Ευλογημένη Χώρα, του Σπύρου Παπαλέξη

Προστατευτείτε από τα πουλιά! έγραφε η μεγάλη, σκουριασμένη πινακίδα.

Είχε βαρεθεί να τις βλέπει. Ειλικρινά. Από το σπίτι του – ποιο σπίτι, δηλαδή; Από αυτήν την τρύπα πιο σωστά, που έμαθε να την αποκαλεί σπίτι, μέχρι το στενό σοκάκι που κρυβόταν τώρα, πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον επτά.

Κι οι συμπολίτες του ήταν υπάκουοι σε όσα επέτασσαν οι πινακίδες. Πειθήνιοι στα κελεύσματα των αόρατων Αρχών, απέφευγαν μετά βδελυγμίας τα πουλιά, όπως ο διάολος το λιβάνι ή ακόμα καλύτερα όπως οι πολίτες την προσωπικότητα. Και όταν αυτά τους πλησίαζαν κάπως περισσότερο, τα έδιωχναν μακριά και τους πετούσαν με μανία ό,τι αντικείμενο έβρισκαν τριγύρω, για να αποφύγουν τη μιαρή επαφή.

Και μη νομίσετε πως οι Αρχές δεν είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να εξολοθρεύσουν τα πουλιά. Συνέβαινε όμως –κι αυτό είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας­­­­­­– κάθε φορά που πίστευαν πως είχαν σκοτώσει κάποιο από δαύτα, αυτό το ίδιο πουλί ή έστω λίγο παραλλαγμένο, να εμφανίζεται κάπου αλλού. Κάπως έτσι είχαν καταλήξει ότι η μόνη λύση, για να γλιτώσουν από τα ενοχλητικά αυτά πλάσματα ήταν να τα δαιμονοποιήσουν – κι εδώ ομολογουμένως τα είχαν κατάφερει πολύ καλά.

Ένα στιφό πετάρισμα αυτογνωσίας άνοιξε τα χείλη του. Καλώς ή κακώς, ο Άνταμ δεν ήταν σαν τους άλλους.

Έβαλε το χέρι του στο εσωτερικό της φόρμας εργασίας του, σε αυτό το τόσο ένοχο σκίσιμο της φόδρας ­–διότι στην Ευλογημένη Χώρα απαγορεύονταν οι τσέπες–, και πήρε λίγα σπόρια. Με αργές κινήσεις, τα έφερε πάνω από το κεφάλι του κι άρχισε να τρίβει τα δάχτυλά του. Πριν περάσουν μερικά δευτερόλεπτα, άκουσε με αγαλλίαση το πέταγμα των πουλιών. Έρχονται!

Τρία γκρίζα περιστέρια ήρθαν και κάθισαν πάνω στο κεφάλι του. Τα ένιωθε να τσιμπολογούν τα σπόρια μέσα από τα μαλλιά του, τα άκουγε να τιτιβίζουν χαρούμενα. Τα δύο στα αριστερά ήταν μόνιμοι επισκέπτες, κάθε τόσο όμως ερχόταν κι ένα τρίτο που καθόταν στα δεξιά. Σπανιότερα ερχόταν κι ένα τέταρτο, κατάλευκο, που σου έδινε την εντύπωση ότι δεν ανήκε σε αυτόν τον θαμπό και μίζερο κόσμο.

Αυτή η πνευματική ανάταση, αυτή η ευφορία που τον καταλάμβανε κάθε φορά ήταν άνευ προηγουμένου. Ακόμη κι αν το προηγούμενο επαναλαμβανόταν καθημερινά. Οξύμωρο κι όμως ακριβές.

Ξαφνικά, ένιωσε τα σπόρια στην κορυφή του κεφαλιού του να λιγοστεύουν επικίνδυνα κι αποφάσισε να ρίξει μισή χούφτα ακόμα. Σήμερα ήθελε να νιώσει λίγο περισσότερο αυτήν την υπέροχη αίσθηση, παρόλο που ήξερε ότι έτσι έπρεπε να κρατήσει λιγότερο την επόμενη ημέρα.

