη όμως άρχισε να τρέχει το πράσινο παχύρρευστο υγρό που είχαν δει και στον παλιάτσο, ενώ στη συνέχεια έλιωσαν, όπως ακριβώς είχε γίνει και με εκείνον. Όλοι στο χώρο είχαν μείνει παγωμένοι και κοίταζαν το θέαμα, ενώ ο Μιχάλης είχε ήδη στραφεί προς τον προηγούμενο διάδρομο.

Παναγιώτης Βάβαλος