Τα σπόρια στην Ευλογημένη Χώρα ήταν απαγορευμένα και φυσικά πανάκριβα. Καμία σχέση με τα χαπάκια της ευτυχίας, που αγόραζαν όλοι πάμφθηνα από τα δημόσια φαρμακοπωλεία. Έβγαιναν σε κάθε λογής χρώματα και το καθένα ικανοποιούσε και διαφορετική ανάγκη.

Ας πούμε, αν ήθελες να νιώσεις ότι έφαγες μέχρι σκασμού, έπαιρνες το κίτρινο χαπάκι –υπήρχε και το πορτοκάλι ειδικά για τα γλυκά–, αν ήθελες να νιώσεις ότι έκανες σεξ μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων, έπρεπε να πάρεις το ροζ –αυτά φυσικά ήταν τα πιο εμπορικά– κ.τ.λ.

Αντιλαμβάνομαι ότι δε σου αρκεί το "κ.τ.λ.", ε;

Εντάξει, λοιπόν: υπήρχαν ακόμη τα πράσινα, τα λεγόμενα «καταναλωτικά», που σε έκαναν να αισθάνεσαι ότι είχες ξοδέψει μια ολόκληρη περιουσία σε ψώνια, τα μοβ, με τα οποία ένιωθες ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο... αλλά υπήρχαν και τα πιο σπάνια, που ήταν λίγο ακριβότερα: τα κόκκινα, ας πούμε, ικανοποιούσαν την άγρια δίψα για φόνο και τα μπλε καταλάγιαζαν το επίμονο ένστικτο της τυφλής καταστροφής.

Ο συγκεκριμένος όμως –Άνταμ δεν τον είπαμε;– εκ πεποιθήσεως δεν έπαιρνε αυτά τα χαπάκια, όσο φτηνά κι αν ήταν· τα θεωρούσε το χυδαιότερο όργανο αυτοκαταστροφής.

Πρώτα από όλα, αυτά τα χαπάκια σού έδιναν μόνο μια εφήμερη ψευδαίσθηση πληρότητας: ούτε διαρκούσαν αρκετά, ούτε φυσικά ήταν αληθινά. Και το κυριότερο: πρόσφεραν ευτυχία μόνο στον εαυτό σου, δεν είχαν καμία επίδραση στον διπλανό σου, έτσι που, σε μια γενικότερη επισκόπηση των πραγμάτων, αργά αλλά σταδιακά, απέκοψαν εντελώς τους ανθρώπους από τους γύρω τους και τους έκαναν να νοιάζονται αποκλειστικώς και μόνο για το πώς θα ικανοποιήσουν τις ατομικές τους ανάγκες.

Αντιθέτως, τα πουλιά που κάθονταν τώρα στο κεφάλι του Άνταμ ήταν αληθινά, τα ένιωθε, αισθανόταν το άγγιγμά τους, άκουγε τα τιτιβισματά τους και όσο τα τάιζε και τα φρόντιζε, τόσο έρχονταν κι άλλα. Στην αρχή έρχονταν μόνο πιτσουνάκια, σιγά σιγά όμως άρχισαν κι αυτά να μεγαλώνουν κι έγιναν ολόκληρα περιστέρια. Κι αυτά ήταν στην πραγματικότητα οι μόνοι αληθινοί του φίλοι.

Για τους όμοιούς του –που συγχρόνως καθόλου όμοιοί του δεν ήταν– ήταν περιθωριακός, δακτυλοδεικτούμενος, μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν εθισμένος στα χαπάκια. Πού να ήξεραν ότι δεν τα κατάπινε ποτέ.

Τους άκουγε να τον κατηγορούν ανοιχτά και να ενώνουν τις δίκαιες φωνές τους εναντίον του, εκλύοντας μια αδικαιολόγητη οργή, η οποία απλώς έπρεπε κάπου να ξεσπάσει. Κι αυτός; Αυτός απλώς κάρφωνε το βλέμμα του κάτω, υποκρινόμενος πως ντρεπόταν. Η αλήθεια είναι ότι τους αγνοούσε, όμως δεν ήθελε να τους προκαλεί περισσότερο.

Ο Άνταμ σκεφτόταν με κάποια διεστραμμένη ικανοποίηση, μα και αυτάρεσκη θλίψη συγχρόνως, ότι αυτές οι φορές που οι συνάδελφοί του καταφέρονταν εν χορώ εναντίον του, ήταν οι μοναδικές που τα λόγια τους είχαν κοινή απεύθυνση. Εάν και όποτε συνομιλούσαν, αυτό το απατηλό «συν» έλαμπε δια της απουσίας του. Στην πραγματικότητα μονολογούσαν, δραματικά και παράλληλα, και κόμπαζαν για τα εκπληκτικά κι απερίγραπτα συναισθήματα που τους χάριζαν τα θαυματουργά χαπάκια – πόσο θλιβερό! Και φυσικά, αυτόν τον θεωρούσαν εντελώς ανάξιο να ανέλθει στα σπάνια επίπεδα της ψεύτικης απόλαυσης που οι ίδιοι απολάμβαναν... Σκέψου να τον έβλεπαν τώρα να ταΐζει τα πουλιά!

Όχι! Αυτό θα ήταν ολέθριο. Ήταν γνωστή η τιμωρία για όσους παρέβαιναν τη σημαντικότερη Εντολή. Θάνατος. Χωρίς Κρίση φυσικά – γιατί άλλωστε;

Τώρα, όχι, δεν ήθελε με τίποτα να πεθάνει, όμως παλιότερα η παράταιρη σκέψη δεν του φαινόταν τόσο αποκρουστική. Αυτός ο παρελθοντικός εαυτός του έμοιαζε να ανήκει σε μια θολή, περασμένη ζωή.

Το μοιραίο εκείνο βράδυ που άλλαξαν όλα περιπλανιόταν άσκοπα στις άδειες λεωφόρους και στις ακόμη πιο άδειες σκέψεις του, όταν ο δρόμος του –ή μήπως το πεπρωμένο;– τον έφερε στο σκοτεινό σοκάκι. Εντελώς ξαφνικά, είδε έναν γέρο στο μισοσκόταδο.

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε, περισσότερο από έκπληξη.

Μόνο τότε πρόσεξε τα πουλιά που κάθονταν πάνω στο κεφάλι του. Αυτός έκανε πίσω τρομαγμένος.

«Μη! Μη με καταδώσεις! Σε ικετεύω».

«Δε θα σε καταδώσω, ησύχασε» του είπε, προσπαθώντας να κατευνάσει μέσα του όλα τα παραγκωνισμένα ταπεινά ένστικτα που διαμαρτύρονταν. «Γιατί ρίχνεις σπόρους στο κεφάλι σου;»

«Μα... για τα πουλιά!»

«Τα πουλιά;»

«Ναι, τα πουλιά! Τα πουλιά μού μιλάνε» είπε ο γέρος, σάμπως για να δικαιολογήσει το ατόπημά του.

«Σου μιλάνε;» ρώτησε ο Άνταμ παραξενεμένος. Είχε πέσει σε τρελό;

«Ναι, μου λένε διαφορετικά… ενδιαφέροντα πράγματα».

«Τι πράγματα;»

«Για ένα όμορφο παρελθόν. Ένα άσχημο παρόν. Κι ένα ακόμα χειρότερο μέλλον».

«Θέλω κι εγώ!»

«Τι-τι θέλεις;» ψέλλισε ο γέρος και μαζεύτηκε.

«Αν λες αλήθεια, δώσε μου λίγους σπόρους να δοκιμάσω κι εγώ».

«Μα δεν... δεν έχω άλλους. Τέλειωσαν».

«Τότε πες μου πού τους βρίσκεις».

«Δεν τους βρίσκω» είπε ο γέρος και κόμπιασε. «Τους αγοράζω».

«Πού; Πού τους αγοράζεις;» Η σκοτεινή μορφή δε μίλησε για λίγο. Προφανώς φοβόταν. «Κοίτα» είπε ο Άνταμ πιο ήπια. «Απλώς θέλω να μου πεις πού βρίσκεις τα σπόρια».

Δεν έμαθε ποτέ αν ο γέρος ήταν τόσο αφελής ώστε δεν αναρωτήθηκε μήπως ήταν κάποιος κρατικός κατάσκοπος ή απλώς αγαπούσε πολύ τη ζωή που του απέμενε. Πάντως του έδωσε αμέσως την κρυφή τοποθεσία. Και μια χρήσιμη συμβουλή:

«Πάρε χρήματα μαζί σου· τους πουλάνε ακριβά. Α! Το σύνθημα!»

«Ποιο σύνθημα;»

«Χτύπα τέσσερις φορές γρήγορα και τρεις αργά».

Ο νεαρός τότε Άνταμ γύρισε στο σπίτι του κι έπεσε στο κρεβάτι. Όμως δεν κατάφερνε να κοιμηθεί. Αδιανόητες σκέψεις τον κράτησαν ξύπνιο όλη τη νύχτα. Πουλιά που μιλάνε; έλεγε μέσα του. Δεν ξέρω ποιος είναι πιο τρελός. Ο γέρος ή εγώ που τον πίστεψα;

Με αυτά και με αυτά, μέχρι το πρωί είχε πείσει τον εαυτό του ότι ο γέρος τον δούλευε κανονικά κι ότι είτε η τοποθεσία που του είχε αποκαλύψει ήταν αποκύημα της ζωηρής του φαντασίας, είτε ότι, αν όντως υπήρχε, εκεί θα τον περίμενε μια καλοστημένη παγίδα – πιθανότατα ληστές έτοιμοι να τον κατασπαράξουν. Τουλάχιστον, ακόμα κι αυτό θα ήταν μια συγκίνηση.

Μάλλον δεν είχε πειστεί ακριβώς, αλλιώς το επόμενο βράδυ δε θα έπαιρνε μαζί του αρκετές από τις οικονομίες του, ούτε θα χτυπούσε τη μαύρη σιδερένια πόρτα με αυτόν τον συνωμοτικό τρόπο: τέσσερις γρήγορα, τρεις αργά.

Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτα. Φανερά απογοητευμένος, γύρισε να φύγει βρίζοντας τον εαυτό του για την αδιανόητη ανοησία του, όταν άκουσε το πορτάκι να ανοίγει.

«Πόσα θες;» ακούστηκε από μέσα μια ψυχρή αντρική φωνή.

Πόσα; Έλα ντε.

«Δύο».

«Είναι 30.000.000».

Ήταν όντως πανάκριβα. Περίπου ένας μηνιαίος μισθός. Τα ήθελε όμως. Ήταν στα αλήθεια περίεργος να δει πού θα πήγαινε όλο αυτό.

Μέσα από το πορτάκι βγήκε ένας πλαστικός δίσκος. Έβαλε μέσα όλα τα κέρματα –δεν υπήρχαν χαρτονομίσματα στην Ευλογημένη Χώρα– και, σαν άλλος αυτόματος πωλητης, το πορτάκι του ανταπέδωσε δύο ξύλινα κουτιά σε μέγεθος βιβλίου. Έπειτα έκλεισε αφήνοντάς τον εντελώς μόνο.

Ο Άνταμ επέστρεψε σχεδόν τρέχοντας στην τρύπα του και άνοιξε ανυπόμονα τα κουτιά. Περιείχαν όντως σπόρους, όπως του είχε πει ο γέρος. Τότε του είχαν φανεί αμέτρητοι, τότε όμως δεν ήξερε. Είπε στον εαυτό του να ηρεμήσει. Είχε ήδη κάνει ένα παράτολμο εγχείρημα εκείνο το βράδυ και μάλιστα απολύτως επιτυχημένα. Έφτασε ως εκεί χωρίς να τον εντοπίσουν και επέστρεψε με τα κουτιά άθικτα, χωρίς να πέσει θύμα ληστείας.

Όπως κι αρκετοί άλλοι, έτσι κι ο ίδιος, πίστευε ότι οι ληστές ήταν εντεταλμένοι του κράτους, για να αποθαρρύνουν τους πολίτες να τριγυρίζουν άσκοπα ή –ακόμα χειρότερο– σκόπιμα τις ώρες της νυχτερινής κατάκλισης. Όπως κι αν είχε όμως, αν έπεφτε στα χέρια τους, τα κουτιά θα είχαν γίνει καπνός. Ένας μήνας δουλειάς στον υπόνομο.

Κι όμως, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έπαιζε ώρα τους σπόρους στα ιδρωμένα χέρια του και συνειδητοποίησε ότι –ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του– ένιωθε μια τόσο έντονη έξαψη που έφτανε σε παράκρουση. Ήθελε τόσο να το δοκιμάσει!

Βλαστημώντας την ίδια του την ανυπομονησία, βγήκε πάλι από το σπίτι και με χίλιες προφυλάξεις έφτασε στο σημείο που είχε συναντήσει τον γέρο. Όμως ο παράξενος εκείνος ανθρωπάκος έλειπε. Και δεν τον ξαναείδε ποτέ στη ζωή του.

Όπως κι αν είχε, το δοκίμασε. Κι από τότε το δοκίμαζε κάθε βράδυ. Δεν τον ένοιαζε αν είχε καλοκαιρία, αν έβρεχε, αν έριχνε χιόνι ή χαλάζι. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν καταβεβλημένος ή άρρωστος. Δεν έχανε ποτέ το «ραντεβού με τη γνώση», όπως το βάπτισε. Τη γνώση του εαυτού του και του κόσμου ολόκληρου. Διότι η γνώση και η σύλληψη είναι αλληλένδετες, η μία δίνει ώθηση στην άλλη και πηγαίνουν χέρι χέρι. Αναπόφευκτα.

Σε κάθε περίπτωση όμως δεν έπρεπε να δίνει στόχο. Για αυτό ποτέ δεν έριχνε πολλά σπόρια στο κεφάλι του. Δύο άντε τρία πουλιά δεν προκαλούσαν την προσοχή, αλλά περισσότερα... όχι. Οι περαστικοί κι οι Αρχές θα υποπτεύονταν. Και κανείς δε γλίτωσε ποτέ από τις Αρχές.

Ένα κρύο βράδυ, όπως όλα τα υπόλοιπα, καθώς επέστρεφε στην τρύπα του, άκουσε έναν αφύσικο θόρυβο πίσω από μια γωνιά. Αυτοστιγμεί ένιωσε καυτές σταγόνες ιδρώτα να λούζουν το μέτωπό του κι άρχισε να ανασαίνει βαριά. Τον είχαν δει. Σίγουρα. Κάποιος τον είχε δει και θα τον κατέδιδε.

Συνέχισε να περπατά προς το σπίτι του με βιαστικό βήμα. Πότε πότε γύριζε προς τα πίσω, για να δει αν τον παρακολουθούν. Δε φαινόταν κάποιος – ποτέ δε φαινόταν. Κι όμως, είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι κάποιος τον είχε δει πίσω από εκείνη τη γωνία.

Το επόμενο πρωί, εντελώς άυπνος, έφτασε εξαντλημένος στο εργοστάσιο. Από στιγμή σε στιγμή, περίμενε να μπουν οι κρατικοί υπάλληλοι, για να τον συλλάβουν. Κάθε του ανάσα ήταν ταυτόχρονα το λυτρωτικό τέλος της προηγούμενης στιγμής κι η αρχή της μεγάλης αγωνίας για την επόμενη. Οι δέκα ώρες της αφόρητα επαναλαμβανόμενης χειρωνακτικής του εργασίας τού φάνηκαν σωστή αιωνιότητα.

Η λογική του του έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσει να τρέφει τα πουλιά, όσο συνειδητοποιούσε όμως ότι έτσι θα επέστρεφε στην προηγούμενη ζωή του, δεν το έπαιρνε με τίποτα απόφαση. Έπειτα από πολλή σκέψη και ψυχοβόρα εσωτερική σύγκρουση, κατέληξε ότι έπρεπε να διακόψει την παράνομη δραστηριότητά του για δέκα ημέρες. Δε θα πάθαινε και τίποτα για ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα και αν κάποιος όντως τον παρακολουθούσε, θα πειθόταν ότι είχε σταματήσει οριστικά. Στο εξής όμως θα κρυβόταν σε ένα άλλο μέρος για παν ενδεχόμενο. Και θα έπαιρνε μεγαλύτερες προφυλάξεις.

Οι τρεις πρώτες ημέρες κύλησαν αναίμακτα. Την τέταρτη όμως, λίγο πριν κοιμηθεί, ο Άνταμ συνειδητοποίησε με φρίκη, ότι τις τελευταίες δυο μέρες δεν είχε κάνει ούτε μία νέα σκέψη.

Κοίταξε τον φθαρμένο τοίχο απέναντι του και αναρωτήθηκε πόσοι άλλοι σαν αυτόν πριν απ’ αυτόν είχαν πεθάνει σε αυτήν την τρύπα, χωρίς να κάνουν ούτε μία αξιόλογη σκέψη σε ολόκληρη τη ζωή τους. Και πόσοι ακόμη θα ακολουθούσαν μετά απ’ αυτόν.

Πανικοβλήθηκε. Ένιωσε να ζαλίζεται, να λιποθυμάει... όμως κάτι που δεν είχε ξανανιώσει τον κράτησε όρθιο.

Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι, πήρε μαζί του όλους του τους σπόρους κι αφήνοντας την πόρτα πίσω του ξεκλείδωτη, έτρεξε στο γνωστό μέρος. Όχι σε κάποιο άλλο· στο γνωστό. Ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σκάσει, όπως ακριβώς το σκίσιμο στη φόδρα της φόρμας του.

Έπειτα χαμογέλασε. Είχε τόσο καιρό να χαμογελάσει, που οι 26 μύες του προσώπου του είχαν ξεχάσει την απαιτούμενη κίνηση. Το χέρι του όμως δεν είχε ξεχάσει.

Άρχισε να ρίχνει σπόρους πάνω από το κεφάλι του, πολλούς, αμέτρητους σπόρους, σαν να μην υπήρχε αύριο.

Και τα πουλιά άρχισαν να έρχονται. Και να του μιλάνε. Και να του περιγράφουν. Και να του εξηγούν. Κι ένιωσε την ψυχή του να πλημμυρίζει τόσο πολύ, που δεν του ξαναπέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό να σταματήσει κι έριχνε κι άλλους σπόρους και το σκίσιμο στη φόδρα έμοιαζε να έχει κι άλλους πολλούς ακόμα κι έριχνε κι άλλους κι άλλους, ώσπου έσπασε κι αυτό το φράγμα που υψώνει το ένστικτο της επιβίωσης.

Όμως τα τόσα πουλιά μοιραία τράβηξαν την προσοχή των περαστικών. Και μέσα στις μελωδικές ομιλίες των πουλιών, άκουσε την τρομακτική κραυγή αυτού που ανακάλυψε το στυγερό έγκλημα. Mα δε σταμάτησε. Άκουσε κάποιον άλλον να λέει οργισμένος πως οι Αρχές έρχονταν και πως σύντομα θα πλήρωνε για τα ακατανόμαστα ανομήματά του. Μα δε σταμάτησε.

Καθώς οι κρατικοί υπάλληλοι πλησίαζαν στον τόπο του εγκλήματος, είδαν αμέτρητα πουλιά να κατευθύνονται προς το σοκάκι. Κι όταν πια έφτασαν σε απόσταση λίγων μέτρων, είδαν να έρχεται από ψηλά ένα τεράστιο, υπέροχο, παραδεισένιο πουλί, που είχε στο φτέρωμά του όλα τα χρώματα της ίριδας. Το ουράνιο πλάσμα προσγειώθηκε αργά στο κεφάλι του παρία και άπλωσε ένα χρυσό φως πάνω και... μέσα του. Ύστερα τον σήκωσε στον αέρα από τους ώμους, πέταξαν μαζί και χάθηκαν στον ορίζοντα. Και όπως έφευγαν, αμέτρητοι σπόροι έπεσαν από τη σκισμένη φόδρα στο μικρό πλάτωμα.

Οι περαστικοί έτρεξαν να μαζέψουν όσους σπόρους μπορούσαν και τους έριχναν στα κεφάλια τους κι οι κρατικοί υπάλληλοι τους κοιτούσαν τρομαγμένοι και, πριν περάσουν λίγα λεπτά, το χρυσό φως απλώθηκε σε όλη την Ευλογημένη Χώρα.

Ή πάλι μπορεί να έμειναν ακίνητοι και να θεώρησαν πως όλο αυτό ήταν μόνο ένα παραλήρημα της συλλογικής τους φαντασίας, μια «συλλογική ψευδαίσθηση», όπως τους εξήγησαν οι κρατικοί υπάλληλοι και πως κάποιες φορές μπορεί ακόμη κι αυτό να συμβεί – έχουν βέβαια καταγραφεί κι άλλα τέτοια μεμονωμένα περιστατικά στο παρελθόν.

Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα; Εκτός από μένα;

Κι από εσένα.



Σπύρος Παπαλέξης

Επιμέλεια: Έλενα Παπαδοπούλου